του Βασίλη Βιλιάρδου από το Άρδην τ. 78 (2/10)
Μετά την οδυνηρή, διεθνή εμπειρία της Λίμαν Μπρόδερς, θεωρούμε ότι πολύ δύσκολα θα επαναληφθούν στο μέλλον συστημικά λάθη τέτοιου μεγέθους και καταστροφικότητας, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κυρίαρχες χώρες και μάλιστα για μέλη διακρατικών ενώσεων. Η άποψή μας ενισχύεται πλέον από το γεγονός ότι, ακόμη και οι ειδικοί του γερμανικού κοινοβουλίου, οι οποίοι ανέλυσαν την ενδεχόμενη αδυναμία της χώρας μας να ανταπεξέλθει με την πληρωμή των χρεών της, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν επιτρέπεται να αποκλεισθεί ένα μέλος της Ευρωζώνης – να εκδιωχθεί, δηλαδή, λόγω χρεοκοπίας.
Εντούτοις, κατά τους ίδιους, η μη τήρηση εκ μέρους ενός κράτους-μέλους των κοινών νομισματικών κανόνων (η πτώχευση είναι το αποκορύφωμα μίας τέτοιας απειθαρχίας) μπορεί να οδηγήσει στο να τεθεί σε διαθεσιμότητα: Για παράδειγμα, να υπόκειται σε συνεχείς και στενούς ελέγχους της κυβέρνησής του, καθώς επίσης να υποστεί την απώλεια της ψήφου του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο –τη στέρηση δηλαδή των δημοκρατικών (εκλογικών) του δικαιωμάτων!!
Η Ε.Ε., κατά την άποψη μας και χωρίς να αποκλείουμε κανένα άλλο ενδεχόμενο, δεν μπορεί να διακινδυνεύσει τη χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους της ζώνης του Ευρώ, όταν δεν έχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να το εκδιώξει (στο άρθρο μας, Έξοδος από την Ευρωζώνη, έχουμε αναφερθεί αναλυτικά). Τα επακόλουθα άλλωστε ενός τέτοιου γεγονότος είναι πολύ δύσκολα προβλέψιμα – ακόμη περισσότερο, επειδή οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, τα γερμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν δανείσει συνολικά 2.119 δισ. € εντός της Ευρώπης –38 δισ. στην Ελλάδα, 183 δισ. € στην Ιρλανδία, 237 δισ. στην Ισπανία κ.ο.κ. Η μη πληρωμή επομένως των δανείων εκ μέρους μίας χώρας θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα στους ισολογισμούς των υπολοίπων, αλυσιδωτά κατά κάποιον τρόπο, εκτός βέβαια από τον τεράστιο πανικό που θα προκαλούσε στις διεθνείς χρηματαγορές: οι επενδυτές θα απέσυραν αμέσως τα χρήματά τους, τουλάχιστον από τις ελλειμματικές χώρες.
Ο σχεδιασμός λοιπόν της Κομισιόν, η λύση δηλαδή στο ελληνικό αδιέξοδο που φαίνεται να προκρίνεται (θα ακολουθήσει σύντομα το ιταλικό αδιέξοδο κ.ο.κ.), επικεντρώνεται στη δημιουργία ενός ταμείου ειδικών αναγκών, στο οποίο θα συνεισφέρουν όλες οι χώρες της Ε.Ε. Το ταμείο αυτό, ένα είδος ευρωπαϊκού ΔΝΤ (ειδικά η Γερμανία, αλλά και άλλα κράτη, δεν επιθυμούν την ανάμιξη του ΔΝΤ στις χώρες της Ευρωζώνης) θα δανείζει τα κράτη που τυχόν αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας, έναντι όμως πολύ αυστηρών μέτρων – υπό την ολοκληρωτική πλέον επιτήρηση των Βρυξελών και με πολύ επώδυνες κυρώσεις.
Το ουσιαστικό θέμα όμως της χώρας μας, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, δεν είναι το από πού θα δανεισθεί στο μέλλον – ενδεχομένως, το ΔΝΤ θα ήταν (δυστυχώς) προτιμότερο, εάν παρείχε χαμηλότερα επιτόκια, με λιγότερες απαιτήσεις. Το βασικό πρόβλημα είναι το πώς θα επιλύσει τα χρόνια προβλήματα της οικονομίας της, τα γνωστά μας διαρθρωτικά – κυρίως δε, το πως θα εξασφαλίσει την ανασύσταση του παραγωγικού μηχανισμού της, χωρίς τον οποίο θα καταλήξει ξανά στην ίδια θέση: πολύ πιο χρεωμένη. Το δημόσιο χρέος είναι ουσιαστικά μία κινούμενη άμμος, μία κεντροφόρος πανίσχυρη δίνη που, όσο περισσότερο προσπαθεί να ξεφύγει ένα κράτος, πόσο μάλλον απεγνωσμένα και σπασμωδικά, τόσο πιο πολύ βυθίζεται στον θανάσιμο εναγκαλισμό της.
Δυστυχώς, κάτι που δυσκολεύει τα μέγιστα τη χώρα μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένας χώρος ομοιόμορφων κρατών, αλλά ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, με ισχυρά κράτη που επιδιώκουν (εύλογα) την ηγεμονία – γεγονός που αποδεικνύεται από την αντίθεση της Γερμανίας στη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού οικονομικού Υπουργείου, που πρότεινε η Γαλλία, ενός ευρωομόλογου που ζητήθηκε από την Ιταλία, και από διάφορα άλλα.
Η χώρα μας λοιπόν, επιλέγοντας την παραμονή της στην Ευρωζώνη, οφείλει όχι μόνο απλά να επιβιώσει, δανειζόμενη περαιτέρω, αλλά, κυρίως, να καταφέρει να ανταγωνισθεί με επιτυχία όλα τα υπόλοιπα κράτη – έτσι ώστε να μην καταλήξει σε έναν άβουλο δορυφόρο ενός ευρωπαϊκού μορφώματος, πίσω από το οποίο μία σκοτεινή εξουσία κινεί τα νήματα (δεν αναφερόμαστε φυσικά σε κάποια συνωμοσία, αλλά σε ένα εξόφθαλμο γεγονός). Είναι όμως σε θέση να το επιτύχει (εάν υποθέσουμε βέβαια ότι είναι βιώσιμο το ευρώ), παρά τις διαφορετικές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη και την ανομοιομορφία των κρατών της;
Ας μην ξεχνάμε ότι, από οικονομικής σκοπιάς, δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε εισαχθεί το € σε μία περιοχή που δεν συνιστά άριστο νομισματικό χώρο. Ο λόγος λοιπόν της απόφασης εισαγωγής του κοινού νομίσματος δεν μπορεί να ήταν οικονομικός (οι οικονομικές γνώσεις των ισχυρών, των ηγετικών μάλλον ευρωπαϊκών χωρών, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας), αλλά πιθανότατα πολιτικός – στρατηγικός καλύτερα.
Επομένως, το δράμα που ζούμε σήμερα, θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί πριν από πολλά χρόνια, καθώς πλέον διαπιστώνουμε ολοκάθαρα μία μονοδρομημένη μέθοδο επίλυσής του, η οποία δεν προσπαθεί καθόλου να επικεντρωθεί στον πυρήνα του προβλήματος: στην αποψίλωση δηλαδή του παραγωγικού ιστού. Κάτω από αυτό το διαφορετικό πρίσμα, η χρηματοπιστωτική κρίση λειτουργεί προς όφελος των πλεονασματικών χωρών της Ε.Ε. – όπως επίσης προς όφελος των ελάχιστων άλλων κερδοφόρων οικονομιών, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι (ιδιαίτερα της Κίνας).
Για να τεκμηριώσουμε το συμπέρασμά μας, η Γερμανία (εν μέρει ίσως και η Γαλλία) αυξάνει συνεχώς την ανταγωνιστικότητά της – δυστυχώς, εις βάρος των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Ταυτόχρονα, αποβιομηχανοποιεί συστηματικά, με τη βοήθεια των dumping μισθών των εργαζομένων της και όχι μόνο, σχεδόν ολόκληρο τον Ευρωχώρο. Κάτι τέτοιο λειτουργεί μόνο με τη βοήθεια του κοινού νομίσματος, του ευρώ δηλαδή – κυρίως επειδή η ζήτηση των γερμανικών προϊόντων αυξάνεται, λόγω της υπερχρέωσης των ελλειμματικών κρατών (έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στο άρθρο μας, Ο αδύναμος κρίκος).
Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι, στο σύστημα μας, τα χρήματα δημιουργούνται μόνο μέσω των χρεών (κατά το παράδειγμα των τραπεζών και της σχεδόν γεωμετρικά πολλαπλασιαστικής σχέσης μεταξύ των καταθέσεων και των πιστώσεων που έχουμε αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο μας). Εάν λοιπόν μία χώρα εξάγει πλεονασματικά, εάν δηλαδή οι καθαρές εξαγωγές είναι μεγαλύτερες των εισαγωγών της, τότε οι χώρες καθαρής εισαγωγής χρεώνονται απέναντι της, στο αντίστοιχο ποσόν που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των εισαγωγών και των εξαγωγών τους (εμπορικό ισοζύγιο), για να αγοράσουν τα προϊόντα της.
Έτσι, δημιουργείται ένας αυτονόητος, ένας ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος, επειδή τα συνεχώς αυξανόμενα χρέη οδηγούν έμμεσα (μεταξύ άλλων) σε υψηλότερο εργατικό κόστος, το οποίο συμβάλλει στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση της χώρας που χρεώνεται – άρα σε όλο και μεγαλύτερη εξάρτησή της από τις εισαγωγές, με συνεχώς ακριβότερες τιμές αγοράς.
Στο τέλος, μία τέτοια χώρα εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από τον νέο δανεισμό και τους δανειστές της: καταλήγει να επιβιώνει δηλαδή τεχνητά, συνδεδεμένη άρρηκτα με έναν πιστωτικό ορό. Εάν, δε, προσπαθήσει κανείς να την αποκόψει από τον ορό, θα την οδηγήσει υποχρεωτικά σε απίστευτα καταστροφικές, κοινωνικές και άλλες εκρήξεις, ενδεχομένως με παγκόσμια εμβέλεια. Ειδικά όσον αφορά τη σχέση Ε.Ε. – Ελλάδας (Ιρλανδίας, Ισπανίας, Ιταλίας, Λετονίας, Πολωνίας, Αυστρίας κ.λπ.), η οποία διέπεται από τα παραπάνω, εάν η Ευρώπη δεν αναθεωρήσει δραστικά τις απόψεις της, τότε έχει τις παρακάτω επιλογές:
(α) Να συνεχίσει να επιδοτεί την ελληνική οικονομία όπως, αργά ή γρήγορα, και τις υπόλοιπες ελλειμματικές.
(β) Να κλείσει ερμητικά τα σύνορά της, λαμβάνοντας αποστάσεις από την παγκοσμιοποίηση.
(γ) Να δημιουργήσει μία νέα γενιά πεινασμένων οικονομικών μεταναστών, με τεράστια προβλήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Αναλυτικότερα, ειδικά όσον αφορά τους ντάμπινγκ μισθούς που αναφέραμε, η Γερμανία δεν περιορίζεται μόνο στη σταθερότητα ή στη μείωσή τους –σε πλήρη αντίθεση με την αναγκαστική αύξηση των μισθών των ελλειμματικών χωρών. Ουσιαστικά, οι μισθοί επιδοτούνται από το κράτος, επαυξημένα σε περιόδους ύφεσης, παρά το ότι κάτι τέτοιο διαστρεβλώνει τον ανταγωνισμό και οφείλει να τιμωρείται από την Ε.Ε. (οι άμεσες επιδοτήσεις επιχειρήσεων εντός της Ε.Ε. απαγορεύονται δήθεν αυστηρά από την Κομισιόν).
Η επιδότηση αυτή, σε συνδυασμό με το έκτακτο μέτρο της απόσυρσης των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων (βλακωδώς συνέβαλαν και πολλές άλλες χώρες, με ανύπαρκτη αυτοκινητοβιομηχανία), συνετέλεσε στην επιτυχή, μέχρι σήμερα, αντιμετώπιση της παγκόσμιας ύφεσης από τη Γερμανία (μείωση της ανεργίας στο 7,9% από το 8,7% πριν από την κρίση κ.λπ.). Αντίθετα, ενέτεινε σε μεγάλο βαθμό το ήδη τραγικό πρόβλημα των υπολοίπων ευρωπαϊκών και άλλων χωρών (η ανεργία αυξήθηκε στη Γαλλία από 8,4% στο 9,5%, στη Μ. Βρετανία από 5,5% στο 8,8% και στις Η.Π.Α. από 4,5% στο 10%).
Η επιδότηση της μικρότερης απασχόλησης, ένα καθαρά γερμανικό, εξαιρετικό αναμφίβολα μοντέλο, δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα διάθεσης των προϊόντων τους, να μειώνουν το χρόνο εργασίας του προσωπικού τους (από 30% μέχρι και εξ ολοκλήρου) – έως και για ένα χρονικό διάστημα 24 μηνών. Το 65% περίπου της απώλειας του καθαρού μισθού των εργαζομένων πληρώνεται από το κράτος – καθώς επίσης το 50% των εργοδοτικών εισφορών (μετά τους 6 μήνες, ακόμη και το 100%).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο (κόστισε μέχρι στιγμής περί τα 5 δισ. € στη Γερμανία, όσο και η απόσυρση δηλαδή), η ανεργία δεν αυξάνεται (οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο αυξήθηκαν από 39.000 πριν την κρίση, στο 1,1 εκ. σήμερα – ποσοστό 3,8% επί του συνόλου), οπότε αφενός μεν δεν περιορίζεται η κατανάλωση, αφετέρου δε οι επιχειρήσεις διατηρούν το εξειδικευμένο προσωπικό τους, χωρίς να υποχρεώνονται σε απολύσεις (αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις απεργίες, τις εργασιακές διαμάχες, τις έντονες κοινωνικές αναταραχές κ.λπ.).
Την ίδια στιγμή, όμως, μειώνουν δραστικά το κόστος λειτουργίας τους και αυξάνουν γεωμετρικά τη συγκριτική ανταγωνιστικότητα τους – ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης. Πρόκειται λοιπόν για ένα έμμεσο, για ένα κρυφό καλύτερα όπλο υπόγειας ενίσχυσης των γερμανικών επιχειρήσεων, το οποίο διαστρεβλώνει τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και αποβιομηχανοποιεί εγκληματικά όλες τις υπόλοιπες χώρες – με τη βοήθεια των υφέσεων και των κρίσεων.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, οι οποίες καλλιεργούν σκόπιμα τεράστιες ανισότητες εντός της Ευρώπης, πως είναι αλήθεια δυνατόν να ανταπεξέλθει ένα ελλειμματικό κράτος το οποίο, συν τοις άλλοις, είναι υπέρ του δέοντος χρεωμένο; Επιβάλλοντας νέους φόρους και καταστέλλοντας τη φοροδιαφυγή (τα μέτρα αυτά λειτουργούν συχνά προς την αντίθετη πλευρά, όπως έχει αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις – άνθηση της φοροδιαφυγής στην Αργεντινή, εν μέσω κρίσης και κατασταλτικών ΔΝΤ μέτρων, μέσα από τη λειτουργία επιχειρήσεων χωρίς νόμιμη άδεια κ.λπ.), μπορεί αλήθεια
(α) να αναστήσει τον απονεκρωμένο παραγωγικό του μηχανισμό, ο οποίος βάλλεται από παντού,
(β) να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του και να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά του ή, μήπως,
(γ) οδηγείται μονοδρομημένα στην αυτοκτονία – στην υποδούλωσή του, δηλαδή, και στην πλήρη δορυφοροποίηση;
Ενδεχομένως, οι πίνακες που ακολουθούν θα αναδείξουν την ανεπάρκεια αυτών που φαντάζονται ότι μπορούμε μόνοι μας, έστω με μεγάλες θυσίες, να λύσουμε συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών – μέσα στην Ευρωζώνη, χωρίς νομισματικά εργαλεία, δεμένοι χειροπόδαρα, εν μέσω μίας παγκόσμιας ύφεσης σε εξέλιξη και με τη γεωμετρική ενδυνάμωση των πλεονασματικών κρατών, εις βάρος των ελλειμματικών.
Από τον πίνακα 1, στη σελίδα 17, διαπιστώνουμε ότι το δημόσιο χρέος μας αυξήθηκε, από το 2003 έως το 2009, κατά 120.562 εκ. € (το 2010 είναι θεωρία ακόμη και άσκηση επί χάρτου). Αντίστοιχα, τα ομόλογα που εξέδωσε το δημόσιο για τη χρηματοδότηση του χρέους, αυξήθηκαν κατά 116.635 εκ. €. Ουσιαστικά, λοιπόν, τα στοιχεία είναι ισοσκελισμένα, οπότε είναι μάλλον σωστά (δεν συμπεριλαμβάνεται βέβαια η χρέωση των διαφόρων ΔΕΚΟ κ.λπ., η οποία επιβαρύνει τους δικούς τους ισολογισμούς).
Περαιτέρω, το ποσοστό του δημοσίου χρέους επί του ΑΕΠ μειώθηκε ξαφνικά το 2006, όπου όμως αναθεωρήθηκε αυθαίρετα προς τα πάνω το ΑΕΠ (από τη μαύρη εργασία), για να επανέλθει δριμύτερο σήμερα (το 2010 υπολογίζουμε ότι θα υπερβεί το 150% – με πολύ μέτριες προσδοκίες, και όχι απαραίτητα από τυχόν ανεπάρκεια της κυβέρνησής μας, από φορολογική ασυδοσία υποτίθεται των Ελλήνων ή από συνδικαλιστικές εξάρσεις). Προφανώς, εάν το ΑΕΠ μας δεν είναι επακριβώς υπολογισμένο (πολλοί αμφιβάλλουν για την ανεξαρτησία και την ορθότητα των στοιχείων της ΕΣΥΕ), τότε τόσο τα ποσοστό των χρεών μας επ’ αυτού, όσο και τα ελλείμματα μας, είναι εκτός ελέγχου.
Το ΑΕΠ μας αυξήθηκε από το 2003 έως το 2009 κατά 57% περίπου, ενώ τα δημόσια έσοδα κατά 30%, οι δαπάνες κατά 75% και το έλλειμμα σχεδόν κατά 7 φορές. Η διαφορά της αύξησης των εσόδων, σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, είναι σε τέτοιο βαθμό μη ισορροπημένη, επειδή η μεγέθυνση του ΑΕΠ προήλθε κυρίως από την προς τα πάνω αναθεώρηση των στοιχείων (παρά το ότι σήμαινε αυξημένες εκροές προς τα ταμεία της Ε.Ε., αφού προσδιορίζονται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) και όχι από φυσιολογικές προϋποθέσεις.
Εκτός του ότι η μεγέθυνση του ΑΕΠ μας είναι πλασματική (εάν πράγματι η μαύρη οικονομία ξεπερνάει τα 30 δισ. €, τότε σίγουρα δεν δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια, ενώ είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και όχι μόνο ελληνικό), μας οδήγησε δυστυχώς σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των δαπανών. Εάν, δηλαδή, δεν είχε αναπροσαρμοσθεί το ΑΕΠ, πόσο μάλλον σε τέτοιο βαθμό, θα είχαμε αποφύγει την υπερβολική αυτή διόγκωση των δαπανών και τη διαφοροποίηση τους από τα έσοδα – άρα το υπερβολικό χρέος και τα τεράστια ελλείμματα. Απλούστερα, τα περίπου 30 δισ. € που αναθεώρησαν το ΑΕΠ μας, οδηγήθηκαν, δυστυχώς, σχεδόν στο σύνολο τους, στις δαπάνες –εκτινάσσοντας τα ελλείμματα και το χρέος (είναι άλλωστε ανθρώπινο, εύλογο δηλαδή, να ξοδεύουμε περισσότερα, όταν πιστεύουμε, έστω ουτοπικά, ότι διαθέτουμε περισσότερα– όπως επίσης όταν βρίσκουμε πρόθυμους δανειστές, για τη χρηματοδότηση των καταναλωτικών και λοιπών υπερβολών μας).
Η μείωση τώρα των δαπανών κατά 1,5 δισ. €, που εισηγείται η κυβέρνηση, η αύξηση των εσόδων κατά 4,5 δισ. € περίπου, καθώς επίσης η ισοδύναμη αύξηση του ΑΕΠ (κατά 4 δισ. €), είναι μεν εφικτοί (αν και αστείοι) στόχοι, όχι όμως σε περιόδους ύφεσης, ανάγκης επείγουσας λήψης διαρθρωτικών μέτρων, επιτακτικής υποχρέωσης ανάκτησης μέρους της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, εξαιρετικά αυξημένου ρίσκου δανεισμού/επιτοκίων και αθέμιτου ανταγωνισμού των εταίρων μας. Εάν παρ’ ελπίδα οδηγήσουν σε μείωση του ΑΕΠ μας, ένα αρκετά πιθανό σενάριο, τότε θα καταρρεύσει όλος ο προγραμματισμός και θα οδηγηθούμε σε απόλυτα αδιέξοδα.
Το εμπορικό ισοζύγιό μας, μεταξύ των ετών 2004 και 2008, επιδεινώθηκε συνολικά κατά σχεδόν 174 δισ. €, ενώ το εξωτερικό χρέος μας ανάλογα – κατά 177 δισ. € (το 2009 έχει υπερδιπλασιαστεί). Όπως λοιπόν αναφέραμε πιο πάνω (από την αντίθετη πλευρά), αποδεικνύεται και στην πράξη ότι, εάν μία χώρα εισάγει ελλειμματικά, εάν δηλαδή οι εξαγωγές είναι μικρότερες των εισαγωγών της, τότε σαν χώρα καθαρής εισαγωγής χρεώνεται διαχρονικά –στο αντίστοιχο ποσόν που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών (εμπορικό ισοζύγιο)– για να αγοράσει τα προϊόντα της. Ουσιαστικά λοιπόν, αυτά καθ’εαυτά τα μέτρα μείωσης των δαπανών ή αύξησης των εσόδων (υψηλότερη φορολογία κ.λπ.) ελάχιστα αμβλύνουν την υπερχρέωσή της – απλώς περιορίζουν τον ρυθμό της (κάτι σαν αργός θάνατος δηλαδή).
Τα συνεχώς αυξανόμενα χρέη οδηγούν (έμμεσα) σε σταθερά υψηλότερο εργατικό και βιομηχανικό κόστος, το οποίο συμβάλλει γεωμετρικά στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση του κράτους που (υπέρ)χρεώνεται. Η κινούμενη άμμος λοιπόν αυτοτροφοδοτείται από τις όποιες απεγνωσμένες προσπάθειες διαφυγής, καταπνίγοντας τις πάσης φύσεως αντιστάσεις των θυμάτων της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε, οι οικονομικές θυσίες που επιζητούνται από την κυβέρνηση, αλλά και από τους ίδιους τους πολίτες, είναι δυστυχώς άνευ αξίας και αντικειμένου – για να μην πούμε ότι αποτελεί μια παντελώς ανεύθυνη και επικίνδυνη, ποινικά κολάσιμη διασπορά ψευδών ελπίδων.
Ολοκληρώνοντας, εάν δεν είχαμε εισέλθει στην Ευρωζώνη (εννοούμε βέβαια απροετοίμαστοι), η ίδια η αγορά θα μας είχε προειδοποιήσει έγκαιρα για τους κινδύνους χρεοκοπίας μας. Αυξανομένου του δημοσίου χρέους μας, θα αυξάνονταν τα επιτόκια δανεισμού μας (τα CDS επίσης), οπότε θα είχαμε οδηγηθεί σε υποτιμήσεις του νομίσματος μας (σε τεχνητό πληθωρισμό κ.λπ.), χωρίς να αναγκαστούμε να αποβιομηχανοποιήσουμε τη χώρα μας, καταστρέφοντας εντελώς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Σήμερα όμως είναι πια πολύ αργά, αφού η καταστροφή έχει επιτελεσθεί και είναι αδύνατον πλέον, πόσο μάλλον εκτός του στενού χώρου προστασίας του Ευρώ, να επιβιώσουμε στηριζόμενοι στις δικές μας αποκλειστικά δυνάμεις.
Εάν δεν βιαστούμε να εξασφαλίσουμε τις σωστές λύσεις, όσο ακόμη διαρκεί η διεθνής ύφεση (προηγούμενα άρθρα μας – για παράδειγμα, άνοιγμα των αγορών της Ε.Ε. για τα ελληνικά προϊόντα, ουσιαστική βοήθεια για την ανάπτυξη του παραγωγικού μας ιστού, όχι απλώς επιδοτήσεις κ.λπ.), παραμένοντας στατικοί στη διαρκή αναζήτηση χρηματοδότησης του χρέους μας, θα χάσουμε εντελώς το μέλλον μας.
Η λήξη της κρίσης θα σημάνει τη γεωμετρική ανάπτυξη των χωρών που επωφελήθηκαν συγκριτικά από την έλευσή της, με αποτέλεσμα την αύξηση της απόστασής τους από την πλειοψηφία των υπολοίπων. Ίσως τότε να μην αγωνιούμε τόσο για την παραμονή μας στην Ευρωζώνη, όσο, αντίθετα, για την ενδεχόμενη υιοθέτηση, εκ μέρους κάποιων πλεονασματικών χωρών, ενός δικού τους εθνικού νομίσματος – αφού δεν θα έχουν πια την ανάγκη του ευρώ για να εξυπηρετήσουν τα αναπτυξιακά και λοιπά σχέδιά τους.
*Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα: www.sofokleous10.gr