του Δημήτρη Στεργίου | Αναδημοσίευση από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο
Τα πρόδρομα σημάδια από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα το τρέχον έτος, προοιονίζονται ότι τα αποτελέσματα της απογραφής πληθυσμού του 2021 θα καταδείξουν για έβδομη συνεχή δεκαετία ότι στο δημογραφικό, την οικονομία, την κοινωνία, την απασχόληση, τις συντάξεις και τη «λούφα και παραλλαγή» στη χώρα μας οι εξελίξεις είναι κάθε χρόνο ή, καλύτερα, κάθε δεκαετία και καλύτερες!
Ο ελληνικός πληθυσμός παραμένει ουσιαστικά στα ίδια επίπεδα του 1961 χωρίς την προσθήκη ενός περίπου εκατομμυρίου αλλοδαπών (με 20.000 περίπου γεννήσεις ετησίως στο σύνολο των 106.428 το 2011!), ο αστικός πληθυσμός αυξάνεται και πληθύνεται από τη δραματική συρρίκνωση κυρίως του αγροτικού, ο παιδικός πληθυσμός συνεχώς συρρικνώνεται δραματικά με διόγκωση κυρίως του γεροντικού, ο πληθυσμός που «κάθεται» για διαφόρους λόγους παραμένει παραδόξως σταθερός (ως ποσοστό) τις τελευταίες δεκαετίες, όπως και οι απασχολούμενοι παρά τη σημαντική αύξηση του παραγωγικού πληθυσμού (ηλικία 15-64 ετών), ενώ ο μη οικονομικώς ενεργός πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς ενισχυόμενος συνεχώς και ακαταπαύστως από τους συνταξιούχους, τους φοιτητές και τους μαθητές. Δηλαδή, όλα τα κακά μαζεμένα σε μια εξηκονταετία!
Έντονη αστικοποίηση
Όλα αυτά τα δυσοίωνα για το μέλλον της χώρας αιτιατά, η οποία οδηγείται αργά αλλά σταθερά, προς το τέλος της από εγκληματικές πράξεις και παραλείψεις όλων των κυβερνήσεων κυρίως μετά τη μεταπολίτευση εξαντλώντας το «ενδιαφέρον» τους μόνο με την κατάρτιση και τη δημοσίευση δύο εκθέσεων της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής (1992 και 2018), είναι συνέπειες της εφιαλτικής εξέλιξης των δημογραφικών μεγεθών, που επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Από τον παρατιθέμενο πίνακα 1, για παράδειγμα, προκύπτει ότι κατά την τελευταία εξηκονταετία (1951-2011) έγινε έντονη αστικοποίηση του ελληνικού πληθυσμού με μετακινήσεις κυρίως από τον αγροτικό προς τον αστικό πληθυσμό, αφού ο ημιαστικός παρέμεινε στα ίδια σχεδόν επίπεδα σε όλη αυτήν την περίοδο. Έτσι, ο αστικός πληθυσμός της χώρας που το 1951 αντιπροσώπευε το 37,7% του συνολικού, το 2011 εμφανίζεται να έχει φτάσει στο 60,7%, με την πιθανότητα η απογραφή του 2021 να καταδείξει περαιτέρω επιδείνωση. Αντίθετα, ο αγροτικός τομέας, ο οποίος πριν από μερικές δεκαετίες συνέβαλλε με σημαντικό ποσοστό (ακόμα υψηλότερο από εκείνο του δευτερογενούς τομέα!) στην ενίσχυση τους ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος , σήμερα η συμμετοχή του είναι σχεδόν μηδενική.
Εξαφάνιση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα
Η παράπλευρη δυσμενής συνέπεια από τις εξελίξεις αυτές είναι η δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, η οποία από περίπου 1.800.000 άτομα το 1961 έφτασε στα 370.000 άτομα το 2011, η οποία αποτυπώνεται ανάγλυφα στην εφιαλτική «ερημία» που κυριαρχεί πια σε πολλές περιοχές της χώρας. Η δραματική αυτή συρρίκνωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας οφείλεται και στην εξέλιξη του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού των γυναικών εξαιτίας της έντονης αστικοποίησης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή τους από την αγροτική παραγωγή, η οποία, υ έστω και με απογραφικά σφάλματα υποεκτίμησης, εμφανιζόταν ως εργαζόμενη, όπως θα αναφέρω σε επόμενα σημειώματα. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη διαπίστωση ότι οι ρόλοι της γυναίκας ως εργαζόμενης και μητέρας θεωρούνται λιγότερο συμβατοί μέσα στις πόλεις, σε σύγκριση με την ύπαιθρο (π.χ. απόσταση τόπου εργασίας από τόπο κατοικίας, μη ύπαρξη βοήθειας από άλλα μέλη της οικογένειας στη φύλαξη των παιδιών), ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες κοινωνικές παροχές (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί), ερμηνεύουν σ’ ένα βαθμό τη μείωση αυτή.
Ωστόσο, αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι η έντονη μείωση στα ποσοστά οικονομικής δραστηριότητας των γυναικών στις αγροτικές και ημιαστικές περιοχές (κατά 33%), δεν συνοδεύτηκε από αύξηση του ποσοστού στην Αθήνα και στις λοιπές αστικές περιοχές (αύξηση μόνο κατά 3%). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται , πέρα από τους δημογραφικούς, και σε άλλους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, όπως η απρογραμμάτιστη οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε η Ελλάδα κατά την περίοδο αυτή (η ζήτηση για εργατικό δυναμικό γενικά δεν ήταν μεγάλη στη βιομηχανία, γεγονός που δεν βοήθησε στην αύξηση της γυναικείας απασχόλησης), ο επαγγελματικός προσανατολισμός κλπ.
Δραματική μείωση του παιδικού πληθυσμού
Η δυσμενής εξέλιξη του δημογραφικού προβλήματος έχει δημιουργήσει μια ανεστραμμένη σχεδόν πυραμίδα στην εμφάνιση του ελληνικού πληθυσμού κατά μεγάλες ομάδες ηλικιών. Από τον πίνακα 2 προκύπτει ότι συνεχώς «αδειάζει» η «δεξαμενή» από την ελπίδα του έθνους, δηλαδή από τον παιδικό πληθυσμό και «γεμίζει» αργά αλλά σταθερά η παραγωγική, αλλά χωρίς να αυξάνεται αναλογικά ο οικονομικώς ενεργός πληθυσμός, και διογκώνεται δραματικά ο γεροντικός πληθυσμό, με τις γνωστές δυσμενέστατες συνέπειες στα ασφαλιστικά ταμεία και τον κρατικό προϋπολογισμό.
Από τον πίνακα 2 προκύπτουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις:
Πρώτον, Το 2011 ο παιδικός πληθυσμός (ηλικίες 0-14 ετών) εμφανίζει μείωση 670.000 άτομα σε σχέση με τον αντίστοιχο πληθυσμό του 1961, ο οποίος κατά ένα μεγάλο μέρος, επειδή δεν ήταν υποχρεωτική οι φοίτηση στο Δημοτικό Σχολείο, βοηθούσαν στις εργασίες κυρίως τους γονείς τους.
Δεύτερον, ο πληθυσμός των ηλικιών 15-64 ετών, στον οποίο στηρίζεται κυρίως ο οικονομικώς ενεργός πληθυσμός παρουσιάζει κατά την ίδια περίοδο αύξηση κατά 1.676.000 άτομα, χωρίς ωστόσο, όπως θα διαπιστώσουμε σε επόμενα σημειώματα, να έχει παρουσιάσει ανάλογη αύξηση, αφού διογκώθηκε περισσότερο ο μη οικονομικώς ενεργός πληθυσμός, με δυσμενείς συνέπειες στην οικονομία και, κυρίως, στα δημόσια οικονομικά.
Τρίτον, από τον ίδιο πίνακα προκύπτει ότι η Ελλάς βαίνει συνεχώς γηρασκόμενη, αφού τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών παρουσιάζουν αύξηση κατά 1.420.000 (από 690.000 το 1961 σε 2.110.000 το 2011.
Όλα αυτά δίνουν μια πρώτη, πικρή, γεύση για τα συντριπτικά χτυπήματα που καταφέρει το ολοένα οξυνόμενο δημογραφικό πρόβλημα στη χώρα, στην κοινωνία και την οικονομία (ακόμα και η τελευταία, του 2018, Έκθεση της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής, εμφανίζει την κατάσταση μη … αναστρέψιμη!), όπως αναλυτικά θα αναφέρουμε σε αντίστοιχα επόμενα σημειώματα.