πηγή φώτο
Αποσπάσματα από το υπό έκδοση βιβλίο του Νικόλα Δημητριάδη, Θεωρίες συνωμοσίας και ψευδοϊστορικοί μύθοι στην υπηρεσία της πολιτικής.
του Νικόλα Δημητριάδη
Όσο η ελληνική προϊστορία απασχολεί την ακαδημαϊκή κοινότητα, ταυτόχρονα, στο περιθώριο των επιστημών της Αρχαιολογίας και της Γλωσσολογίας, αναπτύσσονται διαρκώς ψευδο-ιστορικοί μύθοι, που επιχειρούν να προσφέρουν νέες ευφάνταστες υποθέσεις γύρω από την προέλευση του ελληνικού κόσμου. Στην Ελλάδα, το ρεύμα της αρχαιολατρίας προσέφερε διάφορες απίθανες θεωρίες, που έφθαναν ως την ανοιχτή «ουφολογία» της ομάδας «Ε» και του πλανήτη Σείριου. Το Άρδην έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με το ρεύμα αυτό – βλέπε ενδεικτικά τα αφιερώματα «Έλληνες: Ινδοευρωπαίοι ή εξωγήινοι;» στο τεύχος 52 (Ιαν.-Μάρτ. 2005) και, «Ήταν Έλληνας ο Χίτλερ;» στο τεύχος 53 (Απρ.-Μάι. 2003). Στο ανά χείρας αφιέρωμα, λοιπόν, θα περάσουμε από την εγχώρια ψευδοϊστορία στη διεθνή, για να παρουσιάσουμε τρεις περιπτώσεις όπου ευφάνταστοι παραεπιστημονικοί μύθοι για την καταγωγή των Ελλήνων απέκτησαν σε χώρες του εξωτερικού ακαδημαϊκή περιωπή και αναγνώριση, στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης πολιτικών και ιδεολογικών σκοπιμοτήτων.
Η θεωρία της τουρκικής καταγωγής των Ελλήνων …
Ο δημιουργός του σύγχρονου τουρκικού κράτους, Κεμάλ Ατατούρκ, βρέθηκε στα 1924 με μία διαλυμένη αυτοκρατορία, έχουσα ένα μωσαϊκό διαφορετικών πληθυσμών, την οποία αποπειράθηκε να μετατρέψει σε ένα σύγχρονο κοσμικό εθνικό κράτος. Αντί της θρησκείας, όρισε ως θεμέλιο του νέου κράτους την τουρκική εθνική ταυτότητα. Η γενοκτονία των χριστιανικών λαών, Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων, προσέφερε μεν θρησκευτική ομοιογένεια, αλλά η εθνική ομοιογένεια ήταν ακόμη ζητούμενο, σε μία χώρα που περιελάμβανε εκατομμύρια αλλοεθνείς μουσουλμάνους, Κούρδους, Άραβες, Κιρκάσιους, Αμπχάζιους, Τατάρους, Βόσνιους, Αλβανούς, Πομάκους, Τσιγγάνους κ.ά. Ήδη οι Νεότουρκοι, είχαν επιχειρήσει να «τουρκοποιήσουν» τους πληθυσμούς αυτούς με ένα πρόγραμμα μαζικών μετακινήσεων και μία σειρά μέτρων που σκόπευαν στην αφομοίωσή τους.
Ο Κεμάλ θα επεξεργαστεί περαιτέρω τα μέτρα αυτά, προσπαθώντας παράλληλα να διαμορφώσει μία νέα ταυτότητα που θα μπορούσε να εμπνεύσει τους εν λόγω πληθυσμούς. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, η τουρκική ιστορία όφειλε να ξαναγραφεί. Ή, για να είμαστε ακριβείς, να γραφεί. Διότι στην οθωμανική εκπαίδευση η μόνη ιστορία που διδασκόταν ήταν η ισλαμική, οι δε πρώτες απόπειρες των Νεοτούρκων για διδασκαλία Ιστορίας αφορούσαν στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιστορία του τουρκικού έθνους δεν είχε γραφεί ποτέ και ο Κεμάλ μπορούσε να τη γράψει εξαρχής με τρόπο που να εξυπηρετεί την πολιτική του.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Σπύρο Βρυώνη, το έναυσμα δόθηκε το 1928, σε μία συνάντησή του με την δασκάλα Αφέτ Ινάν, όταν του υπέδειξε ένα γαλλικό βιβλίο το οποίο κατηγοριοποιούσε τους Τούρκους ως ανήκοντες στην κίτρινη φυλή. Ο Κεμάλ θορυβήθηκε: «Όχι, δεν μπορεί. Πρέπει να πιάσουμε δουλειά στο θέμα αυτό.» Και σύντομα έβαλε μπρος ένα φιλόδοξο πρόγραμμα έρευνας και συγγραφής της τουρκικής Ιστορίας. Το 1931, θα συστήσει τον «Όμιλο για τη Μελέτη της Τουρκικής Ιστορίας» και, έναν χρόνο μετά, στο «Πρώτο Συνέδριο Τουρκικής Ιστορίας», θα συγκεντρώσει καθηγητές από σχολεία όλης της χώρας για να τους παρουσιάσει τη νέα Ιστορία που όφειλαν στο εξής να διδάσκουν. Το όνομά της: «Τουρκική Ιστορική Θέση».
Ομιλητές όπως η Αφέτ Ινάν και ο Ρεσίτ Γκαλίπ (μετέπειτα υπουργός Παιδείας) ανέλαβαν στο συνέδριο να εξηγήσουν την καινοφανή θεωρία: Οι Τούρκοι ήταν μία πανάρχαια φυλή, που ήκμασε στην Κεντρική Ασία. Κλιματικοί λόγοι την υποχρέωσαν να εγκαταλείψει την κοιτίδα της και έτσι διασκορπίστηκε στα πέρατα του κόσμου, από την Κίνα και την Ινδία, ως τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και την Ευρώπη, φέρνοντας μαζί τα φώτα του πολιτισμού. Οι ίδιοι οι Τούρκοι ανήκαν στον βραχυκέφαλο ανθρωπολογικό τύπο, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στο Τουρκεστάν, στα Αλταϊκά όρη της Κεντρικής Ασίας (στα σημερινά σύνορα Καζακστάν, Ρωσίας και Μογγολίας). Από εκεί οι ομιλητές κατέληξαν στο αδιανόητο συμπέρασμα πως όλοι οι «βραχυκέφαλοι» λαοί έχουν τουρκική καταγωγή και, καθώς οι βραχυκέφαλοι πληθυσμοί είναι οι μόνοι που παράγουν πολιτισμό (!), ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι… δημιούργημα των Τούρκων! Οι Τούρκοι, λοιπόν, είναι οι γεννήτορες του πολιτισμού των αρχαίων Σουμερίων, των Αιγυπτίων, των Χετταίων, των Ινδών, των Κινέζων και μιας σειράς άλλων λαών, των Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων.
Η απόρριψη της αυθεντικότητας του ελληνικού πολιτισμού είναι μία βασική σταθερά της «Τουρκικής Ιστορικής Θέσης». Στο συνέδριο, ο ιστορικός Χασάν Τζεμίλ Τσαμπέλ ανέλαβε να περιγράψει εκτενώς τα των Ελλήνων, εξηγώντας το πώς οι Χετταίοι έφεραν τον πολιτισμό τους στη μινωϊκή Κρήτη, εν συνεχεία στους Μυκηναίους, τους Ίωνες, τους Δωριείς και εντέλει την κλασική Αθήνα. Κατ΄ αυτόν, συνιστούσε εσφαλμένο μύθο η αναφορά στην «ιδιοφυία» και το «θαύμα» του κλασικού ελληνικού πολιτισμού: «Οι Έλληνες δεν είναι παρά ένα μικρό μέλος της μεγάλης τουρκικής οικογένειας, που είναι και η πραγματική πηγή κάθε ιδιοφυΐας και κάθε θαύματος.»… Οι αρχαίοι Έλληνες, λοιπόν, ήταν απόγονοι των Χετταίων, που με τη σειρά τους ήταν απόγονοι των… πανάρχαιων Τούρκων.
Ο Κεμάλ και οι συν αυτώ έβλεπαν ότι οι ιστορικές περγαμηνές ήταν απαραίτητες στο νέο διεθνές περιβάλλον που διαμόρφωνε η διάλυση των παλιών αυτοκρατοριών και η επικράτηση της αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνών. Τα 14 σημεία του Γουίλσον και οι πρόνοιες της Συνθήκης των Σεβρών για μοίρασμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα έθνη που την αποτελούσαν ώθησαν του Νεότουρκους και τον Κεμάλ στην αναζήτηση ιστορικών «τίτλων κυριότητας». Ήδη από το 1922, ο διανοούμενος Αχμέτ Αγάογλου (στον οποίο ο Κεμάλ εμπιστεύθηκε το γραφείο Τύπου του) αρθρογραφούσε συχνά γύρω από την υπόθεση των Χετταίων, τους οποίους πολιτογραφούσε ως Τούρκους, ενώ διατεινόταν ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Μικράς Ασίας είχαν «τουρανική» καταγωγή.
Με την «Τουρκική Ιστορική Θέση», λοιπόν, η Τουρκία επιδίωκε να αποκρούσει τις εδαφικές διεκδικήσεις Ελλήνων και Αρμενίων, προσπαθώντας να αποκτήσει τίτλους ιδιοκτησίας της Μικράς Ασίας, κάμποσες χιλιετίες προ του Ματζικέρτ. Ταυτόχρονα, βάπτιζε «Τούρκους», ή «περίπου Τούρκους», ή, τέλος πάντων, «δυνητικούς Τούρκους» το σύνολο των κατοίκων της Μικράς Ασίας, έχοντας, έτσι, μια δικαιολογία για τη βίαιη τουρκοποίησή τους, που ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες.
… και της γερμανικής …
Την εποχή που ο Κεμάλ πάσχιζε να αποδείξει την ανωτερότητα του τουρκικού πολιτισμού, ένα παρόμοιο εγχείρημα λάμβανε χώρα στη Γερμανία, το βιογραφικό της οποίας ήταν εξαιρετικά πτωχό κατά την αρχαιότητα. Εδώ τα διατιθέμενα μέσα ήταν ασφαλώς περισσότερα και οι ρατσιστικές θεωρίες είχαν μεγαλύτερη περιωπή. Έτσι, αν ο Κεμάλ ήθελε τους αρχαίους Έλληνες να έχουν έρθει από τα υψίπεδα του Τουράν, οι Γερμανοί αναζήτησαν μία βορειότερη διαδρομή. Την απάντηση έδωσαν οι θεωρίες του εθνικοσοσιαλιστή Χανς Γκύντερ, ενός εκ των εμπνευστών της φυλετικής ιδεολογίας της ναζιστικής Γερμανίας. Σύμφωνα με τον Γκύντερ, αυτό που έμεινε γνωστό ως «κάθοδος των Δωριέων» ήταν στην πραγματικότητα μία μετανάστευση φυλών του βορειοευρωπαϊκού «νορδικού» φυλετικού τύπου στον ελληνικό χώρο, που οδήγησε στην ανάπτυξη ενός πολιτισμού δύο ταχυτήτων: Από τη μία, μία ολιγάριθμη ηγετική κάστα βορειοευρωπαϊκής φυλετικής καταγωγής, ξανθοί και γαλανομάτηδες, που διαμόρφωσε τον μυκηναϊκό πολιτισμό και στη συνέχεια τον πολιτισμό της κλασικής εποχής. Και από την άλλη, ο γηγενής πληθυσμός, μία μείξη μεσογειακών και ασιατικών φυλετικών χαρακτηριστικών, που αποτελούσε τα κατώτερα, μη δημιουργικά κοινωνικά στρώματα. Ο Γκύντερ παραθέτει μία σειρά από αυθαίρετα παραδείγματα για να περιγράψει τις δύο υποτιθέμενες «κάστες»: Οι ξανθοί Δαναοί έναντι των μελαχρινών Τρώων, ο ήρωας Αχιλλέας έναντι του ασχημομούρη Θερσίτη, οι Σπαρτιάτες έναντι των ειλώτων, οι αγέρωχοι Θεοί του Ολύμπου έναντι των σατύρων και των σειληνών, η «νορδική» ομορφιά των αγαλμάτων έναντι των χοντροκομμένων θεατρικών προσωπείων της αττικής κωμωδίας, ακόμη και του ίδιου του Σωκράτη, του οποίου η ευφυΐα αποτελούσε για τον Γκύντερ μία απρόσμενη και ασφαλώς μεμονωμένη εξαίρεση.
Ακολούθως, οι πόλεις-κράτη, όπως η Σπάρτη και η Αθήνα, προσπαθούσαν να διατηρήσουν τη φυλετική καθαρότητα της ηγετικής κάστας τους, αλλά ο γηγενής πληθυσμός διαρκώς αυξανόταν, οδηγώντας την κλασική Ελλάδα στην παρακμή. Αυτό ξεκίνησε από την Αθήνα, η οποία εγκατέλειψε τα «ευγονικά ιδανικά που εξέφραζαν οι νόμοι του Λυκούργου» και, με τη Δημοκρατία του Περικλή, οδήγησε στην «απονορδικοποίηση» του πληθυσμού της. Η ανώτερη κάστα σταμάτησε να κάνει πολλά παιδιά και ο ασιατικός φυλετικός τύπος κυριάρχησε, φέρνοντας μαζί του και την ομοφυλοφιλία. Ο ξανθός Αλέξανδρος προσέφερε μία πρόσκαιρη αναλαμπή, αλλά στο τέλος η μεσογειακή/ασιατική φυλετική πλημμυρίδα της ελληνιστικής εποχής οδήγησε τον ελληνικό πολιτισμό στη δύση του. Έτσι, αν ο Φαλμεράυερ τοποθετούσε την «εξαφάνιση» του ελληνικού έθνους στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, ο Γκύντερ την πήγε κάποιους αιώνες νωρίτερα.
Οι θεωρίες αυτές προσέφεραν στον Γκύντερ αναγνώριση και πανεπιστημιακές έδρες. Παράλληλα έλυσαν και τον γρίφο που αντιμετώπιζαν οι ναζί, οι οποίοι από τη μία όφειλαν να θαυμάζουν τον ελληνικό πολιτισμό, όμως, ταυτόχρονα, κατέτασσαν τους συγχρόνους τους Έλληνες στους περίπου «σκούρους» λαούς, μαζί με τους Εβραίους και τους Άραβες (άποψη που συμμερίζονταν πλείστοι όσοι ρατσιστές/φυλετιστές της εποχής τους). Δεν ξέρουμε τι αποδοχή έχουν οι θεωρίες αυτές από τους σύγχρονους Έλληνες οπαδούς του εθνικοσοσιαλισμού, πάντως στην ακαδημαϊκή κοινότητα ξεχάστηκαν γρήγορα, με το τέλος του πολέμου.
… και της αφροφοινικικής
Από τις προπολεμικές αυτές θεωρίες, θα καταλήξουμε στην περίφημη θεωρία του «αφρο-κεντρισμού», που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά χρόνια, στο πλαίσιο της αποαποικιοποίησης και του αγώνα των μαύρων των Η.Π.Α. για κοινωνική ισότητα και χειραφέτηση. Ο δίκαιος πολιτικός αγώνας για την κατάργηση της δουλείας, την ενσωμάτωση των μαύρων στην αμερικανική κοινωνία και την εξάλειψη της αποικιοκρατίας στην Αφρική κατά κάποιον τρόπο «καθαγίασε» τον αφροκεντρισμό και τις ψευδοεπιστημονικές θεωρίες του. Ο πειρασμός της διαστρέβλωσης ήταν μεγάλος και σύντομα κυκλοφόρησε μία σχετικών πλειάδα βιβλίων, όπως το Stolen Legacy: Greek Philosophy is Stolen Egyptian Philosophy του Τζωρτζ Τζέιμς ή το The African Origin of Civilization και το Civilization or Barbarism: An Authentic Anthropology του Σενεγαλέζου ιστορικού και ανθρωπολόγου Τσέικχ Άντα Ντιόπ. Κεντρικό ρόλο στο αφροκεντρικό αφήγημα παίζει η οικειοποίηση του αιγυπτιακού πολιτισμού. Οι αφροκεντριστές ισχυρίζονται ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν μαύροι, ο δε αρχαίος ελληνικός πολιτισμός βασίστηκε στον αιγυπτιακό, από τον οποίο έκλεψε τις τέχνες, τη φιλοσοφία κ.λπ. Το εξαγόμενο συμπέρασμα είναι ότι οι μαύροι αποτελούν του γεννήτορες του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Οι θεωρίες αυτές θα εμπλουτιστούν τη δεκαετία του 1990 με το διαβόητο βιβλίο Μαύρη Αθηνά, του Μάρτιν Μπερνάλ (Martin Bernal), το οποίο πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, καθώς δεν ασχολήθηκε μόνο με τον πολιτισμό των Ελλήνων, αλλά και με την ίδια τους την καταγωγή. Αν ο Γκύντερ, με την «κάθοδο των Δωριέων», ήθελε τον ελληνικό πολιτισμό να οφείλεται σε εποικισμό Βορειοευρωπαίων, ο Μπερνάλ, με την «εισβολή των Υξώς», ήθελε τον ελληνικό πολιτισμό να οφείλεται σε εποικισμό Αιγυπτίων και Φοινίκων/Χαναναίων. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τη μυθολογία (όπως η οίκιση της Θήβας από τον Κάδμο, γιο του Αγήνορα, μυθικού βασιλιά της Τύρου), μία συγκριτική γλωσσολογία εκ του προχείρου (ο ίδιος ήταν σινολόγος και δεν γνώριζε τις αρχαίες γλώσσες που συνέκρινε) και μία σκόρπια και επιλεκτική παράθεση αμφίβολων «αποδείξεων» (της πλακουτσωτής μύτης του Σωκράτη συμπεριλαμβανομένης), ο Μπερνάλ καταλήγει ότι ο ελληνικός πολιτισμός οφείλεται σε έναν εποικισμό του ελληνικού χώρου από Αιγυπτίους και Φοίνικες/Χαναναίους, κατά τη 2η π.Χ. χιλιετία. Η παντελής έλλειψη αρχαιολογικών δεδομένων που να στηρίζουν τις υποθέσεις του δεν τον πτόησαν καθόλου.
Το έργο του Μπερνάλ υπέστη εκτεταμένη και ενδελεχή κριτική. H φιλόλογος Μαίρη Λεύκοβιτς αντέκρουσε τις θεωρίες του Μπερνάλ στο βιβλίο της Not Out of Africa: How Afrocentrism Became an Excuse to Teach Myth As History, καθώς και στον συλλογικό τόμο Black Athena Revisited, που επιμελήθηκε με τον Γκάι Μακλίν Ρότζερς, όπου μία σειρά από επιστήμονες διαφόρων τομέων προβαίνουν σε μία συστηματική κατάρριψη της μεθοδολογίας και των επιχειρημάτων του Μπερνάλ. Το ίδιο έκαναν και δεκάδες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, που έμοιαζαν να οδηγούν τον Μπερνάλ στην οριστική ανυποληψία.
Κι όμως, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ο Μπερνάλ είχε μυριστεί το «πνεύμα της εποχής» του και πέτυχε εκεί που είχαν αποτύχει άλλοι αφροκεντριστές σε παλαιότερες εποχές. Όταν εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος της Μαύρης Αθηνάς, το 2002, το κλίμα στην αμερικανική ακαδημαϊκή κοινότητα είχε πια αλλάξει τελείως και οι μέχρι τότε ανυπόληπτες θεωρίες του αφροκεντρισμού είχαν την τύχη να αποκτήσουν μία δεύτερη ευκαιρία, επιστρατευμένες αυτή τη φορά όχι από τη «μαύρη δύναμη» του ’60, και τα νεοεμφανιζόμενα αφρικανικά κράτη, αλλά από μία νέα ιδεολογία, σαφώς πιο ισχυρή και ισοπεδωτική, καθώς έχει προσλάβει χαρακτηριστικά θρησκευτικής αίρεσης: Αυτό που σήμερα αποκαλούμε «γουόκ κουλτούρα» θα φέρει τον αφροκεντρισμό στο επίκεντρο των κλασικών σπουδών. Αυτή τη φορά η δουλειά του δεν είναι να τονώσει την αυτοπεποίθηση των Αφρικανών, αλλά να συμβάλει στην «αποδόμηση» του «συστημικού ρατσισμού» και στην όξυνση των φυλετικών αντιθέσεων που επιδιώκει η λεγόμενη «critical theory». Ο γουοκισμός προσέφερε στον «μαύρο Σωκράτη» μία ακαδημαϊκή σταδιοδρομία που ούτε να τη φανταστεί δεν θα μπορούσε ο Σλάβος «Μακεντόνσκι» Μεγαλέξανδρος των Σκοπιανών ή ο «Ανατόλιαν» πρωτο-Τούρκος Όμηρος των παντουρκιστών.
Ο Ζακ Μπερλίνερμπλαου, που έκανε μία εκτενή παρουσίαση της αντιπαράθεσης γύρω από τη Μαύρη Αθηνά, υπολόγισε ότι ένα 30% των κριτικών για τον Μπερνάλ ήταν θετικά διακείμενες απέναντί του. Βέβαια, παρατήρησε ότι η θετική αυτή ανταπόκριση προερχόταν από το πολιτικά «ριζοσπαστικό» στρατόπεδο και –το κυριότερο– από ακαδημαϊκούς, το αντικείμενο των οποίων ήταν άσχετο με το υπό εξέταση θέμα (δεν ήταν, δηλαδή, κλασικιστές, ελληνιστές, αιγυπτιολόγοι, γλωσσολόγοι κ.λπ.). Το έργο του Μπερνάλ βρήκε ενθουσιώδη ανταπόκριση στον τομέα των «μαύρων σπουδών», καθώς και στους πανεπιστημιακούς που έσπευσαν να υιοθετήσουν το πολιτικό του πρόταγμα, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας των επιχειρημάτων του.
Έτσι, η κατάσταση σήμερα εμφανίζει μία ιδιότυπη κατάσταση: Ένα μέρος των κλασικιστών στις Η.Π.Α. αντιμετωπίζει τον Μπερνάλ ως έναν κομπογιαννίτη, που πολιτικοποιεί τις κλασικές σπουδές και, ταυτόχρονα, ένα άλλο μέρος τον αποδέχεται ως αυθεντία, προωθώντας και εμπλουτίζοντας τις θεωρίες του. Πώς είναι αυτό κατορθωτό, σε έναν χώρο, που υποτίθεται ότι βασίζεται στην εξέταση, κρίση, τεκμηρίωση και επαλήθευση κάθε θεωρίας; Η Μαίρη Λεύκοβιτς, μας δίνει την απάντηση: «Υπάρχει σήμερα μία τάση, τουλάχιστον μεταξύ των ακαδημαϊκών κύκλων, να αντιμετωπίζεται η Ιστορία ως μία μορφή μυθοπλασίας που μπορεί και πρέπει να γράφεται διαφορετικά από κάθε χώρα και εθνότητα. Η τάση αυτή υποθέτει ότι, με κάποιον τρόπο, όλες αυτές οι εκδοχές είναι ταυτόχρονα σωστές, ακόμη κι αν είναι αντικρουόμενες σε ορισμένες τους λεπτομέρειες. Έτσι, η αφήγηση της αρχαίας Ιστορίας που προτείνει ο αφροκεντρισμός δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ψευδοϊστορία, αλλά ως μία εναλλακτική ματιά στο παρελθόν. Μπορεί να θεωρηθεί εξίσου έγκυρη με την παραδοσιακή οπτική, ίσως και πιο έγκυρη, λόγω της ‘‘ηθικής ατζέντας’’ της.»…
1 ΣΧΟΛΙΟ
[…] https://ardin-rixi.gr/archives/263964 […]