Η Ελλάδα στη δίνη της παγκοσμιοποιησης
του Γιώργου Καραμπελιά
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και του 70 κυρίως, η θεωρία της αυτόκεντρης ανάπτυξης, ιδιαίτερα για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου μεσουρανούσε. Σύμφωνα με αυτήν –ας θυμηθούμε τον Σαμίρ Αμίν– μόνο αν προηγηθεί μια περίοδος εγχώριας εκβιομηχάνισης είναι δυνατό στη συνέχεια να εμφανιστεί μια χώρα στην παγκόσμια αγορά με ικανοποιητικό τρόπο. Μόνο η αποσύνδεση (La Déconnexion) ήταν ο τίτλος του σχετικού βιβλίου του Σαμίρ Αμίν) από την παγκόσμια αγορά, ήταν ικανή να διασφαλίσει την έξοδο από την υπανάπτυξη και η εκβιομηχάνιση μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω υποκατάστασης εισαγωγών.
Στη συνέχεια, η επιτυχία των απω-ασιατικών τίγρεων, ή της Χιλής του Πινοσέτ, και η παταγώδης αποτυχία εκβιομηχανιστικών αποπειρών σε χώρες όπως η Αλγερία, ή το οικονομικό αδιέξοδο των βιομηχανικά αναπτυγμένων, αλλά μόνο στον τομέα της βαριάς βιομηχανίας, χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, εμφανίστηκαν ως ένας θρίαμβος της φιλελεύθερης οικονομίας: ανάπτυξη με ανοικτή αγορά και μέσω εξαγωγών. Η “νέα γραμμή” λοιπόν, σύμφωνα και με τις επιταγές της Διεθνούς Τράπεζας και του Δ. Ν.Τ., ήταν η κατάργηση των δασμών, η απορρύθμιση, οι ιδιωτικοποιήσεις και η πτώση των ημερομισθίων, ει δυνατόν στο κατώτερο επίπεδο της διεθνούς αγοράς, για να διασφαλιστεί η περιβόητη ανταγωνιστικότητα, και ο δυνατότερος ας επιβιώσει.
Στην πραγματικότητα όμως αν εξετάσουμε από πιο κοντά τα α- πω-ανατολικά θαύματα, όπως και το πλέον πρόσφατο και μεγαλύτερο, εκείνο της Κίνας, θα δούμε πως, στην πραγματικότητα, το άνοιγμα στην εξωτερική αγορά, ιδίως σε ό,τι αφορά στις εισαγωγές είναι πολύ μικρότερο από ό,τι αλλού (εκτός από τις πόλεις-κράτη-αποθήκες μεταπώλησης, του Χονγκ-Κονγκ και της Σιγκαπούρης) και σε αγορές όπως της Νότιας Κορέας είναι πολύ δύσκολη αν όχι αδύνατη η διείσδυση ξένων καταναλωτικών προϊόντων. Οι εισαγωγές αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τις πρώτες ύλες ή τα κεφαλαιουχικά αγαθά. Επί πλέον δε η ανάπτυξή τους στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην έντονη προσπάθεια στον τομέα της εκπαίδευσης και στη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς μέσα από εκτεταμένες αγροτικές μεταρρυθμίσεις, από τη Νότιο Κορέα έως την Κίνα.
Οι επιλογές της μεταπολίτευσης
Η Ελλάδα σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα σε εκείνη του 1961-1973 γνώρισε μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη που στηρίχτηκε κατ’ εξοχήν στη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς και την εισροή πόρων από το εξωτερικό, είτε επρόκειτο για εμβάσματα των ναυτικών, των εφοπλιστών και των μεταναστών, για επαναπατρισμό των περιουσιών των Αιγυπτιωτών ή των Κωνσταντινουπολιτών, είτε τέλος για τον τουρισμό. Από τα τέλη δε της δεκαετίας του ’60 αρχίζει μια σοβαρή ανάπτυξη των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων που σε μεγάλο ποσοστό κατευθύνονται προς τις αγορές της Μέσης Ανατολής, εκτός βέβαια από τη Δυτική Ευρώπη.
Η παγκόσμια ύφεση, που θα συνδυαστεί με την εσωτερική πολιτική και κοινωνική κρίση στην Ελλάδα, μετά την κατάληψη της Βόρειας Κύπρου και την πτώση της δικτατορίας, θα σημάνει και την απαρχή ενός νέου -καθοδικού- κύκλου για την ελληνική οικονομία. Οι κοινωνικές συνθήκες αναπαραγωγής μεταβάλλονται ριζικά. Δημιουργείται συνδικαλισμός στα εργοστάσια, ανεβαίνει το εργατικό εισόδημα (στη δεκαετία του ’70 πάνω από 35%) και η ελληνική βιομηχανία παύει να στηρίζεται στα χαμηλά μεροκάματα.
Μπροστά σε αυτές τις αλλαγές ήταν δυνατές δύο επιλογές. Η πρώτη θα ήταν εκείνη της τεχνολογικής αναβάθμισης της ελληνικής παραγωγής με επιμονή στους τομείς της εκπαίδευσης καθώς και στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και η δεύτερη της “παγκοσμιοποίησης” χωρίς τεχνολογική αναβάθμιση, δηλαδή της ουσιαστικής διάλυσης της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής, η οποία δεν μπορούσε πια να ανταγωνιστεί τις Νέες Βιομηχανικές Χώρες με τα χαμηλά ημερομίσθια ούτε την τεχνολογικά αναπτυγμένη βιομηχανία της Δύσης.
Όπως όλοι γνωρίζουμε ακολουθήθηκε η δεύτερη οδός και η πλήρης άρση της προστασίας της ελληνικής οικονομίας, με την είσοδο στην Ε.Ο.Κ. το 1981, θα ολοκληρώσει την διαδικασία. Η ελληνική βιομηχανία θα καταστραφεί, ιδιαίτερα στους τομείς της βαριάς και ενδιάμεσης, καθώς και σε εκείνον των μεταλλικών κατασκευών, και θα επιβιώσει μόνο η βιομηχανία τροφίμων και υφασμάτων -εν μέρει. Η ελληνική βιομηχανική παραγωγή θα μείνει καθηλωμένη στα επίπεδα του 1980, για 17 ολόκληρα χρόνια, με επιδείνωση της εσωτερικής της διάρθρωσης (αύξηση του βάρους της ελαφριάς βιομηχανίας), ο αγροτικός τομέας θα επιβιώνει με επιδοτήσεις, ενώ οι επενδύσεις θα πέσουν στο ένα τρίτο εκείνων της δεκαετίας του ’70, και προφανώς η άνοδος της κατανάλωσης θα τροφοδοτηθεί από τον δανεισμό και τις ΕΟΚικές επιδοτήσεις, εντείνοντας τόσο τα πληθωριστικά φαινόμενα, όσο και τη χρέωση του κράτους.
Ο “εκσυγχρονισμός” θα είναι αποκλειστικά καταναλωτικός και χρηματιστικός –γι’ αυτό και οι Τράπεζες και το Χρηματιστήριο είναι οι μόνοι τομείς που “ευημερούν”- ενώ θα διογκώνεται το κύμα της ανεργίας, η εργασία θα ελαστικοποιείται και θα διευρύνονται οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις.
Η σημιτική “ολοκλήρωση”
Όμως αυτή η παρασιτική ενσωμάτωση στην παγκόσμια αγορά –μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης- δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αν δεν εξαλειφθούν όλα τα εμπόδια που η “κοινωνική” φάση της μεταπολίτευσης και οι παλιότερες περίοδοι της συσσώρευσης ορθώνει απέναντι της.
Πρόκειται κατ’ αρχήν για το θεσμικό πλαίσιο, σε τομείς που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις, το ασφαλιστικό, τη στήριξη του αγροτικού τομέα, τις δημόσιες επιχειρήσεις που πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν -γενικά για την αποδόμηση του κράτους πρόνοιας και του δημόσιου τομέα που είχε οικοδομηθεί στο παρελθόν- και την πλήρη αντικατάσταση κάθε αρχής αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής με εκείνη της ανταγωνιστικότητας. Εξ ίσου σοβαρό εμπόδιο στην απρόσκοπτη πορεία της “παγκοσμιοποίησης” είναι τα εθνικά θέματα και η διαιώνισή τους, γιατί όχι μόνο δημιουργούν διαρκώς προβλήματα σε σχέση με τους “εταίρους”, συντηρώντας μια κατάσταση εθνικής ιδιαιτερότητας, αλλά και εμποδίζουν την απρόσκοπτη είσοδο των ξένων κεφαλαίων, την αποτελεσματική συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και του τουρισμού, την “περιφερειακή ολοκλήρωση”, μαζί με την τουρκική οικονομία κλπ, κλπ. Ούτως ή άλλως, για τους οπαδούς της απρόσκοπτης παγκοσμιοποίησης, η εθνική ταυτότητα γενικά αποτελεί εμπόδιο και άχρηστο απομεινάρι του παρελθόντος, πόσο μάλλον για μια χώρα η οποία έχει εθνικά προβλήματα και επομένως πρέπει να τα εξαλείψει, με τον ένα ή άλλο τρόπο –έστω και με “αναπόφευκτες” υποχωρήσεις– για να μπορέσει να ενταχθεί ταχύτερα και πληρέστερα στο “παγκόσμιο περιβάλλον”.
Γι’ αυτό και οι “εκσυγχρονιστές” στη χώρα μας πέρα από τις επιμέρους διαφορές τους στηρίζονται σε ένα κοινό τρίπτυχο: αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και “απελευθέρωση” της ιδιωτικ-οικονομικής λογικής, προσαρμογή με κάθε τίμημα στις επιταγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης-Μάαστριχτ και εν- δοτική λογική στα ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό και πολιτικοί σαν τον Σημίτη ή το Μητσοτάκη εμφανίζονται συνεπείς ως προς αυτές τις “επιταγές” της παγκόσμιας μεγαμηχανής σε αντίθεση με τον “ασυνεπή” Παπανδρέου, που άλλα έλεγε και ίσως επιθυμούσε και άλλα έκανε εν τέλει συρόμενος.
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΤΟΥΣ 1996
1980 =100
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΑ | 107,70 |
ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΑ | 88,70 |
ΔΙΑΡΚΗΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΑ | 89,30 |
Είδη Διατροφής | 132,70 |
Μεταλλουργικά | 69,10 |
Μεταφορικά Μέσα | 71,10 |
ΣΥΝΟΛΟ | 100,90 |
Η ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης σημαίνει για την Ελλάδα, με τις κατευθύνσεις που έχει σήμερα η ελληνική οικονομία, τα εξής:
Α. Ολοκλήρωση της αποβιομηχάνισης, μια και η ελληνική οικονομία θεωρείται, τουλάχιστον στη σημερινή φάση, ελάχιστα αποδοτική για το βιομηχανικό τομέα, και επέκταση μόνο στους τομείς του τουρισμού και των υπηρεσιών. Μόνο “αργότερα” στα πλαίσια μιας πιθανής ενσωμάτωσης της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής σε μια περιφερειακή ολοκλήρωση, θα ήταν δυνατό να υπάρξουν και κάποιες νέες βιομηχανικές δραστηριότητες στην Ελλάδα. Και πάντα με την προϋπόθεση ότι θα έχει δημιουργηθεί το κατάλληλο εργασιακό και θεσμικό καθεστώς.
Β. Αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος. Ολοκλήρωση της αποδόμησης του “φορντιστικού παραδείγματος” και του κράτους πρόνοιας με τη μετάβαση σε μια “απελευθερωμένη αγορά εργασίας”, όπως ήδη έχει γίνει εν μέρει με τη χρησιμοποίηση των ξένων εργατών. Η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, μέσω των “τοπικών συμβάσεων εργασίας”, η μερική απασχόληση, η άνοδος του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης, οι περικοπές στο δημόσιο τομέα της υγείας όχι μόνο θα ρίξουν την αξία της εργατικής δύναμης αλλά και θα δημιουργήσουν μια εκτεταμένη γκρίζα ζώνη “απασχολήσιμων”, σπάζοντας κάθε εργασιακό “μονοπώλιο”.
Γ. Συρρίκνωση του αγροτικού τομέα. Ο “πληθωρικός” αγροτικός τομέας, που σε μια πρώτη φάση συντηρήθηκε -“καταστρεφόμενος”- από τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να περιοριστεί δραστικά και οι εναπομείναντες Έλληνες αγρότες να γίνουν “ανταγωνιστικοί” σε παγκόσμια κλίμακα. Δηλαδή ο Έλληνας αγρότης με τον κλήρο (κατά μέσο όρο) των 40 στρεμμάτων να γίνει “ανταγωνιστικός” με εκείνον της Καλιφόρνιας με “κλήρο” 1.500 στρεμμάτων! Και αυτό παραβιάζοντας πλήρως την ιδιαιτερότητα του κλίματος και του φυσικού περιβάλλοντος της Ελλάδας, που δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για μικρό σχετικά κλήρο.
Δ. Ολοκληρωτική ισοπέδωση κάθε εκπαιδευτικής και πολιτιστικής ιδιαιτερότητας , μέσω της υποταγής στην παγκόσμια βιομηχανία πληροφόρησης-επικοινωνίας-εκπαίδευσης που εξακολουθεί να έχει επίκεντρο της τις Η.Π.Α. και ως όχημα μετάδοσης/κυριαρχίας την Αγγλική γλώσσα. Η παγκοσμιοποίηση σημαίνει και απαιτεί την μεταβολή της ελληνικής γλώσσας/κουλτούρας σε τοπικό συμπλήρωμα -φολκλορικού χαρακτήρα- σε σχέση με την “παγκόσμια”, δηλαδή την “παγκοσμιοποιημένη τοπικότητα” της Δύσης και του αγγλοσαξονικού κόσμου.
Ένας πρώτος απολογισμός
Ο απολογισμός της περιόδου της παγκοσμιοποίησης, σε σχέση με εκείνη του “κεύνσιανού εθνικού μοντέλου”, είναι για την Ελλάδα απολύτως αρνητικός, ακόμα και στο επίπεδο των ποσοτικών μεγεθών – πόσο μάλλον των ποιοτικών. Η Ελλάδα και η οικονομία της ανήκει στους “χαμένους” της παγκοσμιοποίησης και η διεθνής της θέση υποχωρεί σε σχέση με το σύνολο των δεικτών. Κατά συνέπεια θα έπρεπε να αποτελεί ένα από τα επίκεντρα της κριτικής στην “παγκοσμιοποίηση”, αν οι ελίτ και οι διανοούμενοι της χώρας έπαιζαν ένα στοιχειωδώς κριτικό ρόλο ή έστω πληροφόρησης και όχι εκείνον της απόκρυψης/συσκότισης τον οποίο παίζουν, έχοντας κυριολεκτικά εξαγοραστεί στη μεγάλη πλειοψηφία τους.
Το “όραμα” των εκσυγχρονιστών σημαίνει μια Ελλάδα εθνικά ταπεινωμένη και κοινωνικά άνιση, με μια οικονομία παρασιτική, “συμπλήρωμα” της Ευρωπαϊκής Δύσης.
Όμως αυτός ο αρνητικός απολογισμός της ένταξης της Ελλάδας στο νέο παγκόσμιο πλαίσιο, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει αντιδράσεις και εκρήξεις, τόσο στο κοινωνικό πεδίο, όσο και στο –απόλυτα συναφές- πεδίο των εθνικών θεμάτων. Και υπάρχουν αντίρροπα ρεύματα, τα οποία θα τείνουν να ισχυροποιούνται, τόσο μάλλον καθώς η “παγκοσμιοποίηση” θα αμφισβητείται όλο και πιο έντονα σε παγκόσμια αλλά και ευρωπαϊκή κλίμακα. Η ενδυνάμωση των σχέσεων μας με τις βαλκανικές οικονομίες και την Ανατολική Ευρώπη που –παρά την απουσία του ελληνικού κράτους· είναι πραγματική, διότι αυτό επιτάσσει, η γεωγραφία, η ιστορία και η οικονομική πραγματικότητα, θα αρχίσει να ισχυροποιεί μια διαφορετική κατεύθυνση εθνικής και περιφερειακής ολοκλήρωσης έναντι του παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού.
Η εμμονή των εθνικών θεμάτων και η ανάγκη διασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας θα ενισχύει τη θέση των εργαζομένων δεδομένου ότι θα απαιτεί και ένα μίνιμουμ εσωτερικής κοινωνικής συναίνεσης και θα ενισχύει τομείς της οικονομίας συνδεδεμένους με την άμυνα της χώρας, όπως και με το βαλκανικό προσανατολισμό.
Για την ώρα, όπως συμβαίνει και σε πλανητική κλίμακα, η παγκοσμιοποίηση και ο εκσυγχρονισμός επελαύνουν χωρίς σοβαρούς αντιπάλους.
Αλλά η εποχή της απρόσκοπτης ηγεμονίας του μοιάζει μάλλον να εξαντλείται.