Αρχική » Mορίς Γκαρέν, «ο μουρλός»

Mορίς Γκαρέν, «ο μουρλός»

από admin

του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη

Οι περιπέτειες του νικητή του πρώτου ποδηλατικού γύρου Γαλλίας

Ο Μορίς Φρανσουά Γκαρέν γεννήθηκε την 3η Μαρτίου του 1871 στην Ιταλία από γαλλόφωνους γονείς και μετακόμισε με τους γονείς του στη βόρεια Γαλλία σε ηλικία 14 ετών. Επειδή ήταν μικρόσωμος και ευέλικτος δούλεψε για χρόνια σαν καθαριστής καπνοδόχων, ένα από τα πλέον επικίνδυνα επαγγέλματα της εποχής. Οι ώρες εργασίας ήταν πολλές, οι συνθήκες άθλιες και ο νεαρός Γκαρέν έβλεπε τις μέρες να περνούν ίδιες κι απαράλλαχτες, στριμωγμένος μέσα στις καπνοδόχους που καθάριζε απ’ το πρωί ως το βράδυ. Όλα αυτά, όμως, θα άλλαζαν το πρωινό μιας Κυριακής του Μαρτίου του 1889. Εκείνη τη μέρα, ο Γκαρέν αγόρασε το πρώτο του ποδήλατο.

Ήταν ένα μεταχειρισμένο κόκκινο Ραντονέ, που κόστισε 405 γαλλικά φράγκα της εποχής (περίπου 1.400 σημερινά ευρώ), πράγμα που σήμαινε τα μεροκάματα 3 μηνών 12ωρης εργασίας, 6 μέρες την εβδομάδα. Ήταν ακριβό, αλλά ταυτόχρονα ήταν ένα μέσο μεταφοράς και ελευθερίας και ο Γκαρέν άρχισε να περνά ολοένα περισσότερες ώρες πάνω στη σέλλα και λιγότερες μέσα στους καπνούς και τα φουγάρα. Αρχικά δεν τον ενδιέφερε να πάρει μέρος σε αγώνες, αλλά να κάνει μακρινές εκδρομές στην εξοχή με φίλους, σιγά σιγά όμως έγινε αρκετά γρήγορος, ώστε να του βγάλουν το παρατσούκλι «ο μουρλός», καθώς καθημερινά τον έβλεπαν να τρέχει με το ποδήλατο μέσα στην πόλη, με όση δύναμη του επέτρεπαν τα πόδια του.
Το 1892, οι φίλοι του τον έπεισαν να πάρει μέρος σε έναν τοπικό ποδηλατικό αγώνα. Οι ποδηλάτες έπρεπε να καλύψουν μια απόσταση 200 χιλιομέτρων, από την πόλη Μομπέζ στην πόλη Ιρσόν και πίσω. Αν και ο Γκαρέν υπέφερε απ’ τη ζέστη και τον ήλιο σ’ ολόκληρη τη διαδρομή, κατάφερε να τερματίσει 5ος κι αποφάσισε να πάρει μέρος και σ’ άλλους αγώνες. Η πρώτη νίκη του ήρθε το 1893, στον αγώνα Ναμύρ-Ντινάν-Ζιβέ, στο Βέλγιο. Ο Γκαρέν οδηγούσε την κούρσα μέχρι τη Ντινάν όπου έπαθε λάστιχο. Μη έχοντας δεύτερο ποδήλατο, ετοιμάστηκε να εγκαταλείψει όταν πρόσεξε ένα βοηθό που περίμενε κρατώντας ένα ποδήλατο για κάποιον αντίπαλό του. Ο Γκαρέν άφησε το δικό του ποδήλατο κάτω από μια γέφυρα, άρπαξε το ποδήλατο απ’ τον βοηθό και κέρδισε τον αγώνα με 10 λεπτά διαφορά. Την επόμενη μέρα γύρισε στη Ντινάν και, ευτυχώς, βρήκε το ποδήλατό του εκεί όπου το είχε αφήσει.
Μετά τη νίκη αυτή, ο Γκαρέν είχε βρει τη φόρμα του αν και έγινε επαγγελματίας κατά λάθος. Φτάνοντας στην αφετηρία ενός αγώνα, στην πόλη Μομπέζ, συνειδητοποίησε ότι ο αγώνας ήταν αυστηρά για επαγγελματίες. Έτσι, αφού δόθηκε η εκκίνηση, μπήκε κι αυτός στον αγώνα και άρχισε να προσπερνά τους αντιπάλους ποδηλάτες, τον έναν μετά τον άλλον, και τερμάτισε πρώτος, αν και έπεσε δύο φορές κατά τη διάρκεια της ξέφρενης κούρσας του. Όταν οι διοργανωτές αρνήθηκαν να του δώσουν το βραβείο των 150 φράγκων, το ενθουσιώδες κοινό έκανε έρανο επί τόπου και του έδωσε τα διπλά.
Το 1903 ήταν η μεγάλη χρονιά για τον Γκαρέν. Τη χρονιά εκείνη, η αθλητική εφημερίδα Λ’ Οτό διοργάνωσε για πρώτη φορά τον ποδηλατικό γύρο της Γαλλίας, τον αγώνα που θα γινόταν ο μυθικότερος και δυσκολότερος ποδηλατικός αγώνας στον κόσμο. Για 19 μέρες,  οι ποδηλάτες θα έπρεπε να καλύψουν την εκπληκτική απόσταση των 2.428 χλμ. με μονοτάχυτα ποδήλατα, σκαρφαλώνοντας τις Άλπεις και τα Πυρηναία, και να διασχίσουν τις πεδιάδες της Γαλλίας με εναλλασσόμενες καιρικές συνθήκες βροχής, φοβερής ζέστης και αφόρητου κρύου, με όποιο εξοπλισμό μπορούσαν να κουβαλήσουν στα ποδήλατά τους. Από τους 60 που ξεκίνησαν τον αγώνα, στο καφέ «Το πρωϊνό ξύπνημα», τερμάτισαν μόνο 21, με νικητή τον Μορίς Γκαρέν, με επίδοση 94 ώρες και 33 λεπτά. Όταν ρωτήθηκε πως ήταν ο γύρος της Γαλλίας, ο Γκαρέν αποκρίθηκε: «Σ’ αυτά τα 2.500 χλμ. υπέφερα, ήμουν πεινασμένος, διψασμένος, νυσταγμένος, έκλαψα ανάμεσα στη Λυόν και τη Μασσαλία, ένιωσα περήφανος που νίκησα, αλλά αυτό που μένει χαραγμένο στη μνήμη μου είναι το ότι αισθανόμουν σαν ταύρος στην αρένα, που του έχουν καρφώσει τα ακόντια και τα σέρνει μαζί του».
Το 1904, ο Γκαρέν ξαναπήρε μέρος στον γύρο της Γαλλίας, αλλά,  με τη δημοτικότητα του αγώνα να έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία των διοργανωτών, τα πράγματα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Οι φίλαθλοι ακολουθούσαν πλέον τους ποδηλάτες και σε κάποιες περιπτώσεις έριχναν δέντρα στον δρόμο για να μπλοκάρουν την πορεία κάποιων και να ευνοήσουν τον «δικό τους». Στην ατελείωτη ανηφόρα ενός περάσματος στις Άλπεις, οι υποστηρικτές ενός τοπικού αθλητή επιτέθηκαν στον Ιταλό πρωταθλητή, Γκέρμπι, και τον πλάκωσαν στο ξύλο. Ο ίδιος ο Γκαρέν τη γλίτωσε παρά τρίχα όταν ένα πλήθος, που κρατούσε ρόπαλα και πέτρες, στρίμωξε τους ποδηλάτες έξω απ’ το Σαιντ Ετιέν, φωνάζοντας «Ζήτω ο Φορέ. Κάτω ο Γκαρέν. Σκοτώστε τον». Έχοντας χτυπηθεί με μια πέτρα στο κεφάλι, ο Γκαρέν κατόρθωσε να διαφύγει, μετά από την επέμβαση της αστυνομίας που πυροβόλησε στον αέρα για να διαλύσει τους ταραξίες. Το ίδιο βράδυ δήλωσε στον τύπο «Θα κερδίσω τον γύρο της Γαλλίας αρκεί να μη με δολοφονήσουν πριν φτάσω στο Παρίσι». Τελικά, όντως έφτασε πρώτος στο Παρίσι και κέρδισε το γύρο του 1904, ένα γύρο της Γαλλίας που χαρακτηρίστηκε από απίστευτα επεισόδια, με καρφιά να σπέρνονται στον δρόμο για να σκάσουν τα λάστιχα των αντιπάλων ή ποδηλάτες να σύρονται από μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα και να κουβαλούν μαζί τους περίστροφα για αυτοάμυνα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των ατασθαλιών ήταν να ακυρωθούν οι πρώτοι 4 νικητές, μαζί και ο Γκαρέν, χωρίς ποτέ να ανακοινωθεί ο λόγος. Τα αρχεία του γύρου της Γαλλίας χάθηκαν το 1940, κατά τη γερμανική εισβολή, και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ και κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς έκανε τους διοργανωτές να ακυρώσουν τους 4 ποδηλάτες. Ο ίδιος ο Γκαρέν αποσύρθηκε από την επαγγελματική ποδηλασία την ίδια χρονιά, αν και το ενδιαφέρον του για την ποδηλασία συνεχίστηκε και, μετά το Β΄ Π.Π., έφτιαξε μια επαγγελματική ομάδα που έφερε το όνομά του. Τα λόγια του μετά τη νίκη του στον γύρο Γαλλίας του 1903 θα εμπνέουν πάντα κάθε ποδηλάτη: «δεν είναι τα λεφτά, η δόξα και η υστεροφημία, αυτό που πραγματικά μετράει για μας που μοχθούμε σπάζοντας τα πόδια μας για να σκαρφαλώσουμε στις αετοφωλιές των Άλπεων, είναι ότι στο τέλος της ανηφόρας μας περιμένει ένα ζευγάρι φτερά και μια γλυκιά κατηφόρα που θα μας πάει σπίτι».

Ντην, ένας «μουρλός» ποδηλάτης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ