του Κώστα Λάβδα από το liberal.gr
Οι νέες αναφορές του Ερντογάν στην αδιανόητη τουρκική απαίτηση για ανοχύρωτα νησιά στο ανατολικό Αιγαίο, η προσγείωση του Τούρκου προέδρου στο παράνομο αεροδρόμιο Ερτζάν των κατεχομένων στην Κύπρο και το περιεχόμενο των εκεί δηλώσεών του, η απόφαση των τουρκικών αρχών να μην δοθεί άδεια για να πραγματοποιηθεί φέτος ο εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μονή της Παναγίας Σουμελά, όλα αποτελούν δυσάρεστη αλλά χρήσιμη υπενθύμιση.
Όπως έχουμε εξηγήσει αναλυτικά στο παρελθόν, η συνεχώς αναπαραγόμενη «εξήγηση» των τουρκικών θέσεων που αναφέρεται στην (προφανή) διάκριση εξωτερικού και εσωτερικού ακροατηρίου, ισχύει μόνον επικουρικά και στο βαθμό που δεν οδηγεί σε παρανοήσεις αναφορικά με τις στρατηγικές στοχεύσεις του τουρκικού κράτους μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μπορεί μήπως η εκ νέου επικέντρωση στις εμπορικές, οικονομικές και τουριστικές παραμέτρους να οδηγήσει σε πραγματικό γύρισμα σελίδας;
Με τα σημερινά περιφερειακά και διεθνή δεδομένα, είναι απίθανο να οδηγήσει μακριά η επαναφορά της φιλελεύθερης προσέγγισης και μάλιστα στην αφελέστερη εκδοχή της (ότι η οικονομία, το εμπόριο και η «χαμηλή πολιτική» γενικά μπορεί να αποβούν καθοριστικής σημασίας), η οποία έχει διαψευστεί στο παρελθόν.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών βοηθούν να γίνει κατανοητό το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου κάποιοι βλέπουν «επανεκκίνηση» και «νέα σελίδα» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ένα πλαίσιο που, όπως εξηγήσαμε και εδώ από τον περασμένο μήνα, υπερβαίνει τις όποιες ευχάριστες ή δυσάρεστες διακυμάνσεις.
Είναι αυτονόητο ότι ένας συμβιβασμός μπορεί να προϋποθέτει υποχωρήσεις και από τις δυο πλευρές. Το ερώτημα είναι (α) πόσο συμμετρικές είναι οι υποχωρήσεις, (β) τι είδους υποχωρήσεις είναι και, εν προκειμένω, (γ) όταν η ατζέντα είναι τόσο ασύμμετρη, που και σε τι βαθμό θα υποχωρήσει η πλευρά που θέτει τα περισσότερα ζητήματα. Μετά την ορθή, απολύτως αναγκαία όσο και δαπανηρή προσπάθεια των τελευταίων ετών για την αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος στην περιοχή μας, μια βιαστική «επίλυση» θα καταστεί, αν μη τι άλλο, η ακριβότερη υποχώρηση στην ιστορία.
Ποιο είναι το κατάλληλο πλαίσιο για μια «επίλυση» των διαφορών; Σε συνάρτηση με την θρυλούμενη «επανεκκίνηση», έχει δημιουργηθεί η εντύπωση σε πολλούς ότι η χαρακτηριστικά επονομαζόμενη «οδός προς τη Χάγη» είναι ίσως κοπιώδης, αλλά αποτελεί μονόδρομο για τα ελληνοτουρκικά. Ενίοτε παρουσιάζεται ως λυδία λίθος.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, τόσο αναφορικά με τις πρακτικές δυνατότητες της «Χάγης» για την επιβολή των όποιων αποφάσεων όσο και σε σχέση με τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, το δίκαιο της θάλασσας εξελίσσεται συνεχώς και η UNCLOS III είναι ένας σημαντικός αλλά πιθανότατα όχι τελικός σταθμός. Η εξέλιξη και συνεχής διαμόρφωση συντελείται άλλοτε αργά και άλλοτε με άλματα και μέσω της νομολογίας (π.χ., σχετικά με τη σημασία της απόστασης σε σχέση με την παραδοσιακή σημασία της προέκτασης του ηπειρωτικού κορμού), η οποία δεν μπορεί να αναμένεται να είναι ομοιόμορφα θετική ως προς τις θέσεις που αντανακλούν οι ελληνικές απόψεις για την επήρεια των νησιών.
Γενικότερα, όταν οι διαφωνίες είναι σημαντικές και υπάρχει ανάγκη για συμβιβασμό που δεν υποκρύπτει υποχώρηση ουσίας, είναι συχνότερη η διευθέτηση μέσω διμερών διαπραγματεύσεων χωρίς τη χρήση διεθνούς διαιτησίας ή δικαστηρίων, ακριβώς διότι η αβεβαιότητα ως προς την έκβαση των μέσων αυτών συχνά αποθαρρύνει τα κράτη (βλ., π.χ., Andreas Østhagen, «Maritime boundary disputes: What are they and why do they matter?», Marine Policy, τ. 120, 2020, σελ. 5). Συχνά προτιμώνται οι διμερείς διαπραγματεύσεις, ακόμη και αν είναι χρονοβόρες, καθώς εκτιμάται ότι προσφέρουν δυνατότητες για περισσότερο δημιουργικές, σύνθετες και ευέλικτες λύσεις.
Βεβαίως απαιτούνται σοβαρές προϋποθέσεις για μια τέτοια προσέγγιση. Πρώτη προϋπόθεση είναι η γενικότερα καλή σχέση μεταξύ των δυο πλευρών, ώστε να μην εμπλέκεται το επίδικο ζήτημα σε πλήθος άλλων διεκδικήσεων και διενέξεων. Εδώ εντάσσεται, π.χ., η επιτυχής διμερής διευθέτηση Καναδά – Δανίας του 2022. Προφανώς αυτό δεν ισχύει στις δύσκολες σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας , όσο και αν η ελληνική πλευρά ορθά επιμένει ότι το μόνο πραγματικό ζήτημα που πρέπει να διευθετηθεί είναι η συμφωνία για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και, συνακόλουθα, της ΑΟΖ.
Δεύτερη προϋπόθεση, ειδικά αν δεν ισχύει η πρώτη, είναι η σχετική ισορροπία ισχύος και, σε περίπτωση απουσίας της, ο αγώνας για την επίτευξή της. Έχουμε αναφερθεί στην προϋπόθεση αυτή επί μακρόν και επί χρόνια. Ευτυχώς μετά το έτος-σταθμό 2020, όταν σχεδόν οι πάντες αντιλήφθηκαν επιτέλους την αμεσότητα της τουρκικής αναθεωρητικής πίεσης, η ισορροπία ποιοτικής, κυρίως, ισχύος άρχισε να αλλάζει με τρόπο σταδιακό αλλά σταθερό.
Τρίτη προϋπόθεση για μια διαπραγμάτευση ουσίας είναι η αντίληψη των ιθυνόντων και των δυο πλευρών ότι οι διαφορές είναι τόσο σημαντικές ώστε να μην είναι αποδεκτή η εναπόθεση της τύχης τους στα χέρια διεθνών διαιτητικών και δικαστικών μεσολαβητών, ειδικά με δεδομένα τα όσα επισημάναμε πιο πάνω αναφορικά τόσο με την εξελικτική διάσταση του δικαίου της θάλασσας όσο και την τάση των θεσμών διαιτησίας και εκδίκασης να αναζητούν λύσεις εξισορρόπησης, δηλαδή κατ’ ουσίαν λύσεις πολιτικές με την ευρεία έννοια.
Όμως εάν πρόκειται να συμβιβαστείς, είναι καλύτερα να επιλέξεις εσύ σε τι ακριβώς σημείο θα συμβιβαστείς, ακόμη και αν αυτό χρειάζεται χρόνο και για τη διαπραγμάτευση και για το κτίσιμο των κατάλληλων προϋποθέσεων και του κατάλληλου υπόβαθρου. Εφόσον, βέβαια, λαμβάνονται πραγματικά υπόψη οι προϋποθέσεις περί ισορροπίας ισχύος που προαναφέρθηκαν (οπότε ο χρόνος δεν μετρά αρνητικά και η διαπραγμάτευση ουσίας δεν αναμένεται να οδηγήσει σε αφόρητη πίεση και υποχώρηση ή πόλεμο).
Η τελευταία προϋπόθεση είναι σύνθετη και ουσιαστικά άυλη. Αναφέρεται στη συνεχή μέριμνα των ιθυνόντων και την παράλληλη ωρίμανση της κοινής γνώμης, στην οποία θα αναφερθούμε με συντομία πιο κάτω. Με δυο λόγια, αναφέρεται σε μια ψυχολογική προδιάθεση που αποδέχεται το βάρος της μακροχρόνιας προσπάθειας και δεν απεμπολεί την ευθύνη μιας διαπραγμάτευσης στο διηνεκές και την παράλληλη μέριμνα για τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών και των προϋποθέσεών της.
Εξισορρόπηση ισχύος, αντίσταση στην πίεση, διαπραγμάτευση ουσίας με χρονικό βάθος: αυτό – όπως επιμένω από χρόνια – είναι το τρίπτυχο για την επίτευξη μιας βιώσιμης ειρήνης με τη Τουρκία. Όμως η προτίμηση ορισμένων ελληνικών κύκλων για εκδοχές διεθνούς διαιτησίας και εκδίκασης οφείλεται σε ένα συνδυασμό του ακόμη κυρίαρχου νομικισμού της ελληνικής σκέψης με την επίσης ισχυρή νοοτροπία του Ποντίου Πιλάτου: το αναθέτουμε σε έναν «δικαστικής» νομιμοποίησης θεσμό, ό,τι και αν αυτό σημαίνει στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, και νίπτουμε τα χέρια μας για την έκβαση.
Η αγωνία για μια άμεση «λύση» εμφανίζεται και αυτή αρωγός στην υιοθέτηση αυτής της παραπλανητικής προσέγγισης. Η δημοσιότητα που αδημονεί, οι ειδικοί (κατ’ ουσίαν οι τεχνικοί) που συμβουλεύουν, οι πολιτικοί που αποφασίζουν την οδό της παραπομπής, οι δικαστές που αποφαίνονται. Ένας φαινομενικά βολικός καταμερισμός εργασίας.
Οι διάφοροι σχετικοί θεσμοί, όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας του Αμβούργου, το Μόνιμο Δικαστήριο Διαιτησίας (PCA) της Χάγης ή άλλα σχήματα διαιτησίας, αποτελούν μεθόδους αναζήτησης εξωτερικά νομιμοποιημένων συμβιβαστικών λύσεων εκεί που οι προϋποθέσεις για συμβιβασμό μέσω διαπραγμάτευσης μοιάζουν περιορισμένες.
Και εξαρτώνται, σε διαφορετικούς βαθμούς, από τις συγκυρίες, τις ισορροπίες, τις «ειδικές περιστάσεις» της κάθε περίπτωσης όπως τις αντιλαμβάνεται η πλειοψηφία του σώματος που κρίνει, την προϋπάρχουσα νομολογία, την εκάστοτε σύνθεση του σώματος που κρίνει, τις επιστημονικές και κοσμοθεωρητικές απόψεις τους και, βέβαια, τις ποικίλες συνθήκες της κάθε χρονικής στιγμής.
Ως γνωστόν, βάσει της σύμβασης του 1982 (στο άρθρο 121), τα νησιά έχουν καταρχήν δικαίωμα θαλάσσιων ζωνών, άρα δύνανται να έχουν αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Ενόψει όμως της συνθετότητας των μεταβλητών που προαναφέρθηκαν, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι ελληνικές θέσεις αναφορικά με την επήρεια των νησιών θα αναγνωριστούν στο σύνολό τους ή, έστω, σε σημαντικό βαθμό.
Στην κλασική περίπτωση ΗΠΑ – Καναδά του 1984 (Gulf of Maine Case), λιγότερο από δυο χρόνια μετά την υπογραφή του νέου δικαίου της θάλασσας στο Montego Bay το Δεκέμβρη του 1982, η δικαστική προσέγγιση αφενός επέμεινε ότι η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών μεταξύ κρατών με απέναντι ή παρακείμενες ακτές δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μονομερώς, αφετέρου κατέληξε σε εφαρμογή κριτηρίων «ευθυδικίας» συνοδευόμενων από σκέψεις και παραινέσεις για τις δυνατότητες «συνεκμετάλλευσης».
Η υπόθεση Ρουμανίας – Ουκρανίας του 2009 με τον αποκλεισμό επήρειας του ουκρανικού νησιού Φιδονήσι στη διαμόρφωση θαλάσσιων ζωνών πέρα από το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του (12 ν.μ.), μια απόφαση που σαφώς ευνόησε συνολικά την Ρουμανία, και η περισσότερο σύνθετη υπόθεση Νικαράγουας – Κολομβίας του 2012, με τη βαρύτητα που δόθηκε τελικώς στις εκτενείς ηπειρωτικές ακτές της Νικαράγουας, ελπίζω ότι μελετώνται προσεκτικά από τους υποστηρικτές της προσφυγής στη Χάγη. Ελπίζω περαιτέρω ότι τα συμπεράσματα εκτίθενται ευθέως και ανοικτά στη δημοσιότητα. Βεβαίως, οι ειδήμονες μπορούν πάντοτε να μας παραπέμψουν και σε άλλες, περισσότερο εποικοδομητικές περιπτώσεις. Απολύτως αποδεκτό.
Παραμένει, όμως, σε κάθε περίπτωση ανοικτό το ζήτημα της πιθανότητας μη συμμόρφωσης της πλευράς που δηλώνει αδικημένη από την απόφαση, ιδιαιτέρως αν η εν λόγω πλευρά διαθέτει ισχύ. Όταν π.χ. το 2016 το PCA δικαίωσε τις Φιλιππίνες έναντι της Κίνας αναφορικά με τη διεκδίκηση πόρων σε εκτενείς αμφισβητούμενες περιοχές στη Νότια Σινική Θάλασσα, το Πεκίνο απέρριψε κατηγορηματικά την πιθανότητα συμμόρφωσης με αυτή την απόφαση και προχώρησε σταδιακά σε σειρά μέτρων για την παγίωση των κινεζικών διεκδικήσεων στην περιοχή. Σημειωτέον ότι τόσο η Κίνα όσο και οι Φιλιππίνες (σε αντίθεση π.χ. με τις ΗΠΑ και την Τουρκία) έχουν προσχωρήσει στην UNCLOS III.
Αυτά δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι μια προσέγγιση μέσω κάποιας μορφής διαιτησίας αποκλείεται να οδηγήσει σε έκβαση που (α) μας ικανοποιεί σε σημαντικό βαθμό, (β) γίνεται αποδεκτή από την άλλη πλευρά και (γ) θα εφαρμοστεί πραγματικά. Σημαίνουν, όμως, ότι οι πιθανότητες είναι στην καλύτερη περίπτωση μοιρασμένες, ότι η προσπάθεια να πειστεί οπωσδήποτε και η άλλη πλευρά για το συνυποσχετικό (η τουρκική πλευρά δεν αναφέρεται τόσο στο νέο δίκαιο της θάλασσας όσο γενικώς στο διεθνές δίκαιο, εθιμικό, πρακτικές, νομολογία κλπ.) θα οδηγήσει πιθανότατα σε πρώϊμες υποχωρήσεις (εφόσον θα εμπλακούν εξαρχής θέματα όπως το καθεστώς των νησίδων) και ότι μια αποτυχία σε κάποιο από τα βήματα θα μας κοστίσει περισσότερο σε σχέση με την εναλλακτική που είναι η επιμονή στην μακροχρόνια διαπραγμάτευση ουσίας, υπό τις προϋποθέσεις βέβαια που προαναφέρθηκαν. Με δυο λόγια: η εστίαση στην προσπάθεια να πειστεί η Τουρκία να προσέλθει στη Χάγη θα αποβεί αντιπαραγωγική και ενδεχομένως επιζήμια.
Οι ελληνικές απόψεις, παρότι σε επιμέρους σημεία χρήζουν προσεκτικής επανεξέτασης (κυρίως αναφορικά με την μερικώς εθιμικά καθιερωμένη αλλά σαφώς προβληματική διάσταση χωρικών υδάτων – εναέριου χώρου, 6 ν.μ. – 10 ν.μ.), αντιπροσωπεύουν συνολικά την κομβικής σημασίας παρακαταθήκη για την ενότητα του ελλαδικού χώρου, ηπειρωτικού και νησιωτικού, ως συρρικνωμένου αλλά πολύτιμου και βιώσιμου πυλώνα του ελληνισμού σήμερα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ποια είναι τα όρια μιας πιθανής επανεξέτασης; Και πόσο θα βοηθήσει, τελικώς, η διεύρυνσή τους; Ας αναλογιστούμε πιθανά σενάρια. Τι θα συμβεί αν η όποια ελληνική «υποχώρηση» οδηγήσει σε συνυποσχετικό και εκδίκαση όμως η άλλη πλευρά τελικώς δεν συμμορφωθεί με την όποια απόφαση;
Απόψεις που επιμένουν ότι, στην περίπτωση αυτή, η Τουρκία θα «εκτεθεί» περαιτέρω, δεν θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Και τι θα συμβεί αν π.χ. η Χάγη δικαιώσει, εν μέρει, την τουρκική πλευρά; Αν η Ελλάδα τότε δεν συμμορφωθεί, θα απωλέσει – και μάλιστα λόγω δικής της στρατηγικής αστοχίας, δηλαδή της αδικαιολόγητης εμμονής με την προσφυγή στη διαιτησία – το επιχείρημα ότι είναι η πλευρά που, εκτός από θεσμική ωριμότητα, χαρακτηρίζεται και από την προσκόλληση στους διεθνείς θεσμούς.
Γενικότερα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι εάν η Αθήνα αποφασίσει να επενδύσει σε μια προσφυγή στη Χάγη, τα επιμέρους βήματα και οι χρόνοι τους σε συνάρτηση με το μεταβαλλόμενο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους.
Εν κατακλείδι
Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία διαμορφώθηκε μια εξελικτική φάση όπου – αναφορικά με το θέμα που εξετάζουμε – συναντήθηκαν χρονικά και άρχισαν να αλληλοεπηρεάζονται δυο κρίσιμες τάσεις. Αφενός η περαιτέρω εξέλιξη της αναθεωρητικής στρατηγικής της Τουρκίας, μεταξύ άλλων και με το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας που μας αφορά άμεσα. Αφετέρου λόγω της οξύτατης Ρώσο-ουκρανικής κρίσης τίθενται για την Άγκυρα κρίσιμα διλήμματα για τον ρόλο της μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Η Άγκυρα είχε αναπτύξει με την Μόσχα μια σχέση την οποία είχα προ ετών ονομάσει σχέση «ανταγωνιστικής συμπληρωματικότητας». Η εισβολή στην Ουκρανία, η ρωσική αποτυχία για μια εύκολη επικράτηση και η παγίωση συνθηκών ενός πολέμου διαρκείας φέρνει αυτή τη σχέση στα όριά της, όμως παράλληλα ο Ερντογάν προσπαθεί συστηματικά να αποκτήσει πιο σταθερές βάσεις ως παρατηρητής και ως πιθανό μέλος και στους BRICS και στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης.
Η συνεχιζόμενη πολεμική φάση της Ρωσο-Ουκρανικής σύγκρουσης αναβαθμίζει την Τουρκία ενώ η κατάρρευση προ ημερών της συμφωνίας για το σιτάρι δυναμιτίζει την ειρήνη στην Μαύρη Θάλασσα και αναδεικνύει εκ νέου τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες της Άγκυρας. Πολλοί θεωρούν ότι η Τουρκία έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση λόγω των οικονομικών και εξοπλιστικών αναγκών της. Όμως οι αραβικές χώρες φρόντισαν να καλύψουν, σε μεγάλο βαθμό, τις άμεσες ανάγκες απομακρύνοντας την πιθανότητα του ΔΝΤ.
Η συγκυριακή ανάγκη – εξοπλιστική και οικονομική – και όχι κάποια στρατηγική στροφή οδηγούν, μετά και τους σεισμούς, τον μετεκλογικό Ερντογάν σε έναν περισσότερο διαλλακτικό ρόλο απέναντι στη Δύση. Άλλωστε, συνολικά, η σύνοδος κορυφής στο Βίλνιους σήμανε συμβιβασμό για πολλούς και σε πολλά επίπεδα. Βεβαίως, κάθε ειρηνική περίοδος είναι θετική, ακόμη και αν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι ενδέχεται να είναι παροδική, ακόμη και αν προϋποθέτει αυτοσυγκράτηση αναφορικά με στόχους που η άλλη πλευρά εξακολουθεί να προωθεί.
Η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση είναι αναγκαία αλλά σαφώς όχι επαρκή στοιχεία για την αντιμετώπιση της δομικής πρόκλησης που συνιστά ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Χρειάζεται συνεχής ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, διαμόρφωση ενός ήρεμου αλλά πλήρως ενήμερου και αποφασιστικού εσωτερικού μετώπου και συνεχής προσπάθεια ενημέρωσης και άσκησης επιρροής σε φιλικές χώρες όχι μόνο σε κυβερνητικό αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών.
Εάν σε αυτή τη διαδικασία, μια μελλοντική Τουρκία μας εκπλήξει ευχάριστα, τόσο το καλύτερο. Όμως τόσο ο Ερντογάν όσο και οι όποιοι διάδοχοί του από το 2028 (ή όποτε προκύψουν), είναι απίθανο να ανατρέψουν με ριζικό τρόπο τη γενική στρατηγική κατεύθυνση. Με δυο λόγια, η Τουρκία σε γενικές γραμμές θα εξακολουθήσει να επιδιώκει το νέο της στρατηγικό όραμα: μια επεκτατική χερσαία και θαλάσσια δύναμη εντός μιας ευρύτερης, ουδετεροποιημένης περιμέτρου.
Κατά συνέπεια, σε αυτή την εν πολλοίς προσχηματική συγκυρία στροφής προς τη Δύση, η Τουρκία θα πρέπει οπωσδήποτε να πιεστεί ώστε να υποχωρήσει σε κάποια ζητήματα, καταρχήν ως δείγμα καλής θέλησης. Απαραίτητη θα ήταν η ανάκληση από την Εθνοσυνέλευση του casus belli (1995), της εξουσιοδότησης προς την κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα σε περίπτωση ελληνικής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης πέραν των 6 ν.μ.
Η εν λόγω εξουσιοδότηση παραβιάζει τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας, περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης, όπως παραβιάζει και τη σύμβαση του 1982 για το νέο δίκαιο της θάλασσας, μια σύμβαση που έχει καταστεί εθιμικό δίκαιο και αναγνωρίζει καταρχήν το δικαίωμα κάθε χώρας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα 12 ν.μ. Η άρση του casus belli θα ήταν μια χρήσιμη κίνηση με αποδέκτες και επιπτώσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές επίπεδο.
Δυστυχώς οι ενδείξεις είναι σαφείς: η διαπραγμάτευση την οποία θα ακολουθήσει η Τουρκία στα ελληνοτουρκικά θα είναι η γνώριμη, παρακινδυνευμένη διαδικασία που διέρχεται από φάσεις κρύου – ζέστης αλλά παραμένει έτοιμη να φτάσει στα άκρα προκειμένου να διατηρήσει και να προωθήσει έναν σκληρό πυρήνα διεκδικήσεων. Βασική ελληνική διέξοδος ήταν και παραμένει η πλήρης αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος και η ανάδειξη μιας πειστικής αποτροπής.
Για την Ελλάδα, η αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος σε συνδυασμό με τις συμμαχίες μας και την θεσμική ωριμότητα που προβάλλει η χώρα στη δύσκολη περιοχή της, αυτά αποτελούν τη βασική «εγγύηση» για αυξημένες πιθανότητες επίτευξης, μεσοπρόθεσμα, μιας βιώσιμης ειρήνης.
Συνεπώς, ούτε οι λεονταρισμοί ούτε τα φοβικά σύνδρομα εξυπηρετούν τη διαμόρφωση μιας υπεύθυνης ελληνικής στάσης. Υπεύθυνη είναι η στάση που αντιλαμβάνεται την ανάγκη μακροχρόνιας εξισορρόπησης, αντίστασης και διαπραγμάτευσης, αντιπαρέρχεται τον πειρασμό των επικοινωνιακών τεχνασμάτων στο εσωτερικό για να πεισθεί η κοινή γνώμη για τη δήθεν ανωτερότητα των διεθνών «δικαστικών» λύσεων και σφυρηλατεί μια κατά το δυνατόν συλλογική πεποίθηση για τις δυνατότητες αλλά και τα σαφή όρια των διαπραγματεύσεων στο δρόμο όχι προς τη Χάγη, αλλά προς μια βιώσιμη ειρήνη.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.