Η μέρα που ξέσπασε η βία
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 131
Η 20η Απριλίου του 1999 ήταν μια συνηθισμένη μέρα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική αεροπορία σφυροκοπούσε κάποια μακρινή χώρα με το παράξενο όνομα Γιουγκοσλαβία, ενώ ο τότε πρόεδρος Κλίντον προσπαθούσε να συνέλθει από το εξευτελιστικό σκάνδαλο Λεβίνσκι και οι Ρεπουμπλικάνοι ετοιμάζονταν να ξαναπάρουν την πολυπόθητη εξουσία από τους «αριστερούς» Δημοκρατικούς.
Σ τη μικρή πόλη Λίτλτον της πολιτείας του Κολοράντο, το εργοστάσιο της Λόκχιντ Μάρτιν κατασκεύαζε με πυρετώδεις ρυθμούς τους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους Τάιταν και δύο τελειόφοιτοι μαθητές, οι Έρικ Χάρις και Ντίλαν Κλίμπολντ, την είχαν κοπανήσει από την προπόνηση της ομάδας μπόουλινγκ του γυμνασίου Κόλουμπαϊν. Ήταν, βλέπεις, τα γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ και η περίσταση σήκωνε ένα ξέφρενο πάρτι που η Αμερική δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Προτού η μέρα τελειώσει, δεκαπέντε άνθρωποι θα κείτονταν νεκροί και είκοσι πέντε θα είχαν τραυματιστεί βαριά στην πιο πολύνεκρη επίθεση από μαθητές σε σχολείο στην ιστορία των ΗΠΑ.
Μετά το πέρας της επίθεσης, τα ΜΜΕ και οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες έκαναν φύλλο και φτερό τα σπίτια και τις προσωπικές ιστορίες των δύο δραστών, αλλά και το σχολείο και η επίθεση έγινε αντικείμενο πολυάριθμων άρθρων, εκπομπών στην τηλεόραση και ντοκιμαντέρ. Ειδικοί επί ειδικών αποπειράθηκαν να ρίξουν φως στις πράξεις των δύο μαθητών, χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα και ακόμη και σήμερα, σχεδόν δεκαοχτώ χρόνια μετά, το σαφές κίνητρο της τυφλής βίας που ξέσπασε εκείνη την ημέρα παραμένει ένα αίνιγμα.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι δύο δεκαεπτάχρονοι προετοίμαζαν σχολαστικά την επίθεση για πάνω από έναν χρόνο, συγκεντρώνοντας οπλισμό, πυρομαχικά και εκρηκτικά και ήταν αποκλειστικά θέμα τύχης και αστοχιών το γεγονός ότι η τελική επίθεση δεν είχε εκατοντάδες θύματα.
Χαρακτηριστικά, το σχέδιο δράσης των δύο μαθητών άφησε άφωνους τους πράκτορες του FBI τόσο για τη λεπτομερή σχεδίαση της επίθεσης με τη δημιουργία αντιπερισπασμών μακριά από τον στόχο, δηλ. το σχολείο, και τη στρατιωτική ακρίβεια του χρόνου δράσης, όσο και για τη φονικότητα της εκτέλεσης της ίδιας της επίθεσης, με εκρήξεις ωρολογιακών βομβών και ζώνες πυρός. Ποιο ήταν όμως αυτό το σχέδιο που οι δύο δράστες είχαν ονομάσει «Ώρα Μηδέν»;
Ο σκοπός των Χάρις και Κλίμπολντ ήταν να προκαλέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επέλεξαν να χτυπήσουν το εστιατόριο του σχολείου κατά τη διάρκεια του διαλείμματος για φαγητό στις 11.10’., όταν θα βρίσκονταν εκεί περίπου 500 μαθητές και μέσα στη φασαρία και το πλήθος θα τοποθετούσαν δύο σάκους που περιείχαν από μία ωρολογιακή βόμβα συνδεδεμένη με φιάλη υγραερίου των 10 κιλών κάτω από τα τραπέζια. Οι βόμβες ήταν προγραμματισμένες να αναφλεγούν στις 11.17’ προκαλώντας πολύνεκρες απώλειες και πανικό και πιθανόν να γκρέμιζαν την οροφή καταπλακώνοντας νεκρούς και τραυματίες. Τότε, οι δράστες, που στο μεταξύ θα είχαν εξέλθει από το κτήριο και θα περίμεναν οπλισμένοι με αυτόματα των 9 χιλιοστών και κοντόκαννες καραμπίνες στην είσοδο του εστιατορίου, θα θέριζαν τους επιζώντες καθώς αυτοί θα έτρεχαν να σωθούν από την έκρηξη και ευθύς μετά θα έμπαιναν στο σχολείο για να ξεκινήσει η εκκαθάρισή του τάξη προς τάξη.
Το σχέδιο προέβλεπε και προσβολή των δυνάμεων της αστυνομίας με την ανατίναξη δύο πανίσχυρων ωρολογιακών βομβών, τοποθετημένων στα αυτοκίνητα που οι δύο μαθητές είχαν παρκάρει μπροστά στην είσοδο του εστιατορίου με χρόνο ανάφλεξης στις 12.00’, ώρα δηλαδή που ο προαύλιος χώρος θα είχε γεμίσει από αστυνομικούς και διασώστες. Μισή ώρα νωρίτερα θα ανατιναζόταν μια εμπρηστική βόμβα σε μια τοποθεσία 5 χλμ. από το σχολείο για να αποπροσανατολίσει και διασπάσει τις διωκτικές αρχές. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι τα δύο παιδιά δεν είχαν καταρτίσει κανένα σχέδιο διαφυγής και είχαν αποφασίσει είτε να σκοτωθούν κατά τη διάρκεια της μάχης με την αστυνομία, είτε να αυτοκτονήσουν όταν τελείωναν τα πυρομαχικά τους.
Τελικά, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχαν σχεδιάσει και οι βόμβες στο εστιατόριο δεν εξερράγησαν. Οι αναλυτές της αστυνομίας εκτιμούν πως εκείνη ήταν η στιγμή που θα μπορούσαν να κάνουν πίσω βλέποντας ότι το σχέδιό τους είχε ανατραπεί, αλλά υπήρχε σχέδιο Β’ και αποφασιστικότητα εκ μέρους των δραστών. Βλέποντας ότι η ώρα έχει πάει 11.19’ και οι εκρήξεις δεν γίνονται, οι Χάρις και Κλίμπολντ οπλίζουν επί τόπου και αρχίζουν να σκοτώνουν αδιακρίτως όποιον βρουν μπροστά τους, αρχικά στο προαύλιο και μετά στο εστιατόριο και στη βιβλιοθήκη του σχολείου. Η επίθεση θα κρατήσει κάτι λιγότερο από 50 λεπτά, με τους δράστες να κινούνται σκοτώνοντας κατά βούληση από το εστιατόριο στη βιβλιοθήκη, όπου θα γίνει η κύρια σφαγή και τους διαδρόμους του πρώτου ορόφου του σχολείου και ξανά πίσω, για να αυτοκτονήσουν τελικά ταυτόχρονα στις 12.08’ μέσα στον χώρο της βιβλιοθήκης.
Σημειωτέον ότι οι αστυνομικές δυνάμεις δεν εισήλθαν στο κτήριο παρά μόνο μία ολόκληρη ώρα μετά την αυτοκτονία των δύο, προκαλώντας εύλογα ερωτηματικά. Προφανώς, δεν ήταν το μόνο ζήτημα που χρειαζόταν απάντηση. Για δύο ολόκληρους μήνες τα ΜΜΕ και ειδικότερα τα σκανδαλοθηρικά δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να αναπαράγουν την ιστορία του Κόλουμπαϊν προκαλώντας την αγανάκτηση των οικογενειών που είχαν χάσει τους ανθρώπους τους στην τραγωδία, και των οικογενειών των δραστών, που ξαφνικά βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα.
Τα ερωτήματα ήταν, βεβαίως, αμείλικτα. Πώς ήταν δυνατόν οι προετοιμασίες μιας στρατιωτικού τύπου επιχείρησης να μη γίνουν αντιληπτές από τις οικογένειες και τους φίλους των δύο δεκαεπτάχρονων; Με ποιον τρόπο προμηθεύτηκαν οι δύο ανήλικοι όπλα, πυρομαχικά και υλικά για την επίθεση, χωρίς να κινήσουν υποψίες στις διωκτικές αρχές; Πάνω και πέρα απ’ όλα, όμως, το βασικό ερώτημα, το οποίο ακόμη δεν έχει απαντηθεί πλήρως, ήταν γιατί έγινε ό,τι έγινε και πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί;
Τα ημερολόγια των δύο νέων και ειδικά το μπλογκ που διατηρούσε ο Έρικ Χάρις στο ΑΟL, αποκαλύπτουν κάποιες πτυχές του χαρακτήρα και των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν στο σχολείο ως «διαφορετικοί» και «αντιδραστικοί» στην κυρίαρχη κουλτούρα των αθληταράδων-νταήδων του Κόλουμπαϊν, αλλά αποτυγχάνουν να εξηγήσουν το πώς τα δύο παιδιά έφτασαν στην έκρηξη της βίας της 20ης Απριλίου. Υπάρχουν αναφορές για νταηλίκια των μελών της ομάδας ποδοσφαίρου του σχολείου κατά των Χάρις και Κλίμπολντ καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και ένα περιστατικό λίγες εβδομάδες πριν την επίθεση, στο οποίο τους περιέλουσαν με κέτσαπ και μουστάρδα αποκαλώντας τους «αδερφές». Παρά ταύτα, την Ώρα Μηδέν οι δύο νέοι επέπεσαν επί δικαίων και αδίκων, πυροβολώντας αδιάκριτα σε ένα αμόκ μηδενιστικής δολοφονικής οργής και ο στόχος φαίνεται πως ήταν το σχολείο αυτό καθεαυτό ως σύμβολο. Τα τελευταία λόγια του Κλίμπολντ, στο βίντεο που γύρισε πριν την επίθεση, είναι ξεκάθαρα λόγια απόγνωσης: «Να ξέρετε ότι φεύγω για ένα καλύτερο μέρος. Δεν μου άρεσε και τόσο η ζωή».
Παραδόξως, ενώ το Κόλουμπαϊν έχει περάσει πια στην ιστορία ως το σχολείο της σφαγής, το διαδίκτυο με τον μοναδικό του τρόπο διαιωνίζει ένα μέρος από το σκότος της προετοιμασίας της επίθεσης. Οι επιπλέον πίστες στο βίαιο βιντεοπαιχνίδι Ντουμ που σχεδίαζε ο Έρικ Χάρις ως έφηβος κυκλοφορούν ακόμη ως συλλεκτικά κομμάτια στο διαδίκτυο, επιτρέποντας στους σύγχρονους πιτσιρικάδες να εξασκούνται στη σκοποβολή κατά τεράτων. Η ανατριχιαστική λεπτομέρεια είναι ότι «οι πίστες του Χάρις» είναι βασισμένες στο εσωτερικό του γυμνασίου Κόλουμπαϊν.