Αρχική » Η ρητορική του αντιβενιζελισμού: Αντιπαραθέτοντας την εθνική ανεξαρτησία στην εθνική ολοκλήρωση (μέρος Α΄)

Η ρητορική του αντιβενιζελισμού: Αντιπαραθέτοντας την εθνική ανεξαρτησία στην εθνική ολοκλήρωση (μέρος Α΄)

από Νικόλας Δημητριάδης

Αριστερά η μόνη γνωστή φωτογραφία από το Ανάθεμα του Βενιζέλου το 1916 και δεξιά σχετικό σκίτσο

Ἐρωτοῦν οἱ Σενεγάλοι διατὶ μεταφέρονται ἀγεληδὸν εἰς τὸ σφαγεῖον τῶν Δαρδανελίων; Ἄλλο τόσον –λέγουν Ἕλληνες δημοσιογράφοι– ἐπιτρέπεται καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα νὰ ἐρωτήσῃ.

Ἀκρόπολις, 9 Μαρτίου 1915

του Νικόλα Δημητριάδη, ιστορικού, από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 24

Η αποστροφή αυτή της εφημερίδας Ακρόπολις συμπυκνώνει το πνεύμα της αντιβενιζελικής επιχειρηματολογίας κατά τα ταραγμένα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού. Αν οι σχέσεις του Κωνσταντίνου και του Επιτελείου του με τη Γερμανία επαρκούν για να ερμηνεύσουμε την πολιτική τους, δεν αρκούν για να ερμηνεύσουμε τη δημοφιλία τους στην ελληνική κοινωνία, που έδωσε στην πολιτική τους ένα ισχυρό λαϊκό έρεισμα. Η μελέτη του αντιβενιζελικού Τύπου της περιόδου εκείνης μας δίνει μία εικόνα της επικοινωνιακής πολιτικής του θρόνου και των κυβερνήσεών του.

Μέχρι τη διαφωνία Βενιζέλου-Κωνσταντίνου, το 1915, οι περισσότερες αντιβενιζελικές εφημερίδες μοιράζονταν τον ίδιο ενθουσιασμό για τη Μεγάλη Ιδέα με τις βενιζελικές. Δεν είχαν αποκτήσει ακόμη σαφή προσανατολισμό. Ανάμεσα στις απαιτήσεις της κοινής γνώμης και την πολιτική σκοπιμότητα, εμφανίζονται συχνά παλινδρομήσεις. Όταν φαινόταν ότι ο Κωνσταντίνος θα συμφωνήσει με τον Βενιζέλο και η χώρα θα συνδράμει την Αντάντ, ο αντιβενιζελικός τύπος είχε θετικά, ενίοτε και ενθουσιώδη, άρθρα, εκφράζοντας πίστη στην εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, αντίστοιχη αυτής που εξέφραζαν οι βενιζελικοί.

Μόνο με την παραίτηση Βενιζέλου και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γούναρη,  τον Μάρτιο του 1915 αρχίζει να διαμορφώνεται μια συνειδητή και συνεπής στάση, είτε προσεκτικά ουδετερόφιλη είτε ανοικτά φιλογερμανική. Άλλωστε την ίδια περίοδο κορυφώνεται και η εκστρατεία της Γερμανικής πρεσβείας και του περιβόητου βαρώνου φον Σενκ για την εξαγορά των μέχρι τότε βενιζελικών εφημερίδων, ανάμεσά τους η «σοβαρή» Νέα Ελλάς, το Εμπρός, η Εσπερινή  κ.λπ. Ο Βρετανός ανταποκριτής Crawfurd Price, αναφέρει ότι, όταν άρχισε ο πόλεμος, από τις 14 αθηναϊκές εφημερίδες, οι 12 υποστήριζαν τον Βενιζέλο και τις Δυνάμεις της Αντάντ, ενώ μόνο δύο ήταν φιλικά προσκείμενες προς τη Γερμανία. στα τέλη του 1915 όμως η κατάσταση είχε αντιστραφεί και, από τις 14 αθηναϊκές εφημερίδες, οι 10 στήριζαν τη Γερμανία![1]

Μετά  την αποχώρηση του Βενιζέλου, ο αντιβενιζελικός χώρος συσπειρώνεται γύρω από τον Κωνσταντίνο και υιοθετεί την επιχειρηματολογία αυτού, του Γούναρη και του Επιτελείου. Πληθαίνουν τα άρθρα που παρουσιάζουν τη στρατιωτική ισχύ της Γερμανίας, τη δυσπιστία απέναντι στην Αντάντ και τον ύποπτο ρόλο των «πολεμοχαρών» ενώ, αντίθετα, μειώνονται οι αναφορές στις διώξεις των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, που είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1914.

Τα επικοινωνιακά μέσα που χρησιμοποίησε η «μικρά πλην τίμια Ελλάς» για να κάμψει την πολιτική του Βενιζέλου ως προς τη δυνατότητα εκπλήρωσης της Μεγάλης Ιδέας υπήρξαν κυρίως δύο: Η διαρκής καταστροφολογία για τους κινδύνους που απειλούσαν τη χώρα, αν επέλεγε να συμμετάσχει στον πόλεμο, καθώς και η υπερφίαλη πλειοδοσία στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της χώρας έναντι των ξενικών πιέσεων και παρεμβάσεων.

Πράγματι, από την έναρξη του πολέμου μέχρι το τέλος του, από τα Δαρδανέλια μέχρι την ήττα της Σερβίας ή της Ρουμανίας, οι αντιβενιζελικές εφημερίδες περιέγραφαν με τα μελανότερα χρώματα τις αποτυχίες των Συμμάχων, με τη μόνιμη επωδό «τι θα παθαίναμε, αν είχαμε μπει στον πόλεμο». Εκεί που ο βενιζελικός τύπος έβλεπε χαμένες ευκαιρίες, ο αντιβενιζελικός τύπος έβλεπε μόνον συμφορές και καταστροφές που είχαν αποφευχθεί. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση, βέβαια, αυτή των Δαρδανελίων. Η εφημερίδα Ἀθῆναι, του Γ. Πωπ, με την οποία συνεργαζόταν και ο Ι. Μεταξάς, περιέγραφε τις συνέπειες που θα είχε τυχόν συμμετοχή της Ελλάδας στην επιχείρηση των Δαρδανελλίων:

Δέκα ἡμέρας ἀργότερον δὲν θὰ ὑπῆρχεν οὔτε ἓν ἑλληνικὸν σκάφος. […] Ἑλληνικός στόλος δὲν θὰ ὑπῆρχεν πλέον. Ἡ Ἑλληνικὴ Μεραρχία δὲν θὰ ὑφίστατο πλέον. Καὶ τότε θὰ ἐλέγομεν ὅτι πάντα ταῦτα ἐπέχουσι τύπον προσημειώσεως ἐπὶ τῶν ἀνταλλαγμάτων τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς ἐδίδοντο ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ. Πρὸς παρηγορίαν δὲ τότε ὁ κ. Ἐ. Βενιζέλος καὶ τὰ ὄργανά του θὰ διεμήνυον, ὅτι μᾶς κατεκυρώθησαν καὶ νέα ἀνταλλάγματα φθάνοντα μέχρι τοῦ Περσικοῦ κόλπου. Αὐτὴν λοιπόν τὴν ἀφετηρίαν ἔχουσιν οἱ θρῆνοι τῶν φρικιαζόντων πατριωτῶν τῆς βενιζελικῆς φατρίας ἐπὶ τῇ ἀπορρίψει τῶν εἰσηγήσεων τοῦ κ. Ἐ. Βενιζέλου[2].

Και συνέχιζε, στο κύριο άρθρο της επομένης:

Ἡ Ἑλλὰς θὰ ἦτο πλέον ἀνωφελὴς καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς συμμάχους, θεωρουμένη ἀνάξιον προσοχῆς ἄθροισμα πενθούντων ἀνθρώπων. Συγχρόνως οἱ Βούλγαροι, εἴτε μετέχοντες τοῦ ἔργου τῆς Τριπλῆς, εἴτε ἁπλῶς ἐπιδιώκοντες ὅσα ὁ κ. Ἐ. Βενιζέλος δὲν ἔκρινε καὶ σπουδαῖα νὰ παραχωρήσῃ, θὰ ἐπετίθεντο κατὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ κηρύσσοντες τὸν πόλεμον θὰ διεξεδίκουν τὴν Μακεδονίαν ὁλόκληρον, ἡμεῖς δὲ θὰ ἐθυσιάζομεν τὸ ἄνθος τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, ὄχι πλέον δι’ ἀγῶνα νέας τινός ἐπικρατήσεως, ἀλλὰ δι’ ἄμυναν κτηθέντων μετὰ δύο μυριονέκρους πολέμους[3].

Η Νέα Ἡμέρα, που εξέφραζε τις απόψεις του Επιτελείου και του Γ. Στρέιτ, έφτασε να διαβεβαιώσει ότι, ακόμη και αν η Αντάντ με την Ελλάδα κέρδιζαν τη Βουλγαρία, οι Άγγλοι θα μας υποχρέωναν πάλι σε παραχώρηση της Μακεδονίας σε αυτήν:

Καὶ ἐὰν ἑπομένως ἡ Ἀγγλία θελήσῃ διὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Σερβίας νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ τῆς Βουλγαρίας, καὶ ἐὰν ἀκόμη Ἑλλάς-Σερβία-Ἀντάντ ἠθέλομεν κατατροπώσῃ τὴν Βουλγαρίαν, οὐδὲν θὰ ἐλαμβάνομεν ἐδαφικὸν κέρδος, ἐὰν δὲ ἡ ἀνάγκη ἤθελε τὸ ἀπαιτήσῃ, θὰ διετασσόμεθα ὑπὸ τῆς Ἀγγλίας καὶ νὰ δώσωμεν χώρας –τὴν ἑλληνικὴν Μακεδονίαν– διότι ἐὰν ἐφήμερον συμφέρον τῆς Ἀγγλίας εἶνε νὰ τιμωρήσῃ τὴν Βουλγαρίαν, πάγιον ὅμως αὐτῆς συμφέρον εἶνε νὰ τὴν ἔχῃ μεγάλην καὶ ἰσχυρὰν καὶ φίλην εἰς τὴν Βαλκανικὴν χερσόνησον, ὅπως ἡ βουλγαρικὴ δύναμις, ἡ κατὰ ξηράν, συμβαδίζῃ καὶ συνεργάζεται πρὸς τὴν ἀγγλικὴν δύναμιν, τὴν κατά θάλασσαν, ἐν τῇ ἀνατολικῇ λεκάνῃ τῆς Μεσογείου[4].

Μάταια η βενιζελική Πατρίς (9 Ιουνίου 1915), υπενθύμιζε ότι «Τα Δαρδανέλια δεν ρυθμίζουν πολιτική» και ότι «το ζήτημα των Δαρδανελίων συνδέεται προς το ζήτημα της Κωνσταντινουπόλεως, εις την οποία και άλλοι φέρουν οδοί».

Η συμμαχική ήττα στα Δαρδανέλια επανερχόταν διαρκώς στην αντιβενιζελική ρητορεία, από την οποία, παράλληλα, άρχισε σταδιακά να εξαφανίζεται η Τουρκία και οι εκεί συνεχιζόμενες διώξεις εναντίον των ελληνικών πληθυσμών:

Τί εἶνε ἐκεῖνοι οἴτινες ἐχειροκρότουν καὶ ἐπεδοκίμαζον ὅταν ἔβλεπον συρομένην τὴν Ἑλλάδα ἄνευ ὅρου τινός καὶ μόνον μὲ ἀστείας ὑποσχέσεις εἰς τὴν σφαγὴν τῶν Δαρδανελλίων; […] Τί εἶνε ἐκεῖνοι οἴτινες ζητοῦν ἀπὸ πᾶσαν πρᾶξιν τῶν Τούρκων νὰ δημιουργήσουν ἀφορμὰς ἐξεγέρσεως τῆς κοινῆς γνώμης, ἤτις δύναται νὰ μᾶς ὠθήσῃ εἰς τὸν πόλεμον;[5]

Τη ρητορική της καταστροφολογίας συνόδευε η πολιτική της «ουδετερότητας» και των παρελκυστικών διαπραγματεύσεων. Και την πολιτική αυτή συνόδευε η σταδιακή διολίσθηση της χώρας σε κράτος μειωμένης κυριαρχίας, δέκτη παντός είδους παρεμβάσεων. Οι Δυνάμεις της Αντάντ θα καταλάβουν μία σειρά από στρατηγικές τοποθεσίες, ενώ η Αθήνα θα μετατραπεί σε πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στον ντε Ροκφέιγ και τον φον Σενκ, τους δύο επικεφαλής της εν Ελλάδι γαλλικής και γερμανικής κατασκοπείας. Εν τέλει, η πολιτική των αντιβενιζελικών έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ευαγγελιζόταν.

Η συμμαχική απόβαση στη Θεσσαλονίκη επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ο Κωνσταντίνος έβλεπε θετικά το ενδεχόμενο μιας νικηφόρας επίθεσης των Γερμανών εναντίον των συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, ώστε να απαλλαγεί από την παρουσία τους και τις έντονες πιέσεις που ασκούσαν στην κυβέρνηση και τον ίδιο προσωπικά. Μία τέτοια εξέλιξη, βέβαια, παρουσίαζε το ενδεχόμενο επέμβασης των Βουλγάρων στη Μακεδονία, γεγονός που προσπαθούσε να αποτρέψει, διαπραγματευόμενος με τη Γερμανία[6]. Τελικώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν με τον χειρότερο τρόπο: διαψεύστηκαν οι ελπίδες του και πραγματοποιήθηκαν οι φόβοι του.

Το Ρούπελ και η αναπόδραστη κατάληξη της πολιτικής της ουδετερότητας

Τον Μάιο του 1916, οι Γερμανοί αποφάσισαν να προωθήσουν τις δυνάμεις τους στη Μακεδονία για να βελτιωθεί η αμυντική τους θέση. Στις 26 του μήνα, δύναμη 26.000 ανδρών του βουλγαρικού στρατού, με μία γερμανική διμοιρία επικεφαλής, εισήλθε στο ελληνικό έδαφος, καταλαμβάνοντας το οχυρό του Ρούπελ. Οι Γερμανοί υπέδειξαν ως υπεύθυνο το «κράτος εν κράτει» των Συμμάχων στη Θεσσαλονίκη, απαιτώντας, στα πλαίσια της ελληνικής ουδετερότητας, ανάλογη μεταχείριση (είχε προηγηθεί και η αυθαίρετη κατάληψη του οχυρού Δοβά Τεπέ στη Δοϊράνη από τα στρατεύματα του Σαράιγ). Η κυβέρνηση του Σκουλούδη και ο Κωνσταντίνος ήταν γνώστες της πρόθεσης των Γερμανών και είχαν ήδη συμφωνήσει στην παράδοση του οχυρού. Η κατάληψη του Ρούπελ αποτέλεσε έναν σταθμό με καταλυτικές συνέπειες για τον Εθνικό Διχασμό. Η παράδοση ελληνικού εδάφους στον βουλγαρικό στρατό προκάλεσε μεγάλη αγανάκτηση και αναβρασμό, ιδιαίτερα στις τάξεις του στρατού. Πολλοί βασιλόφρονες Αξιωματικοί μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη για να μετάσχουν στην Εθνική Άμυνα.

Για τους βενιζελικούς τα τετελεσμένα του Μαΐου απεδείκνυαν πέραν πάσης αμφιβολίας τον μειοδοτικό ρόλο των βασιλικών κυβερνήσεων του τελευταίου έτους. Όλη η αναβλητικότητα και οι διακηρύξεις περί προσωρινότητας της ουδετερότητας δεν μπορούσαν πια να κρύψουν την πραγματικότητα. Οι αντιβενιζελικοί είχαν παραδώσει ελληνικό έδαφος στον προαιώνιο εχθρό. Είχαν αρνηθεί πεισματικά την είσοδο στον πόλεμο με πρόσχημα τον κίνδυνο απώλειας ή παράδοσης της Καβάλας στους Βούλγαρους και τώρα κάνανε αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορούσαν τον Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις του με την Αντάντ. Η κατάληψη του Ρούπελ σήμαινε την αρχή της απώλειας της Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι θα επιδιώξουν τον εκβουλγαρισμό της περιοχής ώστε, ακόμη και αν κερδίσει τον πόλεμο η Αντάντ, να μην μπορεί να αποδοθεί πίσω στην Ελλάδα. «Τότε θὰ εἶναι πιὰ ἀργά», γράφει η Νέα Ἑλλάς: «Πρὸς τί καὶ ἄν ἔχουν κρεμασθῇ οἱ ὑπαίτιοι;»[7].

Για τους βενιζελικούς, ήταν πλέον προφανές ότι η πολιτική της ουδετερότητας είχε χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας και τίποτε δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη συνέχισή της. Η Βουλγαρία ήταν πλέον στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, η Ρουμανία επρόκειτο να μπει στην Αντάντ, ο πόλεμος είχε φτάσει στα ελληνικά σύνορα, ενώ οι στρατιωτικές εξελίξεις ήταν αρκετά ευνοϊκές (η Γερμανία έχασε τη μάχη του Βερντέν, η Τουρκία ηττήθηκε στον Καύκασο και οι Σύμμαχοι εδραιώθηκαν οριστικά στη Μέση Ανατολή). Κάθε περαιτέρω καθυστέρηση της εισόδου της χώρας στον πόλεμο δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο καταστροφική.

Και όμως, ο αντιβενιζελικός τύπος αντιμετώπισε το θέμα με ψυχραιμία, ψυχρότητα και επίκληση… του ρεαλισμού: Είδε στην κατάληψη του Ρούπελ το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της συμμαχικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Υποστήριζαν πως ήταν λογικό, μετά την κατάφωρη παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας, οι Γερμανοί να απαιτήσουν αντίστοιχα ανταλλάγματα. Το Ρούπελ εξασφάλιζε τα γερμανικά στρατεύματα από ενδεχόμενη συμμαχική επίθεση. Μετά τα τετελεσμένα της Θεσσαλονίκης, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Βέβαια, παρά τη δικαιολόγηση της γερμανοβουλγαρικής εισβολής, οι αντιβενιζελικοί αντιλαμβάνονταν τον αντίκτυπο που είχε η παρουσία Βουλγάρων στη Μακεδονία, γι’ αυτό και, προσπαθώντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, τόνιζαν το γεγονός πως το οχυρό είχε παραδοθεί στον γερμανικό στρατό και όχι τον βουλγάρικο, καθώς και τις διαβεβαιώσεις της Γερμανίας για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού.

Ακόμη παραπέρα, στον αντιβενιζελικό Τύπο διατυπώνονταν κατηγορίες για συμπαιγνία της Αντάντ, προκειμένου να παρασύρει τους Γερμανούς και να εκβιάσει την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Η θεωρία αυτή ισχυριζόταν πως οι Σύμμαχοι είχαν καταστρέψει τις γέφυρες του Σιδηροκάστρου, αφήνοντας, ουσιαστικά, την Ανατολική Μακεδονία αφύλακτη και, ενώ κατέλαβαν το οχυρό Δοβά Τεπέ, δεν έπραξαν το ίδιο με το Ρούπελ. Αυτό ισοδυναμούσε με «πρόσκληση» των Γερμανών. Η Νέα Ἡμέρα συνέκρινε τις Μεγάλες Δυνάμεις, υποδεικνύοντας πως η μεν Αντάντ θεωρεί λογικό να καταλαμβάνει ελληνικό έδαφος κατά το δοκούν, ενώ η Γερμανία προχώρησε στην κατάλυση της ουδετερότητας μόνον την τελευταία στιγμή, όταν δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική. Και συμπλήρωνε:

Ἀλλὰ τὸ ὀδυνηρὸν τοῦτο δι’ ἡμᾶς συμβὰν εἶνε ἀποτέλεσμα τῆς ἐγκαταστάσεως τοῦ ἀγγλογαλλικοῦ στρατοῦ εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος. Τό ποῖος δὲ ἔφερε τὸν στρατὸν τοῦτον εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ποῖοι συνήργησαν μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν ἄνετον ἐγκατάστασιν τῶν Ἀγγλογάλλων καὶ ἐξάπλωσίν των εἰς ὅλην τὴν χώραν, δικαιολογοῦντες μάλιστα καὶ τὰς πιέσεις καὶ τὰς αὐθαιρεσίας κατὰ τῆς πατρίδος μας, εἶνε πασίγνωστον εἰς ἅπαντα τὸν ἑλληνικὸν κόσμον. Ὅτι πάντα ταῦτα θὰ εἶχον μίαν ἡμέραν τὸν ἀντίκτυπόν των, ἦτο αὐτονόητον. […] Δέν εἶνε ἡ Βουλγαρία ἡ εἰσελθοῦσα εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος, ὅπως θ’ ἀποπειραθῇ νὰ παραστήση ἡ ἀχαλίνωτος δημοκοπία, ἀλλ ἡ Γερμανία. Εἰς τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν κατ’ ἀκολουθίαν ἐναπόκειται νὰ κανονίσῃ τὰς μετὰ τῆς Γερμανίας σχέσεις της, εἰς τρόπον ὥστε τὸ μέτρον τοῦτο ἀνάγκης τὸ ὑπ’ αὐτῆς ληφθέν νὰ εἶνε ὅλως προσωρινόν, νὰ μὴ γίνῃ πρόξενον οὐδενός κακοῦ εἰς τὴν Ἑλλάδα, οὔτε εἰς τοὺς πληθυσμούς, μολονότι δὲν κατελήφθησαν κατῳκημένα μέρη καὶ νὰ ἐπιζητήσῃ πᾶσαν τὴν ἐκ τῶν περιστάσεων τούτων δυνατήν διὰ τὴν Ἑλλάδα ὠφέλειαν[8].

Όπως διαβεβαίωνε λίγους μήνες αργότερα η αντιβενιζελική Αστραπή, η διαγωγή των Γερμανοβουλγάρων στη Μακεδονία ήταν παραδειγματική, σε αντίθεση με την αποικιακή συμπεριφορά των Γάλλων:

Ἐν ἑνὶ λόγῳ ὑπό τὴν Γαλλικὴν παγκυριαρχίαν τοῦ Σαράϊγ, ὁλόκληρος ἡ Μακεδονία ἔπαυσεν, οὐ μόνον νὰ εἶνε χώρα ἑλληνική, ἀλλὰ καὶ νὰ θεωρῆται χώρα ἐλευθέρα, καταστᾶσα δούλη καὶ ὑποχρεωθεῖσα νὰ εἰλωτεύῃ εἰς αὐθέντας αὐτόχρημα μεσαιωνικούς. Ἀντιθέτως πρὸς τὴν τακτικὴν ταύτην οἱ Γερμανοβούλγαροι, καίτοι εἰσήλασαν ὡς πολεμισταὶ δρῶντες ἐναντίον ἐχθροῦ, ὀθενδήποτε διερχόμενοι παλινορθώνουν τὸ κράτος τῶν ἑλληνικῶν νόμων, ἐπαναφέρουν τὴν ἑλληνικὴν κυριαρχίαν, ἐπανακαθιστῶσι τὰς ἑλληνικὰς ἀρχάς, διευκολύνουν τὴν συντήρησιν τῶν κατοίκων καὶ τὰς παντοίας σχέσεις αὐτῶν καί ἀπονέμουν κατὰ πάντα τρόπον τὴν φυγαδευθεῖσαν ἰδέαν τῆς ἀπολύτου ἑλληνικότητος τῶν μακεδονικῶν μερῶν εἰς τὰ ὁποῖα προελαύνουν[9].

Χάρη στον Κωνσταντίνο, η τάχα περήφανη πολιτική των ίσων αποστάσεων έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων, είχε φτάσει να σημαίνει στην πράξη την τήρηση ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε συμμάχους και εχθρούς του ελληνισμού. Η παρουσία στρατιωτών των Ανταντικών Δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος εξομοιώνεται από τους αντιβενιζελικούς με την κατάληψη εδαφών από ένα γειτονικό εχθρικό κράτος, με σαφή πρόθεση αφελληνισμού και αφομοίωσής τους. Tην ώρα που έκλειναν τα μάτια στις θηριωδίες των Βουλγάρων στη Μακεδονία, οι αντιβενιζελικές εφημερίδες αποκαλούσαν «κομιτατζήδες» τα στελέχη της Εθνικής Άμυνας και ειρωνεύονταν τις προετοιμασίες του στρατού της Άμυνας για να συμμετάσχει στις μάχες εναντίον των Βουλγαρογερμανών.

Ήδη από την περασμένη χρονιά, όταν η Βουλγαρία μπήκε στον πόλεμο και επιτέθηκε στη Σερβία, πολλές αντιβενιζελικές εφημερίδες τοποθετήθηκαν ευνοϊκά απέναντί της. Έβλεπαν τον κίνδυνο του πανσλαβισμού στο πρόσωπο της Σερβίας, ενώ, αντιθέτως, διαβεβαίωναν ότι οι Βούλγαροι, μαζί με τους Γερμανούς, φέρονταν πολύ καλύτερα στον ελληνικό πληθυσμό της Σερβίας (Μοναστήρι) απ’ ό,τι οι ίδιοι οι Σέρβοι. Το Νέον Ἄστυ, κύριο όργανο του Γούναρη, έφτασε να δημοσιεύσει συνέντευξη του Βούλγαρου πρωθυπουργού, για να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του για τα φιλικά αισθήματα της χώρας του.  

Τελικώς, ο γερμανικός και βουλγαρικός στρατός επιτέθηκαν στο μακεδονικό μέτωπο στα μέσα του καλοκαιριού, αλλά τα συμμαχικά στρατεύματα κατάφεραν να κρατήσουν την άμυνα της Θεσσαλονίκης. Οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να διώξουν τους Συμμάχους από τη Θεσσαλονίκη, όπως ήλπιζε ο Κωνσταντίνος, μπόρεσαν, όμως, να καταλάβουν την Ανατολική Μακεδονία. Οι όποιες διαβεβαιώσεις των Γερμανών προς τον Κωνσταντίνο, κατά τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, δεν μπόρεσαν, φυσικά, να αποτρέψουν τις βουλγαρικές θηριωδίες.

Πλέον, ο «μικροελλαδισμός» δεν είχε μόνον αρνηθεί τις προσπάθειες εθνικής ολοκλήρωσης του ελληνισμού, αλλά είχε φτάσει να οδηγήσει και στη συρρίκνωσή του. Η βουλγαρική κατοχή των ετών 1916-1918 υπήρξε η χειρότερη από τις τρεις (οι άλλες δύο ήταν το 1912-1913 και το 1941-1944) και στοίχισε τη ζωή 45.000 Ελλήνων. 42.000 ήταν μόνον οι εκτοπισμένοι, εκ των οποίων 12.000 πέθαναν κατά την εξορία τους. Και όμως, οι αντιβενιζελικές εφημερίδες έκλειναν τα μάτια στις θηριωδίες των Βουλγάρων και αποκαλούσαν «κομιτατζήδες» τα στελέχη της Εθνικής Άμυνας, ενώ ειρωνεύονταν τις προετοιμασίες του στρατού της Άμυνας για να συμμετάσχει στις μάχες εναντίον των Βουλγαρογερμανών.

Ήταν προφανές ότι η πολιτική των αντιβενιζελικών δεν μπορούσε να συνεχιστεί χωρίς να χάσει κάθε αξιοπιστία. Απέναντι στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας, ο αντιβενιζελικός κόσμος χρειαζόταν ένα ιδεολογικό αντίβαρο. Η ειδωλολατρία του Κωνσταντίνου δεν αρκούσε πλέον. Το αντίβαρο αυτό ήταν η ιδέα της «μικράς πλην τιμίου Ελλάδος». Με λίγα λόγια, απέναντι στην εθνική ολοκλήρωση, στην οποία αποσκοπούσε η Μεγάλη Ιδέα οι αντιβενιζελικοί προέταξαν την εθνική ανεξαρτησία, την οποία υποτίθεται ότι προασπιζόταν η πολιτική της ουδετερότητας. Οι διακηρύξεις αυτές, όμως, έμειναν κενές περιεχομένου. Μετά την αποβίβαση συμμαχικών στρατευμάτων στη Μακεδονία, το κίνημα της Εθνικής Άμυνας και την ικανοποίηση μίας σειράς αιτημάτων των Συμμάχων, η περίφημη ανεξαρτησία είχε καταντήσει φύλλο συκής του «Κράτους των Αθηνών».  Όπως έγραφε η εφημερίδα Πατρίς (19 Μαρτίου 1916):

Μὲ τὴν εμμονὴν εἰς τὴν οὐδετερότητα ἀναστέλλεται τὸ ἐθνικὸ πρόγραμμα τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ μὲ τὴν κακὴν τήρησίν της ἀπειλεῖται τὸ σημερινὸν κράτος.

Εγκλωβισμένοι οι αντιβενιζελικοί στην ίδια τους τη ρητορεία, χρειάζονταν μία σανίδα σωτηρίας. Και την βρήκαν στα γνωστά «Νοεμβριανά», όταν η χώρα οδηγήθηκε στην ένοπλη σύγκρουση με την Αντάντ.


[1] Βλ Στράτος Ν. Δορδανάς, Οι Αργυρώνητοι. Η γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2021, σσ. 110-111, 127-128. Δέσποινα Παπαδημητρίου Ο Τύπος και ο Διχασμός 1914-1917, Διδακτορική Διατριβή ΕΚΠΑ 1991 σσ.  20,21.               

[2] Κύριο άρθρο «Ὁ ἀπολογισμὸς μιᾶς θρηνολογίας», Ἀθῆναι, 5 Μαΐου 1915.

[3] Ἀθῆναι, 6 Μαΐου 1915.

[4] Κύριο άρθρο: «Καί ἄν τὴν νικήσωμεν, πάλιν θὰ μεγαλώσῃ», Νέα Ἡμέρα, 18 Σεπτεμβρίου 1915.

[5] Εμπρός, 13 Ιουλίου 1915

[6] Leon George, Greece and the Great Powers, 1914-1917, Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη, 1974, σσ. 339-343.

[7] Νέα Ἑλλάς, 20 Μαΐου 1916.

[8] Νέα Ἡμέρα, 15 Μαΐου 1916.

[9] Αστραπή, 9 Αυγούστου 1916.

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος 25 Οκτωβρίου 2023 - 03:20

Οι πιστοί και των 2 θρησκειών της πατρίδας μας, της αριστεράς και της «ορθοδοξίας» έχουν και σήμερα την ίδια ρητορική περί δήθεν εθνικησ ανεξαρτησίας και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, ενάντια στην πολιτική Μητσοτακη για υποστήριξη Ουκρανίας και Ισραήλ.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ