του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη (φύλλο 83)
«Αν μπορούσα θά ’φτιαχνα ταινίες που, πέρα απ’ το να διασκεδάζουν το κοινό, θα τό ’καναν να νιώσει ότι δεν ζει στον καλύτερο απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους». Εάν υπήρξε ένας γνήσιος οραματιστής στον κινηματογράφο, αυτός σίγουρα ήταν ο Λουίς Μπουνιουέλ, ο Ισπανός πρωτοπόρος του κινηματογραφικού σουρεαλισμού, αλλά και υπηρέτης ενός ριζοσπαστικού ρεαλισμού. Εάν η Χρυσή Εποχή (1930) προκάλεσε σκάνδαλο στο Παρίσι του μεσοπολέμου με τα σουρεαλιστικά ερωτικά της σύμβολα και τη χλεύη της κατά των αστών και της Εκκλησίας, οι άθλιοι του Λος Ολβιδάδος (1950) κατηγορήθηκαν ότι δυσφημούν το Μεξικό.
Γ ιατί, ευτυχώς, ο Μπουνιουέλ δεν παρέμεινε στο Παρίσι, ούτε έμεινε σ’ έναν άγονο αισθητισμό. Ηχείο και προάγγελος του αναρχικού κινήματος του ισπανικού εμφυλίου, υπηρέτησε με πάθος έναν ελευθεριακό και απελευθερωτικό κινηματογράφο. Η μεξικάνικη περίοδος του έργου του (1946-1962) μας έδωσε μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες του, όπου ο σουρεαλισμός του υποτάχθηκε σ’ ένα λαϊκό κινηματογραφικό ιδίωμα. Η αφοπλιστική του κινηματογραφική τιμιότητα, μάλιστα, τον οδήγησε, αυτόν, έναν διακηρυγμένο άθεο, ακόμα και στη βιογράφηση ενός ιερέα-Ναζωραίου, στον Ναζαρέν (1958), που ο ίδιος μάλιστα έλεγε πως τον αντιπροσώπευε περισσότερο από όλους τους ήρωές του.
Η Χρυσή Εποχή, ταινία της πρώτης του ωριμότητας –ο Μπουνιουέλ γεννήθηκε στα 1900, 22 Φεβρουαρίου, στην Καλάντα της ισπανικής Αραγωνίας, και πέθανε 5 Αυγούστου του 1983 στην Πόλη του Μεξικού– ακολουθεί την πρώτη του ταινία, το μανιφέστο του κινηματογραφικού σουρεαλισμού, τον Ανδαλουσιανό Σκύλο (1929). Και οι δύο ταινίες έχουν γίνει σε ιδέες και σενάριο που επεξεργάστηκαν μαζί με τον Σαλβαδόρ Νταλί, συμπατριώτη του και φίλο στο Παρίσι, σε μια συνεργασία η οποία είναι πλέον μυθική. Περισσότερο στραμμένος σ’ έναν κοινωνικό ριζοσπαστισμό από τον εκκεντρικό Νταλί, ο Μπουνιουέλ καταθέτει εδώ και το δικό του κινηματογραφικό μανιφέστο, με στοιχεία που τα βρίσκουμε σε όλες τις μετέπειτα ταινίες του, μάλιστα τις πιο εμβληματικές, όπως ο Εξολοθρευτής Άγγελος (1962). Τα σύμβολα –ή, καλύτερα, οι ποιητικές παραβολές– ανοίγουν την ταινία, όπως και στον Ανδαλουσιανό Σκύλο –οι δύο ταινίες προβάλλονται μαζί. Μάλιστα, στον Ανδαλουσιανό Σκύλο είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης που ανοίγει την πρώτη του ταινία, καθώς κοιτά, ερωτευμένος, το φεγγάρι να το σχίζει ένα σύννεφο, που γίνεται έπειτα ένα ξυράφι που σχίζει το μάτι της κοπέλας, σε μια από τις πιο προκλητικές και τις πιο γνωστές εικόνες του κινηματογράφου. Στη Χρυσή Εποχή το θέμα της ταινίας ανοίγει μια αφήγηση –ένα μικρό ντοκιμαντέρ, στην ουσία– για τον σκορπιό, που «δεν αγαπά το φως και κρύβεται στο σκοτάδι». Ο κινηματογράφος αναλαμβάνει να φωτίσει το πιο σκοτεινό σκοτάδι που κρύβεται μέσα στους ανθρώπους. Ανομολόγητα πάθη, έρωτες, εγκληματικές παρορμήσεις, σκοτεινά όνειρα ακολουθούν σε μια σκιαγράφηση μια ήδη παρηκμασμένης αστοσύνης. Όσο επιεικής και συγχωρητικός είναι ο Μπουνιούελ απέναντι στους φτωχούς του –και είναι πολλοί αυτοί οι άκληροι στις ταινίες του, που καθόλου δεν παραβλέπει τα δικά τους σκοτάδια– τόσο ανελέητος είναι απέναντι στους αστούς. Γι’ αυτό και το Παρίσι, κακά τα ψέματα, δεν του πήγαινε. Στο Μεξικό βρήκε τον εαυτό του.
Σήμερα, που η ερωτική –καλύτερα σεξουαλική– παρόρμηση είναι η νέα δογματική της άρχουσας τάξης, ίσως να φαίνονται λιγάκι ξεπερασμένες οι μπηχτές του Μπουνιουέλ. Αλλ’ όχι. Κρατάνε τη δύναμή τους, ακριβώς γιατί στοχεύουν στην καρδιά του αστισμού: στην υποκρισία. Ακριβώς γιατί και η σημερινή μόδα του «ξέκωλου» ένα νέο λούστρο αυτής της υποκρισίας είναι, που εκμαυλίζει μάλιστα του αμόλυντους φτωχούς, όπως τους είδε ο σκηνοθέτης μας. Εάν μείνουμε σ’ έναν σουρεαλιστικό αισθητισμό, η ουσία της ταινίας χάνεται –έχει ήδη παλιώσει. Μα ο (πάντοτε ερωτευμένος) Μπουνιουέλ δεν μένει στα σύμβολα. Ξεγυμνώνει τις ψυχές και βγάζει γλώσσα σ’ αυτό το σκοτάδι της υποκρισίας, είτε αισθητικής είτε κοινωνικής. Εάν κάποιοι θεωρήσουν υπερβολική αυτή την υπαρξιακή και κοινωνική διάσταση του έργου του, ο ίδιος τους διαψεύδει. Η επόμενη από τη Χρυσή Εποχή ταινία του είναι η Λας Ούρδες (Γη χωρίς ψωμί, 1932), ένα ντοκιμαντέρ για τους χωρικούς της ορεινής περιοχής Λας Ούρδες, στην Ισπανία, που ζούσαν σε ζωώδη αθλιότητα. Αλλά ο Μπουνιουέλ, πρώτα και κύρια, όπως ο ίδιος πολλές φορές έλεγε, ήταν ένας σουρεαλιστής, ένας βάρδος της απελευθέρωσης. Με απέραντη αγάπη στις γυναίκες, που λειτουργούν στο έργο του ως πυροκροτητές της έκρηξης στις σχέσεις προσωπικές και κοινωνικές. Αξίζει στην επανέκδοση των δύο ταινιών, αν μη τι άλλο, να θαυμάσει κανείς τα υπέροχα κοντινά πλάνα της Σιμόν Μαρέιγ (το κορίτσι στον Ανδαλουσιανό Σκύλο) και της Λία Λις (στη Χρυσή Εποχή). Η ταινία απαγορεύτηκε μετά τις πρώτες προβολές της το 1930 και επανεκδόθηκε το 1979 στις Η.Π.Α. και το 1981 στη Γαλλία. Η επανέκδοσή της είναι ευπρόσδεκτη και στα καθ’ ημάς. Μόνο που αυτές οι ταινίες, νομίζω, θα έπρεπε να προβάλλονται τακτικά από την Ταινιοθήκη και όχι σε εμπορική διανομή. Ας είναι. Μιας που τα όσκαρ φέτος θυμήθηκαν τον βουβό κινηματογράφο, ο «σονορέ ε παρλάντ» κινηματογράφος του Μπουνιουέλ της Χρυσής Εποχής, στα πρώτα βήματα του ομιλούντος, μας ξαναθυμίζει αυτή την εποχή-μήτρα του σινεμά.