Η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη
του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη που κυκλοφορεί (φ. 84)
Πήρα τον ηλεκτρικό για την τελευταία βραδινή προβολή της καινούργιας ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις μέρες ευτυχίας. Καθ’ οδόν κόσμος κουρασμένος, σε μια πόλη που, παρά το ανακάτεμά της, το βράδυ ησυχάζει λίγο. Μελαγχολικός κόσμος.
Το αστικό τοπίο της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά τα απόμερα των μεγάλων λεωφόρων, στις ερημικές διαβάσεις πάνω απ’ τις γραμμές του ηλεκτρικού, στα συννεφιασμένα –που είχαμε κάμποσα φέτος– και τα νυχτερινά, κατά πρόσωπο στις γιγαντοαφίσες των δρόμων, στέκεται σαν όψη της ψυχής των ανθρώπων που την κατοικούν. Ένα τοπίο που αναζητά –και έχει– τους ποιητές του, στη μεγάλη οθόνη έχει βρει τον βάρδο του, τον Αθανίτη. Σπουδαγμένος αρχιτέκτονας, ο σκηνοθέτης γίνεται ποιητής εικόνων της πόλης μέσα από το κυριότερο στοιχείο της, τον κάτοικό της. Ένοικο, σύνοικο, παρεπίδημο, παροδίτη. Με οδηγό την ανθρώπινη τοπιογραφία, από το Αντίο Βερολίνο (1994), την πρώτη του ταινία, ταξιδεύει σε μιαν απόκρυφη Αθήνα, εσωτερικό τοπίο και εξωτερική διάθεση όσων την διατρέχουν.
Πώς να ορίσει κανείς κάτι που δεν είναι χειροπιαστό, κάτι τόσο αόριστο όπως η ευτυχία; –Εξ αντιθέτου! Βουτώντας αισθήματα και πρόσωπα σ’ ένα παγωμένο μπλε, περιγράφοντας το αδιέξοδο, την κατάθλιψη, τη μελαγχολία που, σαν το πέπλο της νύχτας, επικάθεται στην πόλη. Είναι μία ακόμα ελληνική ταινία τον καιρό της κρίσης; Όχι. Γιατί αυτή η κρίση των ηρωίδων του Αθανίτη είναι άλλης υφής και δεν έχει να κάνει μοναχά με το αλισβερίσι της οικονομίας, αλλά με την ίδια τη ζωή. Τρεις γυναίκες, λοιπόν, η Ιρίνα, μια Ρωσίδα πόρνη, που αναζητά την έξοδο από το σκοτεινό τούνελ προς έναν –ονειρικό– Καναδά, η Άννα, μελλόνυμφη, που έρχεται αντιμέτωπη με το άγνωστο της αγάπης, στη σκιά των χωρισμένων της γονιών, και η Βέρα, τελειόφοιτη, στο πτυχίο, αντιμέτωπη με το προσωπείο της ευτυχίας, που καταρρέει με την αυτοκτονία της μάνας της. Τρεις γυναίκες, λοιπόν, γιατί ανέκαθεν οι γυναίκες άκουγαν καθαρότερα τις προσεισμικές δονήσεις μιας κοινωνίας που γκρεμίζεται. Τρεις διαφορετικές τάξεις, επίσης: Ο απόκοσμος της μετανάστευσης και της μαφίας, ο καλός ο κόσμος των αστών και οι υπόλοιποι, οι της μεσαίας, επί το ελληνικότερον μικρομεσαίας, τάξης. Όχι, για να μην παρεξηγηθώ, ο Αθανίτης δεν κοινωνιολογεί. Κατοικεί με την κάμερά του τόσο κοντά στα πρόσωπα, που δεν μπορεί παρά να οντολογεί, όπως, βέβαια, κάθε ποιητής. Αλλά, για να ανοιχτεί στους ανθρώπους ερευνά κι ανοίγεται στα βάθη της πόλης, για να ανασύρει τα τρία πρόσωπα των ηρωίδων-γυναικών του και όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που τις περιβάλλουν: ο νταβατζής-φίλος, η μάνα μ’ έναν αποστασιοποιημένο πατέρα, ο γαμπρός κ.λπ. Γύρω τους ένα πλέγμα από σχέσεις, απόμακρες και τις πιο πολλές φορές βίαιες, σαν συνεπιβάτες όλοι ενός τρένου, που στρέφει ο καθένας το βλέμμα του αλλού, μέχρι να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο σ’ αναπάντεχο φρενάρισμα. Κι η κάμερα να επιμένει στη γεωγραφία των προσώπων, μέσα σ’ έναν μπλε, που τα κάνει να μοιάζουν με υδρόγειο ή με πρόσωπα στο λυπημένο φως της γεμάτης σελήνης. Κάποτε κι ολόκληρα τα κορμιά γίνονται πορτρέτα φλεγόμενων μελών. Ο Γιάννης Φώτου στη φωτογραφία έχει καταγράψει αυτό το φως, που οραματίστηκε ο σκηνοθέτης, με καθαρότητα, με την ευγένεια ζωγραφικού πίνακα.
Ο Δημήτρης Αθανίτης, που υπογράφει επίσης το σενάριο, δίνει την ιστορία του ελλειπτικά, χωρίς περιττές λεπτομέρειες που θα αποσπούσαν απ’ αυτή την εγγύτητα. Η έλλειψη δεν εμποδίζει στην κατανόηση, αν και ποτέ δεν μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς, ούτε να πλησιάσουμε πολύ. Όπως στη ζωή. Κι ο σκηνοθέτης κρύβει τους λυγμούς. Μόνον η Ιρίνα, η πόρνη, ανοιχτή στο δημόσιο βλέμμα, θα γυμνωθεί και θα κλάψει. Χωρίς ελπίδα, άραγε; Μια κραυγή, ένας σπαραγμός, μια αγκαλιά κι ένα κρυμμένο βλέμμα πίσω από μαύρα γυαλιά συνθέτουν το φινάλε. Συνηχούν την απορία του ίδιου του δημιουργού: Η φεύγουσα ευτυχία πώς να δεσμευτεί;
Από τόσο κοντά ο ηθοποιός πρέπει να επιστρατεύσει ακόμα και τους πιο άφαντους μιμικούς μύες του προσώπου για να ανταπεξέλθει. Η Κατερίνα Φωτιάδη είναι η Βέρα, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, η Άννα, και η Νικολίτσα Ντρίζη είναι η Ιρίνα, καλά καθοδηγημένες και εύστοχες στη δύσκολη ερμηνεία τους. Ο Ερρίκος Λίτσης, ο Δημήτρης Αγαρτζίδης, η Λουκία Πιστιόλα, ο Κρις Ραντόνοβ και ο Κώστας Ξυκομηνός από δίπλα υποστηρίζουν τις πρωταγωνίστριες με χαμηλούς τόνους. Η ενδιαφέρουσα μουσική των DNA Lab, καθοδηγημένη κι αυτή στις καίριες στιγμές της δράσης, δίνει την απαραίτητη αναπνοή.
Οι Τρεις μέρες ευτυχίας είναι μια ώριμη στιγμή του Δημήτρη Αθανίτη, ο οποίος επιμένει σ’ έναν προσωπικό κινηματογράφο, χωρίς να περισπάται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που τόσα και τόσα κορμιά του ελληνικού κινηματογράφου έχει φάει. Μόνο που ο επιμένων, σε μια χώρα από καιρό παραδομένη σε μια παραίσθηση ευτυχίας, δεν νικά πάντοτε. Μα και τη νίκη, σαν είναι πλαστή, τι να την κάνεις;
Τελικά έφτασα στη βραδινή προβολή, την πρώτη μέρα κυκλοφορίας της ταινίας, κι ήμουνα στην αίθουσα κατάμονος. Αλήθεια. Είναι κρίμα. Πιστέψτε με.