Ο λησμονημένος Έλληνας εξερευνητής του 19ου αιώνα
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 130
«Αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν εἶναι γραμμένο γιὰ σοβαροὺς ἀνθρώπους. Δόξα σοι ὁ Θεός, ὑπάρχουνε ἀκόμα ἄνθρωποι, ποὺ τοὺς ἀρέσουνε τὰ ἁπλὰ πράγματα, οἱ ἱστορίες καὶ τὰ παραμύθια. Κ᾿ ἡ δική μου τέχνη εἶναι ἁπλὴ καὶ τὴν κάνω γιὰ τοὺς ἁπλούς. Τί δὲν τραβήξανε τόσοι καὶ τόσοι δυνατοὶ ἄνθρωποι, ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ζωντόβολα, ἀπ᾿ αὐτουνοὺς τοὺς σοβαροὺς ἀνθρώπους, ποὺ κρίνουνε τὴν πολιτεία τους καὶ τοὺς περιφρονᾶνε καὶ τοὺς τυραγνᾶνε καὶ ποὺ στὸ τέλος σπέρνουνε τσουκνίδες καὶ ἀπήγανο ἀπάνω στὸ κιβούρι τους. Ἕνας τέτοιος περιφρονημένος καὶ λησμονημένος εἶναι κι᾿ ὁ Παναγιώτης Ποταγός, ὁ νέος Μᾶρκος Πόλος. Πῆγε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία ἴσαμε τὸ Πεκίνο μὲ τ᾿ ἄλογο καὶ μὲ τὰ ποδάρια, κατόρθωμα ποὺ δὲν τὤκανε κανένας πρὶν ἀπ᾿ αὐτόν, ὕστερα ταξίδεψε στὴν Περσία, στὴν Ἰνδία κι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο τράβηξε μέσα στὴν Ἀφρικὴ ἴσαμε τὴν καρδιά της καὶ μολοταῦτα πέθανε λησμονημένος καὶ πικραμένος, γιατὶ οἱ σοβαροὶ ἄνθρωποι, ποὔπαμε πρωτύτερα, τὸν πήρανε στ᾿ ἀλαφριά, ἐπειδὴς ‘‘δὲν ἦτο σοβαρὸς ἐπιστήμων’’, μὲ βαρόμετρα καὶ μὲ θερμόμετρα καὶ μὲ ματογυάλια. Ἀλλ᾿ ἅφες τοὺς νεκροὺς θάπτειν τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς».
Με τα παραπάνω σκωπτικά λόγια, που παραθέτω εδώ ατόφια, εισάγει ο μεγάλος Φώτης Κόντογλου την παρουσίαση του βίου και της πολιτείας του Παναγιώτη Ποταγού στο βιβλίο του Φημισμένοι Άντρες και Λησμονημένοι και με τον μοναδικό του τρόπο καταφέρνει σε μία μόνο παράγραφο να περιγράψει τόσο το μεγαλείο όσο και την τραγικότητά τους. Η ιστορία του αποτελεί υπόδειγμα αστείρευτου πάθους και επιμονής για γνώση και εξερεύνηση σε άκρως επικίνδυνες περιοχές του τότε κόσμου και ταυτόχρονα μνημείο αναίσχυντης αχαριστείας και μικρόνους αδιαφορίας εκ μέρους της πολιτείας.
Ο Ποταγός ήταν πραγματικά απίστευτη περίπτωση ανθρώπου που δεν τον χωρά ο τόπος του. Γεννημένος στη Βυτίνα της Αρκαδίας στις 7 Οκτωβρίου 1839, φοίτησε στο φημισμένο σχολείο της πόλης του, συνέχισε τις σπουδές του στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και αφού κέρδισε στον μαυροκορδάτειο διαγωνισμό πήγε στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές. Το 1866 επέστρεψε στην Ελλάδα και άσκησε το επάγγελμα του ιατρού στη Στεμνίτσα Αρκαδίας. Η θέση του ήταν μόνιμη και η σταδιοδρομία του στον κρατικό μηχανισμό εξασφαλισμένη, αλλά ο Ποταγός είχε άλλα σχέδια για τον εαυτό του. Τα ακατανόητα για την οικογένεια, αλλά και για τον κοινωνικό του περίγυρο, σχέδια, θα τον έκαναν να παρατήσει τη σιγουριά της «άνευ εκπλήξεων» ζωής στην επαρχιακή Ελλάδα και θα τον κατηύθυναν στα βάθη της ασιατικής και της αφρικανικής ηπείρου προς αναζήτηση γνώσεων και περιπέτειας.
Ο Ποταγός πραγματοποίησε τρεις συνολικά εξερευνητικές αποστολές που διήρκεσαν δεκαπέντε χρόνια (1868-1883) και το γεωγραφικό και εθνολογικό του έργο θεωρείται εξαιρετικό από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, παρά το γεγονός ότι στη χώρα που γεννήθηκε τόσο το έργο του όσο και το όνομά του είναι παντελώς άγνωστα.
Στο πρώτο του ταξίδι, ο Ποταγός ξεκίνησε από τη Συρία έφιππος και αφού πέρασε από το Ιράκ, την Περσία και το Αφγανιστάν, διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Χιντοκούς και του Παμίρ και έφτασε, μέσα από την έρημο Γκόμπι, στη βόρειο Κίνα και την Μογγολία, για να καταλήξει στην Ανατολική Σιβηρία από όπου και επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη και από εκεί στην Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη. Σκοπός του ήταν να ακολουθήσει τα χνάρια του Μεγ. Αλεξάνδρου καταγράφοντας λεξιλογικά και πολιτιστικά στοιχεία που κληροδότησαν στις διάφορες χώρες και περιοχές της διαδρομής του οι πρόγονοί μας. Ταυτόχρονα είχε την ευκαιρία να καταρρίψει κάποιους μύθους που είχε υφάνει, εν είδει ευκολίας αφήγησης, ο Μάρκο Πόλο και οι οποίοι θεωρούνταν θέσφατα για τη δυτική γεωγραφία.
Στο δεύτερο του ταξίδι, ξεκίνησε από το Σουέζ της Αιγύπτου και αφού περιηγήθηκε τις βορειο-δυτικές εκτάσεις της Ινδίας, τη νότιο Περσία και το Αφγανιστάν, επέστρεψε στο Κάιρο. Σημειωτέον ότι στην εν λόγω αποστολή, όπως και στην προηγούμενη, ο Ποταγός χρησιμοποίησε υπέρ του την ελληνική του υπηκοότητα, η οποία άνοιγε πόρτες στα διάφορα βασίλεια της Ασίας τη στιγμή που οι αυτόχθονες ήταν άκρως επιφυλακτικοί απέναντι στους Δυτικούς περιηγητές-κατασκόπους. Το κύρος του δε ήταν τέτοιο, που κατάφερε να αποτρέψει εν δυνάμει εμφύλιο στο Αφγανιστάν (1875) τον οποίο υποδαύλιζαν οι Βρετανοί κι έτσι να μπει στο στόχαστρο της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας.
Στο τρίτο του ταξίδι, ορμώμενος από το Κάιρο, κατευθύνθηκε νότια, και –μέσω του Σουδάν– έφτασε στο βόρειο Κονγκό, προχωρώντας νοτιότερα από τις περιοχές που είχε εξερευνήσει ο μεγάλος Γερμανός εξερευνητής Γ. Σβάινφουρτ (1836-1925). Στο τελευταίο του αυτό ταξίδι ο Ποταγός ανακάλυψε τους ποταμούς Μπόμου και Ουέλε του Κονγκό (1877). Αντίθετα με την επικρατούσα ως τότε άποψη, πως δηλαδή ο Μπόμου χύνεται στον Νείλο, ο Ποταγός κατέδειξε ότι ο Μπόμου είναι παραπόταμος του Κονγκό, που εκβάλλει τελικά στον Ατλαντικό ωκεανό.
Ο Ποταγός, με την ολοκλήρωση των ταξιδιών του, ξεκίνησε τη συγγραφή ενός βιβλίου στο οποίο κατέγραφε τις πολύτιμες παρατηρήσεις του και προσέγγισε το ελληνικό κράτος για να το εκδώσει καθώς είχε ξοδέψει όλες του τις οικονομίες χρηματοδοτώντας τα ταξίδια του. Η απόκριση του δημοσίου, μέσω του υπουργείου Παιδείας, ήταν άκρως απογοητευτική και ενδεικτική της μικροψυχίας των πολιτικών νάνων της εποχής.
Αφού ο ατυχής εξερευνητής έστειλε ένα από τα συγγράμματά του στο υπουργείο Παιδείας προς αξιολόγηση και μη λαμβάνοντας καμία απολύτως απάντηση επί ένα έτος και τρεις μήνες, ταξίδεψε ο ίδιος στην Αθήνα για να δει τι συμβαίνει. Εκεί, παίχτηκε ένα πραγματικό θέατρο του παραλόγου, με τον Ποταγό να προσπαθεί να μάθει την τύχη των σημειώσεών του και του μελλοντικού του βιβλίου και να γίνεται μπαλάκι από τα διάφορα τμήματα του υπουργείου στο παλάτι και τούμπαλιν. Τελικά, απελπισμένος, θα διαπιστώσει ότι το πολύτιμό του σύγγραμμα είχε πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων χωρίς καν να διαβαστεί.
Το παρανοϊκό της υπόθεσης ήταν ότι τελικά βρήκε ο ίδιος ένα μέρος των σημειώσεών του μέσα στο υπουργείο και πάνω στην απόγνωσή του προσέγγισε τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτη Κυριακό, ο οποίος, αναγνωρίζοντας αμέσως τη σπουδαιότητα του θέματος, υπέβαλε αίτημα 5000 δραχμών προς το υπουργείο για την έκδοση του βιβλίου. Η αλήστου μνήμης αρνητική απάντηση του υπουργού παιδείας Δ. Βουλπιώτη επί του ζητήματος αρμόζει σε βλαχοδήμαρχο ολκής: «Περίμενε τόσα χρόνια. Ε, ας περιμένει μερικά ακόμη». Το πανεπιστήμιο εξέδωσε, τελικά, τον 1ο τόμο του βιβλίου του Περιηγήσεις το 1883 και η γαλλική έκδοση κυκλοφόρησε στο Παρίσι δύο χρόνια αργότερα.
Αντίθετα με την αγνωμοσύνη της ελληνικής πολιτείας, ο Ποταγός τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση, τη Γεωγραφική Εταιρεία της Γαλλίας και τον βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο Β’, πρόεδρο τότε της Παγκοσμίου Γεωγραφικής Εταιρείας, ο οποίος και έδωσε το όνομά του σε κεντρική αρτηρία της πόλης Ισίρο του Βελγικού Κονγκό. Όταν του ζήτησε να υπογράψει στη χρυσή βίβλο των περιηγητών, εκείνος έγραψε μόνο δυο λέξεις: «Εις Έλλην».
Ο Ποταγός θα τελείωνε τη ζωή του ξεχασμένος και απογοητευμένος στο χωριό Νυμφές της Κέρκυρας το 1903, φροντίζοντας δωρεάν τους αρρώστους της περιοχής. Ο 2ος τόμος του βιβλίου του, που θα περιείχε την περιγραφή των ηθών, των εθίμων, των θρησκειών και της ιστορίας των λαών που γνώρισε, δεν εκδόθηκε ποτέ και στέρησε για πάντα τη νεοελληνική βιβλιογραφία από μια πολύτιμη παρακαταθήκη. Όταν οι συγγενείς του έσπευσαν στο σπίτι του στην Κέρκυρα μετά τον θάνατό του, μη βρίσκοντας τα πετράδια και χρυσαφικά που νόμιζαν ότι έκρυβε, ξέσκισαν με μανία τον πραγματικό θησαυρό, τα ανέκδοτα χειρόγραφα του μεγάλου εξερευνητή!