Αρχική » Η συμβολή των γυναικών της Ρούμελης στην Επανάσταση του 1821

Η συμβολή των γυναικών της Ρούμελης στην Επανάσταση του 1821

από Κώστας Σαμάντης

του Κώστα Σαμάντη*

Η περιοχή της Ρούμελης είχε αναμφίβολα έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στον ξεσηκωμό ενάντια στην τουρκοκρατία. Αν και οι Κλέφτες ήταν στην πρωτοπορία του Αγώνα, η προσπάθειά τους πλαισιωνόταν και από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ο κλήρος, οι Δημογέροντες αλλά και οι γυναίκες είχαν την δική τους σημαντική συμβολή σε αυτόν τον αγώνα.

Τα ιστορικά γεγονότα που διαμόρφωσαν το τελικό αποτέλεσμα ήταν πολλά και διαφορετικά. Η συμβολή των γυναικών αν και καταγράφηκε από ιστορικούς εκείνης της περιόδου, δεν κατάφερε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της ιστοριογραφίας εξαιτίας αυτού ακριβώς του πλήθους των αναφορών. Κι όμως. Κάποια ονόματα παραμένουν καταγεγραμμένα. Εξίσου σημαντικά και δίπλα στους πρωταγωνιστές. Σκύβοντας πάνω στην ιστορία της περιόδου θα συναντήσουμε τη Μανώλαινα του Μπινιάρη, τη Σοφία του Στάυρου Βλάχου, την Ασημίνα Λιδωρίκη ή Γκούραινα, την Ελένη Αναγνωστοπούλου, τη μάνα του Λέκκα, τη Μαριώ Καραϊσκάκη, την Αλτάνα Γριλλινού Ιγγλέζου, τη Μάρω Μπότσαρη, τη Διαμάντω Τζαβέλλα και εκατοντάδες άλλες.

Οι δύο πυλώνες με ειδικό βάρος στον ξεσηκωμό της Ρούμελης, είναι αναμφίβολα η πολιορκία της Ακρόπολης και η Έξοδος του Μεσολογγίου:

Με την απελευθέρωση της Αθήνας στις 28 Απριλίου του 1821 οι Τούρκοι είχαν καταφύγει στην Ακρόπολη έχοντας πάρει μαζί τους ομήρους προεστούς και δέκα πολίτες. Οι επαναστατημένοι Έλληνες θα ξεκινήσουν την πολιορκία της Ακρόπολης. Εδώ θα συναντήσουμε την κυρά Μανώλαινα η οποία το προηγούμενο διάστημα εφοδίαζε το στρατόπεδο του Μενιδίου με φυσέκια για την επανάσταση. Απο το σπίτι του Καπουτσιμάδη  το πρωί παραλάμβανε τα φυσέκια η κυρά Μανώλαινα η οποία μαζί με μπόγους άπλυτων ρούχων τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι της και τα πήγαινε στην κρήνη της Καλλιρρόης στον Ιλισσό όπου τάχα θα τα έπλενε. Εκεί ένας Μενιδιάτης τα φόρτωνε με τη σειρά του στον γάϊδαρό του και τα μετέφερε στο στρατόπεδο του Μενιδίου.

Ο Διονύσιος Σουρμελής γράφει:

Οι Αθηναίοι επιχείρησαν τον αποκλεισμόν μετά σπουδής και ζήλου. Πράγμα μεγάλης θέας άξιον, να βλέπης τους πολίτας μικρούς και  μεγάλους και αυτάς τα γυναίκας να ενασχολούνται σπουδαίως εις εργασίας πολεμικάς, οι μεν κατασκευάζοντες λόγχας, οι δε πυρίτιδα κόνιν, άλλοι δε διαλύοντες τον μόλυβδον εις βόλια, άλλοι εργαζόμενοι τα περί τους πόδας και άλλοι τα της κεφαλής.

Ανάμεσα σε αυτές τις πανάξιες γυναίκες θα συναντήσουμε:

Τη Σοφία σύζυγο του Σταύρου Βλάχου. Το 1821ήταν 20 ετών και πολέμησε στην Αθήνα εναντίον του Κιουταχή. Η Σοφία Βλάχου “εξαιρετικώς γενναία, διωκόμενη είχε φτάσει κατά τας ώρας της επαναστάσεως ανυπόδητος απο τον Πειραιά εις τας Αθήνας όπως λάβει μέρος εις την επανάσταση.

Την Ασημίνα Λιδωρίκη ή Γκούραινα. Ήταν γυναίκα του Ιωάννη Γκούρα τον οποίο παντρεύτηκε τον Αύγουστο του 1822 με κουμπάρο τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Τον Μάιο του 1826, κατά την δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης κλείστηκε μέσα στα τείχη της και την υπερασπίστηκε εναντίον των επιδρομών του Κιουταχή. Στις 30 Σεπτεμβρίου θα σκοτωθεί μπροστά στο κάστρο και η Γκούραινα θα ζωστεί το σπαθί του. Περιπολούσε στα οχυρώματα της Ακρόπολης, ενθάρρυνε τους πολεμιστές και χορηγούσε κάθε δυνατή βοήθεια στους τραυματίες. Τη νύχτα της 13ης Ιανουαρίου 1827 μια κανονιά στη μεσαία στήλη του Ερεχθείου θα γκρεμίσει την οροφή και τα μάρμαρα θα καταπλακώσουν την Γκούραινα, τα παιδιά της, και την αδελφή της Κάρμενα με τις τέσσερις κόρες της.

Στην πολιορκία της Ακρόπολης βρίσκονταν κι άλλες γυναίκες. Μία από αυτές ήταν και η Μαμούραινα, η γυναίκα του Ιωάννη Μαμούρη (1797-1867) συναγωνιστή του Γκούρα. Η Μαμούραινα πήρε μέρος σε μάχες και το 1826 βρισκόταν στην πολιορκία της Ακρόπολης. Άλλη γυναίκα που βρισκόταν στην πολιορκία της Ακρόπολης ήταν η Ελένη Αναγνωστοπούλου. Ο Ιωάννης Αρσένης γράφει στην Ποικίλη Στοά του 1895 για αυτήν ότι ήταν κόρη του Αθαν. Γρεβιά απο τη Δρέμισα Παρνασσίδας, πρωτοξάδελφου του Γκούρα, του Μαμούρη και του Παπακώστα. Είχε μετάσχει στον ιερό αγώνα πλησίον των συγγενών της, είχε ζήσει δραματικές ώρες και βρισκόταν στην πολιορκία της Ακρόπολης. Ο στρατηγός Μαμούρης, θείος της, την υπεραγαπούσε. Πέθανε στο Μαυρολιθάρι Παρανασσίδας στις 2 Αυγούστου 1894.

Άξια αναφοράς είναι επίσης η μάνα των αγωνιστών Λέκκα, του Αναστάση, του Γιώργου και του Μήτρου. Ο Αναστάσης θα σκοτωθεί το 1821 στη μάχη του Χαλανδρίου, ο Γιώργος θα πάρει μέρος σε όλες τις περιπέτειες της πολιορκίας της Αθήνας και θα πεθάνει το 1824. Ο Μήτρος πολέμησε στο Χαϊδάρι και την Ακρόπολη, αιχμαλωτίστηκε και γδάρθηκε ζωντανός στην Χαλκίδα. Αυτών των ηρώων η μάνα αφού έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες της Ακρόπολης με γενναιότητα και λαβώθηκε δύο φορές πέθανε εξαντλημένη απο τις κακουχίες του πολέμου και τις στερήσεις. Θάφτηκε μεταξύ των ηρώων που σωριάστηκαν γύρω απο τον Παρθενώνα.

Ο Δημήτρης Φωτιάδης στο βιβλίο του Ο Καραϊσκάκης μας μιλά για την Μαριώ τη συντρόφισα του : “Θα τη συναντήσουμε στη μάχη της Αράχωβας, θα τη δούμε αργότερα να ανεβαίνει στο πλευρό του Καραϊσκάκη στη ναυαρχία του Κόχραν, θα την καμαρώσουμε στο στρατόπεδο του Πειραιά να κάθεται δίπλα στον αρχηγό, όσο που ολόγυρα θα είναι ξένοι ναύαρχοι κι οι πιο τρανοί κατπεταναίοι του 21. Η Μαριώ στάθηκε ο φυλακας άγγελος στον καπετάνιο, ως το τέλος της πολυκύμαντης ζωής του. Μια φωτεινή αχτίδα στον μαρτυρικό προς τη δόξα και το θάνατο δρόμο του.”

Το Μεσολόγγι κήρυξε την Επανάσταση στις 20 Μαΐου του 1821 με τον οπλαρχηγό Δημήτρη Μακρή. Από τότε και λόγω της στρατηγικής θέσης της οποίας κατείχε, στοχοποιήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Οι επιθέσεις τους κορυφώθηκαν με την πολιορκία του 1825 από τα στρατεύματα του Κιουταχή και το 1826 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ και του Κιουταχή από κοινού. Η ηρωική Έξοδος που πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 10ης Απριλίου του 1826, αποτέλεσε ένα υπόδειγμα ηρωισμού που διαπέρασε τα σύνορα της Ευρώπης και οδήγησε σε πλήθος φιλελλήνων να ξεσηκωθούν καθοριστικά και  να διεκδικήσουν έμπρακτη αλληλεγγύη στο πλευρό των ξεσηκωμένων Ελλήνων.  Σημαντικός είναι ο ρόλος των γυναικών από την αρχή της Επανάστασης μέχρι την ηρωική Έξοδο.

Σε όλη τη διάρκεια του 1823 οι Μεσολογγίτες ενισχύουν την οχύρωση της πόλης, ευρύνουν και βαθαίνουν την τάφρο, υψώνουν κι άλλο το οχυρό και  κατασκευάζουν κανονιοστάσια, τις περίφημες ντάπιες, όπως τις έλεγαν. Σε αυτή την ετοιμασία παίρνουν μέρος και οι Μεσολογγίτισες. Κουβαλάνε πέτρες και νερό για το χτίσιμο του τείχους.

Ο Δημήτρης Φωτιάδης στο Μεσολόγγι του γράφει:

Κουκουλωμένες με την μαντήλα στο κεφάλι, πηγαίνουν πίσω απ’ τις ντάπιες και μαζεύουν τα βόλια του εχθρού και τα δίνουν στην επιτροπή να τα ξαναχύσει. Κουβαλάνε ξύλα και χώμα και παίρνουν την τσάπα και το φτυάρι στο χέρι. Παρηγοράνε τους λαβωμένους, μοιρολογάνε τους σκοτωμένους και κάνουν ότι μπορούν για τους αγωνιστές μέσα στη μαύρη φτώχεια που τους δέρνει.

Μέσα στην πόλη, στους Μεσολογγίτες δίπλα βρίσκονταν και πολλοί Σουλιώτες και φιλέλληνες που μάχονταν όλοι  μαζί. Ένας από τους φιλέλληνες ήταν κι ο Ελβετός γιατρός Ζαν Ζακ Μάγερ που εξέδιδε τα Ελληνικά Χρονικά και είχε αναλάβει την οργάνωση ενός νοσοκομείου. Ο Μάγερ παντρεύτηκε μια Μεσολογγίτισα, την Αλτάνα Γριλλινού Ιγγλέζου. Η Αλτάνα Μάγερ πρόσφερε χρήματα για τη δημιουργία του  νοσοκομείου και εργάστηκε προσωπικά σε αυτό. Σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του περιέθαλπε τραυματίες. Στο τέλος η Αλτάνα θα κάνει και την ύστατη προσφορά, θα προσφέρει την ίδια της τη ζωή. Στα Ελληνικά Χρονικά είναι που θα βρούμε το εξής απόσπασμα:

20 Αυγούστου 1825. Μια Μεσολογγίτισα, η Ελένη Στάθη, έβγαζε νερό απο το πηγάδι. Εκείνη την ώρα ένα βόλι περνάει ξυστά από μπροστά της και της τρυπάει τη βαρέλα. Η κοπέλα, αντί να τρομάξει, γυρίζει προς το μέρος της βολής και λέει: “Ω, που να μη σώσεις βρωμότουρκε, μου τρύπησες τη βαρέλα και τώρα πως θα κουβαλήσω το  νερό;”

Όμως τα ευτράπελα ήταν λίγα. Τα περισσότερα περιστατικά ήταν τραγικά όπως η περίπτωση της κόρης του Ιωάννη Κουρκουμελή, την οποία οι Τουρκοαιγύπτιοι την άρπαξαν και την οδήγησαν στη σκηνή του Ιμπραήμ. Εκεί, όταν πήγε ο Ιμπραήμ να την αγκαλιάσει, αυτή του άρπαξε την χατζάρα και την βύθισε στο στήθος της, προτιμώντας τον θάνατο από την ατίμωση.

10 Απριλίου 1826 πρωί, παραμονή της Εξόδου.

Όλοι οι Μεσολογγίτες και οι Μεσολογγίτισες μπαίνουν στην γραμμή και κοινωνάνε για τελευταία φορά. Όσοι έχουν αποφασίσει να μείνουν αποχαιρετάνε με σπαραγμό αυτούς που πρόκειται να φύγουν τη νύχτα. Οι γυναίκες εκείνες τις ώρες στέκονται ψύχραιμες. Δέχονται την ιδέα της εξόδου με τη μεγαλύτερη ανακούφιση. Ανοίγουν τα μπαούλα τους, βγάζουν τα γιορτινά τους και τα φοράνε για τη μεγάλη στιγμή. Δίνουν στους άντρες τους ρούχα  καθαρά να φορέσουν για να ναι καθαροί και περιποιημένοι σαν γαμπροί την ώρα που θα αντιμετωπίσουν τον θάνατο! Βγάζουν στους δρόμους τα κρεβάτια τους, τα στρωσίδια τους κι ότι άλλο πράγμα έχουν και βάζουν φωτιά και τα καίνε για να μην πέσει τίποτα στα χέρια των Τούρκων. Πολλές γυναίκες φόρεσαν αντρικά και οπλίστηκαν όχι μόνο με μπιστόλι αλλά και με βαρύ σπαθί. Σουλιώτισσες οι περισσότερες, ήταν εξοικειωμένες με τ’ άρματα. Είχαν όλες τους αποφασίσει να μην αφήσουν να αιχμαλωτιστούν, αλλά να σωθούν ή να σκοτωθούν μαχόμενες. “Όσες φορούσαν αντρικά, από την υποβολή της περιβολής” λέει ο Κόκκινος, “προχωρούσαν με βήμα στρατιωτικό κρατώντας στο ένα χέρι το μωρό και στο άλλο τη σπάθη”. Οι άοπλες γυναίκες με τα παιδιά ήταν στη μέση της φάλαγγας. Όλες οι μάνες είχαν ποτίσει αφιόνι τα παιδιά τους για  να μην κλάψουν στην κρίσιμη στιγμή και με το κλάμα προδοθούν. Δεν ξέρουν ακόμα ότι το μυστικό τους είναι ήδη προδομένο.

Ο Φωτιάδης γράφει:

Πολλές γυναίκες στην έξοδο φόρεσαν αντρίκια ρούχα κι αρματώθηκαν. ΣΕ τίποτα δεν ξεχώριζαν από τους άλλους πολεμιστές. Μια απο αυτες ήταν η Σουλιώτισσα Σάνα, που δούλευε παρακόρη στον Μάγιερ. Σφάζουν μπροστά στα μάτια της τον Μάγιερ οι εχθροί και τη Μεσολογγίτισα γυναίκα του. Η Σάνα, λεβεντοκόρη, πολεμά λιονταρίσια και σώνεται.  Μέχρι την ημέρα που πέθανε, κράταγε τα αντρίκια ρούχα που φόρεσε στην έξοδο και τάδειχνε.

Μία ακόμη καταγραφή από τον Αύγουστο Φάμπρ αυτή τη φορά:

Οι Ελληνίδες οι οποίες συναισθάνονταν ικανές δυνάμεις όπως αδιαφορήσουν για τους μόχθους και τους κινδύνους της εξόδου, ντύθηκαν αντρικά, ώστε αν δεν μπορούσαν να διαφύγουν τον εχθρό να φονευθούν τουλάχιστον από αυτόν, εκλαμβανόμενες ως άντρες πολεμιστές. Πολλές προσαρτούσαν στο λαιμό ή στο στήθος χαϊμαλί ικανό να τις προστατεύσει τα σεβαστά άγια λείψανα των προγόνων τους, που τα φύλαγαν στα σπίτια τους και συνάμα ζώνονταν τη ρομφαία για να χτυπήσουν τον εχθρό ή τουλάχιστον έχουν ένα μέσον για να μην πέσουν ζωντανές στα χέρια των βαρβάρων.

Οι απώλειες για τον γυναικείο πληθυσμό είναι τραγικές. Όσες πιάνουν, αν είναι μεγάλες, ηλικιωμένες, τις σκοτώνουν, τις νέες τις βιάζουν και τις κρατάνε για να τις πουλήσουν μετά. Έτσι πουλήθηκαν πάρα πολλές. Αργότερα οι φιλέλληνες με χρήματα των Φιλελληνικών Κομιτάτων έτρεχαν στα σκλαβοπάζαρα της Ασίας και της Αφρικής και τις εξαγόραζαν.

Στο πάνθεον των ηρωίδων των πολιορκιών και της εξόδου του Μεσολογγίου, ανάμεσα σε άλλες θα συναντήσουμε :

Την Ευγενία Διονυσίου Καρκαβίτσα. Από την οικογένεια του διηγηματογράφου Ανδρέα Καρκαβίτσα που σκοτώθηκε στην έξοδο μαζί με τον άντρα της.

Τη Μαρία Τζαβέλλα εγγονή του Λάμπρου που αιχμαλωτίστηκε κατά την έξοδο.

Την Ειρήνη Λάμπρου Βαρούχα Σουλιώτισσα που πήρε μέρος στην έξοδο. Έσυρε το σπαθί της και πολέμησε ενώ ο άντρας της έπεσε μαχόμενος μεταξύ των πρώτων.

Τη Σόφω κόρη του Λάμπρου Τζαβέλλα η οποία κατά την έξοδο έχασε το δεξί της μάτι.

Την Αλεφάντω Ζανιά Γαλαξιδιώτισσα κατά τη νύχτα της εξόδου αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Απελευθερώθηκε είκοσι χρόνια μετά.

Βασιλική Τζαβέλλα γυναίκα του Κίτσου Τζαβέλλα. Τη νύχτα της εξόδου βγήκε ένοπλη μαζί με τον άντρα της. Ήταν έγκυος με δύο μικρά παιδιά.

Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από το ποίημα του Γιώργου Δροσίνη :

Η κόρη της Ρούμελης.

Της Ρούμελης την κόρη λαβωμένη

Ας μην αγγίξει χέρι ανδρικό

Έζης’ ως τώρα κόρη και πεθαίνει

με στήθος και κορμί παρθενικό.

(*) Από το βιβλίο Γυναίκες του ΄21, Κούλα Ξηραδάκη (2021), Εκδόσεις Κουκκίδα

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ