του Παύλου Μαυρογιάννη
Δεν είχαν ακόμη όλα τα σπίτια τηλεόραση όταν ήμασταν παιδιά. Κι αν στην πόλη οι ασπρόμαυρες GRUNDIC και TELEFUNKEN γίνονταν, σιγά-σιγά, αναπόσπαστο τμήμα του οικιακού εξοπλισμού, στο χωριό, πέρα απ’ τα καφενεία, τα σπίτια που είχαν τηλεόραση ήταν πολύ λίγα. Απ’ την άλλη, το μοναδικό κρατικό κανάλι δεν έπαιζε και τόσο συχνά ελληνικές ταινίες. Μόνο κάθε δεύτερη Τρίτη. Κι όταν κυκλοφορούσε το «Ραδιοπρόγραμμα» κι είχε την πολυαναμενόμενη αναγγελία, έπεφτε σύρμα στο σχολείο και στη γειτονιά. «Έχει Βέγγο». Τότε, πότε στο ένα σπίτι πότε στο άλλο, η πιτσιρικαρία έκανε πάρτι. Κι η τηλεόραση πότε με άσπρη πότε με μαύρη και ενίοτε ασπρόμαυρη εικόνα δεν επιδείκνυε πάντοτε την ίδια καλή θέληση. Ιδίως κάποια βράδια του χειμώνα με βροχή και αέρα που στριφογυρνούσε την πολύπαθη αντένα της στα τέσσερα σημεία. Εκείνη ήταν η στιγμή για την παρέμβαση των μεγαλυτέρων που, ως ειδικοί, βαρούσαν «με τέχνη» την ξύλινη κάσα της για να τη συμμορφώσουν και να επαναφέρουν την ταλαίπωρη εικόνα. Κι όταν η συσκευή πείσμωνε και αρνιόταν να δείξει εικόνα, «χιονίζει στο Τρόοδος» αποφαίνονταν οι εν λόγω «τεχνικοί».
Τι ήταν, όμως, εκείνη η τόσο οικεία και καλόκαρδη φιγούρα που μάγευε με την παρουσία της μικρούς και μεγάλους; Δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε την αγάπη μας μα δεν χρειαζόταν κιόλας. Μέσα μας ξέραμε. Καταλαβαίναμε. Άγγιζε τις ψυχές μας γιατί οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε υπήρχαν ακόμη γύρω μας. Τόσο αληθινοί όπως αληθινός υπήρξε και ο ίδιος. Ένας ηθοποιός που δεν υποκρίθηκε ποτέ. Δεν έπαιξε ποτέ κάτι που δεν θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος στην πραγματικότητα. Και το «έπαιζε» είναι πολύ σχετικό. Ξεδίπλωνε, απλώς, κομμάτια απ’ την ψυχή του. Ένας χαρακτήρας, ένας άσημος λαϊκός ήρωας με τον οποίο μπορούσε να ταυτιστεί κάθε απλός άνθρωπος του μεροκάματου. Ένας ηθοποιός που κουβαλάει μέσα του καρπό από τον σπόρο των αρχαίων τραγικών ζυμωμένο με όλες τις πτυχές της νεοελληνικής πραγματικότητας με μαγιά το πηγαίο και ανεξάντλητο ταλέντο του. Παρατηρήστε δίπλα τις φωτογραφίες και αφήστε να σας πλημμυρίσουν όλα εκείνα τα συναισθήματα που προκαλεί η θέασή τους. Τι να πρωτοπούν χίλιες λέξεις; Δύσκολα θα κατορθώσετε να εξηγήσετε με λόγια αυτό που αισθάνεστε, ωστόσο, είστε απολύτως σίγουροι ότι το αισθάνεστε.
Η τραγικότητα του ανθρώπινου όντος συμπυκνωμένη και αποτυπωμένη σε ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που καθρεφτίζει την ατελεύτητη μάχη του ανθρώπου με τον έρωτα και τον θάνατο. Τον πόνο και την αγωνία για τα απλά, τα καθημερινά, την ικανοποίηση που προσφέρει η φροντίδα και η έγνοια να ’ναι οι γύρω του ευτυχισμένοι. Η ζωή του ορισμός της έννοιας «φιλότιμο» κι ως ηθοποιός, ορισμός του τίτλου του. Υποδύεται τον εαυτό του. Κατοχή, εμφύλιος, φτώχεια, πόνος, απόγνωση, απελπισία, μόχθος, αγωνία, πίκρα, θλίψη, απογοήτευση και στο βάθος, μακριά απ’ την παραίτηση, μια χαραμάδα ελπίδας. Ένας λαϊκός άγιος. Ο άγιος Ζι-Βέγγος.
Κι άντε να εξηγήσεις, και στον εαυτό σου ακόμα, γιατί γελάς ή γιατί κλαις παρακολουθώντας τις ταινίες του. Εδώ σε θέλω. Κι όπως κι εσείς, φαντάζομαι, αν τον συναντούσα κάποια στιγμή στον δρόμο θα του έσφιγγα το χέρι και θα του έλεγα μια μόνο λέξη: «ευχαριστώ». Μια και δεν έτυχε όμως ποτέ να τον συναντήσω, έστω και τώρα απ’ αυτή τη μικρή κι ασήμαντη γωνιά ξεπληρώνω αυτή την οφειλή. «Ευχαριστώ, που σήκωσες για λίγο και το δικό μου φορτίο για να πάρω μιαν ανάσα. Για το γέλιο, για το δάκρυ, για όλα. Ευχαριστώ».
Ιούνιος 2011
1 ΣΧΟΛΙΟ
Κύριε Μαυρογιάννη, σας ευχαριστώ διότι μέσα από το κείμενό σας εκφράσατε τόσο εύστοχα αυτό που, εγώ ήθελα -τόσο καιρό-να πω για τον Θανάση Βέγγο. Όντως ηταν “ο ηθοποιός που δεν υποκρίθηκε ΠΟΤΕ”. Πραγματικά, ο Ζι-Βέγγος αγαπήθηκε τόσο πολύ ακριβώς επειδή “σήκωσε για λίγο και το δικό μας φορτίο” ώστε, εμείς, “να πάρουμε μιαν ανάσα”. Σας ευχαριστώ λοιπόν και φυσικά ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ και στον Θανάση. Όταν θα “αποδημήσω” και εγώ, τον πρώτο που θα ψάξω να βρώ “εκεί πάνω” για του σφίξω το χέρι και να του πω ευχαριστώ, θα είναι ο Θανάσης.