του λογοτέχνη Δημήτρη Νόλλα, δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 15
Για το βιβλίο του Λάκη Προγκίδη, Υπό την παπαδιαμαντικήν δρυν, (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2017, σελ. 340).
Όταν δέχτηκα αυτή την τιμητική πρόταση να μιλήσω για το βιβλίο του Προγκίδη, την αποδέχτηκα αμέσως και με μεγάλη χαρά. Είχα γοητευτεί από όλα όσα εκθέτει εκεί μέσα ο συγγραφέας και πιστεύω πως είναι ένα βιβλίο που είναι ανάγκη να διαβαστεί σήμερα.
Βρίσκομαι ανάμεσα σε φίλους και πνευματικούς ανθρώπους, τον Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλο, τον Γ. Κιουρτσάκη, και τον Λ. Προγκίδη για να μιλήσουμε για το βιβλίο του τελευταίου. Θα δοκιμάσω, λοιπόν, να σας εκθέσω με συντομία τους λόγους, οι οποίοι καθιστούν απαραίτητη την ανάγνωση του εν λόγω πονήματος το οποίο έχει συνθέσει ο Λάκης Προγκίδης υπό τον ίσκιο της παπαδιαμαντικής δρυός με αφορμή το διήγημα του Παπαδιαμάντη «υπό την βασιλικήν δρυν»:
Δεν είναι μόνον η σημασία του παπαδιαμαντικού έργου, που την αξία του έχει κι άλλες φορές εξάρει ο συγγραφέας, ο οποίος στο βιβλίο του με μια γοητευτική μείξη στοιχείων ρεπορτάζ, μυθοπλασίας και δοκιμιακού λόγου, μας υπενθυμίζει (ίσως το ρήμα «υποβάλλει» είναι πιο καίριο) πόσο σημαντικός πνευματικός οδηγός για τον σημερινό άνθρωπο, είναι οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη.
Ηχούν τα λόγια του Προγκίδη όπως συναγερμού καμπάνα στη γέφυρα του καραβιού που διασχίζει νερά πλακωμένα απ’ την ομίχλη, όταν μιλάει για την αποκοπή του ανθρώπου από τις ρίζες και την πτώση του. Για την εξάλειψη της μνήμης, σε μια προσπάθεια που στοχοποιεί το παρελθόν ως φορτίο δυσβάσταχτο και άχρηστο για τον σημερινό κόσμο και που προωθεί ο ίδιος ο άνθρωπος. Κι ο οποίος απαξιώνει το παρελθόν του. Κάθε παρελθόν.
Όπως έχει ήδη κάνει με τη φύση που τον περιβάλλει και την οποία προσεγγίζει ως κατακτητής και νομέας. Κι εδώ στο σημείο αυτό Θέλω να αναφερθώ στην ποιητικότατη ανάγνωση που κάνει ο Προγκίδης στο «Μυρολόγι της φώκιας». Ο αναπάντητος γρίφος του συγγραφέα Προγκίδη που τον παιδεύει χρόνια: γιατί η φώκια μοιρολογεί τον άνθρωπο;
Τα ερωτήματα που εγείρονται γύρω από το θάνατο ενός αθώου μικρού κοριτσιού (γνωστά ζητήματα περί της απουσίας του Θεού μπροστά στην ολοφάνερη αδικία κλπ κλπ) έρχεται ο Προγκίδης και τα κάνει πέρα για να μας υπενθυμίσει πως είναι η φύση (αυτήν που καταστρέφουμε, βιάζουμε και υπερεκμεταλευόμαστε τυφλά), είναι αυτή η ίδια, που πάντα στέκει δίπλα μας σαν φίλος, και δεν μας αφήνει στην ερημιά του θανάτου. Άκλαυτον δεν αφήνει κανέναν.
Κατά τή γνώμη μου, ἡ φύση στόν Παπαδιαμάντη εἶναι αὐτή πού εἶναι καί λειτουργεῖ μέ τόν τρόπο πού λειτουργεῖ, ἐπειδή ἡ φαντασία τοῦ Παπαδιαμάντη ἔχει ζυμωθεῖ μέχρι τά ἀκρότατα ὅριά της μέ τίς ἀξίες τοῦ χριστιανισμοῦ. Θεωρῶ δηλαδή ὅτι ἡ παπαδιαμαντική φύση –ὅπως ἐξάλλου καί ἡ φύση στό σύνολο τῆς τέχνης τοῦ μυθιστορήματος– ἔχει τά θεμέλιά της στήν αἰσθητική τῆς ἐνανθρώπησης καί ὄχι σ’ αὐτήν τοῦ ἀνθρωπομορφισμοῦ. Ἀλλά ταυτόχρονα ἀναρωτιέμαι: τί σημασία μπορεῖ νά ἔχει πιά τούτη ἡ γνώση; Ὁ νεοαπόκληρος πού ξοδεύει τή λιγοστή ζωή του περιμένοντας νά πιάσει τήν καλή, ὁ νεοπρολετάριος πού ζηλεύει τή ζωή τῶν μεγιστάνων, μέ ἄλλα λόγια ὁ νεόπτωχος τῆς σήμερον –ὅπου κι ἄν βρίσκεται, στήν Ἀλάσκα, στή Νέα Ὑόρκη, στή Λισαβόνα, στό Κάιρο ἤ στό Πεκίνο– τί θά κερδίσει ἄν μάθει ὅτι ἡ φύση, ἡ ὁποία τόν ἔχει ἐγκαταλείψει στό ἔλεος τῆς μοναξιᾶς του, τοῦ γιωταχί καί τοῦ αὐτοκαταστροφικοῦ του μένους, εἶναι χριστιανικῆς ἤ παγανιστικῆς ἤ βουδιστικῆς ἤ ανιμιστικῆς ἤ καθαρά ὑλιστικῆς κοπῆς; Σημασία μόνον ἔχει νά συγκλονιστεῖ κάποτε ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ θάνατός του ἔχει ἐξευτελιστεῖ καί ὅτι ἡ ζωή του δέν εἶναι πιά ακριβή καί ἀναντικατάστατη, ὄχι μόνο στά μάτια τῶν συνανθρώπων του ἀλλά, πάνω ἀπ’ ὅλα, στά μάτια τῆς φύσης πού τόν ἔφερε στό φῶς τῆς ὕπαρξης. Σημασία ἔχει να μήν πάει ἄκλαυτος.
Τέλος, υπάρχει μια άλλη αφορμή που μ’ εκανε να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο, για το οποίο πιστεύω πως πρέπει να μιλήσουμε και να ξαναμιλήσουμε.
Πολύ συχνά, μπροστά σε μια γενικευμένη πνευματική ακινησία και απόγνωση, όπως τοξικό αέριο ο πειρασμός είναι μεγάλος να τα παρατήσουμε όλα, δεν έχει νόημα, δεν βγάζουμε άκρη, κανείς δεν μας ακούει και κανείς δεν καταλαβαίνει, κλπ. κλπ. Όσο κι αν πιστεύουμε πως οι δυσκολίες μπορούν να ξεπεραστούν, μια κατάσταση παραλυσίας και πνευματικής απόγνωσης μας καταλαμβάνει, ενώ το βιβλίο αυτό μας θυμίζει πως πρέπει πάντα να μιλάμε για το καλό και το όμορφο.
Ο συγγραφέας, μεσα στην ανεμελιά της προεφηβικής του ηλικίας είχε την τύχη να ακούσει κάποιον δάσκαλό του, ασφαλώς έναν ψωνισμένο αναγνώστη, να διαβάζει ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη. Διαβάζω:
Τό διήγημα τῆς «βελανιδιᾶς» τό ἄκουσα γιά πρώτη φορά κάτω ἀπό μιά ελιά, καθισμένος ὀκλαδόν πλάι στούς συνομηλίκους μου. Ἤμασταν ἡ φουρνιά τοῦ πρώτου δεκαπενθημέρου τοῦ Αὐγούστου, σέ μία ἀπό τίς προσκοπικές ὁμάδες τοῦ Βόλου, οἱ ὁποῖες, ἐκείνη τή χρονιά τοῦ 1961, κατασκήνωναν ἡ μία μετά τήν ἄλλη στό Μπούρτζι τῆς Σκιάθου. […] Θυμᾶμαι καλά ὄτι μιά μέρα, πρίν ἀπό τό μεσημεριανό συσσίτιο, ὁ ἀρχηγός μας διάλεξε μιά γηραιά ἐλιά, λίγο ἔξω ἀπό τό χωριό, γιά νά μᾶς διαβάσει τό «Ὑπό τήν βασιλικήν δρῦν». Κόρωνε ὁ ἀέρας ἀπό τό λιοπύρι. Βούιζαν γύρω τριγύρω τά τζιτζίκια. Τά ξερόχορτα τσιμποῦσαν τούς πισινούς μας. Κι ἐμεῖς χάσκαμε μέ τ’ ἀνδραγαθήματα ἑνός πιτσιρίκου πού ἐρωτεύτηκε, λέει, μιά βελανιδιά. (σελ. 60-61)
Εκείνος ο δάσκαλος, ένας έφορος προσκόπων, είχε καταφέρει να μεταλαμπαδεύσει την αγάπη του για το λογοτεχνικό σύμπαν του Παπαδιαμάντη σε μια ομάδα άγουρων εφήβων και ένας εξ αυτών, προσέξτε το αυτό: ΕΝΑΣ, γοητεύτηκε και το ξέχασε στη συνέχεια. Και όμως, όταν ήρθε ο καιρός που εκείνος ο νέος χρειάστηκε από κάπου να πιαστεί και να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με το παπαδιαμαντικό έργο, τότε εκείνη η ανάμνηση ανεδύθη από το παρελθόν, ανάμνηση ζυμωμένη με την ανέμελη ζωή και το μύρο που εκπέμπει η εμπειρία εκείνου του μυθιστορηματικού «πιτσιρίκου» μαζί με την ευφορία που του γεννά ο έρωτας της φύσης και ο πόνος της αποκοπής του από αυτήν.
Θέλω, λοιπόν, να πω, και επιμένω σ’ αυτό, πως τούτο το βιβλίο μάς διδάσκει το χρέος μας απέναντι στο καλό. Όπου το βρίσκουμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, να το αναδεικνύουμε. Και να το εκθειάζουμε. Να μην τσιγκουνευόμαστε να το δείχνουμε και να μιλάμε γι’ αυτό. Δεν πειράζει να είναι λίγοι αυτοί που θα μας ακούσουν και θα μας καταλάβουν. Πάντα λίγοι ήταν αυτοί που ακούν και καταλαβαίνουν. Όπως και στην ιστορία του Προγκίδη από την ομάδα εκείνη των προσκόπων μιας κατασκήνωσης στη Σκιάθο, μισόν αιώνα πριν, ΕΝΑΣ ήταν αυτός που άκουσε το διήγημα του Παπαδιαμάντη «υπό την βασιλικήν δρυν». Ήταν αυτή η ιστορία που με συγκίνησε και με παρεκίνησε να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου του. Ο Προγκίδης κάτω απ’ τον ίσκιο της παπαδιαμαντικής βελανιδιάς, μιλώντας μας για το έργο, υμνεί τον «ελληνικό τρόπο», μιλεί για όλα αυτά που μας συνέχουν και μας κάνουν να ελπίζουμε πως «η ανθρωπολογική χωματερή μπορεί πράγματι και να μην είναι η αμετάκλητη μοίρα μας»… Τον ευχαριστώ πολύ.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube