Συνοικίες, “κίτρινα γιλέκα”, κορωνοϊός… δεν μαθαίνουμε από καμία κρίση
του Jean-loup Bonnamy
“Αυτό που είναι καταστροφικό δεν είναι τόσο οι σημερινές ταραχές ή ακόμη και η γενική κατάσταση των οικισμών, αλλά η αδράνεια των κυβερνήσεων τα τελευταία σαράντα χρόνια σε αυτό το ζήτημα, παρά το γεγονός ότι είναι απολύτως γνωστό”. BERTRAND GUAY / AFP
Ένα κύμα ταραχών στις γειτονιές συγκλονίζει σήμερα τη χώρα. Σχολιαστές και πολιτικοί φοβούνται μια γενικευμένη ανάφλεξη. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά σοβαρή. Αλλά αν θέλουμε να κάνουμε τη σωστή διάγνωση, πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι πραγματικά καταστροφικό.
Αυτό που είναι καταστροφικό δεν είναι τόσο οι σημερινές ταραχές, ούτε καν η γενική κατάσταση των οικισμών, αλλά η αδράνεια των κυβερνήσεων τα τελευταία σαράντα χρόνια σε ένα θέμα, που είναι απόλυτα γνωστό. Παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις, κανένα μάθημα δεν έχει διδαχθεί, καμία αλλαγή δεν έχει γίνει, καμία νέα ώθηση δεν έχει δοθεί. Το πνευματικό λογισμικό και οι κακές πρακτικές που προκάλεσαν τις κρίσεις έχουν παραμείνει ανέπαφες. Και μπορούμε ήδη να στοιχηματίσουμε ότι παρά τις σημερινές ταραχές, τίποτα δεν θα γίνει και όλα θα συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο.
Οι πρώτες ταραχές μεγάλής κλίμακας έγιναν στο Vaulx-en-Velin… το 1979! Δύο χρόνια αργότερα, ήταν το “καυτό καλοκαίρι” στις Minguettes με τα “ροντέο της οργής”. Στη συνέχεια, η Mantes-la-Jolie το 1991. Το 1993, η NTM τραγούδησε το «Τι περιμένουμε για να βάλουμε φωτιά;» (“Qu’est-ce qu’on attend pour foutre le feu?) Η ταινία Το μίσος (La haine) κυκλοφόρησε το 1995. Δέκα χρόνια αργότερα, οι μεγάλες ταραχές του 2005 αποτέλεσαν ένα συναγερμό αφύπνισης. Για τρεις εβδομάδες, οικισμοί σε όλη τη Γαλλία τυλίχθηκαν στις φλόγες. Για να σταματήσουν, έπρεπε να κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης (που είχε να χρησιμοποιηθεί από τον πόλεμο της Αλγερίας) και να εισαχθεί η απαγόρευση κυκλοφορίας. Εκείνη την εποχή γεννήθηκε ο Nahel, ο θάνατος του οποίου πυροδότησε τις ταραχές του 2023, δεκαοκτώ χρόνια αργότερα. Στη συνέχεια, ήρθε το Villers-le-Bel το 2007. Παρ’ όλα αυτά τα προειδοποιητικά σημάδια, μπορούμε να δούμε σήμερα ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα.
Μετά τις ταραχές του 2005, όλα θα έπρεπε όλα να επανεξεταστούν από την αρχή. Θα ήταν απαραίτητο, για παράδειγμα, να κατασκευαστούν οι περίφημες φυλακές που έλειπαν ήδη από το 2005, τις οποίες είχε υποσχεθεί ο υποψήφιος Εμανουέλ Μακρόν το 2017 και που ακόμη δεν έχουν δει το φως της ημέρας. Αντί να ρίχνουμε αδιακρίτως χρήματα στις “γειτονιές” μέσω της κοινωνικής βοήθειας και της πολεοδομικής πολιτικής, θα έπρεπε, αντίθετα, να είχαμε συγκροτήσει ένα πραγματικό δίκτυο τοπικών δημόσιων υπηρεσιών υψηλής ποιότητας. Και προπαντός θα΄πρεπε να δοθεί τέλος στη μετανάστευση. Είναι προφανές ότι οι ταραχές στις συνοικίες είναι εν μέρει αποτέλεσμα της κακής ενσωμάτωσης των μεταναστών. Κάθε φορά που μια οικογένεια φεύγει από μια γειτονιά, την αντικαθιστά μια καινούργια, πρόσφατα αφιχθείσα στη Γαλλία.
Έτσι όλα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή, και η γειτονιά δεν αδειάζει ποτέ. Όταν έχεις πρόβλημα με το απόθεμα, ξεκινάς κόβοντας τη ροή. Για το γενικό συμφέρον της χώρας και από σεβασμό προς τους κατοίκους των οικισμών, μετά τις ταραχές του 2005 θα έπρεπε να είχαμε αναστείλει την άφιξη νέων μεταναστών με μικρά προσόντα, ώστε να αφιερώσουμε όλους τους πόρους και την προσοχή μας στους ανθρώπους που ήδη ζουν στους οικισμούς. Αυτό θα μείωνε την πίεση στις θέσεις εργασίας, στους μισθούς, στην πρόσβαση στη στέγαση και τις δημόσιες υπηρεσίες (τις οποίες η μετανάστευση θέτει υπό μεγάλη πίεση). Θα μπορούσαμε να διευκολύνουμε την κοινωνικοπολιτιστική τους ένταξη, να μειώσουμε τον κοινοτισμό και να μειώσουμε σταδιακά τον αριθμό των ανθρώπων που ζουν σε οικισμούς. Αν η μετανάστευση είχε σταματήσει το 2005, δεν θα υπήρχαν σήμερα ταραχές.
Αντ’ αυτού, βλέπουμε τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά. Τα ίδια γεγονότα, τα ίδια σενάρια, τα ίδια μέρη εμφανίζονται ξανά και ξανά. Το 2005, ο Σαρκοζί έβριζε τα “ρεμάλια”, το 2020 γινόταν λόγος για “αποθηριοποίηση “, και το 2023 υπάρχει διαμάχη για τον “απο-πολιτισμό”. Πίσω από τους μεταβαλλόμενους όρους των μέσων ενημέρωσης, τα ίδια προβλήματα παραμένουν. Οι ίδιες αντιπαραθέσεις επαναλαμβάνονται, με όλους τους ρόλους να έχουν προ-διανεμηθεί και να είναι γνωστοί εκ των προτέρων. Κανένα συνολικό όραμα δεν αναδύεται και η δημόσια συζήτηση μοιάζει με χρυσόψαρο που περιφέρεται στη γυάλα του με μια ψευδαίσθηση καινοτομίας χάρη στην παντελή απουσία μνήμης.
Για να χρησιμοποιήσω μια ιατρική έκφραση: «το σοβαρό δεν είναι η ασθένεια, αλλά η αποτυχία της θεραπείας της». Όλες οι χώρες βιώνουν δυσκολίες και κρίσεις. Είναι η ίδια η κίνηση της ιστορίας. Αυτό που φαίνεται να είναι ιδιαίτερο για τη Γαλλία σήμερα, και το οποίο είναι πραγματικά πολύ ανησυχητικό, είναι η έλλειψη αντίδρασης στην κρίση.
Επομένως, η πολιτική τάξη κάνει λάθος όταν πιστεύει ότι το κλειδί του προβλήματος των οικιστικών περιοχών βρίσκεται στις ίδιες τις περιοχές. Η NUPES (του Μελανσόν) θα υιοθετήσει μια μίζερη κοινωνική άποψη και θα μιλήσει για φτώχεια και “συστημικό ρατσισμό”. Ο Éric Zemmour θα μιλήσει για “γαλλοφοβία” ή για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Ο καθένας στο δικό του ρόλο. Αλλά η αλήθεια είναι ότι το βασικό ερώτημα δεν είναι τόσο το “Γιατί οι οικισμοί καίγονται;” όσο το “Γιατί δεν μπορέσαμε να λύσουμε το πρόβλημα εδώ και σαράντα χρόνια;”. Το πραγματικό πρόβλημα δεν βρίσκεται στους οικισμούς, αλλά σε εμάς. Και όσο αποτυγχάνουμε να επιτύχουμε τη δική μας πνευματική και ηθική ανασυγκρότηση, το πρόβλημα των οικισμών θα επιμένει και θα επιδεινώνεται.
Η ίδια αδράνεια παρατηρείται σε όλες τις περιοχές και σε όλα τα θέματα. Η κρίση του Covid αποκάλυψε την απαρχαιωμένη κατάσταση του συστήματος υγείας. Και όμως, αν μας χτυπούσε μια νέα πανδημία, θα βρισκόμασταν στην ίδια κατάσταση εξαθλίωσης και αποδιοργάνωσης όπως το 2020. Οι περικοπές του προϋπολογισμού και η μείωση των κλινών συνεχίστηκαν. Το νοσοκομείο δεν έχει απογραφειοκρατικοποιηθεί. Η έκτακτη ανάγκη του Covid είχε απελευθερώσει τους υγειονομικούς από τη διοικητική τυραννία. Όμως η ελευθερία που τους επέτρεψε να ανακαλύψουν ξανά το νόημα της δουλειάς τους χάθηκε μόλις πέρασε η επιδημία.
Τα ίδια έγιναν και για τα Κίτρινα Γιλέκα. Ωστόσο, ο Εμμανουέλ Μακρόν φοβήθηκε πραγματικά. Ένας εκπρόσωπος της Medef (Συνδικάτο των επιχειρηματιών) του είχε μάλιστα τηλεφωνήσει για να του πει: “Τώρα, τα δίνεις όλα”. Και πράγματι, ο πρόεδρος είχε βγάλει το μπλοκ επιταγών του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν σκέφτηκε να αντιμετωπίσει τη ρίζα του προβλήματος.
Γιατί αυτή η καθολική αδράνεια; Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει η πνευματική και ηθική κατάρρευση της γαλλικής πολιτικής τάξης και των μέσων ενημέρωσης. Η παντελής απουσία πολιτικού θάρρους, η έλλειψη γενικών γνώσεων και ιστορικών αναφορών και η ανικανότητα πραγματοποίησης μιας σφαιρικής διάγνωσης χαρακτηρίζουν τις σημερινές γαλλικές ελίτ (παρά τις λίγες έντιμες εξαιρέσεις). Κυριαρχούν η αγραμματοσύνη και η αδράνεια. Στη Γαλλία, οι ηγέτες έχουν υιοθετήσει ως μότο τους τη φόρμουλα του Henri Queuille: “δεν υπάρχει πρόβλημα που η απουσία λύσης να μην καταλήγει να το λύνει”.
Δεύτερον, αυτή η πολιτική τάξη έχει κάνει μια θεμελιώδη επιλογή: τον νεοφιλελευθερισμό. Όπως πολύ καλά περιγράφει ο Stéphane Rozes στο βιβλίο του “Χάος”, ο νεοφιλελευθερισμός στοχεύει να αντικαταστήσει τη διοίκηση των πραγμάτων με τη διοίκηση των Ανθρώπων. Ιδεωδώς, οι διαδικασίες και οι αγορές θα πρέπει να αντικαταστήσουν την πολιτική δράση. Αλλά οι αγορές και οι διαδικασίες δεν μπορούν να λύσουν προβλήματα ιστορικών διαστάσεων, όπως οι πανδημίες, η τρομοκρατία ή οι αστικές πυρκαγιές. Μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις, μόνο η πολιτική μπορεί να θριαμβεύσει. Όμως στη Γαλλία, οι πολιτικοί –οι ίδιοι που κάποτε ήταν υπεύθυνοι για την πολιτική– έχουν παραμελήσει και εγκαταλείψει την πολιτική. Όλα αυτά τροφοδοτούν μια κουλτούρα του “ου μπλέξεις”, όπου ο καθένας παραιτείται από τις ευθύνες του.
Τέλος, η Γαλλία έχει δημιουργήσει ένα μοναδικό αλλά σπάνια αναλυόμενο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Η Γαλλία είναι η πιο νεοφιλελεύθερη χώρα στον κόσμο. Η αποβιομηχάνιση υπήρξε μαζική. Η κατανάλωση έχει αντικαταστήσει την παραγωγή. Έχει γίνει αποδεκτό ένα υψηλό επίπεδο ανεργίας, ιδιαίτερα στις συνοικίες και στις περιφέρειες της Γαλλίας. Αλλά οι συνέπειες αυτής της νεοφιλελεύθερης επιλογής αντισταθμίζονται από τις υπέρογκες κοινωνικές δαπάνες (οι οποίες τροφοδοτούν την κατανάλωση και είναι επομένως απαραίτητες για την ισορροπία του συστήματος). Με κάθε νέα κρίση (Κίτρινα Γιλέκα, Covid, Συνοικίεςs…), τίποτα δεν αλλάζει, αλλά το βιβλιάριο επιταγών βγαίνει για να εξαγοράσει μια επισφαλή κοινωνική ειρήνη. Όλα αυτά έχουν εξηγηθεί καλά από τον Marcel Gauchet (με το όνομα “σιρακο-μιτερανισμός”), από τον Jean-Michel Quatrepoint (με το όνομα “αριστερο-φιλελευθερισμός “) ή από τον Pierre Vermeren. Υπάρχει συναίνεση για το σύστημα αυτό μεταξύ των Γάλλων πολιτικών, και κανείς δεν τολμά να αμφισβητήσει οποιαδήποτε πτυχή του, από φόβο μήπως δει τον χάρτινο πύργο να καταρρέει. Ακόμη και αν το τίμημα που πρέπει να καταβληθεί για την επιβίωση του συστήματος πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων, η περιοδική ανάφλεξη των οικισμών…
Figaro 30/06/2023