Ο έρωτας ως κινητήρια δύναμη εξανθρωπισμού
Του Κώστα Σαμάντη από τη Ρήξη φ. 100
Για τη σκηνή του θεάτρου ΑΤΤΙΣ έχουμε αναφερθεί κι άλλες φορές στο παρελθόν, παραδεχόμενοι την αδυναμία μας στον ιδρυτή του, Θόδωρο Τερζόπουλο. Ο διεθνούς κύρους σκηνοθέτης, με περιοδείες κυριολεκτικά στα τέσσερα σημεία του πλανήτη, αποτελεί ίσως ένα κατ’ εξαίρεση τελευταίο δείγμα οικουμενικότητας του σύγχρονου ελληνικού δημιουργικού στερεώματος.
Θεατρικό παιδί του Χάινερ Μίλλερ όσο και του θεάτρου που ίδρυσε ο Μπρεχτ, του Μπερλίνερ Ανσάμπλ, κατορθώνει με τις παραστάσεις του όχι μόνο να προτείνει κρίσιμα ζητήματα της περιόδου που περνάμε, αλλά, ακόμη περισσότερο, να αναδείξει ιδιαίτερες πτυχές γύρω από την πραγματική φύση του ανθρώπου. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, η γραμμή η οποία διαπερνά το συνολικό έργο του είναι μια γραμμή αγωνίας για τις πραγματικές δυνάμεις ή αδυναμίες του ανθρώπου, τις αυθεντικές σχέσεις και τις στρεβλώσεις που υφίστανται, την ευθύνη του ως θύτη, αλλά και ως θύμα.
Το έργο με το οποίο εγκαινιάζει τη φετινή θεατρική του περίοδο το θέατρο ΑΤΤΙΣ δεν βασίζεται πάνω σε ένα τυπικό θεατρικό κείμενο. Παίρνει μια ολιγοσέλιδη κατάθεση προβληματισμού του επί σειρά ετών συνεργάτη του, ως ηθοποιού, Θανάση Αλευρά, και πατώντας πάνω σε αυτή, ξεδιπλώνει μια πολύπλευρη θεατρική πρόταση. Σε μια παράσταση πενήντα πέντε μόλις λεπτών, πραγματεύεται την άνοδο και την πτώση του εκσυγχρονισμού στην πατρίδα μας, την εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και του ίδιου μας του εαυτού, την υποκατάσταση θεσμών και αξιών από την «ανταλλάξιμη» αξία τους.
Το κείμενο του Αλευρά είναι κατά βάση ένα ποιητικό κείμενο. Στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μια καταιγιστική αναφορά αριθμών, επιτοκίων, δεικτών, λογιστικών πράξεων, αποδόσεων, κέρδους εντέλει. Είναι αυτές ακριβώς οι πράξεις οι οποίες καθόριζαν μέχρι πρότινος, μέχρι δηλαδή που το παρασιτικό μοντέλο έσκασε, την καθημερινότητά μας, τις σχέσεις μας, τη ζωή μας, τον ίδιο μας τον εαυτό. Γιατί το μοντέλο το οποίο κυριαρχούσε στη χώρα τα τελευταία τριάντα χρόνια ήταν ένα μοντέλο του «δούναι και λαβείν», όπου το πάνω χέρι είχε αυτός ο οποίος μπορούσε να παίρνει χωρίς να προσφέρει τίποτα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα σκάνδαλα των εξοπλιστικών προγραμμάτων, των δανείων στους «ημετέρους», στην αλαζονική και ανήθικη συμπεριφορά επιφανών εκπροσώπων της εξουσίας για να καταλάβει σε τι ακριβώς αναφέρεται ο συγγραφέας μέσα στο κείμενο του : «Εδώ / στη σκηνή του θεάτρου / στης Ευρώπης τον πάτο / τα πουλώ όλα / όλα».
Το σκηνικό της παράστασης είναι κάτι ανάμεσα σε αίθουσα δημοπρασιών και σε αίθουσα χρηματιστηριακών συναλλαγών. Έχει κάτι από τα χρηματιστήρια των σκλάβων στην Αμερική της δουλείας. Στην αίθουσα αυτή τα πάντα εκτιμώνται, τα πάντα αγοράζονται και πωλούνται. Συναισθήματα, μνήμες, σχέσεις, προσωπικές καταθέσεις και αναφορές, όλα μπαίνουν στη διατίμηση. Κάθε τι χάνει την αξία χρήσης του και μετατρέπεται ξεκάθαρα σε «ανταλλάξιμη αξία», όπως έλεγε και ο θείος Κάρολος. Δεν έχει σημασία τι «είναι» κάτι ή κάποιος, όλα έχουν σημασία για το κέρδος που μπορούν να αποφέρουν.
Σε ένα κείμενο έκφρασης της ανθρώπινης μανίας, με την καταιγιστική αναφορά αριθμών και λέξεων, ο ποιητής Θανάσης Αλευράς, μέσα από παρηχήσεις και λετριστικά λογοπαίγνια (six, sex, success) κατορθώνει να περιγράψει την αταβιστική συμπεριφορά ενός ανθρώπου, αντικειμένου πλέον, σε ένα σύμπαν όπου το αμερικάνικο «produce» και «profit» κυριαρχεί.
Στο λιτό, αλλά συγκλονιστικό σκηνικό που συνηθίζει ο σκηνοθέτης, συνεργάζεται με δύο ηθοποιούς. Ο Άνδρας είναι ο κατεξοχήν εκτιμητής. Είναι αυτός ο οποίος, ως υποδειγματικός «ντίλερ», κυριαρχείται από μια φρενήρη επιδίωξη του κέρδους και έχει μεταβάλλει το σώμα του σε αριθμομηχανή, υπολογιστή, και ταμειακή μηχανή ταυτόχρονα. Εκποιεί τη Γυναίκα σε επαναλαμβανόμενες, σχεδόν επιληπτικές κινήσεις, ως ένα απλό γρανάζι στην εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Η Γυναίκα από την άλλη, αποδεχόμενη αυτόν το ρόλο, απλώς προσπαθεί να αποκομίσει το μέγιστο δυνατό κέρδος για τον εαυτό της. Δεν υπάρχουν πλέον κοινωνικές σχέσεις. Στην κοινωνία του άκρατου νεοφιλελευθερισμού διεξάγεται ανάμεσα στα άλλα και ο πόλεμος των φύλων. Όλα κυριαρχούνται από την προσπάθεια χειραγώγησης του ενός από τον άλλον. Ακόμα κι όταν το ζευγάρι «συναντηθεί», εξ αποστάσεως πάντα και χορέψει ένα φλαμένγκο, τον αισθησιακό αυτό χορό, ο άντρας θα φτάσει σε οργασμό αυνανιζόμενος πνευματικά και σωματικά. Αδιέξοδο; Καθόλου. Είναι αυτός καθαυτός ο έρωτας στην αγνή και άσπιλη μορφή του οποίος μπορεί να λειτουργήσει ως κινητήρια δύναμη εξανθρωπισμού, ως διαδικασία κάθαρσης, ως κατάσταση χειραφέτησης η οποία μπορεί ξανά να προβάλλει τον Άνθρωπο, εμάς τους ίδιους δηλαδή, στο προσκήνιο. Γι’ αυτό και, στο τέλος της παράστασης, ο Άνδρας, σαν ζώο που αλυχτά, ουσιαστικά αναχωρεί αναζητώντας τον Έρωτα, τη σωτηρία του δηλαδή.
Όμως ο σκηνοθέτης δεν διακρίνεται για την απαισιόδοξη στάση του όσο για την οξεία κριτική που ασκεί. Ίσα-ίσα που πιστεύει στην ελληνική κοινωνία: «Αν ζούσα μόνιμα στην Ελβετία ή τη Σουηδία, θα αυτοκτονούσα! Δεν θα άντεχα τη δήθεν ηρεμία, τάξη και ησυχία, τα παγωμένα αισθήματα, το ψυχρό κλίμα των ανθρώπινων σχέσεων, τις υποκριτικές συμπεριφορές που κρύβουν πίσω τους νευρώσεις, απωθημένα, ψυχώσεις και καταθλίψεις… Ταξιδεύω πολύ. διαπιστώνω λοιπόν πως ο Έλληνας, με όλες τις ατέλειες, την ανωριμότητα και τα τραύματά του, διατηρεί ακόμη κάτι βαθιά ανθρώπινο.» Ακόμη περισσότερο μας προτρέπει να δραστηριοποιηθούμε: «Θυμάμαι κάτι που καταγράφει η κορυφαία Λιβανέζα Ετέλ Ατνάν στο ποίημα-ημερολόγιο πολέμου «Τζενίν», το οποίο είχα παρουσιάσει το 2006 στο Άττις. Αναφέρει την ιστορία ενός νέου αρχιτέκτονα που βρέθηκε στην παλαιστινιακή πόλη Τζενίν για να κάνει το διδακτορικό του. Ζώντας όμως τη σφαγή των αμάχων, πήρε ένα όπλο στο χέρι κι έγινε αντάρτης. Δεν εννοώ ότι πρέπει όλοι να γίνουμε αντάρτες. Πρέπει όμως να ζούμε σαν συγκρουσιακοί πολίτες. Γιατί διαπράττεται αυτήν τη στιγμή ένα έγκλημα μέσα στη ζωή και μέσα στην ψυχή μας» (Από πρόσφατη συνέντευξή του επ’ ευκαιρία του ανεβάσματος του Amor.)
Ο Τερζόπουλος κατορθώνει για μια ακόμη φορά να εκμαιεύσει από τους ηθοποιούς του δύο υπερβατικές ερμηνείες. Ο Αντώνης Μυριαγκός, κυρίαρχος και κυριαρχούμενος ταυτόχρονα, κατορθώνει να μεταδώσει τη τρομακτική μηχανοποίηση του ανθρώπου, ενώ η Αγλαΐα Παππά από την άλλη, μέσα από την αισθαντική ερμηνεία της, αποδίδει τη γυναίκα-αντικείμενο αλλά ταυτόχρονα και χειραγωγό, τον εθελούσιο αντίπαλο όσο και συνεργό αυτής της σύγκρουσης.
Η όλη πρόταση, αν και δεν εντάσσεται στις καθαρόαιμες θεατρικές παραστάσεις, αποτελεί μια ιδιαίτερη εμπειρία. Εντάσσεται περισσότερο στην κατηγορία της σκηνικής σύνθεσης ή του «θεατρικού σχόλιου», αν μας επιτρέπεται ο νεολογισμός. Ίσως σε κάποιες στιγμές, λόγω της αδιάλειπτης κατάθεσης των αριθμών να κουράζει, ενδεχομένως η συνολική της διάρκεια να έπρεπε να είναι κάπως μικρότερη. Όμως ο Τερζόπουλος για μία ακόμη φορά κατορθώνει να καταθέσει μια πρόταση για το θέατρο του αύριο, για μία ακόμη φορά κτίζει ήδη από τώρα το συνειδητό θεατή της επόμενης ημέρας.
Amor, του Θεάτρου Άττις, μια σκηνική σύνθεση με αφορμή ένα κείμενο του Θανάση Αλευρά, σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου.
Σκηνοθεσία-σκηνική εγκατάσταση-σύνθεση κειμένων: Θεόδωρος Τερζόπουλος
Ερμηνεύουν: Αγλαΐα Παππά, Αντώνης Μυριαγκός
Μουσική: Παναγιώτης Βελιανίτης
Κοστούμια: ΛΟΥΚΙΑ
Φωτισμοί: Θεόδωρος Τερζόπουλος, Κωνσταντίνος Μπεθάνης
Τεχνικός υπεύθυνος: Κωνσταντίνος Μπεθάνης
Εκτέλεση σκηνικής εγκατάστασης: Χαράλαμπος Τερζόπουλος
Υπεύθυνη παραγωγής: Μαρία Βογιατζή
Φωτογραφίες: Johanna WeberΠληροφορίες
Τοποθεσία: Θέατρο Άττις, Λεωνίδου 7, Μεταξουργείο, Αθήνα
Ημερομηνία: Από 6 Δεκεμβρίου 2013. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00, Κυριακή στις 19.00. Διάρκεια: 55 λεπτά
Πληροφορίες: Τηλ.: 210 5226260 www.attistheatre.co
Τιμές εισιτηρίων: 15€ (κανονικό), 12€ (μειωμένο)
1 ΣΧΟΛΙΟ
Δεν γνωρίζω ποία είναι η δική σας γνώμη, αλλά εγώ πήγα στο θέατρο Άττις και είδα το “amor ” και κυριολεκτικά έφριξα . Μολονότι το θέμα του ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο ( η αλλοτρίωση και ο εξευτελισμός της ζωής μας από το κυνήγι του κέρδους και τον πυρετό του τζόγου στο χρηματιστήριο), ο τρόπος που χειριζόταν το θέμα του δεν ήταν απλά βαρετός και αποτυχημένος αλλά κυριολεκτικά τρισάθλιος.
Αφού έπρεπε πρώτα να υποστούμε για 50 λεπτά μια αρρωστημένη και πυρετώδη μπουρδολογία που περιλάμβανε μια σειρά από λέξεις και αριθμούς που επαναλαμβάνονταν συνεχώς διανθισμένη με κάποια κρύα αστεία ( υποτίθεται ο στόχος ήταν μέσα από την διαρκή επανάληψη να σιχαθεί ο θεατής την αλλοτρίωση του συστήματος που σε σπρώχνει διαρκώς να θέλεις περισσότερα χωρίς ποτέ να ικανοποιείσαι , αλλά στο τέλος αντί να σιχαθεί κάποιος την αλλοτρίωση του συστήματος και του χρηματιστηρίου έφθανε να σιχαθεί τη ζωή του και το θέατρο ) φθάσαμε στο φρικτό και αβάσταχτο τέλος . Στην αγωνιώδη και απελπισμένη του προσπάθεια να ξεφύγει από την σίγουρη καταστροφή ο πρωταγωνιστής βρίσκει καταφύγιο και σωτηρία σε μια ανοδική πορεία προς την αγάπη . Πως όμως αναζητά το πολύτιμο αυτό συναίσθημα ??? Σκαρφαλώνοντας σε έναν τοίχο και φωνάζοντας δυνατά “amor , amor , amor “. Την ίδια ώρα και η συμπρωταγωνίστριά του φωνάζει και αυτή ( εγκλωβισμένη μέσα σ’ ένα βαρελίσιο πηγάδι ) ” amor, amor , amor “.
Έλεος βρε παιδιά , έλεος , μην αντιμετωπίζετε το θεατρικό κοινό σαν ένα σωρό από κρετίνους . Το φοβερότερο δε όλων ήταν ότι το απαράδεκτο περιοδικό των δημοσίων σχέσεων που λέγεται ” αθηνόραμα ” προβάλλει αυτή την απαίσια παράσταση ως το καταπληκτικό αριστούργημα της χρονιάς που κανείς δεν πρέπει να χάσει ( πέντε αστέρια παρακαλώ ). Και μη χειρότερα !!!!