του Γιάννη Ταχόπουλου από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 24
Έως και 70-80 χρόνια πριν, η Αρχαιότητα εκλαμβανόταν ως ένα αυτονόητο θεμέλιο του σύγχρονου πολιτισμού. Ως δεδομένη. Οι τελευταίες δεκαετίες έδειξαν ότι η Αρχαία Ελλάδα δεν είναι και δεν ήταν δεδομένη. Καταρχάς, όταν μιλάμε για την Αρχαιότητα, τα όριά της είναι αρκετά ασαφή. Σύμφωνα με τις πιο κοινές κι επίσημες παραδοχές, οι πρώτες μετακινήσεις των Ελλήνων προς την σημερινή Ελλάδα είναι γύρω στο 2300, 2200 π.Χ. Δεν αποκλείεται το όριο αυτό να πάει πίσω. Ο οικισμός στην λίμνη της Καστοριάς χρονολογείται ανάμεσα στο 5600 π.Χ. και 4000 π.Χ., στο Σέσκλο στα 6800 π.Χ. Πρόσφατες μελέτες έχουν μεταθέσει κατά μια χιλιετία την λεγόμενη Κάθοδο των Δωριέων. Ορισμένοι Αρχαίοι όπως οι Αθηναίοι πίστευαν ότι είναι αυτόχθονες. Δεν είναι σκοπός μας να δούμε πόσο πίσω πάει η ελληνική παρουσία ή πού βρισκόταν η κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων. Το άλλο όριο της Αρχαιότητας είναι επίσης συμβατικό. Άλλοτε η ελληνιστική περίοδος αντιμετωπιζόταν ως παρακμή. Συμβατικά θα θέσουμε, μια που κάνουμε ξεχωριστά λόγο για το Βυζάντιο σε επόμενες συζητήσεις, το όριο στον 4ο αι. Άλλωστε, υπάρχει και η πρόσφατη περιοδολόγηση, αρκετά δημοφιλής τις τελευταίες δεκαετίες, που κάνει λόγο για την Ύστερη Αρχαιότητα, η οποία φτάνει έως και τον 7ο αι.
Η Αρχαιότητα αυτή, που στο βασικό πυρήνα της αφορά τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 3ο αι. μ.Χ. καλύπτει πάνω από 1.000 έτη. Ένα από τα αναπόφευκτα χαρακτηριστικά της είναι η εξαιρετική ποικιλομορφία. Θα βρείτε δημοκρατίες και ολιγαρχίες και βασιλείες και τυραννίες. Θα βρείτε φιλοσόφους που λένε για κάθε ζήτημα εντελώς αντίθετα πράγματα. Η μία όψη, η εσωτερική λοιπόν είναι η ποικιλομορφία. Από την πλευρά των μη Ελλήνων, οι Έλληνες αντιμετωπίζονταν λίγο-πολύ ως ένα διακριτό πράγμα. Οι Πέρσες, για παράδειγμα, θεωρούσαν τους Μακεδόνες Έλληνες παρ’ όλο που αρχικά αντιμετώπισαν τους Ίωνες και τους Αθηναίους. Οι ιδιαιτερότητες καθενός πολιτισμού εντοπίζονται σε πολλές εκδηλώσεις του. Ξέρουμε ότι οι Ρωμαίοι δεν ήταν ούτε καλοί μαθηματικοί ούτε γιατροί, ενώ οι Έλληνες ήταν μαθηματικοί και γιατροί. Οι Έλληνες δεν είπαν ότι η γνώση είναι δύναμη όπως οι Ρωμαίοι, αλλά ότι κάθε άνθρωπος εκ φύσεως ορέγεται να μάθει. Η ελληνική ανάγκη για διερώτηση, για προβληματισμό και για μια κάποια λογική εξήγηση, η αγάπη για την ελευθερία, είναι κάποιες άλλες αυτές τις ιδιαιτερότητες. Συνεπώς, υπάρχει μια ενότητα της οποίας η άλλη όψη είναι η ποικιλομορφία.
Η Δημοκρατία
Ας εξετάσουμε καταρχάς την δημοκρατία. Εάν για εμάς η δημοκρατία συνίσταται βασικά στις εκλογές και την εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων, για τους Αθηναίους συνίστατο στην ισοκατανομή της εξουσίας και την εναλλαγή των πολιτών σε αυτήν. Αυτό γινόταν με την κλήρωση στα αξιώματα, πέρα από τις ψηφοφορίες. Η άποψη αυτή των πολιτών μετρούσε γιατί θεωρούσαν ότι δεν υπάρχει πολιτική τέχνη. Στα μη πολιτικά ζητήματα, ο λαός ακούει την άποψη των ειδικών, και μετά αποφασίζει. Στα πολιτικά θέματα όμως δεν εθεωρείτο ότι υπάρχει πολιτική τέχνη των ειδικών, ώστε να μιλήσουν ή να εισακουστούν μόνο αυτοί. Αυτή είναι και η βάση της δημοκρατίας, που βέβαια προϋποθέτει κι ένα συγκεκριμένων είδος πολίτη. Η ισηγορία, το ανακλητό των αξιωμάτων, είναι κάποια άλλα χαρακτηριστικά της αρχαίας δημοκρατίας.
Δημοκρατικές συνελεύσεις με τον α ή το β τρόπο βέβαια μπορεί να είχαν και άλλοι λαοί ανά την υφήλιο. Όμως οι άλλοι λαοί δεν είχαν ούτε το βαθμό αυτό δημοκρατικότητας και, κυρίως, δεν είχαν την εννοιοποίηση των πρακτικών του δημόσιου βίου, την οποία δημιούργησαν οι Έλληνες. Δηλαδή, γύρω από τις δημοκρατικές διαδικασίες αναπτύσσεται μια θεωρητική επεξεργασία, μια εκλογίκευση, που δεν παρατηρείται αλλού. Ο νόμος είναι γραπτός και όχι άγραφος, εκτίθεται δημόσια, έχει δικαίωμα κάποιος να διερωτηθεί για αυτόν, υπάρχει νομοθετική δραστηριότητα για την αλλαγή του, κοκ.
Φυσικά, η άποψη ότι η μη δημοκρατική θεωρία και πρακτική είναι αποτέλεσμα της ήττας των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο και γενικά μιας παρακμής της Ελλάδας, είναι αστήρικτη. Οι Σπαρτιάτες και οι Κρήτες, για να μην αναφέρουμε τα βόρεια ελληνικά βασίλεια, δεν είχαν ποτέ δημοκρατία. Οι νόμοι τους σύμφωνα με τις ελληνικές παραδόσεις εγκρίθηκαν από ελληνικά μαντεία ή τους θεούς, ενώ το αίτημα για την διατήρησή τους στο διηνεκές υπήρχε και στην Αθήνα, με τον Σόλωνα. Ο Πλάτων θεωρητικοποίησε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό αυτή την εμπειρία, ειδικά της Σπάρτης-Κρήτης, δεν την δημιούργησε εκ του μηδενός εξαιτίας της αθηναϊκής ήττας. Η ποικιλομορφία του ελληνικού πολιτισμού κάνει μάταιες τις προσπάθειες να λέμε ότι οι Αρχαίοι ήταν δημοκράτες ή αντιδημοκράτες. Ωστόσο, μόνο στην Ελλάδα δημιουργήθηκε η δημοκρατία, κι αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την κοινοτοπία ότι δεν ήταν δημοκρατικοί όλοι οι Έλληνες.
Εδώ να κάνουμε μια παρένθεση σχετικά με το πώς έβλεπαν οι Έλληνες τους «Άλλους». Στην οπτική τους δεν επικρατεί κανένας θεωρητικός ή εγγενής ρατσισμός αλλά ούτε και κάποια εγγενής και θεωρητική έλλειψη προκαταλήψεων. Πριν από την ήττα των Περσών και έως κάποιες δεκαετίες μετά, οι Έλληνες έβλεπαν την Ανατολή ως το κέντρο του πολιτισμού, της σοφίας κ.λπ., επισκέπτονταν την Αίγυπτο, κι ένοιωθαν απέραντο σεβασμό στην αρχαιότητα της παράδοσής της. Το «βάρβαρος» σήμαινε μόνο τον αλλόγλωσσο. Όταν οι συσχετισμοί ισχύος μεταβάλλονται, με την απελευθέρωση της Ιωνίας, με τον Κίμωνα, τους Μυρίους, τον Αλέξανδρο, όταν οι επιστήμες και οι τέχνες στην Ελλάδα ακμάζουν, το βάρβαρος γίνεται αντιληπτό και υποτιμητικά. Ήδη μετά τους Περσικούς Πολέμους ο κατά τα άλλα αμερόληπτος Ηρόδοτος γράφει ότι: «η Ελληνική φυλή ξεχώριζε ανέκαθεν απ’ τους βαρβάρους, γιατί και εξυπνότερη ήταν και δε διακρινόταν για ανόητη ελαφρομυαλιά». Είναι η υλικότητα, η πραγματικότητα των συγκεκριμένων σχέσεων με συγκεκριμένους ξένους λαούς, κι όχι κάποια προϋπάρχουσα θεωρητικολογία, αυτό που κάνει τους Έλληνες να βλέπουν έτσι ή αλλιώς τους ξένους. Μάταια θα ψάξει κανείς για ρατσιστές και αντιρατσιστές στην Ελλάδα όπως αυτοί υπάρχουν στη σύγχρονη εποχή. Το αρχαιοελληνικό δίκαιο του αίματος (να κατάγεσαι από Αθηναίους γονείς προκειμένου να γίνεις πολίτης της Αθήνας) δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ονομάστηκε τον 19ο και τον 20ό αιώνα «φυλή» και μετριόταν με χάρακες και τεστ DNA. Βέβαια, και άλλοι αρχαίοι λαοί είχαν αυτοϋποβληθεί σε αυστηρή κριτική και σε εναντίωση στην εθνοτική προκατάληψή τους. Η απαθής και ορθολογική παρατήρηση ωστόσο, και η ιστορική καταγραφή, η Ιστορία, είναι ένα από τα δημιουργήματα μόνο των Ελλήνων.
Η Δουλεία
Εν συντομία, λόγος για τη δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα: Η μόνη και τελείως άτυπη εκλογίκευση της δουλείας προέρχεται από την έμμεση αναγνώριση του δικαίου του πολέμου και της ισχύος ως υπέρτατου –ας πούμε συμπαντικού– νόμου, κι όχι από κάποια ουσιοκρατική άποψη περί εγγενούς δουλικότητας ή κατωτερότητας κάποιου προσώπου ή λαού, ο οποίος χρειάζεται προστάτες έως ότου ωριμάσει πολιτισμικά. Αυτή η εκλογίκευση της ισχύος γεννά, φυσικά, προβλήματα, αλλά πρέπει να ξέρουμε πού βάσιζαν τη δουλεία οι Έλληνες και πού όχι. Η Αθήνα του 5ου αι. και τα επιτεύγματά της δεν βασιζόταν στους δούλους και την εκμετάλλευσή τους, αλλά σε αγρότες, ναύτες, βιοτέχνες, που μπορεί να είχαν λίγους δούλους καθένας. Η δουλεία δεν είχε επικρατήσει μαζικά όπως στους ελληνιστικούς χρόνους και τη ρωμαϊκή εποχή.
Η Επιστήμη
Η επιστήμη στους πανάρχαιους λαούς της Ανατολής παρέμεινε πράξη χωρίς πολλή θεωρία. Στην φαραωνική αιγυπτιακή γλώσσα δεν υπάρχει λέξη για την επιστήμη. Αυτό που λέγεται, ως τμήμα του λεγόμενου αφροκεντρισμού, ότι οι Έλληνες πήραν τις επιστήμες από τους Βαβυλώνιους και τους Αιγύπτιους είναι αβάσιμο, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του. Επιστήμη δεν είναι να διαπιστώσεις εμπειρικά ότι ισχύει αυτό που κατόπιν ονομάστηκε πυθαγόρειο θεώρημα. Είναι να αποδείξεις αυστηρώς θεωρητικά το πυθαγόρειο θεώρημα, είναι γενικά να χρησιμοποιήσεις τη λογική και την απόδειξη. Οι Έλληνες δεν περιόρισαν τη γνώση στα χέρια του ιερατείου όπως έκαναν οι Αιγύπτιοι και οι Βαβυλώνιοι ή οι Μάγοι καθιστώντας την απρόσιτη. Ο Πλάτων λέγεται ότι κάθισε αρκετά χρόνια στην Αίγυπτο παρακαλώντας να του διδάξουν οι ιερείς τις μυστικές γνώσεις τους, αλλά τον άφησαν μόνο με τα πιο απλά. Όσον αφορά τις επιδράσεις, πάλι ο Πλάτωνας συνόψισε την επιδίωξη των Ελλήνων της κλασσικής εποχής: «Ό,τι κι αν παραλάβουν οι Έλληνες από τους βαρβάρους, το κάνουν καλύτερο» (Επινομίς, 987d).