Αρχική » Ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού

Ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού

από Άρδην - Ρήξη

Κυριότερος πολιτικός αντίκτυπος του τραγικού δυστυχήματος, η πολιτική αποστασιοποίηση
Μεταρρυθμιστικό και όχι αντισυστημικό το αίτημα της κοινωνίας – κίνδυνος ενδημικής πολιτικής αστάθειας

του Γιώργου Ρακκά

Αν σε κάτι συμφωνούν όλες οι δημοσκοπήσεις, που έχουν διεξαχθεί μετά το δυστύχημα των Τεμπών, είναι ότι η φθορά της Νέας Δημοκρατίας (που κυμαίνεται μεταξύ 3-5 μονάδων) δεν ενισχύει καθόλου ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ (που εμφανίζεται κι αυτός να χάνει από 0,5 έως 1,5 μονάδα), ούτε το ΚΙΝΑΛ (που με απώλειες κάτω της μιας μονάδας παραμένει οριακά ακίνητο). Μικρή άνοδο καταγράφουν οι Βαρουφάκης και Βελόπουλος, θεαματικότερη είναι εκείνη του Κασιδιάρη, που σε ορισμένες μετρήσεις εμφανίζεται ακόμα και με 4,5%.
Παράλληλα μειώνεται η δημοτικότητα όλων των πολιτικών αρχηγών. Στην πρώτη δημοσκόπηση που διεξήχθη έπειτα από το δυστύχημα, της Marc για τον Αντ1 (09/3/23), o K. Μητσοτάκης εμφανιζόταν να χάνει 9,7 μονάδες, ο Α. Τσίπρας 4,7, ο Ν. Ανδρουλάκης 5,6, ο Δ. Κουτσούμπας 2,7, και ο Κ. Βελόπουλος 1,6, ενώ μόνο ο Γ. Βαρουφάκης εμφανιζόταν να έχει κερδίσει κάτι παραπάνω από μισή μονάδα (0,6). Την ίδια εικόνα, τουλάχιστον ως προς τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιβεβαιώνει και μια από τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις της Metron Analysis (16/3), με τον Κ. Μητσοτάκη να χάνει 7 μονάδες και τον Α. Τσίπρα μια.
Υπάρχει μια συνηγορία όλων των μετρήσεων, επομένως, ως προς το είδος του αντίκτυπου που τραντάζει το πολιτικό σκηνικό έπειτα από το δυστύχημα. Ψαλιδίζεται το πλειοψηφικό ρεύμα της κυβέρνησης, κάτι που δυσκολεύει το ενδεχόμενο της αυτοδυναμίας στη 2η εκλογική αναμέτρηση. Ωστόσο, η φθορά διαχέεται και στα υπόλοιπα κόμματα προκαλώντας τάσεις ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού. Ενισχύονται μεν τα μικρά κόμματα –κυρίως προς τα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας– αλλά η δυναμική υπέρ της λεγόμενης «αντισυστημικής ψήφου» είναι ισχνή και εντοπίζεται κυρίως στις πολύ νέες ηλικίες, όπου και διαμοιράζεται μεταξύ της αριστεράς και της άκρας δεξιάς.
«Το 2023, δεν είναι 2012», όπως γράφουν αρκετοί αναλυτές. Η κοινωνία ζει πια μέσα σε ένα περιβάλλον αλλεπάλληλων κρίσεων και μόνιμης ανασφάλειας, επομένως δεν θα επιλέξει ως διέξοδο στην πίεση που αισθάνεται την πολιτική αστάθεια, όπως έκανε στα πρώτα χρόνια των μνημονίων. Τότε, το κύριο αίτημα που εκφράστηκε από την κοινωνία ήταν εκείνο μιας (εν πολλοίς ταχυδακτυλουργικής) επιστροφής στην πρότερη ευημερία· σήμερα, το δυστύχημα των Τεμπών φέρνει στο προσκήνιο ένα αίτημα μεταρρυθμιστικού τύπου.
Για πρώτη φορά ο εκσυγχρονισμός του κράτους μεταβάλλεται σε τόσο πλατύ κοινωνικό αίτημα και για πρώτη φορά τα βασικά κόμματα του πολιτικού παιχνιδιού φαντάζουν τόσο αδύναμα να ανταποκριθούν σε αυτό. Στη δημοσκόπηση της Metron Analysis, το τρίπτυχο «πολιτικοί/πολιτικό σύστημα»-«ανασφάλεια/ανεπάρκεια κυβέρνησης»-«διαφθορά» βρίσκεται με 29 μονάδες πρώτο στην ιεράρχηση των προβλημάτων της χώρας.
Η φθορά της Νέας Δημοκρατίας συντελείται επειδή διαψεύδεται στο ισχυρό της επιχείρημα για τη διεκδίκηση της διακυβέρνησης, που είναι η εξυγίανση και η αποτελεσματικότητα του κράτους.
Η περαιτέρω πτώση/στασιμότητα της αριστεράς συμβαίνει καθώς στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας έχει ταυτιστεί πλέον με τις δυνάμεις της… αντίδρασης και του αναχρονισμού: στα συνθήματά της έχει φτάσει να υπερασπίζεται … τον σταθμάρχη και τον προϊστάμενό του, που έσπευσε μετά τη σύγκρουση να πάρει αναρρωτική άδεια, γιατί υποστηρίζει πως η κυβέρνηση πάει να ρίξει όλη την ευθύνη στα εκτελεστικά όργανα, προκειμένου να αποφύγει τις δικές της ευθύνες. Παράλληλα, ζητάει «περισσότερα λεφτά», «περισσότερες προσλήψεις», αρνείται κάθε διαδικασία αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα και στηλιτεύει κάθε απόπειρα αποσυμφόρησης και εξυγίανσης των κρατικών δομών ως εντατικοποίηση και «νεοφιλελευθερισμό» (όσο κι αν ήταν μια αριστερή κυβέρνηση που ξεπούλησε τα τρένα). Με αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται να βάζει εν τέλει πλάτες στον κρατισμό, στις πρακτικές των «πολιτικών βυσμάτων», στην κουλτούρα της λούφας, στην εγκατάλειψη κάθε έννοιας ηθικής της ευθύνης και της εργασίας, στην απόρριψη εν τέλει κάθε μεταρρύθμισης.
Το πολιτικό μπλοκάρισμα είναι γενικό. Μεσοπρόθεσμα, δηλαδή ενόψει των δυο εκλογικών αναμετρήσεων, η ρευστοποίηση που συντελείται δημιουργεί ενδεχόμενα μιας ενδημικής πολιτικής αστάθειας, που θα μεταφραστεί σε αδυναμία συγκρότησης συμπαγών αυτοδυναμιών και σε μάλλον εφήμερες κυβερνήσεις συνεργασίας.
Το σενάριο αυτό –πιθανό, όχι όμως βέβαιο– είναι το πλέον επικίνδυνο για τη χώρα, που καλείται να υπάρξει σ’ ένα γεωπολιτικό περιβάλλον ιστορικών ανατροπών του παγκόσμιου συστήματος (εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ανάδυση του ευρασιατικού μπλοκ), με την τουρκική επιθετικότητα να είναι πάγια –όπως υπόσχεται προεκλογικώς, μάλιστα σε υψηλότερους τόνους από τον Ερντογάν, ο Κιλιτσντάρογλου.
Επειδή, όμως, η ανασφάλεια δίνει τον τόνο της στάσης και των αντιδράσεων του εκλογικού κοινού, ενδεχομένως το σενάριο αυτό να μην τελεσφορήσει και η Νέα Δημοκρατία εν τέλει να καταφέρει να συγκροτήσει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, με ισχνή όμως πλειοψηφία.
Σημαντικότερες μετατοπίσεις συμβαίνουν στο επίπεδο της πολιτικής ατζέντας. Μετά και το δυστύχημα των Τεμπών, η Νέα Δημοκρατία θα αναγκαστεί να απομακρυνθεί περαιτέρω από τον καραμανλισμό. Όχι μόνον γιατί Καραμανλής ήταν ο υπουργός Μεταφορών, ή γιατί ο εξάδελφός του, και πρώην πρωθυπουργός, αποσύρθηκε από τα ψηφοδέλτια του κόμματος, την ίδια στιγμή που αρκετοί άλλοτε συνεργάτες του φλερτάρουν περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά γιατί στο πλαίσιο της νέας στάσης που αναδεικνύεται μέσα από την κοινωνία, ο καραμανλισμός της λαϊκής-πελατειακής δεξιάς, που εξέφραζε και εκφράζει, γίνεται πλέον βαρίδιο.
Ο Αλέξης Τσίπρας από την άλλη, που αν διαθέτει κάτι είναι ένστικτο πολιτικής επιβίωσης, απομακρύνεται επικοινωνιακά από τον τύπο της πολιτικής που ενσαρκώνουν ο Βαξεβάνης ή ο Πολάκης, θέλοντας να εκφράσει τώρα ένα ηπιότερο προφίλ. Έχει καταλάβει μεν ότι το παιχνίδι παίζεται στο Κέντρο, ωστόσο είναι προφανές πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να επιτύχει μια στροφή προς αυτό, για λόγους ιδεολογικούς, ιστορικούς, κοινωνικών ομάδων και τύπων ανθρώπου που εκφράζει.
Το κενό πολλαπλασιάζεται, η παρούσα πολιτική κρίση αναδεικνύει νέα πολιτικά αιτήματα και ιδιότυπες πολιτικές συνθέσεις. Για παράδειγμα, η κρίσιμη μάζα του εκλογικού κοινού γυρεύει πλέον, μια πολιτική δύναμη που θα κατήγγειλλε και θα αντιμετώπιζε κάθε έκφραση «πολιτικού βύσματος» στο κράτος, από τον υπουργό μέχρι τους… κλειδούχους. Άραγε μπορεί κάποιο κόμμα από τα γνωστά να αρθρώσει ένα τέτοιο αίτημα;
Ο αυθεντικός εκσυγχρονισμός εντάσσεται στην παλέτα των κεντρικών αιτημάτων, προστιθέμενος στις άλλες αναγκαίες παραμέτρους που ζητούνται από τα κόμματα εξουσίας προκειμένου να λάβουν ψήφο διακυβέρνησης: ακεραιότητα των συνόρων, προστασία της εθνικής κυριαρχίας, σταθερός γεωπολιτικός προσανατολισμός της χώρας προς την Ευρώπη και τη Δύση, θωράκιση της οικονομίας. Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των διπλών εκλογών, επομένως, η επόμενη μέρα κυοφορεί ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό.

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος 20 Μαρτίου 2023 - 21:51

Τα μοναδικά μεταρρυθμιστικά κόμματα είναι η ΝΔ και ο Τζήμερος. Η πρώτη είναι ο μεγάλος ηττημένος και ο δεύτερος δεν ανεβαίνει. Άρα το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι μεταρρυθμιστικό. Δυστυχώς κάθε λογικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι ο ελληνικός λαός είναι απόλυτα τελειωμένος…

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ