Ο προσωπικός 30ετής πόλεμος ενός αμετανόητου Ιάπωνα…
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη
Τον Οκτώβριο του 1944, οι αμερικανικές δυνάμεις άρχισαν την επιχείρηση ανακατάληψης των Φιλιππίνων, η οποία θα ολοκληρωνόταν μετά από έξι μήνες αιματηρών μαχών. Οι ιαπωνικές δυνάμεις που υπεράσπιζαν τα νησιά είχαν βρεθεί σε δεινή θέση από τις πρώτες μέρες της απόβασης και τη ναυμαχία του κόλπου Λέϊτε, όταν απώλεσαν όλα τα αεροπλανοφόρα τους κι έτσι κάθε δυνατότητα επιθετικής ενέργειας κατά του αμερικανικού στόλου εισβολής. Παρ’ όλα αυτά, οι επιμέρους ιαπωνικές φρουρές σε διάφορα απομονωμένα σημεία των νησιών συνέχισαν τον αγώνα μέχρι και την επίσημη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ανάμεσα στους στρατιωτικούς που δεν παραδόθηκαν ήταν και ο 23χρονος υπολοχαγός Χίρο Ονόντα, ο οποίος θα συνέχιζε τον προσωπικό του ανταρτοπόλεμο στις Φιλιππίνες μέχρι την απίστευτη ημερομηνία της 9ης Μαρτίου 1974, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου.
Ο υπολοχαγός Ονόντα είχε εκπαιδευτεί ως αξιωματικός πληροφοριών των ειδικών δυνάμεων στη σχολή κομάντο «Φουταμάτα» και είχε σταλεί στο μικροσκοπικό νησάκι Λουμπάνγκ των Φιλιππίνων τον Δεκέμβριο του ’44 με διαταγή να ανατινάξει τον αεροδιάδρομο και το λιμάνι του νησιού. Φεύγοντας για το Λουμπάνγκ, ο Ονόντα και η ομάδα του παρουσιάστηκαν στον διοικητή της 8ης μεραρχίας πεζικού, ο οποίος τους κοινοποίησε την κάτωθι διαταγή του αυτοκρατορικού γενικού επιτελείου: «Απαγορεύεται κατηγορηματικά να αυτοκτονήσετε. Ίσως απαιτηθούν τρία χρόνια, ίσως πέντε, αλλά, όπως και να έχουν τα πράγματα, θα ξαναγυρίσουμε να σας πάρουμε. Ως τότε, ακόμη κι αν σας απομείνει ένας οπλίτης, θα συνεχίσετε να ηγείσθε. Μπορεί να χρειαστεί να επιβιώσετε με καρύδες. Ακόμα κι έτσι, σε καμία περίπτωση δεν θα αυτοκτονήσετε…». Προφανώς, ο Ονόντα θεώρησε ζήτημα τιμής την κατά γράμμα τήρηση των διαταγών που έλαβε και αποφάσισε να δράσει αναλόγως, πέρα και πάνω από το συμβατικό καθήκον.
Με την απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στο Λουμπάνγκ τον Φεβρουάριο του ’45 και τη γρήγορη κατάληψη του νησιού, ο Ονόντα διέταξε τους τρεις στρατιώτες της ομάδας του να αποτραβηχτούν στη ζούγκλα της ενδοχώρας για τη διενέργεια ανταρτοπολέμου εναντίον των εισβολέων. Υπό τις διαταγές του είχε τους οπλίτες Γιουίτσι Ακάτσου, 22 ετών και Κινσίσι Κοζούκα, 24 ετών και τον δεκανέα Σοΐτσι Σιμάντα, 30 ετών. Όταν ο πόλεμος τελείωσε επίσημα τον Αύγουστο, οι τέσσερις «αντάρτες» είχαν κατασκευάσει ένα υπόγειο καταφύγιο στο πλέον δασωμένο σημείο του νησιού και έβγαιναν από εκεί για αποστολές καταστροφής και ανεύρεσης τροφής. Η πρώτη φορά που η ομάδα βρήκε κάποιο φυλλάδιο που έγραφε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει ήταν σε μια τέτοια αποστολή, τον Οκτώβριο του 1945, που σκότωσαν την αγελάδα κάποιου αγρότη. Το φυλλάδιο έγραφε: «Ο πόλεμος τελείωσε. Κατεβείτε από τα βουνά», αλλά μετά από σύσκεψη αποφάσισαν ότι ήταν κάποιο ύπουλο τέχνασμα του εχθρού και το αγνόησαν. Αναλόγου περιεχομένου φυλλάδια συνέχισαν να ρίχνονται από αεροπλάνα στο τέλος του 1945, κάποια με τη διαταγή παράδοσης της 14ης στρατιάς του στρατηγού Γιαμασίτα, τα οποία επίσης θεωρήθηκαν πλαστά και η ομάδα συνέχισε τη δράση της.
Κάποια στιγμή, τον Σεπτέμβριο του 1949, ο νεώτερος της ομάδας, Ακάτσου, βαρέθηκε το κρυφτούλι στα βουνά με τα αποσπάσματα καταδίωξης και τη μονότονη δίαιτα και εγκατέλειψε τους υπόλοιπους για να παραδοθεί στις αρχές. Ο Ονόντα αμέσως θεώρησε ότι το κρησφύγετό τους βρισκόταν σε κίνδυνο και χώθηκαν πιο βαθιά στη ζούγκλα για να αποφύγουν τον τυχόν εντοπισμό τους. Στο μεταξύ, ο Ακάτσου είχε φτάσει στην Ιαπωνία και είχε ενημερώσει τις αρχές ότι υπήρχαν τρεις Ιάπωνες στο Λουμπάνγκ που συνέχιζαν τον πόλεμο. Το 1952, ένας μεγάλος αριθμός από πακέτα που περιείχαν εφημερίδες, γράμματα και φωτογραφίες από συγγενικά πρόσωπα των τριών στρατιωτών ρίχτηκαν από αεροπλάνα στο νησί, αλλά ο Ονόντα και οι υπόλοιποι δύο είχαν εγκλωβιστεί, πλέον, στο δικό τους, ιδιόμορφο σύμπαν, και τα πακέτα θεωρήθηκαν ένα ακόμη άτιμο κόλπο για να τους θέσουν εκτός μάχης. Η ομάδα συνέχισε απτόητη τη δράση της από χρόνο σε χρόνο χωρίς διακοπή. Τον Μάιο του ’54 ο Σιμάντα σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία και τον Οκτώβρη του ’72, καθώς οι Ονόντα και Κοζούκα έκαιγαν τη σοδειά του ρυζιού ενός χωριού, ο δεύτερος έπεσε νεκρός από τις σφαίρες των χωρικών.
Ο Ονόντα ήταν, πλέον, μόνος, αλλά αποφασισμένος να συνεχίσει τον ανταρτοπόλεμο μέχρι τελικής πτώσης και, προφανώς, η δράση του θα τελείωνε με τον θάνατό του αν δεν βρισκόταν, τον Φεβρουάριο του 1974, ένας Ιάπωνας χίπης-εξερευνητής, ονόματι Νόριο Σουζούκι, που απηυδισμένος από τη σύγχρονη Ιαπωνία είχε θέσει σκοπό της ζωής του να βρει «τον υπολοχαγό Ονόντα, ένα πάντα και τον χιονάνθρωπο των Ιμαλαΐων, με αυτή ακριβώς τη σειρά προτεραιότητας». Όντως, μέσα σε τέσσερις μέρες, ο Σουζούκι κατάφερε αυτό που τα αποσπάσματα της αστυνομίας απέτυχαν να κάνουν επί πάνω από 29 χρόνια. Σε μια ιστορική στιγμή, που έχει κάτι από τη συνάντηση Λίβινγκστον-Στάνλεϊ, ο Σουζούκι βρήκε τον Ονόντα (να τον σημαδεύει) μέσα στη ζούγκλα και του είπε πως ο πόλεμος είχε, όντως, τελειώσει. Παρ’ όλα αυτά, ο Ονόντα δήλωσε πως θα παραδινόταν μόνο υπό δύο όρους: 1. Αν ο Σουζούκι έφερνε στη ζούγκλα τον πρώην διοικητή του, ταγματάρχη Γιοσίμι Τανιγκούτσι, ο οποίος το ’74 ήταν συνταξιούχος βιβλιοπώλης, για να τον αποδεσμεύσει προσωπικά και 2. Αν ο Σουζούκι «κουρευόταν σαν άνθρωπος».
Πραγματικά, ο «ευπρεπισμένος», Σουζούκι επέστρεψε με τον Τανιγκούτσι στο Λουμπάνγκ στις 9/3/74 και ο Ονόντα παραδόθηκε στις αρχές των Φιλιππίνων την ίδια μέρα, παραδίδοντας το τουφέκι του, Αρισάκα 99, σε άψογη κατάσταση λειτουργίας. Παραδόξως, αν και η ομάδα του Ονόντα είχε σκοτώσει πάνω από 30 Φιλιππινέζους στα 29 χρόνια δράσης της, ο δικτάτορας Μάρκος του απένειμε χάρη και επέστρεψε στην Ιαπωνία όπου του έγινε υποδοχή ήρωα. Ο ίδιος, σοκαρισμένος από την «ηθική κατάπτωση» της Ιαπωνίας του ’70, αλλά και την επικέντρωση των ΜΜΕ στο πρόσωπό του, κλείστηκε στον εαυτό του και έγραψε τα απομνημονεύματά του με τίτλο Καμία παράδοση, ο 30ετής πόλεμός μου. Ταυτόχρονα, αρνήθηκε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που του πρόσφερε η ιαπωνική κυβέρνηση ως αποζημίωση για τις υπηρεσίες του. Δεν άντεξε όμως για πολύ. Ένα χρόνο αργότερα μετανάστευσε στη Βραζιλία, όπου έφτιαξε με τον αδελφό του μια φάρμα. Το 1984, μαθαίνοντας ότι ένας Ιάπωνας έφηβος είχε σκοτώσει τους γονείς του, επέστρεψε στην Ιαπωνία όπου ίδρυσε το «Σχολείο της φύσης, Ονόντα», ένα εκπαιδευτικό σχολείο-κατασκήνωση, όπου δίδασκε στα παιδιά τεχνικές επιβίωσης και ηθικές αξίες από την ιαπωνική παράδοση. Το 1996 επισκέφθηκε το νησί Λουμπάνγκ, όπου δώρισε 10 χιλιάδες δολάρια στο τοπικό σχολείο και βρήκε το παλιό του λημέρι στη ζούγκλα. Ο Ονόντα πέθανε πλήρης ημερών στις 21/2/2014, σε ηλικία 92 ετών. Όσο για τον Σουζούκι, σκοτώθηκε από μια χιονοστιβάδα στα Ιμαλάια, τον Νοέμβριο του 1986, ψάχνοντας τον τρίτο του στόχο, το θρυλικό Γιέτι.