Του Νικόλα Δημητριάδη, από το Άρδην τ. 117, Δεκ. 2019 – Φεβ. 2020
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας –όπως άλλωστε και της Ελλάδας– ήταν ενταγμένες στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, οργανωμένες βάσει των αναγκών της βορειοατλαντικής συμμαχίας και εξαρτώμενες σχεδόν αποκλειστικά από την παραχώρηση ή πώληση αμερικανικών όπλων. Αυτό επέτρεπε στις Η.Π.Α. να παρεμβαίνουν διαρκώς στην περιοχή, θέτοντας προσκόμματα στην προμήθεια και την υποστήριξη των αμερικανικών όπλων, ασκώντας, έτσι, πίεση πότε στη μία και πότε στην άλλη χώρα. Σημείο καμπής αποτέλεσε το Κυπριακό. Περιστατικά όπως η καθυστέρηση παράδοσης πυρομαχικών στην ελληνική πολεμική αεροπορία (με τη δικαιολογία ότι «έχει κολλήσει το καράβι σε κάποιο λιμάνι»), ή το τριετές εμπάργκο όπλων στην Τουρκία το 1975 (κατόπιν εορτής) οδήγησαν και τις δύο χώρες στην προσπάθεια απεξάρτησης από τις αμερικανικές προμήθειες.
Η Ελλάδα αναζήτησε εναλλακτικές πηγές οπλισμού στις ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. μαχητικά αεροσκάφη από τη Γαλλία, άρματα από τη Γερμανία, φρεγάτες από την Ολλανδία), Η Τουρκία, από την άλλη, επιδιώκοντας να μειώσει συνολικά την εξάρτησή της από τις εισαγωγές όπλων, ακολούθησε διαφορετικό δρόμο: Προσανατολίστηκε στη σταδιακή ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Ένα (βαθύ) κράτος-βιοµήχανος
Πρώτο βήμα υπήρξε, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η ίδρυση του «Ιδρύματος για την Ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων», υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού, το οποίο έγινε ο ιδιοκτήτης των πρώτων μεγάλων αμυντικών εταιρειών, όπως η Τουρκική Αεροδιαστημική Βιομηχανία (TAI), η Βιομηχανία Στρατιωτικής Ηλεκτρονικής (ASELSAN), η Βιομηχανία Αεροπορικής Ηλεκτρονικής (HAVELSAN) και η Βιομηχανία Πυραύλων (ROKETSAN).
Το 1983 ξεκίνησε το πρώτο μεγάλο εγχείρημα, που ανέλαβε η νεοσύστατη αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας και έθεσε τις βάσεις για όσα ακολούθησαν: Η συναρμολόγηση 160 μαχητικών F-16 στην Τουρκία, κατά το τουρκικό αντίστοιχο της «Αγοράς του Αιώνα»[1].
Επόμενος σταθμός ήταν το 1985, όταν δημιουργήθηκε στο υπουργείο Άμυνας ξεχωριστή υποδιεύθυνση για τον συντονισμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων και την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας. Παράλληλα, ιδρύθηκε ένας ειδικός λογαριασμός για να ενισχύσει τους σκοπούς της νέας υποδιεύθυνσης. Σήμερα, πέραν της τακτικής χρηματοδότησης από το υπουργείο Αμύνης, το «Ταμείο Ενίσχυσης της Αμυντικής Βιομηχανίας» –όπως λέγεται– ενισχύεται από πηγές όπως ο φόρος στα τσιγάρα και τα οινοπνευματώδη, ο φόρος στα καύσιμα, το Εθνικό Λαχείο και ο φόρος των τυχερών παιχνιδιών.
Έκτοτε, η αμυντική βιομηχανία έγινε το επίκεντρο κάθε εξοπλιστικού προγράμματος. Η ανάληψη υποκατασκευαστικού έργου –μικρού ή μεγάλου– επιβλήθηκε ως προαπαιτούμενο σε κάθε μεγάλη αγορά όπλων. Με την πάροδο του χρόνου, το ποσοστό εμπλοκής της εγχώριας βιομηχανίας στους εξοπλισμούς αυξανόταν, οι γείτονες αποκτούσαν πολύτιμη εμπειρία και τεχνογνωσία, ενώ τις πρώτες κρατικές βιομηχανίες πλαισίωσε σταδιακά ένας μεγάλος αριθμός μικρότερων εταιρειών, το έργο των οποίων καλύπτει ολόκληρο το φάσμα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Σήμερα, τα δύο τρίτα των τουρκικών αμυντικών εταιρειών ανήκουν είτε στο τουρκικό δημόσιο, είτε στο «Ίδρυμα για την Ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων»[2]. Όπως συνέβη και σε άλλους τομείς της οικονομίας, το τουρκικό κράτος και ιδίως ο τουρκικός στρατός αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό της παραγωγικής ανασυγκρότησης[3].
Η εποχή Ερντογάν
Η άνοδος στην εξουσία του Ερντογάν το 2002 και οι νεοθωμανικές φαντασιώσεις του έδωσαν νέα ώθηση στους τουρκικούς εξοπλισμούς. Προκειμένου, δε, να εξαρθρώσει τα δίκτυα και τους μηχανισμούς των κεμαλικών και των γκιουλενιστών, επιδόθηκε σε έναν μακροχρόνιο αγώνα ελέγχου της αμυντικής βιομηχανίας.
Έτσι, το 2018, η Υποδιεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας μετακινήθηκε από το υπουργείο Άμυνας και υπήχθη στην τουρκική Προεδρία της Δημοκρατίας. Όταν ιδρύθηκε η Υποδιεύθυνση, αποτέλεσε ένα μέσο για να περάσει ο έλεγχος των εξοπλισμών από τους στρατιωτικούς στο κοινοβούλιο. Τώρα ο έλεγχος αυτός πέρασε από το κοινοβούλιο στον ίδιο τον Ερντογάν προσωπικά. Έτσι έθεσε υπό τον έλεγχό του και το «Ίδρυμα για την Ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων» και τις εταιρείες που του ανήκουν.
Παράλληλα, μέσω των εξοπλισμών, ο Ερντογάν πριμοδοτεί τις ιδιωτικές εταιρείες που ανήκουν σε έμπιστά του πρόσωπα. Ενδεικτική των μεθοδεύσεών του είναι η περίπτωση της εταιρείας BMC, η οποία χρεοκόπησε και περιήλθε το 2013 στο τουρκικό δημόσιο. Η εταιρεία κατέληξε στα χέρια του Εθέμ Σαντζάκ, πρώην ιδιοκτήτη του ομίλου Μ.Μ.Ε. Star Media Group και προσωπικού φίλου του Τούρκου προέδρου. Στη συνέχεια, ο Ερντογάν προικοδότησε την εταιρεία με το πρόγραμμα παραγωγής του άρματος Altay, αφού ακύρωσε το σχετικό συμβόλαιο της ανταγωνίστριας Otokar (του ομίλου Κοτς), η οποία είχε αναλάβει την ανάπτυξη του άρματος. Για να μπορέσει το πανάκριβο αυτό πρόγραμμα (που μπορεί να φτάσει τα 4 δισ. δολάρια) να αλλάξει χέρια, χρειάστηκε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της BMC, η οποία έγινε από το Κατάρ και από την επιχειρηματική οικογένεια Ουζτούρκ (γνωστή για διασυνδέσεις τόσο με τον Ερντογάν όσο και με το οργανωμένο έγκλημα)[4]. Το 2013, πάλι, ο όμιλος Κοτς (η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Τουρκίας) είδε να ακυρώνεται για ασήμαντη αφορμή άλλο ένα συμβόλαιό του, δύο δισ. $, για τη ναυπήγηση κορβετών. Αιτία ήταν το γεγονός ότι ένα ξενοδοχείο του ομίλου άνοιξε τις πόρτες του στους διωκώμενους διαδηλωτές για το πάρκο Γκεζί.
Στη σύγκρουσή του αυτή με τους πολιτικούς του αντιπάλους, ο Ερντογάν κρατά και το μαχαίρι και το καρπούζι. Η εξάρτηση του αμυντικού κλάδου από τις κρατικές προμήθειες, αλλά και την προσωπική παρέμβαση του Ερντογάν για να εξασφαλίσουν εξαγωγές σε συμμαχικές χώρες, τον έχει οδηγήσει, λιγότερο ή περισσότερο, στα χέρια του σουλτάνου.
Η «τουρκοποίηση» των εξοπλισµών
Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ερντογάν, το ποσοστό εγχώριας προστιθέμενης αξίας στους τουρκικούς εξοπλισμούς ανερχόταν στο 20%. Δέκα χρόνια μετά πλησίαζε το 50% ενώ σήμερα, περηφανεύεται ότι έχει φτάσει στο 65%. Ο Ερντογάν έχει θέσει ως στόχο την πλήρη απεξάρτηση από ξένους προμηθευτές μέχρι το 2023, η αλήθεια, όμως, είναι ότι έχει πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει. Καμία χώρα δεν μπορεί να μεταμορφωθεί από το μηδέν σε μεγάλο παραγωγό οπλικών συστημάτων.
Σε τι συνίσταται, λοιπόν, η πολυδιαφημισμένη «τουρκοποίηση» των εξοπλισμών, για την οποία επαίρεται ο σουλτάνος; Πρόκειται για την παραγωγή, κατόπιν αδείας, ξένων οπλικών συστημάτων, με πρόβλεψη –πέραν της άδειας παραγωγής– για τη μεταφορά τεχνογνωσίας. Στη συνέχεια, η Τουρκία, ανάλογα με τις δυνατότητές της, ενσωματώνει σε αυτά όσα υποσυστήματα (π.χ. ηλεκτρονικά, σκοπευτικά κ.α.) μπορεί να εξελίξει η εγχώρια βιομηχανία, ενώ άλλα, τα πιο τεχνολογικώς απαιτητικά (π.χ. κινητήρες), αγοράζονται απ’ ευθείας από το εξωτερικό. Ουσιαστικά, η Τουρκία αγοράζει ξένα οπλικά συστήματα, τα οποία παράγει εγχώρια, ενσωματώνοντας σε αυτά ό,τι μπορεί να παράσχει η βιομηχανία της.
Με αυτή τη μέθοδο καταφέρνει ο Ερντογάν να κομπάζει για το εκάστοτε «εθνικό» άρμα, πυροβόλο, αεροπλάνο που τίθεται σε υπηρεσία. Σε ένα δείγμα «τεχνολογικού εθνικισμού», η «τουρκοποίηση» των εξοπλισμών, φαίνεται να παραπέμπει περισσότερο στις ανάγκες ενός δικτατορικού καθεστώτος να προπαγανδίσει τις φαντασιώσεις μεγαλείου του, παρά στην πραγματικότητα.
Αυτό, βέβαια, δεν είναι πάντα εύκολο, ούτε αποτελεσματικό. Ενδεικτική των προκλήσεων είναι η περίπτωση της ναυπήγησης των νέων –γερμανικής σχεδίασης– υποβρυχίων της Τουρκίας: Το πρόγραμμα έχει καθυστερήσει πέντε ολόκληρα χρόνια, καθώς η Τουρκία επέμενε να ενσωματώσει στα υποβρύχια τουρκικής σχεδίασης λογισμικό.
Ακόμη κι έτσι, όμως, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: Από τη δεκαετία του ’80 και το πρώτο πρόγραμμα απλής συναρμολόγησης των F-16, η Τουρκία μετατράπηκε, βήμα βήμα, σε μία μεγάλη περιφερειακή δύναμη, με σοβαρή βιομηχανική και παραγωγική υποδομή, που είναι σε θέση να εκπονεί και να υλοποιεί εξοπλιστικά προγράμματα, έστω κι αν βασίζεται ακόμη στη διεθνή αγορά. Παράλληλα, έχει διαμορφώσει μια αμυντική υποδομή που μπορεί να υποστηρίξει τις Ένοπλες Δυνάμεις με ανταλλακτικά, συντήρηση, αναβαθμίσεις κ.ο.κ. Χρόνο με τον χρόνο, το υποκατασκευαστικό έργο της τουρκικής βιομηχανίας μεγαλώνει και οι τουρκικές εταιρείες είναι σε θέση να συμπληρώνουν τα ξένα σχέδια με όλο και περισσότερα συστήματα δικής τους σχεδίασης.
Άλλωστε, η Τουρκία επιδιώκει να συμμετέχει και σε διεθνείς κοινοπραξίες ανάπτυξης όπλων, οι οποίες της αποφέρουν υποκατασκευαστικό έργο και πολύτιμη εμπειρία (π.χ. η κοινοπραξία της μερικανικής Lockheed για το μαχητικό F-35 ή της ευρωπαϊκής Airbus για το μεταφορικό αεροπλάνο A400M).
Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε πως η εξάρτηση της τουρκικής βιομηχανίας από ξένα υποσυστήματα λειτουργεί και αντίστροφα: Η Τουρκία αγοράζει τεχνολογία και όπλα από όλες σχεδόν τις μεγάλες χώρες-παραγωγούς όπλων του κόσμου, από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, μέχρι την Κίνα και την Κορέα. Τα γενναία συμβόλαια που συνοδεύουν τα προγράμματα αυτά προσφέρουν ανάλογα πολιτικά και διπλωματικά οφέλη στον Ερντογάν[5]. Η Τουρκία είναι απαραίτητη για πολλές χώρες, ώστε να κρατήσουν τη δική τους αμυντική βιομηχανία ζωντανή. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια η Τουρκία υπήρξε ο μεγαλύτερος πελάτης όπλων της Ιταλίας και ο δεύτερος μεγαλύτερος της Ισπανίας. Είναι προφανές ότι η κατάσταση αυτή επιτρέπει στον Ερντογάν να εκμαιεύει πολλαπλά πολιτικά και διπλωματικά οφέλη.
Το κυνήγι της τεχνογνωσίας
Αν η αγορά ενός όπλου είναι κάτι φαινομενικά απλό, η αγορά τεχνογνωσίας είναι μια υπόθεση απείρως πιο περίπλοκη, καθώς οι μεγάλοι κατασκευαστές αμυντικού υλικού προστατεύουν με ζήλο την τεχνολογία τους.
Αυτό φάνηκε καθαρά τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την εισβολή στη Συρία, οπότε και πολλές δυτικές χώρες προχώρησαν σε αναστολή πώλησης όπλων στην Τουρκία. Η άρνηση αποδέσμευσης κρίσιμων υποσυστημάτων, όπως οι κινητήρες ή οι πύραυλοι, έχουν οδηγήσει σε καθυστέρηση πολλών προγραμμάτων, όπως τα άρματα μάχης Altay και τα επιθετικά ελικόπτερα Atak.
Για να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια η Τουρκία έχει στραφεί σε εναλλακτικές πηγές προμήθειας των υποσυστημάτων που δεν μπορεί να αναπτύξει η ίδια. Κρίσιμος είναι ο ρόλος της Μεγάλης Βρετανίας, που φαίνεται να παρέχει στον Ερντογάν τεχνογνωσία, είτε φανερά, είτε και κρυφά[6]. Άλλωστε, η πρόσφατη συμμαχία με τον Πούτιν μπορεί να προσφέρει πολλά στους σχεδιασμούς του Ερντογάν και να οδηγήσει σε περαιτέρω ανεξαρτησία της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας από τη Δύση. Ιδιαίτερα μετά την εμπλοκή με τους S-400 και τα F-35, ο Πούτιν έσπευσε να εκμεταλλευτεί το κενό, λανσάροντας στον Ερντογάν ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη και προτείνοντας τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ανάπτυξη του αντιαεροπορικού συστήματος S-500 (διαδόχου του S-400).
Αντίστοιχα οφέλη μπορεί να παράσχει και η Κίνα. Τον περασμένο Μάιο, ο προαναφερθείς ιδιοκτήτης της BMC Εθέμ Σαντζάκ παραβρέθηκε σε μια εκδήλωση για τις σινοτουρκικές οικονομικές σχέσεις που διοργάνωσε το Πατριωτικό Κόμμα (Vatan Partisi) του Ντογκού Περιντσέκ[7]. Εκεί ο Σαντζάκ δήλωσε πως τα εμπόδια που θέτει η Δύση στους αμυντικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας θα τη στρέψουν υποχρεωτικά στην Ασία και την Κίνα. Και συμπλήρωσε, με τη χαρακτηριστική νεοθωμανική αλαζονεία: «Η ανθρωπότητα πρέπει να στήσει μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων. Αυτό το βάρος πέφτει στους ώμους των Κινέζων και των Τούρκων»[8]…
Ο στρατός του σουλτάνου
Κάπως έτσι έχει καταφέρει η Τουρκία να φιγουράρει στη 14η θέση των παραγωγών όπλων παγκοσμίως, εξασφαλίζοντας, μάλιστα, εξαγωγές της τάξης των 2 δισ. $ ετησίως. Η μεγαλύτερη πρόοδος συντελέστηκε στα χρόνια του Ερντογάν. Σύμφωνα με την Υποδιεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας, η αμυντική παραγωγή εκτοξεύτηκε από το 1,85 δισ. $ το 2006 στα 6 δισ. $ το 2016. Ο αμυντικός τομέας έχει φτάσει σήμερα να απασχολεί 45.000 υπαλλήλους.
Θέτοντας τους στόχους της τουρκικής αμυντικής προσπάθειας, ο πρόεδρος της Τουρκικής Αεροπορικής και Διαστημικής Βιομηχανίας (TUSAS) είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο: «Μιλάμε για μια χώρα που θα διαθέτει το δικό της άρμα, το δικό της καράβι, το δικό της ελικόπτερο, δορυφόρο, μαχητικό αεροσκάφος. Στόχος μας είναι να αποκτήσουμε όλα όσα έχουν τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ»[9].
Πράγματι, στις δύο τελευταίες δεκαετίες βλέπουμε μια αλλαγή φιλοσοφίας στους τουρκικούς εξοπλισμούς. Μέχρι τότε, αυτοί ήταν επικεντρωμένοι στην αντιπαράθεση με την Ελλάδα, την Κύπρο, τους Κούρδους και την προστασία των εκτεταμένων συνόρων της Τουρκίας. Σήμερα, οι αποστολές για τις οποίες εξοπλίζεται η Τουρκία έχουν διευρυνθεί, ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας μεγάλης δύναμης, με διεθνή στρατιωτική παρουσία.
Το ναυτικό πρόγραμμα του Ερντογάν, π.χ., δεν ανταποκρίνεται απλώς στις ανάγκες της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά φιλοδοξεί να προσφέρει στη χώρα ένα «ναυτικό ανοιχτής θάλασσας» (blue water navy), όπως αποκαλείται διεθνώς ένα ναυτικό που είναι σε θέση να επιχειρεί οπουδήποτε στον κόσμο, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του και χωρίς αεροπορική κάλυψη. Η απόκτηση αεροπλανοφόρων δεν πρέπει να ιδωθεί απλώς ως ζήτημα γοήτρου και προβολής ενός υπερφίαλου δικτάτορα. Ένα τέτοιο ναυτικό υποστηρίζει τη φιλοδοξία του Ερντογάν να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μεσόγειο, αλλά και στην Αραβική Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Στην ίδια στρατηγική εντάσσεται και απόκτηση στρατιωτικών βάσεων σε Κατάρ, Σουδάν και Σομαλία (τώρα και στη Λιβύη;).
Εδώ και καιρό, λοιπόν, ο νεοθωμανισμός έχει βάλει τη σφραγίδα του στην αμυντική πολιτική της Τουρκίας. Χάρη στον μακροχρόνιο σχεδιασμό και τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση, η Τουρκία έχει πια παρουσία σε στρατηγικούς τομείς, όπως είναι οι πύραυλοι κρουζ και οι βαλλιστικοί πύραυλοι, τα οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροχήματα[10], οι κατασκοπευτικοί δορυφόροι κ.α.
Το τελευταίο κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ είναι η ανάπτυξη του Hisar-U, ενός αντιαεροπορικού και αντιβαλλιστικό πυραυλικού συστήματος μεγάλης εμβέλειας, για την κάλυψη της ευάλωτης και εκτεταμένης τουρκικής επικράτειας. Η τεχνογνωσία αναζητήθηκε πρώτα στην Κίνα και μετά στη γαλλοϊταλική κοινοπραξία Eurosam, αλλά μετά την εισβολή στη Συρία, η Γαλλία αρνείται να αποδεσμεύσει τη σχετική τεχνολογία[11]. Η μεγάλη ανάγκη της Τουρκίας για αντιαεροπορική ασπίδα, πάντως, την έκανε για πρώτη φορά να ρίξει νερό στο κρασί της «τουρκοποίησης» και να προβεί σε μια απ’ ευθείας αγορά από το εξωτερικό: τους S-400.
Οι S-400 συνιστούν στρατηγική επιλογή του Ερντογάν. Δεν είναι τυχαίο ότι με αυτή την αγορά σφραγίστηκε η συμμαχία με τη Ρωσία και εκδηλώθηκε η υποβόσκουσα κόντρα με τη Δύση. Είναι τέτοια η σημασία της, ώστε να ρισκάρει ο Ερντογάν μια πιθανή αποπομπή από το πρόγραμμα του F-35. Αν οριστικοποιηθεί, πάντως, η απώλεια του F-35, θα αποτελέσει βαρύ πλήγμα για την τουρκική πολεμική αεροπορία. Ως προς αυτό, η απάντηση του Ερντογάν είναι το πιο φιλόδοξο και… «αυτοκρατορικό» σχέδιό του…
Το «µουσουλµανικό µαχητικό»
Η κορωνίδα των τουρκικών εξοπλιστικών προσπαθειών δεν είναι άλλη από την προσπάθεια να κατασκευαστεί ένα εγχώριο μαχητικό αεροσκάφος «5ης γενιάς» (στελθ), το επονομαζόμενο «Tουρκικό Μαχητικό-X» (TF-X). Πρόκειται για το πλέον χιμαιρικό πρόγραμμα που έχει ζητήσει από τη βιομηχανία της χώρας του ο Ερντογάν.
Στη σχεδίασή του TF-X έχουν συμβάλει η σουηδική εταιρεία Saab και η βρετανική BAe Systems. Η κατασκευή ενός μαχητικού στελθ, όμως, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πέραν των Η.Π.Α., μόνον η Κίνα έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να αναπτύξει επιτυχώς μαχητικά στελθ[12]. Όπως είναι, λοιπόν, αναμενόμενο, το πρόγραμμα του TF-X έχει συναντήσει σοβαρά προβλήματα και καθυστερήσεις. Άλυτο παραμένει, π.χ., το κομβικό ζήτημα του κινητήρα. Η Τουρκία βρίσκεται μεταξύ άλλων σε συζητήσεις με τη Μεγάλη Βρετανία και δεν αποκλείεται να βρεθεί κάποια λύση, καθώς μετά το Brexit οι βρετανοτουρκικές εμπορικές σχέσεις είναι πιο πολύτιμες από ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία αναζητάει πιθανούς εταίρους στην εξέλιξη του TF-X. Ήδη έγινε μια επίσημη πρόταση στη Μαλαισία, για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, ενώ δεν αποκλείεται να γίνουν ανάλογες προτάσεις και σε άλλες χώρες, όπως το Πακιστάν. Απευθύνοντας την επίσημη πρόσκληση στη Μαλαισία, ο Τεμέλ Κοτίλ, πρόεδρος της Τουρκικής Αεροδιαστημικής Εταιρείας, διαφήμισε το TF-X ως «το πρώτο μουσουλμανικό μαχητικό»[13]…
Ο Ερντογάν επιθυμούσε η παρθενική πτήση του αεροσκάφους να γίνει το 2023, στην επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο και το TF-X δεν αναμένεται να πετάξει πριν τα τέλη της δεκαετίας – αν καταφέρει να πετάξει ποτέ.
Προκλήσεις και κίνδυνοι
Η εύρεση τεχνογνωσίας δεν είναι η μοναδική πρόκληση που αντιμετωπίζει η τουρκική αμυντική βιομηχανία. Μεγάλο πρόβλημα συνιστά το ανθρώπινο δυναμικό: οι επιστήμονες που θα αναλάβουν να υλοποιήσουν τα φιλόδοξα σχέδια του Ερντογάν. Μετά το πραξικόπημα του 2016, οι διώξεις των αντιπάλων του Ερντογάν επεκτάθηκαν και στον αμυντικό τομέα. Μηχανικοί και επιστήμονες διώκονται μέχρι και σήμερα, γεγονός που έχει και τις ανάλογες συνέπειες στην απόδοση του κλάδου. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στο ανώτερο ίδρυμα έρευνας και τεχνολογίας, το «Συμβούλιο Επιστημονικής και Τεχνολογικής Έρευνας της Τουρκίας» (TÜBITAK), έχουν διωχθεί συνολικά 1800 άτομα, σε σύνολο 4.500 υπαλλήλων![14]
Οι διώξεις αυτές επιτείνουν ένα ήδη σοβαρό πρόβλημα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας: τη διαρροή εγκεφάλων, η οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι ελληνικό προνόμιο (μόνο το 2017, εγκατέλειψαν την Τουρκία πάνω από 250.000 άνθρωποι). Πολλά στελέχη του τομέα, κυρίως επιστήμονες με υψηλή εξειδίκευση και εμπειρία, εγκαταλείπουν τη γείτονα, αναζητώντας στη Δύση καλύτερους μισθούς, καλύτερες προοπτικές ανέλιξης, αλλά και… ασφαλές περιβάλλον εργασίας, χωρίς πολιτικές διώξεις[15].
Άλλα σημαντικά προβλήματα είναι η εξεύρεση κεφαλαίων και η υποτίμηση της λίρας που κάνει πιο δύσκολη την εισαγωγή των απαραίτητων ξένων υποσυστημάτων. Μέχρι στιγμής η μοναδική λύση που έχει στη διάθεσή του ο Ερντογάν ακούει στο όνομα Κατάρ. Πράγματι, το πλούσιο αυτό κράτος του Περσικού Κόλπου είναι πάντα πρόθυμο να βοηθήσει οικονομικά την Τουρκία, είτε πρόκειται για τονώσεις ρευστότητας, είτε για επενδύσεις (όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση της εταιρείας BMC). Αυτά όλα, όμως, δεν επαρκούν. Το μέγεθος της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας είναι τέτοιο, που, για να καταστεί βιώσιμη, θα πρέπει να βασιστεί στις εξαγωγές.
Πελάτες και σύµµαχοι
Μέχρι στιγμής, οι επιδόσεις της Τουρκίας στις εξαγωγές όπλων είναι ανάμεικτες. Από τη μία έχει καταφέρει να αυξάνει διαρκώς τις εξαγωγές της. Αυτές, από τα απλής σχεδίασης θωρακισμένα οχήματα, έχουν φτάσει σήμερα να περιλαμβάνουν εξελιγμένα όπλα, όπως επιθετικά ελικόπτερα και πολεμικά πλοία. Από την άλλη, όμως, η λίστα των πελατών είναι μικρή και περιορίζεται κυρίως στους πιστούς συμμάχους. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τουρκικά όπλα δεν έχουν ακόμη καμία σημαντική εξαγωγική επιτυχία σε κάποια χώρα του ΝΑΤΟ. Άλλωστε, η απόδοσή τους σε συνθήκες μάχης δεν φαίνεται να παρέχει, μέχρι στιγμής, κάποια ιδιαίτερη αφορμή για… διαφήμιση[16].
Γι’ αυτό και ο Ερντογάν έχει στραφεί στον μουσουλμανικό κόσμο, όπου παράλληλα με τη νεοθωμανική «υψηλή προστασία» που προσπαθεί να πουλήσει, προωθεί και τα όπλα που φτιάχνει η χώρα του. Από τη μία έχει εξασφαλίσει πλούσια συμβόλαια από στενούς συμμάχους του, όπως το Πακιστάν ή το Κατάρ, από την άλλη, όμως, οι μεθοδεύσεις αυτές έχουν συχνά αντίστροφα αποτελέσματα. Η οθωμανική προστασία δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στον αραβικό κόσμο. Ο προσεταιρισμός του Κατάρ, π.χ., οδήγησε σε ακυρώσεις συμβολαίων από τη Σαουδική Αραβία και τα Η.Α.Ε. Όσο ξεδιπλώνεται η τουρκική επιθετικότητα, η λίστα των συμμάχων-πελατών του Ερντογάν μικραίνει.
Οι συνέπειες για την Ελλάδα
Κάθε αναφορά στην τουρκική αμυντική βιομηχανία είθισται να συνοδεύεται από την αναπόφευκτη σύγκριση με τη θλιβερή ελληνική πραγματικότητα. Στις συγκρίσεις αυτές υπάρχουν δύο τάσεις: Η μία μεγαλοποιεί τις τουρκικές επιτυχίες, προκειμένου να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Η άλλη υποτιμά τις επιτυχίες αυτές, καθώς επιθυμεί να αποφύγει την καλλιέργεια ηττοπάθειας. Η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου στη μέση. Πίσω από το νεοθωμανικό λούστρο, η τουρκική αμυντική προσπάθεια αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα και προκλήσεις. Από την άλλη, βέβαια, η κατάσταση στην ελληνική αμυντική βιομηχανία είναι σχεδόν απελπιστική.
Αυτό που έχει σημασία για μας είναι ότι η τουρκική βιομηχανία και οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν είναι ακόμη σε θέση να στηρίξουν επαρκώς τα νεοθωμανικά οράματα του Ερντογάν. Έχοντας υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες της χώρας του, ο Ερντογάν ακολουθεί μια επιθετική εξωτερική πολιτική σε όλα τα μέτωπα[17]. Μπορεί διπλωματικά να κατορθώνει πολλά, καθώς η Δύση δεν επιθυμεί να χάσει την επιρροή της στην Τουρκία, από την άλλη, όμως, ο στρατός του σουλτάνου πληρώνει το τίμημα των ακροβατισμών του. Την ώρα που οι αντίπαλοι της Τουρκίας αυξάνονται και ισχυροποιούνται, κρίσιμα εξοπλιστικά προγράμματα συναντούν καθυστερήσεις ή βρίσκονται στον αέρα.
Οι καθυστερήσεις αυτές και τα πισωγυρίσματα (καθώς και τα δισεκατομμύρια που έχουν δαπανηθεί, συχνά με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα) προσφέρουν στην Ελλάδα μια ανάσα: ένα χρονικό περιθώριο για να μπορέσει να ανακάμψει, να κλείσει την ψαλίδα και να ισορροπήσει τον συσχετισμό δυνάμεων στο Αιγαίο και την Κύπρο.
Άλλωστε, οι Ένοπλες Δυνάμεις μιας χώρας δεν κρίνονται αντιπαραθετικά: «Τι έχουν αυτοί, να το πάρουμε κι εμείς». Κρίνονται βάσει του κατά πόσο μπορούν να φέρουν εις πέρας το έργο που τους έχει ανατεθεί. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να γίνει παγκόσμια υπερδύναμη, ούτε χρειάζεται να κατακτήσει το διάστημα ή να φτιάξει δικά της μαχητικά στελθ. Η Ελλάδα οφείλει να έχει την απαραίτητη αποτρεπτική ισχύ για να προστατεύει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Οφείλει να μπορεί να υπερασπιστεί την Κύπρο και να έχει παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι στόχοι αυτοί είναι εφικτοί, όπως εφικτή είναι και η δημιουργία μας σύγχρονης και αξιόπιστης παραγωγικής βάσης, που να είναι σε θέση να υποστηρίξει τις Ένοπλες Δυνάμεις στο έργο τους. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν, αρκεί να αποτελέσουν προτεραιότητα του ελληνικού λαού και των ελίτ της χώρας.
Αντί επιλόγου
Το χιμαιρικό «Όραμα 2023», όπως το έχει ονομάσει ο Ερντογάν, έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για την Τουρκία, κατά την 100ή επέτειο από την ίδρυσή της: Ο σουλτάνος επιθυμεί τη χρονιά εκείνη η Τουρκία να βρίσκεται στις 10 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, να έχει ΑΕΠ 2 τρισ. $ και εξαγωγές 500 δισ. $. Στους στόχους του νεοθωμανικού αυτού οράματος[18] περιλαμβάνεται και η πλήρης απεξάρτηση των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων από τις εισαγωγές, καθώς και η αύξηση των εξαγωγών όπλων στα 25 δισ. $.
Οι στόχοι αυτού του οράματος είναι βέβαια ανέφικτοι, δείγμα της μεγαλομανίας του σουλτάνου, όμως η επιλογή τους δείχνει τις προτεραιότητες και τους σχεδιασμούς της τουρκικής πολιτικής. Αν, δε, σκεφτούμε ότι η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να εορτάσει την αντίστοιχη επέτειο-ορόσημο του 2021 με μια «επιστημονική επιτροπή» αποδόμησης της εθνικής μας ταυτότητας, ίσως μπορέσουμε πιο εύκολα να εξηγήσουμε το διαρκώς διευρυνόμενο χάσμα που χωρίζει την ελληνική και τουρκική αμυντική πραγματικότητα…
[1] Η ελληνική «Αγορά του Αιώνα» προέβλεπε της προμήθεια 40 αμερικανικών F-16 και 40 γαλλικών Μιράζ 2000. Από τη μία η Πολεμική Αεροπορία δεν θα ήταν αποκλεστικά εξαρτημένη από τις Η.Π.Α, από την άλλη, όμως, ο μικρός αριθμός των παραγγελιών καθιστούσε τη δημιουργία γραμμής παραγωγής στην Ελλάδα ασύμφορη.
[2] Για την πορεία της σχέσης αυτής βλ. A.G. Côrte Réal-Pinto, «A Neo-Liberal Exception? The Defence Industry ‘‘Turkification’’ Project», https://journals.openedition.org.
[3] Μόνον το Ασφαλιστικό Ταμείο του τουρκικού στρατού έχει στην ιδιοκτησία του 60 εταιρείες, σε τομείς που ξεκινάνε από τις κατασκευές και την παραγωγή αυτοκινήτων (εργοστάσιο της Ρενό) και φτάνουν στις τράπεζες και τις αλυσίδες σουπερ μάρκετ. Οι εταιρείες του ταμείου απασχολούν 32.000 υπαλλήλους, έχουν δραστηριότητα σε 21 χώρες και η αξία τους υπολογίζεται στα 25 δισ. $.
[4] Βλέπε A. Bozkurt «How Erdoğan rushed to gift Turkey’s multibillion dollar tank factory to cronies, Qatar», www.nordicmonitor.com 22/01/2019 και B. E. Bekdil, «How a small investment is set to earn a Turkish businessman $4.4B from tank sales», www.defensenews.com, 19/12/2019.
[5] Ας σημειωθεί ότι από τις 25 πρώτες εταιρείες όπλων του κόσμου, οι 10 έχουν συστήσει κάποια κοινοπραξία στην Τουρκία, επιδιώκοντας συχνά να βρουν παραθυράκια για να μην επηρεάζονται από πιθανά εμπάργκο των κυβερνήσεών τους. Βλ. R.I.C., «New Trends in Western Support for The Turkish Arms Industry», www.rojavainformationcenter.com.
[6] Βλ. D. Sabbagh – B. McKernan, «Revealed: how UK technology fuelled Turkey’s rise to global drone power», www.theguardian.com 27/11/2019.
[7] Ιδρυτής του μαοϊκού Επαναστατικού Εργατικού & Αγροτικού Κόμματος (TİİKP), το οποίο μετεξελίχθηκε στο σημερινό Πατριωτικό Κόμμα. Τη δεκαετία του 1980 υπήρξε σύντροφος με τον Ε. Σαντζάκ στη μαοϊκή οργάνωση Aydınlık.
[8] L. Kenez «Key Erdoğan ally signals military purchases from China»,www.nordicmonitor.com 08/08/2019.
[9] J. Hogg,-C. Sezer, «Erdogan aims to turn Turkey into major defense industry power», www.reuters.com, 27/05/2015.
[10] Όπως τo «Μπαϊρακτάρ», τo οποίo χρησιμοποιούν και οι δυνάμεις του Σάραντζ στη Λιβύη (και το οποίο παράγει η εταιρεία Baykar Machines, του γαμπρού του Ερντογάν Σελτζούκ… Μπαϊρακτάρ!).
[11] Πρόσφατα ο πρόεδρος της Υποδιεύθυνσης Αμυντικής Βιομηχανίας Ισμαήλ Ντεμίρ δήλωσε ότι η Τουρκία θα στραφεί για τεχνογνωσία στο έτερο μέλος της κοινοπραξίας Eurosam, την Ιταλία. Ευκαιρία να δούμε και τις προθέσεις της χώρας αυτής…
[12] Αρκεί να σκεφτούμε πως η σχεδίαση και ανάπτυξη του F-35 απαίτησε πάνω από 20 χρόνια και 40 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ αντιμετωπίζει ακόμα και σήμερα αρκετά προβλήματα και καθυστερήσεις.
[13] Βλ. B. E. Bekdil, «Turkey invites Malaysia to join its TF-X future fighter jet program», www.defensenews.com, 14/01/2020.
[14] Γνωστή είναι και η περίπτωση της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, η οποία, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα έχει κυριολεκτικά αποψιλωθεί από το δυναμικό της, γεγονός που έχει βαρύτατες συνέπειες στην αποτελεσματικότητά της. Βλ. Κ. Σαρίκας, «Μαζική εκκαθάριση πιλότων από τον Ερντογάν», newpost.gr, 09/01/2020.
[15] Βλ. A. Bakeer, «Challenges threaten the rise of Turkey’s defense industry», Middle East Institute, www.mei.edu, 14/05/2019 και B. E. Bekdil, «Turkish ‘brain drain’: Why are defense industry officials ditching their jobs in Turkey for work abroad?», www.defensenews.com, 08/01/2019.
[16] Βλ. π.χ. το άρθρο «Τουρκικά οπλικά συστήματα: Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά δεδομένα» (www.proelasi.org, 15/01/2020), για τις απογοητευτικές επιδόσεις του τουρκικού θωρακισμένου οχήματος Kirpi στη Λιβύη.
[17] Ακόμα και η απλή εμπλοκή στη Λιβύη, απέναντι σε έναν αδύναμο αντίπαλο, φαίνεται ότι παρουσιάζει αρκετές προκλήσεις για την τουρκική στρατιωτική μηχανή.
[18] Αξίζει να σημειωθεί πως πέραν του «οράματος 2023» ο Ερντογάν έχει κάνει λόγο και για το «όραμα 2053» (για τα 600 χρόνια από την Άλωση) και το «όραμα 2071» (για τα χίλια χρόνια από τη μάχη του Ματζικέρτ).