Η σύνοδος των αδεσμεύτων κρατών, και η επιδείνωση στις ιρανοτουρκικές σχέσεις
Του Καβέχ Λ. Αφρασιαμπί
Μετάφραση: Dean M.
Η Τουρκία αποφάσισε τελικά να μποϋκοτάρει τη συνάντηση κορυφής του κινήματος των Aδεσμεύτων Χωρών (ΝΑΜ) που πραγματοποιήθηκε στην Τεχεράνη το διάστημα 26-31 Αυγούστου, συνάντηση η οποία λοιδορείθηκε επαρκώς από τα δυτικά ΜΜΕ, παρά τη δυνατότητα που έδινε να συνεισφέρει στην εξεύρεση λύσης όσον αφορά το ζήτημα της Συρίας. Όλες οι ενδείξεις κατατείνουν στο ότι η τουρκική απόφαση αντανακλά το προφανές αδιέξοδο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Παρά το γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιούλ προσκλήθηκε προσωπικά από τον Ιρανό ομόλογό του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, ο πρώτος δικαιολόγησε άκομψα την απουσία του, προφασιζόμενος προβλήματα υγείας και, εκ των προτέρων, ανειλημμένες υποχρεώσεις. Ακόμη και ο πονηρός, κατά τα άλλα, υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου αρνήθηκε τη συμμετοχή του στη συνάντηση κορυφής, η οποία θα φέρει σε επαφή δεκάδες ηγέτες του Νότου για να συζητήσουν φλέγοντα ζητήματα των περιοχών τους, ανάμεσα στα οποία είναι και το θέμα των περιφερειακών συγκρούσεων, όπως αυτή της Συρίας.
Η Τεχεράνη από την άλλη, στα πλαίσια των επί μέρους συναντήσεων που θα πραγματοποιηθούν παράλληλα με τη συνάντηση κορυφής και με την ευκαιρία της συμμετοχής του νέου προέδρου της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι, καλεί κάθε ενδιαφερόμενο σε μια συζήτηση προς επίλυση της συριακής σύγκρουσης. Σημειωτέον ότι ο Αιγύπτιος πρόεδρος έχει ήδη προτείνει μια ομάδα επαφής για το ζήτημα της Συρίας, η οποία θα αποτελείται από την Αίγυπτο, την Τουρκία, το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία. Η τουρκική ηγεσία, λοιπόν, αντί να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία, επιλέγει να την αγνοήσει και να επικεντρωθεί σε μια στρατηγική «αλλαγής καθεστώτος» στη Δαμασκό, η οποία δεν διαφέρει πολύ από την επιβολή μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων από το ΝΑΤΟ.
Η απόφαση της Άγκυρας θα εκληφθεί αρνητικά τόσο από την Τεχεράνη, όσο και από το Κάιρο το οποίο, αντίθετα με την απόφαση της Άγκυρας να συμμορφωθεί με την πολιτική του ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή, επιθυμεί να παίξει έναν ανεξάρτητο ρόλο στη επίλυση της σύγκρουσης σε μια αδελφή αραβική χώρα. Οι τελευταίες αναφορές από την Αίγυπτο κάνουν λόγο για προσπάθειες επίτευξης μιας συνάντησης του κουαρτέτου (Ιράν, Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Αίγυπτος) για το συριακό, προσπάθειες που πέφτουν στο κενό λαμβάνοντας υπόψη την άρνηση συνεργασίας της Τουρκίας.
Το πρόβλημα με την τουρκική πολιτική σε σχέση με τη Συρία είναι πως είναι εξαιρετικά κοντόφθαλμη και ανίκανη να αντιληφθεί τις πιθανές επιπτώσεις της επιβολής μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Συρία, που θα οδηγήσει σε επιδείνωση των σχέσεων με το καθεστώς της Δαμασκού και τους περιφερειακούς συμμάχους της, όπως η Ρωσία και το Ιράν. Για παράδειγμα, η Τουρκία με τη στάση της ρισκάρει την εκτός ελέγχου ανάφλεξη του κουρδικού προβλήματος, ειδικά με την πρόσφατη απόφαση της Συρίας να παίξει το «κουρδικό χαρτί» εναντίον της Άγκυρας.
Μια συνετή τουρκική προσέγγιση θα ήταν να προσυπογράψει το σχέδιο του Μόρσι, το οποίο παρουσιάστηκε πρόσφατα στη συνάντηση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC) στη Μέκκα και να συμφωνήσει έτσι να συνεργαστεί με το Ιράν, υποστηρίζοντας τη νέα πρωτοβουλία του ΟΗΕ για τη δημιουργία καναλιών διαλόγου ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση της Συρίας.
Συμμετέχοντας στη συνάντηση κορυφής της Τεχεράνης, η Τουρκία θα μπορούσε να είχε κάνει ένα ενεργό βήμα προς μια περιφερειακή προσέγγιση λύσης της συριακής σύγκρουσης. Αντίθετα, η απόφασή της να επιλέξει τη διαφαινόμενη στρατιωτική λύση του ΝΑΤΟ, ανάμεσα στις πολλαπλές επιπτώσεις της μεγαλώνει και την απόσταση ανάμεσα στην τουρκική κυβέρνηση και αντιπολίτευση, η οποία θα προτιμούσε μια πιο ανεξάρτητη τουρκική εξωτερική πολιτική.
Αν η σημερινή τουρκική πολιτική συνεχιστεί, τότε είναι σίγουρο πως θα γίνουμε μάρτυρες μιας ποιοτικής επιδείνωσης των προβλημάτων της Τουρκίας με τους γείτονές της (και μάλιστα τους κοντινούς της γείτονες, όπως η Ρωσία, το Ιράν και το Ιράκ) στο άμεσο μέλλον. Το συγκεκριμένο ενδεχόμενο κρίνεται ιδιαιτέρως ατυχές για τον Νταβούτογλου, ο οποίος τον περασμένο χρόνο διαβεβαίωνε σε όλους τους τόνους ότι ήταν «εξαιρετικά αισιόδοξος» σχετικά με το μέλλον των σχέσεων της Τουρκίας και του Ιράν.
Αυτή τη στιγμή, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών βρίσκονται σε οριακό σημείο, ειδικά μετά την επιμονή της Άγκυρας να αρνηθεί ένα ρόλο στο Ιράν, στις διπλωματικές προσπάθειες επί του συριακού. Η απλή υπόνοια ότι ο πρόεδρος της Συρίας Μπασάρ Αλ Άσαντ, υπήρχε περίπτωση να συμμετάσχει στη συνάντηση κορυφής της Τεχεράνης, υπήρξε καταλυτική στην απόφαση των Τούρκων να μην πάρουν μέρος σ’ αυτή, για τον πολύ απλό λόγο ότι τον έχουν ξεγράψει κι έτσι δεν μπορούν να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι ο Άσαντ έχει επιβιώσει και εξακολουθεί να βρίσκεται στο προσκήνιο.
Οι Ιρανοί, από την άλλη, δεν κάνουν δηλώσεις σχετικά με τη συμμετοχή του Άσαντ στη συνάντηση της Τεχεράνης και έχουν αρκεστεί να ανακοινώσουν ότι ένας Σύριος «πιο υψηλόβαθμος από τον υπουργό Εξωτερικών» θα παραστεί στη συνάντηση μαζί με τον υπουργό των Εξωτερικών Γουαλίντ Μουαλέμ.
Σε κάθε περίπτωση, το καθεστώς της Δαμασκού δεν φαίνεται να πέφτει, και όλα δείχνουν ότι η κατάσταση στη χώρα οδηγείται σε ένα πολιτικό αδιέξοδο που χρήζει διαμεσολαβητικών προσπαθειών από περιφερειακούς παίκτες.
Η άρνηση της Άγκυρας να αποδεχθεί αυτό το απλό γεγονός σίγουρα θα της κοστίσει ακριβά, αφού αντανακλά την υποκατάσταση του πολιτικού ρεαλισμού, εκ μέρους της πολιτικής της ηγεσίας, από τους ευσεβείς της πόθους για τη Συρία. Η ιδιόμορφη αυτή κατάσταση αποκαλύπτει ένα βαθύ κενό ταυτότητας στο τουρκικό πολιτικό σύστημα και την αντιφατική του ύπαρξη ως κομβικού σημείου ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή.
Εντούτοις, η Τουρκία είναι ακόμη μια αναπτυσσόμενη χώρα της Μέσης Ανατολής και όχι μια αναπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα κι αυτό, κανονικά, θα έπρεπε να λειτουργήσει ως κίνητρο για ένταξη της Τουρκίας στον Οργανισμό Αδεσμεύτων Χωρών (ΝΑΜ). Ίσως, τότε, οι ηγέτες αυτής της χώρας θα εκτιμούσαν περισσότερο τις βασικές αρχές των Αδεσμεύτων Χωρών ως προς το τι σημαίνει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.