Η υπαναχώρηση του Επαμεινώνδα Φαρμάκη και της ΜΚΟ «HumanRights360» με την κατασκευασμένη είδηση περί θανάτου του 5χρονου κοριτσιού εντός των ελληνικών συνόρων στα μέσα του Αυγούστου στον Έβρο, επαναφέρει το ζήτημα της ανεξέλεγκτης δράσης ενός κλάδου των ΜΚΟ οι οποίες λειτουργούν με τρόπο επικίνδυνο, όχι μόνο για την εθνική ασφάλεια, αλλά και για την ίδια την δημοκρατία. Στο παρακάτω από απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Ρακκά, Η βιομηχανία της Αλληλεγγύης, (Εναλλακτικές Εκδόσεις 2020) αναδεικνύεται ο ρόλος που επαίξαν στον οικονομικό τόμέα, ιδιαιτέρως τα χρόνια 2015-2021.
Η «πολιτική της συμπόνιας» δεν διαθέτει μόνο «κήρυκες», ιδεολογικούς και μιντιακούς θεράποντες, αλλά συντηρεί και μια ολόκληρη οικονομία, εκείνη των ανθρωπιστικών οργανώσεων. Κάποτε, τις δεκαετίες του 1970, ίσως και του 1980, θα ήταν εντελώς άδικο το να δει κανείς τις ΜΚΟ σαν «business του ανθρωπισμού». Το πνεύμα εθελοντισμού και προσφοράς ήταν κυρίαρχο εντός τους, η δε επαγγελματοποίησή τους φαινόταν να αντιπροσωπεύει ένα σκοτεινό μεν σύννεφο, ωστόσο μικρό και απόμακρο σε έναν κατά τα άλλα φωτεινό ουρανό.
Σήμερα, η κατάσταση αυτή έχει αντιστραφεί. Στο εξωτερικό, η μεταβολή των ΜΚΟ σε ένα είδος «πολυεθνικών της κοινωνικής οικονομίας» διαρκεί δυόμισι δεκαετίες καθώς έχει ξεκινήσει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Στην Ελλάδα, ανέκυψε τελευταία και συνδέθηκε αποφασιστικά με την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση: Η PRAKSIS, για παράδειγμα, μια ΜΚΟ από τις πέντε βασικές που δραστηριοποιούνται γύρω από τη μετανάστευση, το 2013, είχε κύκλο εργασιών 4,2 εκ.€ και 144 άτομα προσωπικό· το 2017, ο κύκλος εργασιών της θα εκτοξευτεί στα 32,7 εκ.€ και το προσωπικό της στους 817. Τα μεγέθη σχεδόν οκταπλασιάστηκαν[1].
«Πρόσφυγες καλοδεχούμενοι, τουρίστες στα σπίτια σας!». Ένα σύνθημα, που κυκλοφορεί ευρέως στον αντι-εξουσιαστικό χώρο, και μπορεί κανείς να το βρει να επαναλαμβάνεται στους τοίχους των Εξαρχείων και άλλων συνοικιών της Αθήνας, στη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα, και βέβαια, στη Μυτιλήνη. Το συγκεκριμένο σύνθημα έρχεται, υποτίθεται, να αντιπαραβάλει την «ζεστασιά της αλληλεγγύης» στον ακατάσχετο τουρισμό με τα υπερκέρδη του. Χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, σε κινητοποιήσεις εναντίον του Airbnb, και των κοινωνικών επιπτώσεων που έχει ο τουριστικός «εξευγενισμός» ορισμένων συνοικιών στις μεγάλες πόλεις.
Ανέλπιστα, και δίχως καν να περάσει από το μυαλό όσων το υιοθετούν, συνιστά μια πολύ καλή ευκαιρία για να πραγματευτούμε τις συνέπειες της εμπλοκής των ΜΚΟ στο μεταναστευτικό. Πράγματι, όταν αυτή γίνεται σε συνθήκες όπου τόσο η ίδια η μετανάστευση όσο και η δραστηριότητα των οργανώσεων κλιμακώνεται ανεξέλεγκτα, καταλήγει να λειτουργεί ως αυτονομημένο σύστημα που λειτουργεί σε βάρος των υπόλοιπων αναγκών της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας. Έτσι, όταν αντιδιαστέλλει κανείς την υποδοχή των μεταναστών και των τουριστών, δεν αντιπαραβάλλει στην κερδοσκοπία μια ηθικά ανώτερη στάση αλλά μάλλον περιγράφει δύο… ανταγωνιστικές «βιομηχανίες»!
Η «οικονομία της αλληλεγγύης» έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη αγορά στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Με την εξάπλωσή της, τις θέσεις εργασίας που δημιουργεί, τα χρήματα που επενδύει στην ενοικίαση ακινήτων, καθώς και στις κάθε τύπου προμήθειες τροφίμων, ειδών υγιεινής κ.λπ., μπορεί να λογίζεται ως ολόκληρος οικονομικός κλάδος. Ποια είναι η ιδιαιτερότητά του; Ότι, λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων του, εξαπλώνεται από την ίδια την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, δηλαδή, ο παράγοντας εκείνος που οδηγεί τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας σε κάμψη οδηγεί την «οικονομία της αλληλεγγύης» σε επέκταση. Έτσι, δεν είναι διόλου παράδοξο που η αγορά αυτή έχει την τάση να μετεξελίσσεται σε «μονοκαλλιέργεια» εξαρτώντας ολόκληρες περιοχές από τη λειτουργία της.
Οι ΜΚΟ ανθούν εκεί όπου η «κανονική» οικονομία μαραζώνει. Να πώς καταγράφεται αυτή η πραγματικότητα στο ισοζύγιο ανεργίας και απασχόλησης του Βορείου Αιγαίου. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Εμπρός, της Μυτιλήνης: «Στα 12.455 άτομα έφθασε ο μέσος όρος των ανέργων κατά τη διάρκεια του 11μήνου της περιόδου Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2015 […] Είναι ο μεγαλύτερος αριθμός ανέργων αναζητούντων εργασία που δίνει ο ΟΑΕΔ, από το 2010 ως σήμερα για το Βόρειο Αιγαίο», γράφει η ιστοσελίδα της εφημερίδας Εμπρός που εδρεύει στην Μυτιλήνη.
Το φαινόμενο οφείλεται, προφανώς, σε έναν συνδυασμό επιπτώσεων από το «καλοκαίρι της διαπραγμάτευσης» του 2015 και τη μεταναστευτική κρίση που ακολούθησε, σε μια οικονομία που εξαρτάται υπερβολικά από τις τουριστικές δραστηριότητες.
Μοναδική εξαίρεση, συνεχίζει το δημοσίευμα, η άνοδος της απασχόλησης από τις ΜΚΟ, που αποτελεί «την παράπλευρη ωφέλεια της κρίσης». Όπως αναφέρει, δεκάδες ΜΚΟ «έχουν εγκατασταθεί στη Λέσβο και οι οποίες προσλαμβάνουν προσωπικό για να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες αλλά και για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους πρόσφυγες που φθάνουν στο νησί. Είναι κι αυτό ένα από τα παράπλευρα οφέλη που έφερε στη Λέσβο η προσφυγική κρίση, μαζί με τις ενοικιάσεις κτηρίων και ξενοδοχείων όπου στεγάζονται οι ΜΚΟ, την αύξηση των εσόδων ακτοπλοϊκών και αεροπορικών εταιρειών από τη μεταφορά προσφύγων, την αύξηση του τζίρου στα καταστήματα εστίασης στη Μυτιλήνη και σε πολλά χωριά της ανατολικής και βόρειας Λέσβου κι άλλες επιμέρους ευεργετικές συνέπειες»[2].
Όντως, το αποτύπωμα που αφήνει η δραστηριότητα των ΜΚΟ στην οικονομία του βορειοανατολικού Αιγαίου αυξάνεται διαρκώς. Οι κάθε απόχρωσης υποστηρικτές των ανοιχτών συνόρων πανηγυρίζουν γι’ αυτά τα θετικά, παράπλευρα, οφέλη που συνδέονται με τη διόγκωση της «ανθρωπιστικής οικονομίας», θεωρώντας πως στη βάση αυτών μπορούμε να δούμε τη μετανάστευση ως «παίγνιο θετικού αθροίσματος» και για τις τοπικές κοινωνίες που αναλαμβάνουν ρόλο υποδοχής και εγκατάστασης: «Η τοπική κοινωνία και η τοπική οικονομία τονώνονται με ένα ακόμη τρόπο, ακόμη δηλαδή και αν τα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά μας δεν είναι και πολύ ενεργά ας το δούμε και από αυτή την άποψη»[3], θα πει ο Αντώνης Γαζάκης, δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, εκπρόσωπος της πολυπολιτισμικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης για τη χρονική επέκταση του προγράμματος React της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, που νοικιάζει σπίτια για τη φιλοξενία αιτούντων άσυλο στη Θεσσαλονίκη. Το νόημα της δήλωσής του ήταν προφανώς ότι, ακόμα και όσοι αντιδρούν στην συνέχιση της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, θα πρέπει να ξανασκεφτούν το ζήτημα έστω και για χρησιμοθηρικούς λόγους.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς Πριν, που επιγράφεται «Κέρδη και ζημιές στη σκιά της προσφυγικής κρίσης», ο Νίκος Μαναβής αναφέρεται στις ευεργετικές επιδράσεις που έχει η δραστηριότητα των ΜΚΟ στις τοπικές κοινωνίες:
800 εργαζόμενοι απασχολούνται σήμερα στο κολαστήριο της Μόριας, στους 190 ανέρχονται οι εργαζόμενοι/νες σε ΜΚΟ για δράσεις που χρηματοδοτεί το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, σύμφωνα με τα όσα απάντησε πρόσφατα στην Βουλή ο αρμόδιος υπουργός Δ. Βίτσας. Αν σε αυτούς προστεθούν αυτοί που εργάζονται στον Καρά Τεπέ (καταυλισμός που ελέγχεται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ), στο ΠΙΚΠΑ (ΜΚΟ Solidarity Lesvos) και σε μια σειρά άλλες ΜΚΟ (π.χ. Ηλιαχτίδα) που έχουν δημιουργήσει δομές υποστήριξης, οι εργαζόμενοι/νες στο προσφυγικό –εκτιμούμε– πως ανέρχονται στους 2.000 στη Λέσβο. Αντίστοιχος αριθμός εργαζομένων απασχολούνται στην Χίο και την Σάμο[4].
Οι αριθμοί μπορεί και να είναι υπερβολικοί, στο πλαίσιο της προσπάθειας του συγγραφέα να υπερτονίσει τα «παράπλευρα κέρδη» (sic!) της μεταναστευτικής κρίσης. Δίνουν, ωστόσο, μια τάξη μεγέθους. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2011, στους νόμους του Βόρειου Αιγαίου, ο απόλυτος αριθμός του εργαζόμενου πληθυσμού ανέρχεται στους 65.909 κατοίκους ενώ, από αυτούς, στην παροχή καταλύματος και εστίασης εργάζεται το 9,1%, δηλαδή περίπου 6.000 άνθρωποι.
Βέβαια και αυτός ο αριθμός είναι σχετικός, καθώς η άνοδος των τουριστικών δραστηριοτήτων, κατά τους μήνες αιχμής, συνεπάγεται επί πλέον εποχιακή, συχνά αδήλωτη, εργασία. Εντούτοις, η παράθεση των στατιστικών είναι χρήσιμη στο να αποκτήσουμε μια εικόνα τάξης μεγέθους· για 6.000, περίπου, εργαζόμενους που απασχολούνται στον ανθρωπιστικό κλάδο, στα τρία μεγάλα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, όπως αναφέρει ο Νίκος Μαναβής στο Πριν, άλλοι τόσοι εργάζονταν στις τουριστικές δραστηριότητες το 2011, μόνιμα και επίσημα, σύμφωνα με την απογραφή της στατιστικής υπηρεσίας.
Αντίστοιχα μεγάλο αποτύπωμα έχουν και οι άλλες δραστηριότητες που αφορούν στη δράση των ΜΚΟ, όπως η ενοικίαση διαμερισμάτων για την εγκατάσταση των αιτούντων άσυλο. Η εφημερίδα Εμπρός, σε άλλο δημοσίευμά της, περιγράφει την ανέλπιστη άνθηση των κτηματομεσιτικών δραστηριοτήτων στη Μυτιλήνη:
Ίσως για πρώτη φορά στα “μεσιτικά” χρονικά η προσφορά ενοικιαζόμενων σπιτιών και διαμερισμάτων είναι τόσο χαμηλή στη Μυτιλήνη και σε όλο τον πρώην καποδιστριακό δήμο. […] δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση που έβαλε στοπ στην ανέγερση νέων οικοδομών, αλλά και το προσφυγικό φαινόμενο της Λέσβου, καθώς σωρηδόν εμπλεκόμενοι με αυτό, από αστυνομικούς, άντρες της Frontex και του λιμενικού, στελέχη Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, αλλά και ΜΚΟ που μισθώνουν διαμερίσματα για πρόσφυγες και ό,τι ενδεχόμενη “μαύρη αγορά” προκύπτει είναι βασικός παράγοντας γι’ αυτό το ιστορικό χαμηλό[5].
Φυσικά, καθώς η πρακτική μίσθωσης διαμερισμάτων για την εγκατάσταση των αιτούντων άσυλο διευρύνεται, οι τοπικές κοινωνίες δεν απολαμβάνουν μόνο κέρδη αλλά επωμίζονται και τις συνέπειες της πρακτικής αυτής.
Στην Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, τον τελευταίο χρόνο, θα ξεσπάσει μια στεγαστική κρίση καθώς οι τιμές των ενοικίων, ιδίως στο κέντρο της πόλης, θα φτάσουν και θα ξεπεράσουν τα προ κρίσης επίπεδα. Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού με μέτρια εισοδήματα, εργαζόμενοι, μικροί ελεύθεροι επαγγελματίες, φοιτητές, άνεργοι, γενικώς νοικοκυριά που λειτουργούν στα όρια της οικονομικής βιωσιμότητας πιέζονται από τη γενική άνοδο των ενοικίων –που το 2019 άγγιξε το 30%[6]– και σταδιακά εγκαταλείπουν το κέντρο της πόλης. Εκείνο, με τη σειρά του, χάνει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, που οφείλονταν στο γεγονός ότι, σε σύγκριση με τα κέντρα πόλεων αντίστοιχων δημογραφικών και οικονομικών μεγεθών, είχε καταφέρει να συγκρατήσει τις μικτές χρήσεις, καθώς και την κοινωνική και εισοδηματική ποικιλομορφία – στοιχεία που προσδίδουν σε αυτές τις αστικές περιοχές τον χαρακτήρα γειτονιάς.
Τα προγράμματα ενοικίασης σπιτιών σε αιτούντες άσυλο, που έχουν αναλάβει διάφορες ΜΚΟ στην πόλη, αποτελούν μια από τις βασικές αιτίες για την άνοδο των ενοικίων, μαζί με τις βραχυχρόνιες τουριστικές μισθώσεις αλλά και τη συρρίκνωση του στεγαστικού αποθέματος έπειτα από την κάμψη της οικοδομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Παρατηρητηρίου Τιμών Ακινήτων Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Κώστα Γεωργάκο, στην εφημερίδα Έθνος, περίπου 400 ακίνητα έχουν νοικιαστεί από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στον Δήμο της Θεσσαλονίκης[7]. Ενώ σχετικές καταγγελίες έκανε ο μεσίτης Βασίλης Κοντέλης στον ραδιοσταθμό της πόλης, Focus FM:
Η κατάσταση έχει γίνει τραγική. Μόλις ανεβάζουμε κάτι στο ίντερνετ, σου λένε: «εσύ το έχεις 300 ευρώ, θα το νοικιάσουμε 500 ευρώ, θα βάλουμε 8 άτομα, έστω 6». Αναρωτιέμαι, όλα αυτά τα χρήματα ποιος τα διαθέτει και έχουν αποθρασυνθεί όλοι αυτοί, που ασχολούνται με τις ΜΚΟ[8].
Είτε δούμε το ζήτημα από τη σκοπιά της αγοράς εργασίας είτε από εκείνην της κτηματομεσιτικής αγοράς, αναδεικνύεται ένα κοινό γνώρισμα της «οικονομίας της αλληλεγγύης»: αυτή τείνει να αυτονομείται από την τοπική κοινωνία και οικονομία, συγκροτώντας γύρω της έναν δικό της κόσμο, που λειτουργεί με τα δικά του κριτήρια και στοχεύσεις.
Στην επιπλοκή αυτή υπεισέρχεται και η πολιτική. Μια κυβέρνηση υλοποιεί την εκάστοτε μεταναστευτική πολιτική, υπό τον έλεγχο της κοινής γνώμης και του εκλογικού σώματος. Πράγμα που σημαίνει ότι η πολιτική πίεση που ασκείται από την κοινωνία δύναται να μεταβάλει την πολιτική του κράτους κατά το δοκούν, και έτσι, έστω έμμεσα και στρεβλά, η βούληση της κοινωνίας καταλήγει να εκφράζεται στο επίπεδο της διακυβέρνησης.
Οι ΜΚΟ, αντίθετα, κινούνται σε μια «γκρίζα ζώνη» για τη δημοκρατία. Δεν διαθέτουν καμιά μορφή δημοκρατικής νομιμοποίησης, η επαφή τους και ο διάλογος με την κοινωνία είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Η εξωστρέφειά τους εκδηλώνεται περισσότερο ως προσέγγιση των οργανώσεων με το κράτος, ή με την Ε.Ε., καθώς προς τα εκεί προσανατολίζεται η διαβούλευση που ασκούν. Αποτελούν λόμπι που παρεμβαίνει περισσότερο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ενώ, την ίδια στιγμή που υπερπλειοδοτούν στις διακηρύξεις υπέρ της «κοινωνίας των πολιτών», την έκφραση της οποίας έχουν μάλλον αναλάβει κατ’ επάγγελμα, δεν διατηρούν παρά ελάχιστη επαφή με τους πολίτες. Αυτή περιορίζεται μόνο στο επίπεδο της συλλογής οικονομικών συνδρομών και άλλων συνεισφορών.
Βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων με έκπτωση έως 50%
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube
[1] Γιάννης Ξένος, «Ο ρόλος των ΜΚΟ στο μεταναστευτικό-προσφυγικό», περιοδικό Άρδην, τεύχος 117, Δεκέμβριος 2019-Ιανουάριος 2020.
[2] «Οι ΜΚΟ ‘‘ανάχωμα’’ στην ανεργία στη Λέσβο», emprosnet.gr, 24/12/2015. Διαθέσιμο στην ηλ. διεύθυνση: www.emprosnet.gr.
[3] «34η Συνεδρίαση Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης: Επικυρωμένα πρακτικά», Δήμος Θεσσαλονίκης, 12 Δεκεμβρίου 2019.
[4] Νίκος Μαναβής, «Ρατσιστικός μύθος οι οικονομικές ζημιές λόγω προσφύγων», Πριν, 10 Ιουλίου 2018. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.prin.gr.
[5] Ανθή Παζιάνου, «Ξεμείναμε από σπίτια», emprosnet.gr, 12 Μαΐου 2018. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση emprosnet.gr.
[6] «Θεσσαλονίκη: Οι ΜΚΟ για το μεταναστευτικό ανέβασαν τα ενοίκια», Euro2Day, 08/01/2020. Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.euro2day.gr.
[7] Ρωμανός Κοντογιαννίδης, «Θεσσαλονίκη: Πρόσφυγες και Airbnb εκτόξευσαν τις τιμές των ενοικίων», Έθνος, 13/01/2020. Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.ethnos.gr.
[8] «Θεσσαλονίκη: «Μας δίνουν διπλάσια ενοίκια για να πάρουν τα σπίτια», Τύπος της Θεσσαλονίκης, 04/02/2020. Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.typosthes.gr.