Αρχική » DakhaBrakha, ο ακομπλεξάριστος πατριωτισμός της ουκρανικής μουσικής πρωτοπορίας

DakhaBrakha, ο ακομπλεξάριστος πατριωτισμός της ουκρανικής μουσικής πρωτοπορίας

από Άρδην - Ρήξη

«Ο εκσυγχρονισμός συνεπάγεται χειραφετησιακό λόγο: χειραφέτηση από τις ιεραρχίες, τις ανισότητες και την καταπίεση. Αλλά το να εμβαθύνει κανείς στην εθνική παράδοση σήμαινε μια ακόμη χειραφέτηση –από την υπερεθνική αυτοκρατορία. Αυτός ο εκσυγχρονιστικός και συνάμα παραδοσιακός χαρακτήρας καθόρισε πολλές πτυχές της ουκρανικής κουλτούρας, και το κάνει ακόμη και σήμερα. Όταν ένας προοδευτικός μεταρρυθμιστής φοράει μια βισβάνκα και την ίδια στιγμή κρατάει ένα iPhone, όταν ένα συγκρότημα παραδοσιακής μουσικής συνδυάζει ουκρανικά λαϊκά τραγούδια με ηλεκτρονική μουσική και μοντέρνους ρυθμούς, όπως οι Onuka, Go_A, DakhaBrakha και άλλοι, αυτοί είναι οι κληρονόμοι των φαινομένων που έλαβαν χώρα πριν από έναν αιώνα».

Βολοντιμίρ Γιερμολένκο

Οι DakhaBrakha είναι ένα πολυφωνικό ουκρανικό κουαρτέτο, που δημιουργήθηκε το 2004, στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης του Κιέβου «Dakh» από τον αβάντ-γκάρντ θεατρικό σκηνοθέτη Vladyslav Troitskyi, ο οποίος παραμένει μέχρι και σήμερα καλλιτεχνικός διευθυντής του συνόλου.

Το όνομα του κουαρτέτου σημαίνει στην μεσαιωνική ουκρανική γλώσσα «να δίνεις και να παίρνεις», και συνιστά κι αυτό μια έκφραση της ισχυρής κοινοτιστικής παράδοσης που βρίσκεται στα θεμέλια του ουκρανικού λαϊκού πολιτισμού. Για το ηχόχρωμα του συγκροτήματος, καθώς και το συνολικότερο ύφος που διέπει την δημιουργία τους, ο τραγουδιστής τους, Marko Halanevych σχολιάζει:

«Επιλέξαμε να ονομάσουμε τη μουσική μας “ethno chaos” (“έθνο-χάος”), γνωρίζοντας ότι είναι δύο ελληνικές λέξεις, επειδή θέλαμε να περιγράψουμε ένα μείγμα διαφορετικών στιλ και ειδών, με ουκρανικό εθνικό background. Οι ρίζες μας δηλαδή παραμένουν σταθερά ουκρανικές. Αλλά θέλαμε και τη λέξη “χάος” σαν βάση. Η βάση μας είναι ένα χαοτικό σύμπαν μέσα στο οποίο εξελίσσονται ο ήχος, οι λέξεις και οι παραδόσεις μας. Μέσα σε αυτό γεννήθηκε η μουσική μας».

Το «να δίνεις και να παίρνεις», επομένως, δεν αποτελεί μόνο μια αναφορά στην λαϊκή παράδοση, αλλά συνιστά και κάτι πιο συγκεκριμένο που χαρακτηρίζει τους ΝτάκχαΜπράκχα, τη στάση ανάμεσα στη σχέση του εθνικού με το οικουμενικό στοιχείο: έτσι το «να δίνεις» καταλήγει να έχει την έκφραση του να συνεισφέρεις από την δική σου ιδιοπροσωπία, και το «να παίρνεις», να δέχεσαι τις επιρροές από τις μουσικές του κόσμου.

Το ουκρανικό ‘εθνο-χάος’ βέβαια, διακρίνεται από τους αντίστοιχους εγχώριους έντεχνους πειραματισμούς. Η αναφορά του στην ουκρανική πολιτιστική ιδιοπροσωπία, την ιστορία, και την σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ουκρανία είναι περισσότερο στέρεα και λιγότερο ανασφαλής. Συνήθως, οι ελληνικοί πειραματισμοί δανείζονται απλώς από το ηχόχρωμα της παράδοσης, για να το αναμείξουν με άλλα σύγχρονα, και να το επενδύσουν όμως με μια κατά τα άλλα μεταμοντέρνα στιχουργική αυτοαναφορική, με εμμονές στο να αναδεικνύουν τις θεματικές του «δίχως ρίζες» και του «από το πουθενά».

Στους ΝτάκχαΜπράκα, οι θεματικές των τραγουδιών επιμένουν στον διάλογο του παραδοσιακού με το σύγχρονο –Monakh (καλόγερος, μοναχός) επιγράφεται ένα τραγούδι τους, «Καρπάθειο Ραπ» ένα άλλο με βάση του ένα παραδοσιακό τραγούδι, Vesna (η άνοιξη) ένα τρίτο με αναφορές από την προ-χριστιανική παγανιστική κουλτούρα, και τις επικλήσεις των χωρικών για τον ερχομό της άνοιξης μέσα στους μακρούς, σκληρούς ουκρανικούς χειμώνες.

Συχνά η συνομιλία αυτού του ηχητικού και στιχουργικού κόσμου με το σημερινό εθνικό βίωμα της ουκρανίας γίνεται πολύ έντονη: «Άκουγα αυτό το εξαίσιο κομμάτι στο καταφύγιο του μετρό στο Κίεβο, όταν κρυβόμουν απ’ τις ρωσικές βόμβες. Μου έδινε δύναμη. Ευχαριστώ ΝτάκχαΜπράκχα», θα γράψει για την «Άνοιξη» ένας σχολιαστής στο YouTube. Η μεταφορά είναι προφανής: Ο μακρύς και σκληρός χειμώνας του πολέμου, και η άνοιξη που θα έρθει ως αναγέννηση της Ουκρανίας.

Το συγκρότημα επισκέφθηκε την Ελλάδα, για δύο μοναδικές συναυλίες σε Αθήνα (Ωδείο Αθηνών) και Θεσσαλονίκη (Principal) στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2022.

Αναπόφευκτα, οι συναυλίες επέλεξαν να έχουν ως κύριο μήνυμά τους τον αγώνα των Ουκρανών ενάντια στην ρωσική εισβολή.  

Η παράσταση επενδυόταν και με βίντεο, που προβαλλόταν στο βάθος της σκηνής. Η μουσική έτσι συνδυαζόταν με παραδοσιακά ουκρανικά μοτίβα, μια κόμικ θεματολογία με κεντρικές αναφορές στα τοπία της χώρας (‘το στάρι’…), στιγμιότυπα από παλαιότερες εποχές (π.χ. σε ένα κομμάτι που αναφέρεται στους Τατάρους της Κριμαίας) –και βέβαια τον πόλεμο: βομβαρδισμένες εκκλησίες, ερειπωμένες πόλεις, ο ηρωϊσμός των φαντάρων και των πολιτών, πανηγυρισμοί από την απελευθέρωση πόλεων, προβολή μηνυμάτων όπως ‘σταματήστε τον ρωσικό επεκτατισμό’, και ‘εξοπλίστε τώρα την Ουκρανία’).

Ένα κομμάτι του ελληνικού κοινού βρέθηκε σε χάσμα με την έντονη πατριωτική νοηματοδότηση του συγκροτήματος. Έχει εθιστεί στην εγχώρια εναλλακτική κουλτούρα, όπου απέναντι στην ρωσική εισβολή και την μεγαλειώδη αντίσταση των Ουκρανών έχει κυριαρχήσει ο πασιφιστικός κρετινισμός του «για τον άνθρωπο». Με την ουκρανική αβάντ γκαρντ, υπάρχει και ένα ακόμη χάσμα: Η πρώτη επιλέγει ως σημείο αφετηρίας της την εθνική ιδιοπροσωπία, ενώ ο ελληνικός εναλλακτισμός την απόρριψή της.

Οι ΝτάκχαΜπράκχα μετέχουν με τον δικό τους πρωτοποριακό τρόπο στην ψυχική ενότητα του Έθνους, και σήμερα στην αντίστασή του στον Ρώσο κατακτητή. Οι ελλαδιστές ‘εναλλακτικοί καλλιτέχνες’, χτίζουν καριέρες πάνω σε έναν προσποιημένο, μεσοαστικό ριζοσπαστισμό, που έχει εμμονές με την κατεδάφιση των κοινών, εθνικών αισθημάτων και την αμφισβήτηση της ενότητας αυτής.

Γι’ αυτό και στο κοινό, τουλάχιστον στη συναυλία του Πρίνσιπαλ της Θεσσαλονίκης, όπου (όπως μάθαμε για το τι συνέβη στην αντίστοιχη συναυλία της Αθήνας) το κλίμα ήταν πιο θερμό από την αντίστοιχη του Ωδείου Αθηνών, με τον κόσμο να προσεγγίζει χορεύοντας τη σκηνή και συνθήματα να ακούγονται στο κενό διάστημα μεταξύ των τραγουδιών, αναδείχθηκαν δύο στάσεις.

Ήταν νέοι και νέες από την ουκρανική κοινότητα που χόρευαν ανεμίζοντας την ουκρανική μαζί με την ελληνική σημαία, και δεν σταμάτησαν να φωνάζουν «Σλάβα Ουκραΐνι – Χερόιαμ Σλάβα» (Δόξα στην Ουκρανία – Δόξα στους ήρωές της), κάθε φορά που τα μέλη του συγκροτήματος υπενθύμιζαν στα κενά ανάμεσα στα τραγούδια τους, που και σε ποιους αφιερώνουν την συναυλία τους.  

Και ήταν και ένα κομμάτι του ελληνικού κοινού που απλώς ήρθε για να χορέψει στους ρυθμούς της ‘world music’ και το οποίο ‘πάγωνε’ μπροστά σε αυτές τις αποφασιστικές εκδηλώσεις ενός πατριωτισμού, κατά τα άλλα ακομπλεξάριστου, δημοκρατικού και ανοιχτού προς τον υπόλοιπο κόσμο. «Καλοί ήταν… μόνο αυτά για τους Ρώσους να μην είχαν…», μονολογούσε κάποιος από μια παρέα, μετά τη λήξη της συναυλίας.

«όποιος δεν καταλαβαίνει/δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει», τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος…

Γ.Ρ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ