Tου Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου
Ακόμα και για κάποιον –όπως ο γράφων– που ελάχιστα παρακολουθεί τηλεόραση είναι εμφανές ότι έχουν αυξηθεί οι σειρές μυθοπλασίας οι οποίες συνδέονται και πάλι με την Ελλάδα, όχι τόσο ως αναπόφευκτος χώρος για να παιχτούν κάποια σενάρια, αλλά ως τόποι που συνδέονται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Αρχικά, ας συμφωνήσουμε ότι ακόμα και η φθηνή «τέχνη», όπως το τηλεοπτικό σήριαλ, υποδηλώνει υποσυνείδητα –ως μέρος του πολύμορφου εποικοδομήματος της ζωής– πολλά εμφανή ή λανθάνοντα στοιχεία μιας συλλογικής ψυχολογίας της χώρας μας. Αν, επιπλέον, παρατηρήσουμε και τη χρονική συγκυρία που όλα τα προηγούμενα συντελούνται, τότε θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε κάποιες υποθέσεις, που ίσως εξηγούν αυτό το σύμπτωμα «επανατοπικοποίησης» της ελληνικής τηλεόρασης.
Η ποιότητα των σήριαλ αυτών ποικίλει και δεν θα κάνουμε εδώ τηλεοπτική κριτική, παρ’ όλο που η βεντάλια περιλαμβάνει την κορυφαία ελληνοκεντρική δημιουργία, «Βαρδιάνος στα σπόρκα», απ’ το ομότιτλο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και φτάνει μέχρι σε τετριμμένες τσιχλοϊστορίες.
Το σημαντικό όμως είναι ότι σχεδόν δέκα βασικές παραγωγές επιλέγουν να φύγουν από την Αθήνα και να μας οδηγήσουν στην επαρχία και μάλιστα σε τόπους με ισχυρή ταυτότητα ή ιστορία: Κρήτη (κυριαρχεί η Κρήτη σε τουλάχιστον τρεις σειρές) Μάνη, Μεσολόγγι, Κέρκυρα-Παξοί, Σκιάθος, Καβάλα.
Τη δεκαετία του 2000, στα χαρακτηριστικά σήριαλ τύπου Παπακαλιάτη, πήξαμε στη μεζονέτα και στους νέους των 700 ευρώ που ζούσαν όμως σε… «μεταμοντέρνα» τριάρια 250 τετραγωνικών, με άμεση άνοδο σε γιάπηδες ή αυτοδημιούργητους μάνατζερ και επιχειρηματίες με ταξίδια στα πλατό της …παγκοσμιοποίησης και του επίπλαστου εκσυγχρονισμού, κ.α. Τότε, όσα σήριαλ γυρίζονταν στην επαρχία, περιέγραφαν την ψυχολογία της ανόδου του βιοτικού επιπέδου του νεοέλληνα και η Ύδρα, η Σύρος ή η Μονεμβασιά ήταν το «μεγαλοαστικό» φολκλόρ ντεκόρ, τύπου Αράχωβας, το Σαββατοκύριακο.
Τώρα, βλέπουμε, μια «επιστροφή στο χωριό», εκεί όπου ο Eλληνοβρετανός Τζόζεφ ξαναγίνεται Σήφης και ο τόπος, το αλάτι, η ελιά της Μάνης, ή το μυστηριακό Μεσολόγγι δένονται με τον χαρακτήρα των πρωταγωνιστών και τη μυθοπλασία.
Μια πρώτη ερμηνεία το φαινομένου είναι ότι αποτελεί ουρά και επακόλουθο της μεγαλύτερης συστημικής αλλαγής που χαρακτηρίζεται από το φρενάρισμα και την απομυθοποίηση της υπερπαγκοσμιοποίησης. Από την εφήμερη παραμονή στα τράνζιτ των αεροδρομίων, ξεπροβάλλει στη μικρή οθόνη η ρακή, το λάδι, η θάλασσα και η ταυτότητα των τόπων που μυρίζουν θυμάρι, έστω χωρίς τη συνειδητή πρόθεση και εν αγνοία όλων των συντελεστών της παραγωγής ότι τούτο εκφράζει μια αλλαγή ή την ανάγκη για μια μεταστροφή, που συντελείται στη βαθύτερη ψυχή της Ελλάδας (την πολιτισμική, τη γεωπολιτική, την πνευματική, την οικονομική, την κοινωνική).
Είναι χαρακτηριστικό ότι το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται μετά από μια δεκαετή πολύμορφη μνημονιακή κρίση και έπειτα από το σοκ της πανδημίας και της καραντίνας. Η επιστροφή στον εσώτερο εαυτό μας (προσωπικό και συλλογικό) είναι μια ανθρώπινη συνθήκη, πόσο μάλλον για τον Έλληνα, όπου η ταυτότητα και η ιστορία του δέχτηκαν μια πρωτοφανή επίθεση αλλοτρίωσης τα πολλά προηγούμενα χρόνια.
Η ανάγκη για ψυχικούς και φυσικούς πόρους ανθεκτικότητας προβάλλεται έμμεσα και στην «ελαφριά» τηλεοπτική μανιέρα της μυθοπλασίας. Η συνέχεια της ιστορίας, η κουλτούρα, τα τοπικά έθιμα, η ενότητα πολιτισμικής και κοινωνικής παράδοσης προσφέρουν μια συναισθηματική πυξίδα, οριοθετούν μια δυνατή ταυτότητα και μια ανάγκη να γνωρίζω ποιος είμαι για να πάω μπροστά.
Το ξύπνημα από τον λήθαργο και την αποικιοποίηση της χώρας τόσο από τη νοησιαρχία της Δύσης όσο και τον επεκτατισμό της τουρκικής Ανατολής χρειάζεται δυνατά χαστούκια, αλλά και δυνατή ιδιοπροσωπία.
Κάτι τέτοιο φαίνεται με ανορθόδοξο τρόπο, με τη βεντέτα και τον διχασμό, που αποτελεί κεντρικό σενάριο σε τρία σήριαλ. Η βεντέτα αποτελεί βαθύ στοιχείο ταυτότητας (αρνητικής μεν, ταυτότητας δε) και δημιουργεί απόλυτα συναισθήματα, όπου παίζει ρόλο η αξία του οικογενειακού ονόματος, η ρίζα, ο δεσμός. Ασυνείδητα, εδώ υπονοείται ότι η ελληνική κοινωνία από τη μία έχει ανάγκη να ταυτιστεί με κάτι βαθύ συναισθηματικά, με κοινές αξίες και, την ίδια στιγμή, αποτυπώνεται η τραγική παράδοση του εμφυλίου και του κατακερματισμού, ως ένα από τα χαρακτηριστικά του ελληνισμού. Ας πετάξουμε τη βεντέτα και ας κρατήσουμε την ταυτότητα, το ρίζωμα, την κοινότητα, τις ζεστές σχέσεις, τη συμφιλίωση (σασμός στα κρητικά) που σεναριακά (αλλά και πραγματικά) επιτυγχάνεται με τον Έρωτα των νέων ανθρώπων. Όλες αυτές τις ανθρώπινες ανάγκες που χρειαζόμαστε ως πρόσωπα και ως πατρίδα για να ξαναβγούμε άρτιοι στον θρυμματισμένο κόσμο που προσπαθεί να ξαναβρεί παγκόσμια ισορροπία.
Το αν αυτό γίνει για να βρούμε απλώς μια νοσταλγική παρηγοριά, αντί να ερμηνευτεί ως μια βαθύτερη ανάγκη επιβίωσης και ως τρόπος να κατανοήσουμε τον συλλογικό, ελληνικό εαυτό μας, πεπεισμένοι πια ότι η ιστορία μας μπορεί να εξηγήσει κάτι, αποτελεί ένα αγωνιώδες ερώτημα.