Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 126
Η ταινία του Ντάντλεϊ Νίκολς είναι ένα μνημείο. Κι αν έχει αξία η επαναπροβολή της, αυτή βρίσκεται όχι τόσο στις κινηματογραφικές της αρετές –θα μπορούσε να είναι ένα παράδειγμα για το τι δεν είναι ο κινηματογράφος– αλλά στην ιστορικότητά της. Το ίδιο το έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ, που ο Νίκολς το διατήρησε αυτούσιο, είναι το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ιστορικότητας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για καταγραφή μιας εξαιρετικής παράστασης του έργου: Η ταινία γυρίστηκε το 1947 και η πρώτη παράσταση έγινε στο θέατρο Γκιλντ του Μπρόντγουεϊ το 1931, με μεγάλη επιτυχία, και συνεχίστηκε στο θέατρο Άλβιν την επόμενη χρονιά.
Το κινηματογραφικό έργο διασώζει την προπολεμική θεατρική παράδοση του Μπρόντγουεϊ, την οποία εν τω μεταξύ ο κινηματογράφος προσπέρασε και αναμόρφωσε. Πράγματι, τρία μόλις χρόνια υστερότερα, στα 1951, ο Κωνσταντινουπολίτης Ηλίας Καζαν(τζόγλου), με Το Λεωφορείον ο Πόθος, βασισμένο στο ομώνυμο έργο ενός άλλου μεγάλου δραματουργού, του Τένεσι Ουίλιαμς, θα δώσει ένα υπόδειγμα κινηματογραφικής μεταφοράς, εγκαινιάζοντας τη νέα κινηματογραφική –και θεατρική– υποκριτική. Ο μεγάλος μαθητής του, Μάρλον Μπράντο, μαζί με τον άλλο μαθητή, τον Τζέιμς Μπάιρον Ντιν, έφεραν τη σχολή του νεοϋορκέζικου «Άκτορς Στούντιο» –που ο Καζάν ήταν συνδημιουργός του– και τη νέα τεχνική του στην οθόνη. Έτσι ο ψυχολογικός ρεαλισμός, που πρώτος εμπνευστής του ήταν προπολεμικά ο Ο’ Νηλ, ρίζωσε και στον κινηματογράφο. Εάν σας φανεί λίγο παλιομοδίτικη η υπόκριση των ηθοποιών στο έργο του Νίκολς, ο Καζάν είναι η αιτία.
Η προφανής ιστορική αξία της ταινίας είναι, όπως είπαμε, το ίδιο το έργο. Η καθημερινή αμερικανική λαλιά με τον Ο’ Νηλ ανεβαίνει στο θέατρο και στην ταινία δίνεται η ευκαιρία να ακούσει κανείς αυτούσια τη γλώσσα του συγγραφέα, μια γλώσσα λυρική, ασυνήθιστη πλέον στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά. Ο νομπελίστας Ο’ Νηλ, γεννημένος το 1888, μεταφέρει αυτοβιογραφικά στοιχεία από τον απόηχο του αμερικανικού Εμφυλίου. Ζώντας ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη, σαν τους ήρωες του έργου του, προφανώς έχει μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες της ίδιας της οικογένειάς του στα αδελφοκτόνα εκείνα χρόνια της αμερικανικής εθνογένεσης. Με γερή κλασική παιδεία, τι πιο φυσικό από το να πατήσει πάνω στην αρχέγονη ιστορία της ελληνικής εθνογένεσης, τον ομηρικό Τρωικό Πόλεμο και τον μύθο των Ατρειδών, έτσι όπως ο Αισχύλος τον παραδίδει στην «Ορέστειά» του. Υπάρχουν στοιχεία και από την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, αλλά το έργο του Ο’ Νηλ ακολουθεί ακόμα τη διάρθρωση της τριλογίας: «Ο γυρισμός» («Αγαμέμνων»), «Οι κυνηγημένοι» («Χοηφόροι»), «Οι στοιχειωμένοι» («Ευμενίδες»).
Και ο Αισχύλος δεν είναι το μόνο στοιχείο ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος για το έργο. Μπορεί η Κατίνα Παξινού να άφησε εποχή στην Επίδαυρο ως ηθοποιός-ιέρεια του αρχαίου δράματος, επέπρωτο όμως να μας διασωθεί η εικόνα της τέχνης της υπόκρισής της σ’ αυτή την ταινία του Νίκολς. Όχι μόνο λάμπει κουβαλώντας όλη τη σκευή της ελληνικής αναβίωσης του αρχαίου δράματος, που ξεκίνησε με τον Σικελιανό στον Μεσοπόλεμο, αλλά είναι φως φανάρι πως είναι η δασκάλα της ερμηνείας της άλλης νέας συμπρωταγωνίστριάς της, της Ρόζαλιντ Ράσελ, που τόσο παινέθηκε και έφτασε μέχρι το κατώφλι των Όσκαρ. Μπορεί να την προδίδει κάποτε η προφορά, στην τέλεια ωστόσο εκφορά της αγγλικής, αλλά η Παξινού ρίχνει βαριά τη σκιά της στο έργο, ως αστέρας πρώτου μεγέθους, που ο κινηματογράφος ευδόκησε να διασώσει τη μορφή της.
Αλλά ας μείνουμε λίγο στο έργο του Νίκολς. Η ιστορία, όπως την απαθανάτισε ο Ο’ Νηλ –το έργο γράφτηκε το 1928–, έχει τους Μάνον στη θέση των Ατρειδών και τον Εμφύλιο στη θέση του Τρωικού. Κατά τη λήξη του πολέμου (1865), ο αρχηγός της οικογένειας, στρατηγός Έζρα Μάνον (Αγαμέμνων), επιστρέφει στο σπίτι του μαζί με τον ανδραγαθήσαντα γιο του Όριν (Ορέστης). Εν τω μεταξύ, η κόρη του Λαβίνια (Ηλέκτρα) ανακαλύπτει πως η μητέρα της Κριστίν (Κληταιμνήστρα) έχει εραστή της τον πλοίαρχο Μπραντ (Αίγισθος), με τον οποίο είναι και η ίδια ερωτευμένη.
Κυριευμένη από ζήλια, τόσο για τον εραστή όσο και για τον πατέρα, η Λαβίνια εκβιάζει την Κριστίν ότι θα τα αποκαλύψει όλα, ώστε αυτή να εγκαταλείψει τον Μπραντ. Όταν ο Έζρα επιστρέφει, η Κριστίν, με τη βοήθεια του Μπραντ, που κρύβει ένα ένοχο μυστικό για τους Μάνον, τον δηλητηριάζουν. Η Λαβίνια προφταίνει εν τω μεταξύ τον ετοιμοθάνατο πατέρα της να υποδεικνύει την Κριστίν ως δολοφόνο του. Την ημέρα της κηδείας του επιστρέφει και ο Όριν που τρέφει παθολογική αγάπη για την Κριστίν – όπως άλλωστε και η Λαβίνια για τον Έζρα.
Όταν λοιπόν η Λαβίνια του αποκαλύπτει τη σχέση της μητέρας τους με τον Μπραντ, ο Όριν, από ζήλια κι αυτός, αποφασίζει να βοηθήσει τη Λαβίνια να πάρουν εκδίκηση. Σκοτώνει τον πλοίαρχο Μπραντ και ωθεί τη μητέρα του στην αυτοκτονία. Έπειτα τα αδέλφια Μάνον φεύγουν για ταξίδι στα νησιά της Νότιας Θάλασσας με σκοπό να ξεχάσουν τα εγκλήματά τους. Όταν όμως επιστρέφουν, διαπιστώνουν ότι η ζωή τους έχει πλέον καταστραφεί και η κατάρα των Μάνον δεν τους αφήνει να ησυχάσουν. Ο Όριν αυτοκτονεί και Λαβίνια δεν θα βρει την ευτυχία στο πλάι του Πίτερ (Πυλάδης).
Αν στο αρχαίο δράμα η μοίρα και η κατάρα των Ατρειδών κρατάει τους ήρωες μακριά από την ευτυχία, στο έργο του Ο’ Νηλ η ενοχή παίρνει τη θέση της κατάρας και της μοίρας. Τα ευτυχισμένα νησιά της Νότιας Θάλασσας (επίγεια πραγμάτωση της αρχαίας μεταθανάτιας Νήσου των Μακάρων) προσθέτουν το αμερικανικό όνειρο ενός διηνεκούς μήνα του μέλιτος. Ο Νίκολς θυμίζει σε όλη τη διάρκεια του έργου την αρχαία καταγωγή του δράματος. Όλη σχεδόν η ταινία είναι γυρισμένη στην είσοδο του αμερικάνικου νεοκλασικού μεγάρου των Μάνον και στο επίσης νεοκλασικό τους σαλόνι, σα να βρισκόμαστε πάντα μπροστά στις Μυκήνες και στο παλάτι του Αγαμέμνονα. Η Παξινού, όπως είπα, έχει παρασύρει στη δική της αναβίωση του αρχαίου δράματος και τη συμπρωταγωνίστριά της Ρόζαλιντ Ράσελ. Περισσότερο κινηματογραφικός είναι ο Ρέιμοντ Μάσεϊ, που υποδύεται εξαιρετικά τον ανδρικό σπαραγμό του Έζρα Μάνον, υποψήφιος για Όσκαρ μαζί με τη Ράσελ. Ο Μάικλ Ρέντγκρεϊβ στο ρόλο του Όριν-Ορέστη έχει επίσης το δικό του στυλ, αν και δεν απομακρύνεται τελείως από τη μαγεία της Παξινού. Ο Λίο Γκεν στον ρόλο του πλοίαρχου Μπραντ δίνει μια πολύ καλή παρουσία και τους ρόλους συμπληρώνουν ο Κερκ Ντάγκλας στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, στον ρόλο του Πήτερ-Πυλάδη και η Νάνσυ Κόουλμαν στον ρόλο της Χέιζελ.
Η μεταφορά από τον Ντάντλεϊ Νίκολς του έργου στο σινεμά, απαράλλακτα όπως οι Μάνον-Ατρείδες, δεν ευτύχησε. Ο Νίκολς (1895-1960), περίπου της ίδιας γενιάς με τον Ο’ Νηλ, είχε κι αυτός ήδη δοξαστεί προπολεμικά γράφοντας το σενάριο ενός αριστουργήματος, όπως η Ταχυδρομική άμαξα (1939) του Τζων Φορντ. Είναι επίσης ο κινηματογραφικός διασκευαστής του πολύκροτου Για ποιον χτυπά η καμπάνα (1943) του Χέμινγουεϊ, που χάρισε το Όσκαρ στην Παξινού. Πιστός περισσότερο στο κείμενο, αμέλησε τον κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος δεν είναι μηδέ θέατρο, μηδέ μυθιστόρημα κι ας δανείζεται τους μύθους των. Η ταινία του, άρα, μπορεί να έχει ιστορικό ενδιαφέρον, για όλους τους λόγους που είπαμε, αλλά ως σινεμά γίνεται κουραστική, κάποτε αφόρητη.
Αλλ’ ας μην είμαστε τόσο αυστηροί! Η αφήγηση ενός παρελθόντος που δεν υπάρχει πια –κάπως σαν τις παλιές ελληνικές ταινίες– έχει οπωσδήποτε τη γοητεία της.
ΥΓ.: Μιας και μιλήσαμε για ελληνικές ταινίες, στην ψηφοφορία των αναγνωστών του «Αθηνοράματος», πλειοψήφησε ως η καλύτερη ταινία της 40ετίας 1976-2016 –της Μεταπολίτευσης δηλονότι– τι άλλο; Η κατά Περράκην Λούφα και παραλλαγή (1984). Άντε να δούμε πότε η μεταπολιτευτική Ελλάδα θα βγει επιτέλους από τη –θανάσιμη πλέον– χαζοχαρούμενη, αριστερή εφηβεία της…