του Pierre Valentin* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 27
Στις απαρχές της δεκαετίας του 2010, είδαμε να αναδύεται ένα φαινόμενο που αυτοαπεκλήθη «woke». Το να είσαι «woke» σημαίνει ότι είσαι «αφυπνισμένος». Στην προκειμένη περίπτωση, αφυπνισμένος απέναντι στις αδικίες που υφίστανται οι μειονότητες στις δυτικές κοινωνίες. Από κάποιες πλευρές, αυτή η ιδεολογία είναι απότοκος του μεταμοντερνισμού και γνωρίζει μεγάλη απήχηση. Η εμφάνιση αυτής της νέας ηθικής κουλτούρας, σύμφωνα με την οποία το status του θύματος μεταβάλλεται σε κοινωνικό πλεονέκτημα, απαιτεί ορισμένες προϋποθέσεις μεταξύ των οποίων βρίσκουμε την κοινωνική εξατομίκευση και ένα υψηλό επίπεδο εθνοτικής και σεξουαλικής διαφορετικότητας. Η γραφειοκρατικοποίηση και η νομικοποίηση της κοινωνίας λειτουργούν επίσης ως ουσιαστικοί παράγοντες που διασφαλίζουν την αναγνώριση αυτού του καθεστώτος του θύματος από τρίτους που κατέχουν την αυθεντία και επιτρέπουν την επιβολή μιας αληθινής «woke τάξης».
Αυτές οι συνθήκες είναι λιγότερο ή περισσότερο παρούσες στις δυτικές κοινωνίες και ιδιαίτερα στις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις, εκεί όπου ο «γουοκισμός» έχει τη μεγαλύτερη απήχηση.
Τις περισσότερες φορές, οι ακτιβιστές προέρχονται από εύπορες οικογένειες. Ως παιδιά, είχαν πολύ λίγες ευκαιρίες να παίξουν ελεύθερα και χωρίς επιτήρηση. Ως ενήλικες, δυσκολεύονται να απαλλαγούν από τη συνήθειά τους να αναζητούν μια θεσμική αυθεντία σε περίπτωση διένεξης με ένα άλλο άτομο, αντί να ρυθμίσουν το ζήτημα άμεσα οι ίδιοι. Μία από τις συνέπειες αυτού του φαινομένου είναι η ενίσχυση μιας πανεπιστημιακής γραφειοκρατίας επιφορτισμένης με το καθήκον να διασφαλίζει και να διαιωνίζει αυτή την κατάσταση υπερπροστασίας.
Ορισμένοι παρατηρητές είναι βέβαιοι πως αυτό το κίνημα, φορείς του οποίου είναι κυρίως νέοι, θα παραμείνει περιορισμένο στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Ωστόσο, είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι προελαύνει ταχέως τόσο έξω από τις πανεπιστημιουπόλεις όσο και έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εισαγωγή
Από τη δεκαετία του 1970, το αμερικανικό πανεπιστήμιο του Evergreen τηρούσε μια παράδοση που την είχε ονομάσει «Ημέρα απουσίας», στη διάρκεια της οποίας οι μη λευκοί καθηγητές και φοιτητές εγκατέλειπαν το κάμπους και συγκεντρώνονταν κάπου αλλού. Η πράξη αυτή σκόπευε να υπογραμμίσει το πόσο πολύτιμοι ήταν οι μη λευκοί για τη ζωή του κολεγίου. Αλλά, το 2017, οι διοργανωτές αντέστρεψαν τα πράγματα και απαίτησαν από τους λευκούς καθηγητές και φοιτητές να εγκαταλείψουν το κάμπους. Ένας καθηγητής βιολογίας, ο Μπρετ Γουαϊνστάιν (Bret Weinstein), διαφώνησε με αυτό κρίνοντας πως υπήρχε μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ομάδα που αποφασίζει με δική της πρωτοβουλία να μην εμφανιστεί στο κάμπους και μία ομάδα που απαγορεύει σε μία άλλη να έρθει. Αυτός ο προοδευτικός καθηγητής αντιμετώπισε αυτομάτως την οργή ορισμένων φοιτητών, στη συνέχεια διάφορα αντίποινα και τέλος καθημερινές επιθέσεις. Απέναντι στην εχθρότητα της διοίκησης του πανεπιστημίου, ο καθηγητής και η σύντροφός του, φοβούμενοι για την ασφάλειά τους, εγκατέλειψαν οριστικά τον χώρο[1].
Πολλοί παρατηρητές έσκυψαν από τότε σε αυτό το φαινόμενο που σταδιακά καθιερώθηκε με τον όρο «woke». Και αν κάποιοι δεν είδαν σε αυτό το γεγονός κάτι περισσότερο από ένα συμβάν των αμερικανικών πανεπιστημιουπόλεων, είμαστε πλέον υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε πως τέτοιες συμπεριφορές, που θεωρούσαμε περιορισμένες στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, έχουν διαχυθεί σε πολλές από τις δυτικές κοινωνίες. Πράγματι, από το καλοκαίρι του 2020, ως συνέπεια του θανάτου του Τζωρτζ Φλόυντ, στα τέλη Μαΐου, το φαινόμενο εξαπλώθηκε και ενισχύθηκε την ίδια στιγμή που το κίνημα «Black Lives Matter» κατακτούσε μια σημαντική μηντιακή απήχηση. Απέναντι σε αυτή τη νέα ηθική κουλτούρα, πολλοί εκφράζουν πλέον έλλειψη κατανόησης, ακόμα και ανησυχία.
Μια αναδρομή στο παρελθόν σχετικά με την έκφραση being woke επιβάλλεται. Αυτή η έκφραση διαδόθηκε αρχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες από την αφροαμερικανική κοινότητα, και εμφανιζόταν σποραδικά καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αλλά θα πρέπει να περιμένουμε έως το 2008 για να δούμε αυτόν τον όρο να αποκτά απήχηση χάρη στο κομμάτι Master Teacher της Έρυκα Μπαντού (Erykah Badu). Στο ρεφραίν, η μουσικός Τζώρτζια Αν Μάλντροου (Georgia Anne Muldrow) φωνάζει: «I stay woke » («Μένω αφυπνισμένη») και, σε μία συνέντευξή της, το 2018, εξηγεί: «Το να είσαι αφυπνισμένος είναι σίγουρα μια μαύρη εμπειρία […] [Σημαίνει ότι] κατανοείς τι πέρασαν οι πρόγονοί σου. Ότι είσαι σε επαφή με τον αγώνα που διεξήγαγε εδώ ο λαός μας και καταλαβαίνεις ότι πολεμάμε από την ημέρα που βρεθήκαμε εδώ[2]». Και αν ο όρος αυτός αποσπάστηκε εν μέρει από τους αγώνες των Αφροαμερικανών, όταν η Έρυκα Μπαντού υποστήριξε, το 2012, τις ενέργειες των Pussy Riot, ωστόσο, θα διαδοθεί σημαντικά μόνο από τη στιγμή που θα τον κάνει δικό του το κίνημα Black Lives Matter, το 2013 και 2014[3].
Σε αντίθεση, λοιπόν, με αυτά που διαβάζουμε συχνά, ο όρος «woke» δεν είναι κάποιο ανάθεμα που επινόησαν οι αντίπαλοί του, αλλά ένας αυτοπροσδιορισμός. Οι σχετλιαστικές συμπαραδηλώσεις θα εμφανιστούν σταδιακά, κάτω από τη δριμύτητα των κριτικών. Άλλωστε, το 2016, ένα ντοκιμαντέρ πάνω στο κίνημα Black Lives Matter, που γυρίστηκε από κάποια μέλη του κινήματος, είχε ως τίτλο, Stay Woke: The Black Lives Matter Movement (Μείνε αφυπνισμένος: το κίνημα Black Lives Matter)[4]. Το 2018, η εφημερίδα Le Monde θεωρούσε ακόμα πως η έκφραση «είμαι woke» ήταν συνώνυμη με την έκφραση «είμαι cool» σύμφωνα με την αμερικανική κουλτούρα των Μαύρων[5].
Αυτός ο όρος προσφέρεται επίσης για έναν μάλλον συγκεκριμένο ορισμό. Για παράδειγμα, το Ράδιο-Καναδά χρησιμοποιεί τον ακόλουθο ορισμό: «Σε ένα πλαίσιο αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, η έκφραση αυτή ορίζει κάποιον που είναι ευαισθητοποιημένος απέναντι στις αδικίες που μπορεί να συμβαίνουν στο περιβάλλον του. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με το να «είσαι κοιμισμένος», δηλαδή να μην είσαι ευαισθητοποιημένος σχετικά με τα κοινωνικοοικονομικά και τα φυλετικά ζητήματα[6]».
Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει σε αδρές γραμμές την ιδεολογία woke. Προσπαθεί να μελετήσει τις κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις της ανάδυσής της, πράγμα που συνεπάγεται ότι θα λάβουμε υπ’ όψιν και εργασίες που φωτίζουν την ψυχολογία των woke ακτιβιστών.
1. Το σύστημα της woke σκέψης
Σε αυτό το μέρος θα περιγράψουμε συνοπτικά το σύστημα σκέψης του κινήματος woke: Η μελέτη Cynical Theories (Κυνικές θεωρίες) των Έλεν Πλάκροουζ (Helen Pluckrose) και Τζέιμς Λίντσεϊ (James Lindsay), που δημοσιεύτηκε το 2020[7], παραμένει η πληρέστερη σχετικά με αυτό το ζήτημα. Οι δύο καθηγητές είχαν ήδη γίνει γνωστοί το 2018, όταν δημοσίευσαν, μαζί με τον Πήτερ Μπογκόσιαν (Peter Boghossian), κάποιες ακαδημαϊκές φάρσες που αποσκοπούσαν στο να απαξιώσουν ορισμένα μεταμοντέρνα περιοδικά, μια επιχείρηση που πήρε τον τίτλο «Σοκάλ στο τετράγωνο», σε αναφορά με την ίδια διακωμώδηση στην οποία είχαν προβεί οι Αλάν Σοκάλ και Ζαν Μπρικμόν, κατά τη δεκαετία του 1990[8]. Κατά τη γνώμη των Λίντσεϊ και Πλάκροουζ, ο γουοκισμός είναι ένας παράδοξος γόνος της μεταμοντέρνας σκέψης.
Η ιδεολογία του κινήματος woke εδράζεται σε μια μεταμοντέρνα προσέγγιση της γνώσης που χαρακτηρίζεται από «έναν ριζικό σκεπτικισμό σε σχέση με τη δυνατότητα να κατακτηθεί οποιαδήποτε γνώση ή αντικειμενική αλήθεια[9]». Ο γουοκισμός υποστηρίζει «την ιδέα σύμφωνα με την οποία η κοινωνία αποτελείται από συστήματα εξουσίας και ιεραρχιών που αποφασίζουν για το τι μπορεί να υπάρχει και πώς[10]».
Εδώ ξαναβρίσκουμε την επίδραση του Μισέλ Φουκώ και μιας από τις προνομιακές θεματικές του, που συνδυάζει την εξουσία με τη γνώση: «Πρέπει μάλλον να παραδεχτούμε πως η εξουσία παράγει γνώση (και όχι μόνο ευνοώντας τη γνώση, επειδή τη χρησιμοποιεί ή την εφαρμόζει διότι της είναι χρήσιμη)· πως εξουσία και γνώση αλληλοδιαπλέκονται άμεσα· πως δεν υφίσταται σχέση εξουσίας χωρίς παράλληλη συγκρότηση ενός γνωστικού πεδίου, ούτε γνώση που δεν προϋποθέτει και δεν συγκροτεί ταυτόχρονα εξουσιαστικές σχέσεις[11]».
Η προβληματική των σχέσεων «γνώσης-εξουσίας» αποδεικνύεται καθοριστική για να κατανοήσουμε τις ρίζες της φιλοσοφίας woke. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το γνωστικό πεδίο που εκδιπλώνεται στο όνομα της επέκτασης της γνώσης, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά μια έκφραση εξουσίας. Επομένως, απέναντι στην παραγωγή μιας γνώσης, μιας μάθησης, τα ερωτήματα που τίθενται πρέπει να είναι τα εξής: από πού προέρχεται αυτή η γνώση και ποιος επωφελείται από αυτήν; Η προβληματική της σχέσης «γνώση-εξουσία» διασφαλίζει τη συνοχή ανάμεσα στις δύο μεταμοντέρνες αρχές διότι, αν δεχτούμε ότι γνώση και εξουσία είναι αξεδιάλυτα δεμένες, τότε, προκύπτει η ιδέα ότι, στην πραγματικότητα, η εξουσία είναι εκείνη που αποφασίζει τι μπορεί και τι πρέπει να μαθαίνουμε και όχι η επιστήμη. Συναφώς, η γνώση δεν μπορεί να είναι παρά η έκφραση της εφαρμοσμένης εξουσίας, εξ ου και ο ριζικός σκεπτικισμός της σκέψης woke ως προς τη δυνατότητα να παραχθούν αντικειμενικές γνώσεις.
Σύμφωνα με τους Πλάκροουζ και Λίντσεϊ, ο μεταμοντερνισμός χαρακτηρίζεται από τέσσερα στοιχεία:
α) Η σύγχυση των ορίων καταλαμβάνει μια προνομιακή θέση: κάθε διάκριση, διαχωρισμός ή ταξινόμηση σχετικοποιείται και περιπλοκοποιείται, με διακηρυγμένο στόχο να απορριφθεί η επάρκεια οποιασδήποτε κατηγορίας, γεγονός που διαταράσσει τα συστήματα εξουσίας. Και εδώ, προβάλλει η σκέψη του Φουκώ, αλλά και εκείνη του Ντεριντά, αφού, κατ’ αυτούς, κάθε διάκριση αποκρύπτει μια ιεραρχικοποίηση· για παράδειγμα, όποιος διακρίνει τις κατηγορίες άνδρες-γυναίκες επιδιώκει να νομιμοποιήσει την κυριαρχία των πρώτων πάνω στις δεύτερες. Για τον Ντεριντά, οι δυαδικότητες αποτελούν εξουσιαστικές δομές που καταπιέζουν και επομένως πρέπει να αποδομηθούν, καθώς, «μία αντίθεση μεταφυσικών εννοιών (για παράδειγμα, ομιλία/γραφή, παρουσία/απουσία κ.λπ.) δεν συνιστά ποτέ παράθεση των δύο όρων, αλλά μια ιεραρχία και μια κατάσταση υποταγής[12]». Αυτές οι διακρίσεις πρέπει να αποδομηθούν και να καταστούν δυσδιάκριτες·
β) Το δεύτερο στοιχείο είναι η εξουσία που παρέχεται στη γλώσσα, η οποία υποτίθεται πως οικοδομεί, με λιγότερη ή περισσότερη πληρότητα, την αντίληψή μας για το πραγματικό. Αυτή η θεματική αναπτύσσεται από την πένα του Χάιντεγκερ, αλλά και του Ντεριντά, στα έργα του Περί Γραμματολογίας, Γραφή και Διαφορά και Η φωνή και το φαινόμενο. Όπως το υπενθυμίζουν οι Πλάκροουζ και Λίντσεϊ, «στις εργασίες του, ο Ντεριντά απορρίπτει τη λογική ιδέα σύμφωνα με την οποία, στον πραγματικό κόσμο, οι λέξεις αναφέρονται άμεσα στα πράγματα. Αντιθέτως, επιμένει στο γεγονός ότι οι λέξεις δεν αναφέρονται παρά σε άλλες λέξεις και, με τρόπο που διαφέρουν οι μεν από τις δε, σχηματίζοντας έτσι αλυσίδες “σημαινόντων” που μπορούν να φεύγουν προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς κανένα σημείο πρόσδεσης[13]». Υπόρρητα προτείνεται ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στον λόγο και την αντικειμενική πραγματικότητα (το σημείο πρόσδεσης).
γ) Η τρίτη θεματική, ο πολιτισμικός σχετικισμός, θέτει ως αξίωμα την αδυναμία να ταξινομηθεί μία κουλτούρα ως ανώτερη ή κατώτερη από μία άλλη. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως οι Πλάκροουζ και Λίντσεϊ ξεχνούν να διευκρινίσουν, σε αυτό το στάδιο, πως, ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της μεταμοντέρνας σκέψης, η αποαποικιακή σκέψη θα κάνει μια παράδοξη χρήση αυτού του στοιχείου, ισχυριζόμενη ενίοτε, λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένα, πως η δυτική κουλτούρα είναι κατώτερη από τις κουλτούρες των «ιθαγενών». Για παράδειγμα, ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ σημειώνει πως «ο αποαποικιακός σχετικισμός σταματάει στο ισλάμ, που τοποθετείται εκτός των πολιτισμικών μορφών που υπόκεινται σε κριτική, ιεροποιημένος ως ανέγγιχτος […] ως ο μόνος αυθεντικός “επαναστατικός φορέας” στον σύγχρονο κόσμο[14]».
δ) Η τελευταία θεματική αφορά την απόρριψη του ατόμου και της οικουμενικότητας, μια και τα δύο θεωρούνται μυθοπλασίες του Διαφωτισμού που συγκαλύπτουν τη λευκή κυριαρχία. Για τους μεταμοντέρνους, «η έννοια του οικουμενικού είναι, στην καλύτερη περίπτωση, απλοϊκή. Στη χειρότερη, πρόκειται απλώς για μια προσπάθεια να επιβληθεί σε όλους ο κυρίαρχος λόγος[15]». Όσο για το ελεύθερο και ορθολογικό άτομο που περιγράφει η νεωτερικότητα, στην πραγματικότητα είναι το απατηλό αποτέλεσμα των εξουσιαστικών δομών και των αφηγήσεών τους.
[1] Μια καλή σύνοψη των γεγονότων του Evergreen, βλ. Douglas Murray, The Madness of Crowds. Gender, Race and Identity, Bloomsbury Publishing, 2019, σσ. 128-132.
[2] Αναφέρεται στο, Elijah C. Watson, «The Origin Of Woke: How Erykah Badu And Georgia Anne Muldrow Sparked The “Stay Woke” Era», okayplayer.com, 2018.
[3] Για μα ικανοποιητική παρουσίαση της προέλευσης της λέξης, βλ. «Qu’est-ce que le woke ? 2. Les origines», ctrlzmag.com, 25 Φεβρ. 2021.
[4] Stay Woke: The Black Lives Matter Movement, σκηνοθεσία Laurens Grant, 2016 .
[5] Βλ. Marc-Olivier Bherer, «Ne soyez plus cools, soyez “woke”», lemonde.fr, 3 Μάρτιος 2018.
[6] Αναφέρεται στο, Mathieu Bock-Côté, Η φυλετιστική επανάσταση και άλλα ιδεολογικά ζιζάνια, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2021.
[7] Helen Pluckrose et James Lindsay, Cynical Theories. How Activist Scholarship Made Everything about Race, Gender, and Identity – and Why This Harms Everybody, Pitchstone Publishing, 2020.
[8] Γίνεται αναφορά στη διακωμώδηση των αποδομητικών θεωριών από τους Σοκάλ και Μπρυκμόν, Όλα ξεκίνησαν από ένα πείραμα που έκανε ο Σoκάλ, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, το 1996, όταν υπέβαλε ένα άρθρο για δημοσίευση στο Social Text, ακαδημαϊκό περιοδικό μεταμοντέρνων σπουδών. Το άρθρο είχε τίτλο «Διαπερνώντας τα όρια: Προς μια μετασχηματιστική ερμηνευτική της Κβαντικής Βαρύτητας». Σε αυτό είχε σκόπιμα περιλάβει ανοησίες όπως ότι η κβαντική βαρύτητα είναι μία κοινωνική και γλωσσική κατασκευή. Το περιοδικό δημοσίευσε το άρθρο τον Μάιο του 1996 και την ίδια ημέρα ο Σοκάλ ανακοίνωσε ότι το άρθρο ήταν φάρσα. Ακολούθησε το βιβλίο των Alan Sokal και Jean Bricmont, [Impostures intellectuelles, Odile Jacob, 1997] το οποίο περιλαμβάνει εκτενή αποσπάσματα από τα έργα των Ζακ Λακάν, Τζούλια Κρίστεβα, Πωλ Βιριλιό, Ζιλ Ντελέζ, Φελίξ Γκουαταρί, Ζαν Μπωντριγιάρ, κ.ά. που χρησιμοποιούν εσφαλμένα έννοιες από τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά (σ.τ.μ).
[9] Helen Pluckrose et James Lindsay, ό.π., σ. 30.
[10] Στο ίδιο.
[11] Michel Foucault, Surveiller et punir [1975], στο Œuvres, II, Gallimard, «Bibliothèque de la Pléiade», 2015, σσ. 288-289.
[12] Jacques Derrida, «Signature, événement, contexte», ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο γαλλόφωνων Εταιρειών Φιλοσοφίας, Μόντρεαλ Αύγουστος 1971, σ. 19. Το ίδιο θέμα διερευνάται επίσης στο βιβλίο του, Positions, 1972.
[13] Helen Pluckrose et James Lindsay, ό.π., σ. 40.
[14] Pierre-André Taguieff, L’Imposture décoloniale. Science imaginaire et pseudo-antiracisme, Éditions de l’Observatoire, 2020, σ. 52.
[15] Helen Pluckrose et James Lindsay, ό.π., σ. 42.
μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου
*συγγραφέας,