Μια αξιοκρατική και οραματική πολιτική πιθανόν να βοηθούσε στην ανάπτυξη μιας αυτόνομης ελληνικής εκπαιδευτικής αναγέννησης και να συσπείρωνε και όλους τους σύγχρονους Έλληνες που διψούν πια για αξιοκρατία στη χώρα τους…
Της Μ.Δ.
Σε συνέχεια προηγούμενης αρθρογραφίας μας (βλ. ΡΗΞΗ νο 170, Ιούλιος 2021), θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε μια «λευκή βίβλο» για την εκπαίδευση που θα θέλαμε να έχουν οι Έλληνες, σε σχέση και με το σχετικό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε μέσα στο καλοκαίρι – μετά από προσχηματική διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους! Θα αρχίσουμε με τη διαπίστωση ότι η ελληνική εκπαίδευση πάσχει διαχρονικά από την έλλειψη κατάρτισης και μετεκπαίδευσης των ίδιων των λειτουργών της όπως και των στελεχών της, πιθανόν λόγω και της ασυνάρτητης πορείας των όποιων αλλαγών και «βελτιώσεων» εφαρμόστηκαν σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα.
Ποια, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι η ενδεδειγμένη πορεία ενός εκπαιδευτικού; Νομίζω ότι κανείς δεν θα αντιταχθεί στην ανάγκη πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον αντίστοιχο κλάδο, κατά προτίμηση με πολύ καλό βαθμό. Από εκεί και μετά όμως, η πορεία θα έπρεπε να είναι διαφορετική από αυτή που ακολουθείται, με την εξαίρεση των δασκάλων και νηπιαγωγών. Πρώτον, ο ενδιαφερόμενος να διδάξει στη δευτεροβάθμια θα έπρεπε να αιτείται ένταξη σε προσφερόμενο πρόγραμμα επιμόρφωσης. Το πρόγραμμα – με τη βοήθεια των αντίστοιχων πανεπιστημιακών σχολών – θα έπρεπε να προσφέρει στοιχεία διδακτικής της αντίστοιχης επιστήμης, παιδαγωγικών, εξελικτικής και γνωστικής ψυχολογίας, να διαρκεί ένα έτος και να τελειώνει με τρίμηνη πρακτική άσκηση δίπλα σε μέντορα (υπηρετούντα εκπαιδευτικό) και εξετάσεις με την επίβλεψη του ΑΣΕΠ και της Αρχής για τη Διασφάλιση Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.). Όλοι οι απόφοιτοι θα μπορούσαν να αιτηθούν μια θέση εργασίας σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία με βάση το σχετικό τίτλο που θα τους χορηγούνταν. Εδώ θα προσθέταμε την ανάγκη όλοι οι διορισμένοι εκπαιδευτικοί να έχουν περάσει τουλάχιστον για δυο χρόνια από κάποια «άγονη γραμμή» – δηλαδή, απομακρυσμένα ανά την επικράτεια μέρη, όπως Έβρος, Νησιά Ανατολικού Αιγαίου, κ.λπ. – για ευνόητους λόγους κατανόησης της διασποράς και της κατάτμησης του ελλαδικού χώρου. Ας το περιγράψουμε σαν «αγροτικό», αλλά με την επιδότηση του κράτους ως προς τη στέγαση και μετακίνηση των εκπαιδευτικών.
Μετά τον διορισμό τους, οι εκπαιδευτικοί θα έπρεπε να αξιολογούνται (πιθανώς από την Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.;) από εξειδικευμένους και πιστοποιημένους αξιολογητές ανά 5-6 χρόνια για την επάρκειά τους καθώς και για άλλα προσόντα όπως η οργανωτικότητα, η ανάληψη και ολοκλήρωση προγραμμάτων, το ήθος, η εφευρετικότητα, κ.ά. σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές δυσκολίες της συγκεκριμένης θέσης υπηρεσίας (π.χ. συνοριακές/δυσπρόσιτες περιοχές, πληθυσμός περιοχής κ.ά.). Για τα ίδια σημεία θα ήταν επιθυμητή και η αξιολόγηση από συναδέλφους, γονείς ή/και μαθητές με συγκεκριμένη αντικειμενική κλίμακα.
Λίγο μετά την αξιολόγηση, οι εκπαιδευτικοί θα εντάσσονταν σε υποχρεωτική επιμόρφωση στον κλάδο τους διάρκειας 5 ως 10 ημερών, η οποία θα έπρεπε να γίνεται κάθε 5-6 χρόνια επίσης. Από αυτούς τους εκπαιδευτικούς –πλήρως καταρτισμένους στον τομέα τους– θα μπορούσαν να αναδεικνύονται οι διευθυντές και υποδιευθυντές των μονάδων με συγκεκριμένες παραμέτρους, όπως η ήδη αναφερθείσα μαχόμενη προϋπηρεσία, κάποιος σχετικός τίτλος σπουδών σε προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό επίπεδο, η αξιολόγηση που έχει γίνει στον εκπαιδευτικό, η προθυμία ανάληψης μιας τέτοιας θέσης κ.λπ. Κατά τον ίδιο τρόπο και σε βάθος χρόνου, θα έπρεπε να αναδεικνύονται στελέχη σε υψηλότερες θέσεις σε επίπεδο νομού, περιφέρειας και χώρας.
Ταυτόχρονα, η πολιτική ηγεσία θα έπρεπε να προβλέπει και να νομοθετεί για την επάρκεια της χρηματοδότησης αυτών των διαδικασιών και να αναθέτει στην Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. την κατάρτιση των προγραμμάτων αξιολόγησης σε συνεργασία με τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας, για την προώθηση της διενέργειας διεθνών συνεδρίων προς ενημέρωση όλων των «επαγγελματιών» – πλέον – της εκπαίδευσης μέσα στη χώρα τους και για την προώθηση της έρευνας στην εκπαίδευση για την εκπαίδευση, όπως κάνουν ένα σωρό άλλα πολιτισμένα κράτη στην Ευρώπη και αλλού (βλ. ενδεικτικά Φινλανδία, σκανδιναβικές χώρες κ.α.). Το υπουργείο δηλαδή θα έχει «επιτελικό» ρόλο. (Στο πλαίσιο αυτό, μια επανεισαγωγή του Συμβουλίου Ιδρύματος στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα προωθούσε περαιτέρω αυτή τη λογική.)
Οι έρευνες θα έπρεπε να γίνονται με κύριο στόχο τις ανάγκες της ελληνικής εκπαίδευσης και με βάση ένα όραμα για αναβίωση της πολιτιστικής και πνευματικής εμβέλειας του ελληνισμού στον 21ο αιώνα, μιας και η μέχρι τώρα πνευματική ανάπτυξη είναι μάλλον ξενόφερτη και εθνοαποδομητική. Οι έρευνες επίσης θα έπρεπε να διερευνούν τα αποτελέσματα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων ανά 10ετία και να καταλήγουν σε προτάσεις για ανανέωση των μεθόδων/πρακτικών και της διδακτέας ύλης. Τα αποτελέσματα όλων αυτών των ερευνών θα συνθέτονταν σε μορφή προτάσεων για το οικείο υπουργείο (από επιτροπή προσωπικοτήτων της εκπαίδευσης, εσωτερικού και εξωτερικού, εγνωσμένου κύρους, που θα συγκαλείται επί τούτου από την Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.) και θα εφαρμόζονταν στο πλαίσιο του δυνατού, καταργώντας το θεσμό του ΙΕΠ που πολλά κακά έχει επιφέρει τα τελευταία 20 χρόνια στην εκπαίδευση.
Μια τέτοια αξιοκρατική και οραματική πολιτική για την ανάδειξη εκπαιδευτικών επαγγελματιών και στελεχών πιθανόν να βοηθούσε στην ανάπτυξη μιας αυτόνομης ελληνικής εκπαιδευτικής αναγέννησης (με όλα τα οικονομικά πλεονεκτήματα που αυτή επιφέρει) και να συσπείρωνε και όλους τους σύγχρονους Έλληνες που διψούν πια για αξιοκρατία στη χώρα τους. Όσο για την ίδια την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θα επανέλθουμε…