Του Τάκη Θεοδωρόπουλου από την Καθημερινή
Μου είναι δύσκολο να γράψω για τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Πρώτον, διότι ακόμη κι αν ήξερα ότι τους τελευταίους μήνες ταλαιπωρήθηκε από την υγεία του, η είδηση του θανάτου του αποσυντόνισε τη σκέψη μου. Θα μου πείτε, στις ηλικίες μας οφείλουμε, ακόμη κι αν δεν έχουμε εξοικειωθεί με την ιδέα της απώλειας, είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε οργανώσει πνευματικά αντισώματα απέναντι στο αναπόφευκτο. Με τον Βασίλη ήμασταν φίλοι. Μπορεί να μη βλεπόμασταν συχνά, όμως, όσος καιρός κι αν είχε περάσει απ’ την προηγούμενη συνάντησή μας, ήταν σαν να συνεχίζαμε τη συζήτηση εκεί όπου την είχαμε αφήσει. Κι όταν θέλεις να αποχαιρετίσεις έναν φίλο, οι λέξεις σε προδίδουν. Ο,τι κι αν πεις, αισθάνεσαι πως κάτι δεν έχεις πει. Ειδικά όταν έχεις να κάνεις με μια προσωπικότητα σαν τον Βασίλη, ο οποίος, ακόμη κι αν τρώγαμε και πίναμε μαζί, με τον τρίτο της παρέας, τον Πέτρο Μάρκαρη, είχε την ικανότητα να μετατρέπει ακόμη και την πιο απλή ιστορία σε ένα ευφυές μονόπρακτο. Να μιλήσω για τον αυτοσαρκασμό του; Για την καυστική ειρωνεία του; «Είμαι άνεργος κωμικός. Την τέχνη μού την έχουν κλέψει οι πολιτικοί». Να μιλήσω για τις ατέλειωτες ιστορίες που είχε πάντα να διηγηθεί. «Βασίλη, παιδί μου, μήπως σε ξύπνησα;» ήταν ο Χορν στις δύο η ώρα τη νύχτα. « Οχι, κύριε Χορν». «Βασίλη, παιδί μου, αν σε ξύπνησα να μου το πεις να κλείσω αμέσως». «Οχι, κύριε Χορν». «Βασίλη, παιδί μου, έρχονται. Ποιοι είναι αυτοί που έρχονται;». Ηταν μερικές ημέρες πριν από την εκλογή του ΠΑΣΟΚ το 1981. Τον θαύμαζε τον Χορν. Ηταν ο Τάκης που ανέφερε ο ήρωάς του Φωκίων στο «Σιχτίρ ευρώ μπατίρ δραχμή» – έργο που έγραψε και ερμήνευσε μόνος του. Ο Παπαβασιλείου είχε το ταλέντο να μεταπλάθει την ευφυΐα του σε τέχνη. Παρά τα στιβαρά πνευματικά του εργαλεία δεν συμπεριφερόταν στη σκηνή σαν να είναι εξυπνότερος από το έργο. Είναι ο μόνος που αντιστάθηκε στη «σκηνοθετίτιδα», την αρρώστια που υπονομεύει τη «θεατροπραξία» –όρος δικός του– όπου ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι εξυπνότερος από το έργο του. Αρρώστια του θεάτρου, αρρώστια των καιρών μας. Δεν παράγουμε έργα, διότι αισθανόμαστε εξυπνότεροι απ’ αυτά. Γι’ αυτό ο Παπαβασιλείου ήταν μοναδικός.
Ταλαντούχος ηθοποιός, κωμικός που θαύμαζε τον Αυλωνίτη, διανοούμενος πάντα ικανός να μεταφράζει τη διάνοιά του στη σκηνή του κόσμου μας. Πολιτικός με την κλασική σημασία του όρου, ο άνθρωπος που ασχολείται με τη συγκρότηση της κοινότητας – είτε είναι το θεατρικό κοινό είτε το κοινό της τρέχουσας πολιτικής. «Στην Ελλάδα ώς τα πενήντα σου θεωρείσαι πολλά υποσχόμενος. Αν καταφέρεις και πατήσεις τα εξήντα σε θεωρούν καταξιωμένο. Κι αν με το καλό φτάσεις τα εβδομήντα, είσαι διάνοια, μεγάλος ηθοποιός». Τα ευφυολογήματά του πάντα κέντριζαν τη σκέψη. Οπως εκείνο το περίφημο «τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα» για το 2021, που με την άδειά του το χρησιμοποίησα ως τίτλο σε ένα βιβλίο μου. Ιδιοφυής σκηνοθέτης. Πάντα κάτι είχε να σου πει, έχοντας συνείδηση ότι η σκηνή δεν είναι έδρα διδασκαλίας. Η δύναμή της είναι η αθωότητα της πράξης. Η τελευταία παράστασή του που είδα ήταν η «Ελένη» του Ευριπίδη, μια απολαυστική κωμωδία, που στηριζόταν όμως στο κείμενο του τραγικού χωρίς εκείνα τα περίφημα ευρήματα που προδίδουν την αμηχανία του σκηνοθέτη απέναντι στην πρώτη ύλη. Παρεμβατικός διανοούμενος ο οποίος δεν κούνησε ποτέ το δάχτυλο. Είχα την εντύπωση ότι από την ώρα που ξυπνούσε ώς την ώρα που κοιμόταν οργάνωνε το μυαλό του για να βγάλει ένα δημιουργικό απόφθεγμα. Φιλοσοφούσε «άνευ μαλακίας».
Δεν πέρασε εύκολα ο Βασίλης. Η απόπειρά του να φτιάξει δικό του θίασο απέτυχε, αφήνοντάς του μόνο χρέη. Η θητεία του ως καλλιτεχνικού διευθυντή στο ΚΘΒΕ τελείωσε άδοξα. Η αλήθεια είναι ότι η διοίκηση δεν ήταν το δυνατό του σημείο. Δεν είμαι σε θέση να κάνω μια ολοκληρωμένη αποτίμηση του έργου του. Ελπίζω ότι κάποιοι θα το αναλάβουν, αν και η περίφημη άνθηση του θεάτρου τα τελευταία χρόνια συμβαδίζει περισσότερο με την εξάπλωση των τραπεζοκαθισμάτων και αναρωτιέμαι ειλικρινά πόσοι από τους νεότερους είναι σε θέση να αναγνωρίσουν την αξία του έργου του. Και πόσοι τον γνωρίζουν;
Συνηθίζουμε να μιλάμε για μεγάλη απώλεια. Στην περίπτωσή του ισχύει στην κυριολεξία. Οχι μόνο για το έργο που αφήνει πίσω του, αλλά επειδή έως το τέλος παρέμεινε δημιουργικός. Πόσο θα ήθελα να δω τη συνέχεια του Φωκίωνα, που πήρε το βραβείο της χρονιάς στο άσυλο των ψεκασμένων; Για να είμαι ειλικρινής, την περίμενα. Αλλά ο φίλος Βασίλης μού τη στέρησε. Και τον αποχαιρετώ με όλη μου την αγάπη και τον θαυμασμό που του πρέπει.
