Αρχική » Γιατί έγινα Xριστιανή

Γιατί έγινα Xριστιανή

από Άρδην - Ρήξη

Της Αγιάν Χίρσι Άλι* από το Άρδην τ. 127 που κυκλοφορεί σε περίπτερα και βιβλιοπωλεία
Πηγή: UnHerd.com, 13 Νοεμβρίου 2023

Το 2002 ανακάλυψα μια διάλεξη του Μπέρτραντ Ράσελ του 1927 με τίτλο, «Γιατί δεν είμαι χριστιανός». Καθώς την διάβαζα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την ομιλία του στο παράρτημα Νότιου Λονδίνου της National Secular Society, ούτε μου περνούσε από το μυαλό πως μια μέρα θα ήμουν αναγκασμένη να γράψω ένα δοκίμιο με τον ακριβώς αντίθετο τίτλο.
Ένα χρόνο πριν, είχα καταδικάσει δημόσια τις τρομοκρατικές επιθέσεις των 19 ανδρών που είχαν καταλάβει επιβατικά αεροσκάφη και τα είχαν ρίξει στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης. Το είχαν κάνει στο όνομα της θρησκείας μου, του Ισλάμ. Ήμουν μουσουλμάνα τότε, αν και δεν θρησκευόμουν ιδιαίτερα. Αν καταδίκαζα πραγματικά τις πράξεις τους, τότε πού με οδηγούσε αυτό; Άλλωστε, η βασική αρχή που δικαιολογούσε τις επιθέσεις ήταν θρησκευτική: η ιδέα της Τζιχάντ ή του Ιερού Πολέμου κατά των απίστων. Ήταν δυνατόν για μένα, όπως και για πολλά μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας, να αποστασιοποιηθώ απλώς από τη δράση τους και τα φρικτά αποτελέσματά της;
Εκείνη την εποχή, στη Δύση υπήρχαν πολλοί επιφανείς ηγέτες –πολιτικοί, επιστήμονες, δημοσιογράφοι και άλλοι– που επέμεναν ότι οι τρομοκράτες είχαν κίνητρα διαφορετικά από εκείνα που είχαν διατυπώσει με τόση σαφήνεια οι ίδιοι και ο ηγέτης τους, Οσάμα Μπιν Λάντεν. Έτσι, το Ισλάμ απέκτησε ένα άλλοθι.
Αυτή η δικαιολόγηση δεν ήταν μόνο καταδεκτική προς τους μουσουλμάνους. Έδωσε και σε πολλούς Δυτικούς την ευκαιρία να διολισθήσουν στην άρνηση. Το να κατηγορούν την αμερικανική εξωτερική πολιτική για τα λάθη της ήταν ευκολότερο από το να σκεφτούν την πιθανότητα να εξελίσσεται ένας θρησκευτικός πόλεμος. Παρατηρήσαμε μια παρόμοια τάση τις τελευταίες πέντε εβδομάδες, καθώς εκατομμύρια άνθρωποι που συμμερίζονται τη δυσχερή θέση των κατοίκων της Γάζας προσπαθούν να εκλογικεύσουν τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου ως δικαιολογημένη απάντηση στις πολιτικές της ισραηλινής κυβέρνησης.
Όταν διάβασα τη διάλεξη του Ράσελ, διαπίστωσα ότι η συνειδησιακή μου αναταραχή υποχώρησε. Ήταν μια ανακούφιση να υιοθετήσω μια στάση σκεπτικισμού απέναντι στα θρησκευτικά δόγματα, να απορρίψω την πίστη μου στον Θεό και να δηλώσω ότι αυτός δεν υπάρχει. Το καλύτερο απ’ όλα, μπορούσα να απορρίψω την ύπαρξη της κόλασης και τον κίνδυνο της αιώνιας τιμωρίας.
Ο ισχυρισμός του Ράσελ ότι η θρησκεία βασίζεται πρωτίστως στον φόβο, είχε σε μένα κάποια επιβεβαίωση. Για πολύ καιρό, είχα ζήσει με τον τρόμο όλων των φρικτών τιμωριών που με περίμεναν. Ενώ είχα εγκαταλείψει όλους τους ορθολογικούς λόγους για να πιστεύω στον Θεό, αυτός ο παράλογος φόβος για την κόλαση εξακολουθούσε να υπάρχει. Το συμπέρασμα του Ράσελ λειτούργησε έτσι ως ανακούφιση: «Όταν πεθάνω, θα σαπίσω».
Για να καταλάβετε γιατί έγινα άθεη πριν από 20 χρόνια, πρέπει πρώτα να καταλάβετε το είδος μουσουλμάνας που ήμουν. Ήμουν έφηβη όταν η Μουσουλμανική Αδελφότητα διείσδυσε στην κοινότητά μου, το Ναϊρόμπι της Κένυας το 1985. Πριν τον ερχομό της Αδελφότητας δε νομίζω ότι είχα καταλάβει καν τι σημαίνει να θρησκεύεται κανείς. Υπέμενα τις τελετουργίες των πλύσεων, των προσευχών και της νηστείας ως άσκοπες και κουραστικές.
Οι ιεροκήρυκες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας το άλλαξαν αυτό. Έδωσαν μια κατεύθυνση: τον ίσιο δρόμο. Έναν σκοπό: να εργαστώ για την μετά θάνατον είσοδο στον παράδεισο του Αλλάχ. Μια μέθοδο: το εγχειρίδιο οδηγιών του Προφήτη με τα «πρέπει» και τα «δεν πρέπει» –το χαλάλ και το χαράμ. Ως ένα λεπτομερές συμπλήρωμα του Κορανίου, τα Χαντίθ διευκρινίζουν πώς να εφαρμόσει κανείς στην πράξη τη διάκριση μεταξύ σωστού και λάθους, καλού και κακού, Θεού και διαβόλου.


Οι ιεροκήρυκες της Αδελφότητας δεν άφηναν τίποτα στη φαντασία μας. Έδωσαν μια επιλογή. Να προσπαθήσουμε να ζήσουμε σύμφωνα με το εγχειρίδιο του Προφήτη ώστε να αποκομίσουμε τις ένδοξες ανταμοιβές στη συνέχεια. Σε αυτή τη γη, εν τω μεταξύ, το μεγαλύτερο δυνατό επίτευγμα ήταν να πεθάνουμε ως μάρτυρες για χάρη του Αλλάχ.
Η εναλλακτική λύση, το να ενδίδει κανείς στις απολαύσεις του κόσμου, τιμωρούνταν με την οργή του Αλλάχ και την καταδίκη μιας αιώνιας ζωής στην κόλαση. Κάποιες από τις «κοσμικές απολαύσεις» που καταδικάζονταν ήταν και η ανάγνωση μυθιστορημάτων, η ακρόαση μουσικής, ο χορός και η επίσκεψη στον κινηματογράφο –όλα αυτά τα οποία ντρεπόμουν να παραδεχτώ ότι λάτρευα.
Η πιο εντυπωσιακή ιδιότητα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ήταν η ικανότητά της να μετατρέπει σχεδόν εν μία νυκτί εμένα και τους άλλους εφήβους, από παθητικούς πιστούς σε ακτιβιστές. Δεν λέγαμε απλώς πράγματα ή προσευχόμασταν για πράγματα: κάναμε πράγματα. Ως κορίτσια φορέσαμε την μπούργκα και αποκηρύξαμε τη δυτική μόδα και το μακιγιάζ. Τα αγόρια καλλιεργούσαν τα γένια τους στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Φορούσαν το λευκό φόρεμα που μοιάζει με ταβμπ και φοριέται στις αραβικές χώρες ή είχαν κοντύνει τα παντελόνια τους πάνω από τους αστραγάλους τους. Λειτουργούσαμε σε ομάδες και προσφέραμε εθελοντικά τις φιλανθρωπικές μας υπηρεσίες σε φτωχούς, ηλικιωμένους, ανάπηρους και αδύναμους. Προτρέπαμε τους συμπολίτες μας μουσουλμάνους να προσεύχονται, και απαιτούσαμε από τους μη μουσουλμάνους να ασπαστούν το Ισλάμ.
Στις συνεδρίες μελέτης των ισλαμικών κειμένων, μοιραζόμασταν με τον υπεύθυνο ιεροκήρυκα τις ανησυχίες μας. Για παράδειγμα, τι θα έπρεπε να κάνουμε με τους φίλους που αγαπούσαμε, αλλά αρνούνταν να δεχτούν την ντάουα (πρόσκληση στην πίστη μας); Σε απάντηση, μας υπενθύμιζαν επανειλημμένα τις κατηγορηματικές οδηγίες του Προφήτη. Μας έλεγαν με σαφήνεια ότι δεν μπορούσαμε να είμαστε πιστοί στον Αλλάχ και τον Μωάμεθ και ταυτόχρονα να διατηρούμε φιλίες με άπιστους. Εάν εκείνοι απέρριπταν ρητώς την πρόσκλησή μας στο Ισλάμ, έπρεπε να τους μισήσουμε και να τους καταραστούμε.
Εδώ, μια ιδιαίτερη μορφή μίσους επιφυλασσόταν για μια ειδική κατηγορία απίστων: τους Εβραίους. Καταριόμασταν τους Εβραίους πολλές φορές την ημέρα και εκφράζαμε τον τρόμο, την αηδία και τον θυμό μας για τη σωρεία των αδικημάτων που υποτίθεται ότι είχαν διαπράξει. Ο Εβραίος είχε προδώσει τον Προφήτη μας. Είχε καταλάβει το Ιερό Τζαμί της Ιερουσαλήμ. Συνέχισε να διαδίδει τη διαφθορά της καρδιάς, του νου και της ψυχής.
Μπορείτε να καταλάβετε γιατί, σε κάποιον που είχε περάσει από μια τέτοια θρησκευτική εκπαίδευση, ο αθεϊσμός φαινόταν τόσο ελκυστικός. Ο Μπέρτραντ Ράσελ προσέφερε μια απλή, μηδενικού κόστους διαφυγή από μια αφόρητη ζωή αυταπάρνησης και παρενόχλησης άλλων ανθρώπων. Γι’ αυτόν, δεν υπήρχε κανένα αξιόπιστο επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού. Η θρησκεία, υποστήριξε ο Ράσελ, είχε τις ρίζες της στον φόβο: «Ο φόβος είναι η βάση του όλου πράγματος –ο φόβος του μυστηριώδους, ο φόβος της ήττας, ο φόβος του θανάτου».
Ως άθεη, πίστευα ότι θα γλύτωνα από τον φόβο αυτόν. Απέκτησα επίσης πρόσβαση σε εντελώς καινούργιους κύκλους φίλων, τόσο διαφορετικούς από τους ιεροκήρυκες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Όσο περισσότερο χρόνο περνούσα μαζί τους –άνθρωποι όπως ο Κρίστοφερ Χίτσενς και ο Ρίτσαρντ Ντόκινς– τόσο πιο σίγουρη ένιωθα ότι είχα κάνει τη σωστή επιλογή. Γιατί οι άθεοι ήταν έξυπνοι. Και ήταν επίσης πολύ διασκεδαστικοί.

***


Τι άλλαξε λοιπόν; Γιατί σήμερα αυτοπροσδιορίζομαι ως χριστιανή;
Ένα κομμάτι της απάντησης αφορά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ο δυτικός πολιτισμός απειλείται από τρεις διαφορετικές, αλλά συναφείς δυνάμεις: την αναζωπύρωση του αυταρχισμού και του επεκτατισμού μεγάλων δυνάμεων, όπως είναι το κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα και η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, την άνοδο του παγκόσμιου ισλαμισμού, που απειλεί να κινητοποιήσει έναν τεράστιο πληθυσμό εναντίον της Δύσης, και την μολυσματική εξάπλωση της «woke» ιδεολογίας, που κατατρώει τον ηθικό ιστό των νέων γενεών.
Προσπαθούμε να αποκρούσουμε αυτές τις απειλές με σύγχρονα, και κοσμικά εργαλεία: στρατιωτικές, οικονομικές, διπλωματικές και τεχνολογικές απόπειρες, ώστε να νικήσουμε, να εξαγοράσουμε, να πείσουμε, να κατευνάσουμε ή να επιτηρήσουμε. Και όμως, σε κάθε γύρο σύγκρουσης, διαπιστώνουμε πως χάνουμε έδαφος. Είτε μας τελειώνουν τα χρήματα, με το εθνικό μας χρέος να ανέρχεται σε δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια, είτε χάνουμε το προβάδισμά μας στον τεχνολογικό ανταγωνισμό με την Κίνα.
Αλλά δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε αυτές τις τρομερές δυνάμεις αν δεν μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: Τι είναι αυτό που μας ενώνει; Η απάντηση ότι «ο Θεός είναι νεκρός!» φαίνεται ανεπαρκής. Το ίδιο και η προσπάθεια να βρούμε παρηγοριά σε μια «φιλελεύθερη διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες». Η μόνη αξιόπιστη απάντηση, πιστεύω, βρίσκεται στην επιθυμία μας να διατηρήσουμε την κληρονομιά της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης.
Αυτή η κληρονομιά αποτελείται από ένα περίτεχνο σύνολο ιδεών και θεσμών που έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια – από το εθνικό κράτος και το κράτος δικαίου μέχρι τους θεσμούς της επιστήμης, της υγείας και της μάθησης. Όπως έδειξε ο Τομ Χόλλαντ στο θαυμάσιο βιβλίο του Dominion, όλα τα είδη των φαινομενικά κοσμικών ελευθεριών –της αγοράς, της συνείδησης ή του Τύπου– βρίσκουν τις ρίζες τους στον Χριστιανισμό.
Και έτσι, συνειδητοποίησα ότι ο Ράσελ και οι άθεοι φίλοι μου απέτυχαν να δουν το δάσος πέρα από τα δέντρα. Το δάσος είναι ο πολιτισμός που οικοδομήθηκε πάνω στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση· είναι η ιστορία της Δύσης, με όλες τις ατέλειές της. Η κριτική του Ράσελ στις αντιφάσεις της χριστιανικής διδασκαλίας είναι σοβαρή, αλλά είναι επίσης πολύ περιορισμένη στους ορίζοντές της.
Για παράδειγμα, έδωσε τη διάλεξή του σε μια αίθουσα μιας χριστιανικής χώρας γεμάτη χριστιανούς (πρώην ή τουλάχιστον σκεπτικιστές). Σκεφτείτε πόσο μοναδικό ήταν αυτό πριν από σχεδόν έναν αιώνα και πόσο σπάνιο εξακολουθεί να είναι σε μη δυτικούς πολιτισμούς. Θα μπορούσε ένας μουσουλμάνος φιλόσοφος να σταθεί ενώπιον οποιουδήποτε ακροατηρίου σε μια μουσουλμανική χώρα –τότε ή τώρα– και να δώσει μια διάλεξη με τον τίτλο «Γιατί δεν είμαι μουσουλμάνος»; Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο, γραμμένο από έναν πρώην μουσουλμάνο. Αλλά ο συγγραφέας το δημοσίευσε στην Αμερική με το ψευδώνυμο Ιμπν Ουάρρακ. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να γίνει διαφορετικά.
Για μένα, αυτή η ελευθερία της συνείδησης και του λόγου είναι ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του δυτικού πολιτισμού. Δεν είναι κάτι που έρχεται φυσικά στον άνθρωπο. Είναι προϊόν αναζητήσεων αιώνων εντός των εβραϊκών και χριστιανικών κοινοτήτων. Αυτές οι συζητήσεις ήταν που προώθησαν την επιστήμη και τη λογική, μείωσαν τη σκληρότητα, κατέστειλαν τις δεισιδαιμονίες και δημιούργησαν θεσμούς για την τάξη και την προστασία της ζωής, εξασφαλίζοντας παράλληλα την ελευθερία σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Σε αντίθεση με το Ισλάμ, ο Χριστιανισμός ξεπέρασε το δογματικό του στάδιο. Έγινε ολοένα και πιο σαφές ότι η διδασκαλία του Χριστού συνεπαγόταν όχι μόνον την διάκριση της θρησκείας από την πολιτική, αλλά επίσης την συμπόνια για τον αμαρτωλό και ταπεινότητα για τον πιστό.
Ωστόσο, δεν θα ήμουν ειλικρινής αν απέδιδα τον εναγκαλισμό μου με τον Χριστιανισμό αποκλειστικά στη συνειδητοποίηση ότι ο αθεϊσμός είναι πολύ αδύναμο και διχαστικό δόγμα για να μας οχυρώσει απέναντι στους απειλητικούς εχθρούς μας. Στράφηκα επίσης στον Χριστιανισμό επειδή τελικά βρήκα τη ζωή χωρίς καμία πνευματική παρηγοριά αφόρητη – μάλιστα, σχεδόν αυτοκαταστροφική. Ο αθεϊσμός απέτυχε να απαντήσει σε ένα απλό ερώτημα: ποιο είναι το νόημα και ο σκοπός της ζωής;
Ο Ράσελ και άλλοι ακτιβιστές άθεοι πίστευαν ότι με την απόρριψη του Θεού θα εισερχόμασταν σε μια εποχή λογικής και ευφυούς ανθρωπισμού. Αλλά η «τρύπα του Θεού» –το κενό που άφησε η υποχώρηση της Εκκλησίας– απλώς γέμισε από ένα συνονθύλευμα παράλογων οιονεί θρησκευτικών δογμάτων. Το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος όπου οι σύγχρονες αιρέσεις λυμαίνονται τις αποπροσανατολισμένες μάζες, προσφέροντάς τους ψευδείς λόγους ύπαρξης και δράσης –κυρίως επιδιδόμενες σε ένα ηθικολογικό θέατρο εκ μέρους μιας θυματοποιημένης μειονότητας ή του υποτιθέμενου καταδικασμένου πλανήτη μας. Η φράση που συχνά αποδίδεται στον ΓΚ. K. Τσέστερτον έχει μετατραπεί σε προφητεία: «Όταν οι άνθρωποι επιλέγουν να μην πιστεύουν στον Θεό, δεν πιστεύουν στη συνέχεια σε τίποτα, αλλά γίνονται ικανοί να πιστέψουν σε οτιδήποτε».
Σε αυτό το μηδενιστικό κενό, η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας είναι πρόκληση πολιτισμού. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την Κίνα, τη Ρωσία και το Ιράν αν δεν μπορούμε να εξηγήσουμε στις κοινωνίες μας γιατί έχει σημασία αυτό που κάνουμε. Δεν θα καταφέρουμε να αντιπαλέψουμε την ιδεολογία της αφύπνισης, αν δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε τον πολιτισμό που εκείνη είναι αποφασισμένη να καταστρέψει. Και δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον ισλαμισμό με αμιγώς κοσμικά εργαλεία. Για να κερδίσουμε τις καρδιές και τα μυαλά των μουσουλμάνων εδώ στη Δύση, πρέπει να τους προσφέρουμε κάτι περισσότερο από βίντεο στο TikTok.
Το μάθημα που πήρα από τα χρόνια που ήμουν μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ήταν η δύναμη μιας ενοποιητικής ιστορίας, ενσωματωμένης στα θεμελιώδη κείμενα του Ισλάμ, να προσελκύει, να εμπλέκει και να κινητοποιεί τις μουσουλμανικές μάζες. Αν δεν προσφέρουμε κάτι εξίσου ουσιαστικό, φοβάμαι ότι η διάβρωση του πολιτισμού μας θα συνεχιστεί. Και, ευτυχώς, δεν χρειάζεται να στραφούμε σε κάποιο new age υποκατάστατο ενσυνείδησης. Ο Χριστιανισμός τα έχει όλα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν θεωρώ πλέον τον εαυτό μου αποστάτη μουσουλμάνο, αλλά πρώην άθεο. Φυσικά, έχω ακόμη πολλά να μάθω για τον Χριστιανισμό. Κάθε Κυριακή ανακαλύπτω λίγα περισσότερα στην εκκλησία. Αλλά έχω αναγνωρίσει, στο δικό μου μακρύ ταξίδι μέσα από μια έρημο φόβου και αυτοαμφισβήτησης, ότι υπάρχει ένας καλύτερος τρόπος να διαχειριστεί κανείς τις προκλήσεις της ύπαρξης από ό,τι είχε να προσφέρει το Ισλάμ ή η αθεΐα.

*H Ayaan Hirsi Ali είναι ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Hoover του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Prey: Immigration, Islam, and the Erosion of Women’s Rights.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ