Αρχική » Θ. Ζιάκας, Α. Ροδίτη, Δέκα χιλιάδες μέλισσες – Το παχύ μας δέρμα

Θ. Ζιάκας, Α. Ροδίτη, Δέκα χιλιάδες μέλισσες – Το παχύ μας δέρμα

από Άρδην - Ρήξη

Από το Άρδην τ. 85, Απρίλιος-Μάιος 2011

Το βιβλίο Δέκα χιλιάδες μέλισσες, που σας παρουσιάζουμε απόψε, είναι το μυθιστόρημα της Κύπρου του 20ου αιώνα. Το μυθιστόρημα της Αυτογνωσίας της.

Αποτελεί ιστορικό αίνιγμα. Πώς μπόρεσε να εμφανιστεί, ξαφνικά κι από το πουθενά, ένα τόσο δυνατό έργο; Είναι Λογοτεχνία, αλλά συγχρόνως και Ιστορία, Ανθρωπολογία, Ψυχολογία, Φιλοσοφία, -όπως ταιριάζει στην μεγάλη Λογοτεχνία. Θα έπρεπε να διαθέτουμε πολύ χρόνο, για να πλησιάσουμε το έργο απ’ όλους τους δρόμους που μας ανοίγει. Επιτρέψτε μου να περιοριστώ μόνο σε ορισμένα από τα μακροϊστορικά του συμφραζόμενα.

1.- O συμβολισμός
Επιγράφω την ομιλία μου «Το παχύ μας δέρμα», γιατί θέλω να δούμε μαζί πώς γίνεται να κεντρίσουν το δέρμα μας δέκα χιλιάδες μέλισσες και να ψοφήσουν όλες επάνω του, χωρίς να αισθανθούμε τίποτα.
Αναφέρομαι στην ιστορία του Ονήσιλου και στο ομώνυμο ποίημα του Παντελή Μηχανικού. Και βέβαια στον προφανή συμβολισμό της, τον οποίο και αξιοποιεί ο τίτλος του μυθιστορήματος του Άντη Ροδίτη.
Ποιος είναι ο Ονήσιλος ως επαναστατικό σύμβολο; Είναι ο διαχρονικός αρχηγός του κυπριακού αγώνα για την Ένωση με τους λοιπούς Έλληνες, με στόχο την κοινή εθνική ελευθερία. Ο αγώνας του προδίδεται και το κεφάλι του κρεμιέται για παραδειγματισμό στην Πύλη της Αμαθούντας (οι Αμαθούσιοι είχαν εξαναγκαστεί από τον Ονήσιλο να τον στηρίξουν). Καθώς όμως, παραδόξως, ολόκληρο μελίσσι πηγαίνει και εγκαταβιώνει στην κρεμασμένη νεκροκεφαλή, η εικόνα μεταβάλλεται σε διαχρονικό σύμβολο της χαμένης εθνικής ελευθερίας. Οι θεματοφύλακες του Ιερού κηρύσσουν τον Ονήσιλο εθνικό ήρωα και εισάγουν τη μνήμη του στο κοινοτικό εορτολόγιο. Για να μην ξεχνούν, όπως λέμε, οι παλιοί και να θυμούνται οι νεώτεροι: ότι η Ένωση είναι στόχος εθνικός, πάγιος και αδιαπραγμάτευτος, που δεν επιτρέπεται να εγκαταλειφθεί. Ποτέ και με κανένα πρόσχημα.
Οι μέλισσες είναι, για το παράδοξο ιστορικό συμβάν και την αξιοποίησή του από τον Ποιητή, σύμβολο της Εθνικής Συνείδησης. Της εθνικής συνείδησης ως πηγής της εθνικής συνεργατικής ομοψυχίας που φτιάχνει το μέλι της ελευθερίας. Και, συνάμα, της εθνικής συνείδησης ως τύψης και ενοχής, η οποία, σαν το κεντρί των μελισσών, αυτoεξουδετερώνεται, όταν πλήττει μ’ αυτό την αντικείμενη χοντρόπετση ασυνειδησία.
Υπό το κράτος του διεισδυτικού αυτού συμβολισμού, ας διερωτηθούμε για τη φύση της κατεστημένης παχυδερμίας μας. Και κατ’ αρχάς ας την περιγράψουμε.

2.- Η μυθιστορηματική αλήθεια
Το πιο συγκλονιστικό, από τα αληθινά γεγονότα που συνθέτουν το μυθιστόρημα του Ροδίτη, διαδραματίζεται στη Λευκωσία, στο προεδρικό μέγαρο, τον Αύγουστο του 1964, όπου η Αμερική μας προσφέρει την Ένωση στο πιάτο, χωρίς όρους και ανταλλάγματα. Κι εμείς -ο Εθνάρχης μας- λέμε: «Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω», …επειδή το πιάτο είναι νατοϊκό!
Αδιανόητο. Και απολύτως καταστροφικό. Γιατί αν ο Μακάριος δεχόταν την Ένωση, οι Αμερικανοί δεν θα στρέφονταν στην Τουρκία. Η Κύπρος θα γινόταν ελληνικό νησί, εξίσου ασφαλές με τα υπόλοιπα. Ούτε την δικτατορία θα γνωρίζαμε στην Ελλάδα, ούτε την τουρκική κατάκτηση στην Κύπρο. Πρόσφυγες δεν θα είχαμε. Ούτε νεκρούς και αγνοούμενους. Και, βέβαια, ούτε τα εσωτερικά παράσιτα που θέριεψε η καταστροφή σε Ελλάδα και Κύπρο και μας έχουν καταπνίξει.
Η Ένωση εγκαταλείφθηκε, όχι γιατί ήταν «ανέφικτη», αλλά γιατί ήταν ανεπιθύμητη. α) Δεν την ήθελε ο «Εθνάρχης» μας, που φαντασιωνόταν τον εαυτό του κορυφαίο ηγέτη των «Αδεσμεύτων». β) Δεν την ήθελε η κυπριακή άρχουσα τάξη, που φοβόταν μη φτωχύνει από την ένωση με την Ψωροκώσταινα. γ) Δεν την ήθελε το ΑΚΕΛ, που φαντασιωνόταν τον εαυτό του μπροστάρη στον αγώνα για την επικείμενη ανατροπή του ιμπεριαλισμού και την παγκόσμια νίκη του κομμουνισμού. (Συγκατένευνε βέβαια στην Ένωση, υπό τον όρο να φύγει πρώτα η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ!) Ο μόνος που αληθινά την ήθελε ήταν η μεγάλη μάζα του κυπριακού λαού. Αδαής όμως και ευχειραγώγητη, ακολούθησε σαστισμένη τον «Εθνάρχη», σαν το κοπάδι στη γραμμή για τον γκρεμό.
Όλα τούτα μαζί (αρνητική ηγεσία / αρνητική άρχουσα τάξη / αρνητική αριστερά / ευχειραγώγητη μάζα) περιγράφουν το «παχύ δέρμα», που φορούσε ο Εθνάρχης μας και πάνω στο οποίο ψόφησαν οι μέλισσες της εθνικής συνείδησης. Δείχνουν την αλήθεια με ακρίβεια.
Την αλήθεια βέβαια αυτή μας την είχε πει ο Ποιητής, με τον συμβολικό τρόπο που ξέρει να λέει την αλήθεια η Ποίηση. Τον ακούσαμε, αλλά τον αγνοήσαμε και τον περιπαίξαμε. Κάτι περισσότερο: τον κυνηγήσαμε. Τώρα όμως, με το άνοιγμα των βρετανικών και των αμερικανικών αρχείων, που πρώτες διερεύνησαν και έφεραν στο φώς οι φίλεργες «Μέλισσες» του Ροδίτη, η ποιητική αλήθεια τεκμηριώθηκε με τρόπο αναμφισβήτητο.
Έχοντας ως βάση την επαληθευμένη περιγραφή της εθνικής παχυδερμίας μας, ας προχωρήσουμε στην αναζήτηση του υποκειμένου νοήματος.

3.- Από τις ιδεολογικές Χίμαιρες στο ιδεολογικό Τίποτα
Παρατηρούμε ότι στον εθνικό στόχο (την Ένωση) αντιπράττουν δύο διεθνείς ιδεολογικές δυνάμεις: το κομμουνιστικό κίνημα, αφ’ ενός, και το κίνημα των Αδεσμεύτων, αφ’ ετέρου.
Χίμαιρες, βέβαια, όπως πλέον γνωρίζουμε. Οι Χίμαιρες όμως αυτές κατίσχυσαν του εθνικοενωτικού κινήματος, προμηθεύοντας, πιο συγκεκριμένα, το αναγκαίο ιδεολογικό κίνητρο, άλλοθι ή πρόσχημα, για να μεταμορφωθεί το πλήθος των στελεχών του ενωτικού αγώνα (της ΕΟΚΑ) σε νομενκλατούρα-στήριγμα της ψευδώνυμης Ανεξαρτησίας. Να γίνουν δηλαδή οι ίδιοι το αδιαπέραστο χοντρόπετσο, πάνω στο οποίο θα ήταν καταδικασμένες να ψοφήσουν όχι δέκα, αλλά εκατό χιλιάδες ενωτικές μέλισσες. Και πράγματι. Η «μαγική» αυτή μετάλλαξη των χτεσινών ενωτικών αγωνιστών σε πραιτωριανούς του ανθενωτικού καθεστώτος αποδείχτηκε με τη σειρά της ικανή να μεταμορφώσει ακόμα και τους λίγους εναπομείναντες πιστούς της Ένωσης σε αποδιοπομπαίους τράγους, υπόλογους για όλες τις συμφορές. Αγνοώντας, αυτοί οι τελευταίοι, πού βρίσκονται και με τι φαινόμενο είχαν να κάνουν, καταλήφθηκαν από την τραγική παραίσθηση μιας νικηφόρας πραξικοπηματικής δευτερολογίας (ΕΟΚΑ Β’) και επέπεσαν τυφλά – αυτοκτονικά πάνω σ’ αυτό το μπετόν. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να εξουδετερώσουν τις εθνικές Ερινύες και να καταστήσουν έτσι ηθικώς άτρωτο το χιμαιρικό ανθενωτικό καθεστώς.

Καθώς όμως, σε λίγο, μαζί με το ενωτικό όραμα θα καίγονταν και οι υπερεθνικές ιδεολογικές χίμαιρες του 20ου αιώνα, η κατάσταση θα άλλαζε άρδην. Όπως σύμπας ο νεωτερικός κόσμος, θα έμπαινε και η Κύπρος στη φάση του «τέλους των ιδεολογιών», του τέλους των συλλογικών ειδώλων, όπου δεσπόζει πλέον, χωρίς ίχνος αντίλογου, το ιδεολογικό Τίποτα. Ανθρωπολογικός φορέας της ιδεολογικής αυτής Χωματερής, στην οποία όλα και όλοι καταλήγουν πλέον, είναι το δίπολο Κυρίαρχος – Καταναλωτής.
Ο «Κυρίαρχος» κατάγεται, σε μας εδώ, από τον πονηρό επαρχιώτη (κατά κανόνα αγράμματο), που είχε μάθει να εκμεταλλεύεται τη διαμεσολαβητική μεταξύ της ηγεσίας και της μάζας φύση της Ιδεολογίας και να την οργανώνει σε κρατιστική-συντεχνιακή πελατειοκρατία, προκειμένου να ιδιοποιηθεί παρασιτικά την εξουσιαστική ισχύ που συνοδεύει κάθε διαμεσολαβητικό σύστημα. Στηριζόμενος στην κεκτημένη τεχνογνωσία διαχείρισης των προβλημάτων που ο ίδιος δημιούργησε, τώρα που έχουν εξαντληθεί οι ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις και αντικαθίστανται από την εισαγόμενη απρόσωπη τεχνοσυστημική διαμεσολάβηση, αναλαμβάνει και αυτής τη διαχείριση, υποδυόμενος όχι τον «ιδεολόγο» πλέον, αλλά τον «εκσυγχρονιστή», με αποτέλεσμα το πολιτικό πεδίο να εξακολουθεί να είναι κατειλημμένο απ’ αυτό το απολύτως παρασιτικό-εθνομηδενιστικό είδος ανθρώπου.
Αντίστοιχα, ο άλλος πόλος, ο «Καταναλωτής», δεν αποτελεί παρά την απονευρωμένη μετάλλαξη της ιδεολογικά ευχειραγώγητης μάζας του παρελθόντος. Είναι ο αποχαυνωμένος εικονικός άνθρωπος του τηλεοπτικού καναπέ.
Οι δύο αυτοί τύποι ταιριάζουν όπως ο τέντζερης με το καπάκι του. Και καθώς είναι προικισμένοι με χαρακτηριστικά εθνικής αναισθησίας ασύλληπτα σε σχέση με το παρελθόν, μοιάζουν ακλόνητοι. –«Μοιάζουν», γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουν μέλλον. Η εξάντληση των ιδεολογιών επισημαίνει την κατάρρευση των οραματικών διεξόδων του νεωτερικού πολιτισμού γενικά. Δείχνει ότι ο πολιτισμός αυτός έφτασε τα όριά του και το υποκείμενό του αναμετριέται πλέον με το κενό νοήματος μέσα κι έξω του.
Η κατάληξή μας, στο κοινό ανθρωπολογικό δίπολο της «μεταμοντέρνας» Χωματερής, μας προκαλεί να αναστοχαστούμε εξαρχής τη σχέση του Ελληνισμού με τη Νεωτερικότητα.

4.- Η νεωτερική λοβοτομή
Η Ένωση ήταν η κυπριακή όψη της Μεγάλη Ιδέας, η οποία εμφανίζεται αμέσως μετά την Άλωση. Το γεγονός, ότι η Μεγάλη Ιδέα κατέρρευσε, σαράντα χρόνια νωρίτερα από την κυπριακή όψη της, έχει τη σημασία του, αλλά δεν αναιρεί την ουσιώδη ενότητά τους.
Είναι επομένως καλό να συσχετίσουμε τον προβληματισμό μας με τις περιπέτειες της κεντρικής αυτής εκφοράς του εθνικού νοήματος και να διερωτηθούμε για τη σχέση της ενιαίας εθνικής αποτυχίας με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε η ένταξη του Ελληνισμού στον νεωτερικό ιστορικό κύκλο.

4.1 Από τον Ρωμηό στον «γραικογάλλο»
Την πρώτη σαφή διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας τη βρίσκουμε στον Βυζαντινό ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη.
Λίγα χρόνια μετά την Άλωση έγραφε στην Ιστορία του: «Και όταν έρθει ο καιρός… τα τέκνα των Ελλήνων θα συγκεντρωθούν και θα συστήσουν κράτος δικό τους και θα ζουν τη ζωή τους με τρόπο που θα αρέσει στους ίδιους και θα θαυμάζουν οι ξένοι.»2 Στον κατάλληλο δηλαδή καιρό θα αποτινάξουμε τον οθωμανικό ζυγό και θα ανακτήσουμε την εθνική μας ελευθερία.
Ο καιρός επέστη τον 18ο αιώνα με την γένεση στη Δύση του νεωτερικού πολιτισμού. Τότε εμφανίζεται και η πρώτη επιχειρησιακή διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας. Ήταν το Πρόγραμμα του Ρήγα, το οποίο είχε ρητό στόχο την επαναστατική ανατροπή της οθωμανικής κρατικής δεσποτείας και την ανασύσταση της ελληνικής Οικουμένης στα βυζαντινά της όρια.
Έπειτα όμως από τη δολοφονία του Ρήγα, το Πρόγραμμά του εγκαταλείπεται και η Μεγάλη Ιδέα αλλάζει ριζικά περιεχόμενο. Στόχος του εθνικού Προγράμματος τώρα είναι η δημιουργία κράτους ευρωπαϊκού τύπου (κράτους-έθνους) και μάλιστα στα αρχαιοελλαδικά όρια. Η ταυτότητα του νεωτερικού ελληνικού κράτους θα βασίζεται στη ζεύξη του εισαγόμενου Κλασικισμού και του εισαγόμενου Διαφωτισμού, στη βάση -της εισαγόμενης επίσης- αποπομπής του Βυζαντίου στο σκότος το εξώτερο -κατ’ αντίστιξη της ευρωπαϊκής αποπομπής του φεουδαρχικού «Μεσαίωνα».
Ο νεωτερικός Έλληνας δεν θα είναι πλέον Ρωμιός. Θα είναι «γραικογάλλος», σύμφωνα με την περιβόητη διατύπωση του Κοραή!

4.2 Εθνοκρατική ολοκλήρωση και εθνοκάθαρση
Υπ’ αυτήν τη μεταπρατική/εθνοκρατική εκδοχή της η «Μεγάλη Ιδέα» σφράγισε τις τύχες του νεωτερικού Ελληνισμού.
Κατηύθυνε, πριν απ’ όλα, την σταδιακή εθνοκρατική ολοκλήρωση του μετεπαναστατικού ελληνικού κράτους, για να κλείσει άδοξα τον κύκλο της στην Ιωνία, με την καταστροφή του 1922 και τη δημιουργία της κεμαλικής Τουρκίας. Στα ερείπιά της θεμελιώθηκε η τουρκική εθνοκρατική ολοκλήρωση, με εργαλείο τη συστηματική εθνοκάθαρση. Επικυρωμένη μάλιστα με μακιαβελικές ρήτρες αμοιβαιότητας από τη Συνθήκη της Λωζάνης, η εθνοκάθαρση εμπλέκεται, εφεξής, κατά τρόπο οργανικό στη σχέση του Ελληνισμού και του Τουρκισμού. Το νεωτερικό πρότυπο της εθνικής ολοκλήρωσης, ως λύση του Ανατολικού Ζητήματος, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς εθνοκαθάρσεις, χωρίς γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν δικαιώνει βέβαια τους αυτουργούς των σφαγών και των ανθρωπο-ξεριζωμάτων. Ενοχοποιεί όμως οπωσδήποτε το νεωτερικό πρότυπο και τους τυφλούς μεταπράτες του.

Τίθεται βεβαίως το ερώτημα, «αν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά». Δεν είναι στο θέμα μας να το συζητήσουμε, αλλά ακόμα και αν δεχτούμε ότι, από τη στιγμή που πυροδοτήθηκε ο μηχανισμός της αναδιαμόρφωσης του κόσμου στη βάση του εθνοκρατικού μοντέλου, ήμασταν και εμείς αναγκασμένοι να «προσαρμοστούμε», αυτό με τίποτα δεν θα δικαιολογούσε την απαίτησή μας να μην «προσαρμοστούν» και οι άλλοι με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εις βάρος μας. Υπαινίσσομαι τις ατέρμονες συζητήσεις για την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, για το αν έπρεπε ή όχι να γίνει, για την έλλειψη ή όχι στρατηγικού στόχου και τα συναφή, όταν είναι ολοφάνερο ότι η διαχείριση της «Μεγάλης Ιδέας» θα ήταν αναγκαστικά στα χέρια του πλέον ακατάλληλου για τέτοιου είδους εγχειρήματα τύπου ανθρώπου, ο ορίζοντας του οποίου εκτεινόταν ανάμεσα σε «προαγωγές και μεταθέσεις», σε «διορισμούς ημετέρων» και στην πάση θυσία παραμονή στην εξουσία, έστω και «μια βδομάδα παραπάνω».

Αλλά ας συνοψίσουμε: Για τον κυρίαρχο ευρωφρενή λόγιο, η βυζαντινή ελληνική ταυτότητα (η ρωμέικη) έπρεπε να ξεριζωθεί και στη θέση της να εμφυτευθεί η νεωτερική ταυτότητα. Το «επιχείρημά» του είχε δύο σκέλη: α) Ότι η νεωτερική ταυτότητα είναι κατά βάθος «ελληνική» (βλ. «Αναγέννηση»), σε αντίθεση με τη βυζαντινή, που είναι «ανθελληνική». Και β) ότι είμαστε «μικροί κι αδύνατοι» και συνάμα τόσο «εκβαρβαρωμένοι», που δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να προσπέσουμε στην Εσπερία και να την αφήσουμε να μας «φωτίσει» και να μας αναπλάσει.

4.3 Η «μετακένωση»
Το πείραμα της κατασκευής «γραικογάλλων» ορίστηκε με σαφήνεια από τον Κοραή ως «μετακένωση». Επί λέξει: Αδειάζουμε τα δικά μας «καύκαλα» από το εντελώς άχρηστο περιεχόμενό τους και μεταγγίζουμε μέσα τους τον ατόφιο Διαφωτισμό, παίρνοντάς τον από τα σοφά ευρωπαϊκά «καυκία».
Πρέπει να δεχθούμε πλέον, ότι ύστερα από κοντά δύο αιώνες εφαρμογής, το πείραμα έχει ολοκληρωθεί. Γενιά με τη γενιά, ο Ρωμιός έβγαινε από το χειρουργείο της «μετακένωσης» ολοένα και πιο «άλλος άνθρωπος». Για να καταλήξει στο Τίποτα. Έμενε αλήθεια κάτι στο μείγμα από τα μειγνυόμενα, ή δεν προέκυπτε τίποτα, όπως όταν ανακατεύεις αντίθετα χρώματα; Και τι θα σήμαινε «τίποτα»; «Τίποτα» στο πεδίο του πολιτισμού σημαίνει απουσία συλλογικής δημιουργίας, απουσία στο πεδίο της αυθυπερβατικής συνάντησης του εγώ με το εμείς. Σημαίνει δηλαδή μεταπρατισμό, παρασιτισμό και τελικά τομαρισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός θα ήταν ο χαρακτήρας του νεωτερικού Έλληνα (του «γραικογάλλου»): μεταπρατικός και εντέλει παρασιτικός και τομαριστικός (γραικύλος κατά την αρχαία ορολογία). Σήμερα το είδος αυτό κυριαρχεί παντού, αλλά παλιότερα ενδημούσε σχεδόν αποκλειστικά στον χώρο των ευρω-σπουδασμένων, ενθαρρύνοντας π.χ. τη «Γενιά του ‘30» να προσβλέπει στην απείραχτη –ακόμη- ελληνικότητα του απλού λαού, -ελληνικότητα την οποία και ταύτιζαν με τη συλλογική δημιουργία. Χαρακτηριστικές, εν προκειμένω, είναι οι αναφορές του Σεφέρη, για τους σπουδαγμένους, που τους βρίσκει «όλους χαλασμένους», να προφέρουν «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες». Όπως χαρακτηριστική είναι και η έκστασή του μπρος στην ασύλληπτη αυθυπερβατική ανάταση του απλού, αγροτικού κυρίως, λαού της Κύπρου, στον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα.
Για να κατανοήσουμε την αδυναμία παραγωγής ταυτότητας από τη συγχώνευση της ελληνικής με τη νεωτερική, πρέπει πρώτα να δούμε τι είναι αυτό που τις καθιστά ασυμβίβαστες.

4.4 Το ασυμβίβαστο
Αυτό που κάνει ασυμβίβαστες τις δύο ταυτότητες είναι οι εκ διαμέτρου αντίθετες νοηματοδοτήσεις του συλλογικού και του ατομικού υποκειμένου.
α) Του συλλογικού: Σύμφωνα με το εισαγόμενο νεωτερικό πρότυπο, το Έθνος ταυτίζεται με το Κράτος, το οποίο είναι αυτόνομο, έξω και πάνω από την κοινωνία. Απέναντι στο πολιτικό σύστημα, τον ιδιοκτήτη του κράτους, η κοινωνία υπεισέρχεται ως άθροισμα ιδιωτών, οι οποίοι απλώς ψηφίζουν εκείνον που τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα αποφασίζει γι’ αυτούς ανεξέλεγκτα και ακαταλόγιστα. Εφαρμόζοντας το πρότυπο αυτό οι Έλληνες καλούνταν να εγκαταλείψουν προαιώνιους αντιπροσωπευτικούς, συμμετοχικούς και δημοκρατικούς θεσμούς, αντιλήψεις και εθισμούς (που διατηρούσαν ακόμα και στις συνθήκες της εθνικής δουλείας), ώστε να επιστρέψουν στην προσολώνεια βαθμίδα της εξελίξεώς τους, στην εποχή της «αιρετής τυραννίας», ή αλλιώς στη «χειράφετη δουλεία», σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, για τη νεωτερική ελευθερία. Ας σημειώσω όμως εδώ, για να μην παρεξηγηθώ, ότι το νεωτερικό πολιτειακό σύστημα (κοινοβουλευτισμός, ισονομία κ.λπ.) είναι άλμα μέγα σε σχέση με την ιδιωτική-φεουδαρχική και την κρατοκεντρική δεσποτεία της Δύσης, από την οποία αναδύθηκε η Νεωτερικότητα, αλλά είναι ακόμη αρχαϊκό, προαντιπροσωπευτικό, ολιγαρχικό πολιτειακό σύστημα. Τοποθετείται, στην καλύτερη περίπτωση, στην κατηγορία της λεγόμενης «αισυμνητείας» ή της «αιρετής τυραννίδος», κατά τον Αριστοτέλη, ο οποίος ταξινομεί τα πολιτεύματα με κριτήριο το ανάπτυγμα της ελευθερίας. Επομένως: το ζητούμενο της νεωτερικής «μετακένωσης» βρισκόταν χιλιάδες χρόνια πίσω, σε σύγκριση π.χ. με τον «Κανονισμό της Δημογεροντίας Καλύμνου», ή οιουδήποτε ελληνικού Κοινού των χρόνων της Οθωμανοκρατίας.

β) Του ατομικού: Σύμφωνα με την εισαγόμενη νεωτερική αυτοκατανόηση, το υποκείμενο αντιλαμβάνεται την συστατική του ατομική ελευθερία, ως ελευθερία α) μόνον ιδιωτική («ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης») και β) διαμεσολαβημένη από την απρόσωπη δόμηση των κοινωνικών σχέσεων σε λογικές μηχανές, σε Συστήματα. Ενώ, αντίθετα, το ελληνικό Άτομο αντιλαμβάνεται την ατομική ελευθερία του α) όχι μόνον ως ιδιωτική, αλλά συνάμα ως ελευθερία κοινωνική (απουσία εργασιακής εξάρτησης ανθρώπου από άνθρωπο –η «ξένη δούλεψη» ως «κατάρα») και παραπέρα, ως ελευθερία πολιτική (το «μη άρχεσθαι υπό μηδενός», κατά τον Αριστοτέλη). Μια τρίβαθμη δηλαδή ελευθερία στηριζόμενη β) στην άμεση (αδιαμεσολάβητη) προσωπική σχέση μεταξύ των πολιτών (των «μετεχόντων Κρίσεως και Αρχής»).

Βέβαια τόσο στη νεωτερική, όσο και στην ελληνική εκδοχή του, το υποκείμενο είναι άτομο, εφόσον το ορίζει η ατομική ελευθερία. Η κατεύθυνση όμως της εξελίξεώς τους, η κοινωνική και η πολιτική, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Η νεωτερική δομική αρχή της συστημικής διαμεσολάβησης των σχέσεων εγκιβωτίζει σκόπιμα την ελευθερία στον ιδιωτικό χώρο και της απαγορεύει να αναπτυχθεί στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο, αντισταθμίζοντας την εκεί απουσία της με την έννοια του «δικαιώματος».
Σκεφθείτε, λοιπόν, ένα άτομο, του οποίου ένα μέρος μέσα του επιδιώκει να επεκτείνει την ελευθερία του στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο, στηριζόμενο στις άμεσες διαπροσωπικές σχέσεις του και ένα άλλο μέρος μέσα του, να επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο: τη μηχανοποίηση των σχέσεων του ατόμου και τη φυλάκισή του μέσα σ’ αυτές. Και αναλογιστείτε το αποτέλεσμα της εσωτερικής αυτής σχιζοείδειας τόσο στο άτομο όσο και στο κράτος.

4.5 Το αντίτιμο
Το αντίτιμο, λοιπόν, που όφειλαν να καταβάλουν οι Έλληνες, για την απόκτηση της εθνικής ελευθερίας τους (το μη άρχεσθαι υπό ετέρου έθνους), ήταν η απώλεια της προσωπικής ελευθερίας τους. Της κουλτούρας της, της γνώσης της, της μνήμης της. Η επίτευξη μιας τέτοιας κλίμακας ανθρωπολογικής οπισθοδρόμησης ισοδυναμεί φυσικά με την αποδοχή μιας ριζικής λοβοτομής.
Ότι η λοβοτομή επέτυχε, μπορούμε κάλλιστα να το διαπιστώσουμε στον θεσμό της κυπριακής Εθναρχίας: Ενώ ο αγώνας έχει στόχο την Ένωση με την νεωτερική-εθνοκρατική Ελλάδα, αρχηγός του εθνοκρατικού ενωτικού αγώνα είναι ο Αρχιεπίσκοπος! -Κατά παράβαση του νεωτερικού δόγματος, όπου έθνος και κράτος ταυτίζονται και όπου κράτος και εκκλησία δεν έχουν καμία σχέση. Ο οθωμανικός εθνάρχης –ο μιλέτ μπασί- αναλαμβάνει ρόλο νεωτερικού-αντιιμπεριαλιστή «εθνάρχη». -Κατά παράβαση επίσης όλων των προνεωτερικών ελληνικών δογμάτων, πολιτειακών και εκκλησιαστικών, σύμφωνα με τα οποία η σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο του εθναρχικού και του επισκοπικού αξιώματος αποτελεί πελώρια ύβρη, τόσο προς το Έθνος όσο και προς την Εκκλησία.
Ως παράδειγμα, για το πώς ήταν κατανοητή η διάκριση των δύο ρόλων, του πολιτικού αρχηγού και του επισκόπου, αναφέρω την κατηγορηματική απόρριψη από την βυζαντινή Εκκλησία των καλοπροαίρετων αξιώσεων του βασιλιά Νικηφόρου Φωκά να ανακηρυχθούν άγιοι οι πεσόντες υπέρ πίστεως και πατρίδος στον πόλεμο με το Ισλάμ.3 Η βυζαντινή Εκκλησία είχε, εν προκειμένω, την επίγνωση ότι αυτό που εκπροσωπεί είναι ένα άλλο, ψηλότερης τάξης, «σύστημα πατρίδος», από το οποίο αντλούσε μάλιστα την νομιμοποίησή του το αυτοκρατορικό κοσμοπολιτειακό σύστημα, καθώς και τα αναγκαία για την αυτοαξιολόγησή του εξατομικευμένα κριτήρια. Δεν τα μπέρδευε ούτε άφηνε κανέναν να τα μπερδέψει. Κι αν κάποιος πατριάρχης ή σύνοδος τολμούσε να τα μπερδέψει, υπήρχε στρατιά άγρυπνων ακριτών καλογέρων έτοιμων να τους εγκαλέσουν για αίρεση και να τους ανατρέψουν. Ο Σοφιστής αντιρροπούνταν από τον Ασκητή.

Ότι εκατομμύρια έτη φωτός μας χωρίζουν από το παράδειγμα αυτό, το καταλαβαίνουμε αν σκεφθούμε ότι τον Μακάριο τον ανέδειξε και τον επέβαλε ένα Μοναστήρι (Ι. Μ. Κύκκου). Ο Ασκητής είχε πλήρως μεταλλαχθεί εδώ σε Σοφιστή.
Κοντολογίς: Το υβρίδιο Εθνάρχης-Αρχιεπίσκοπος δεν μπορούσε να είναι ούτε Εθνάρχης ούτε Αρχιεπίσκοπος. Το ακόμα φοβερότερο βέβαια είναι ότι κανείς δεν το καταλάβαινε αυτό. Εδώ κι αν ήταν τέλεια η λοβοτομή.

5. Η φυγή από τη Σκιά μας
Η εθνοκάθαρση είναι σύμφυτη με τη νεωτερική νοηματοδότηση της εθνικής ιδέας και αναπόφευκτη στον δρόμο των απελεύθερων οθωμανικών εθνών προς την Εσπερία.

Την εθνοκάθαρση την κατοχυρώσαμε ως προοπτική και στην Κύπρο, με τις Συνθήκες της «Ανεξαρτησίας». Για να τη δοκιμάσουμε βεβαίως στο πετσί μας το 1974. Και να διδαχτούμε, με τον εποπτικότερο δυνατό τρόπο, ότι η πραγματοποίηση της Ένωσης δεν ήταν θέμα ξεπερασμένης εθνικιστικής λόξας ούτε μπακαλίστικης λογιστικής, αλλά ζήτημα ασφάλειας και φυσικής επιβίωσης του ελληνικού πληθυσμού. Και επειδή οι εθνοκαθάρσεις γίνονται πράξη, αφού πρώτα έχουν πραγματοποιηθεί στο πεδίο των εννοιών, δεν είναι άσκοπο να υπογραμμίσουμε, ότι το πρότυπο της κυπριακής «Ανεξαρτησίας» ήταν εξ ορισμού εθνοκρατικό και εν δυνάμει αναγκαστικά μονοεθνικό, εφόσον, στο νεωτερικό εννοιολογικό πλαίσιο, το κράτος ρητά ισούται με το έθνος, κι αν το κράτος συμβαίνει να μην έχει ακόμη το «δικό του» έθνος, τείνει αυτομάτως να το «παραγάγει» στα μέτρα του, όπως φερ’ ειπείν το κράτος της FYROM, που νομίζει ότι έχει βρει στη λέξη «Μακεδονία» τον «εθνικό» του προσδιορισμό. Ή το «ανεξάρτητο» κράτος της Κύπρου, η οποία, αφού απέπτυσε την ένωσή της με το υπαρκτό έθνος στο οποίο φυσιολογικά ανήκει, αναζητά εναγωνίως το ανύπαρκτο «νεοκυπριακό έθνος», ώστε να καταστεί κι αυτή «έθνος-κράτος» …εφάμιλλο των ευρωπαϊκών!

Δεν είναι σύμπτωση που τον τελευταίο λόγο στις εθνικές μας επιλογές τον έχει ο χαμένος εξ αίματος αδελφός μας: ο Τούρκος. – «Εξ αίματος αδελφός», καθότι εξισλαμισμένος Έλληνας. Πήραμε τον δρόμο προς τη Δύση για να απαλλαγούμε απ’ αυτόν. Και ενώ πετύχαμε πλέον να «ανήκουμε στη Δύση» -καθώς τα έχουμε δώσει όλα- βρίσκουμε και πάλι τον Τούρκο μπροστά μας. Τι τραγική η ειρωνεία της Ιστορίας!

Εύλογη θα ’λεγε κανείς η αταβιστική – ανομολόγητη σκέψη: «Μήπως αν πάψουμε να είμαστε Έλληνες και Χριστιανοί, θα σταματήσει επιτέλους να μας κυνηγά ο Τούρκος;» Άλλωστε τι σημαίνει να είσαι Έλληνας και Χριστιανός σήμερα; Ύστερα από τόση λοβοτομή; Και μέσα στη μεταμοντέρνα Χωματερή; Τίποτα! Ίσως αυτό να λέει κάτι, επιπλέον των ήδη εντοπισμένων παραμέτρων της εθνικής μας παχυδερμίας: των ιδιοτελών συμφερόντων, του αποπροσανατολισμού από διεθνιστικές χίμαιρες και του προκρούστειου εκνεωτερισμού μας. Αυτό το «επιπλέον» εξηγεί ίσως την έκτοτε εμφάνιση πρόσθετων και σκληρότερων κερατοειδών επιστρώσεων στο παχύ μας δέρμα.

Η σκοτεινή αμοιβαιότητα Έλληνα και Τούρκου, παραμένει, ενώ η κατανόησή της εκκρεμεί επικίνδυνα, υποθηκεύοντας όχι μόνο το τετελεσμένο νεωτερικό μας εγχείρημα, το μοναδικό αυτή την ώρα έρεισμα της συντεταγμένης επιβίωσής μας, αλλά και όποιο μετανεωτερικό εφεξής θα τολμήσουμε.

Το πρόβλημα είναι πλέον γενικό. Ζητείται «νέο Παράδειγμα». Νέο Πρόταγμα πολιτισμού. Ίσως ένας άλλος τύπος ανθρώπου.
Μέχρι τώρα νομίζαμε ότι «είμαστε πίσω». Ότι το θέμα είναι να τρέξουμε να φτάσουμε τη Δύση. Εν ανάγκη, «κόβοντας δρόμο». Επέστη όμως ο καιρός να αντιληφθούμε ότι αλλού είναι το πρόβλημα: Ήμασταν ενήλικες και, για να συγχρονιστούμε με τα ανθρωπολογικά βρέφη της Ιστορίας, μάθαμε να μπουσουλάμε πίσω τους. Και συνεχίσαμε. Ξεχνώντας ότι υπάρχει και όρθιο βάδισμα.

** *

Μπρος στα δύσκολα, όπως σήμερα, που όλοι οι τυφλοσούρτες έχουν αχρηστευτεί και πρέπει μόνοι να βρούμε διέξοδο, ξυπνάει καμιά φορά ο απροκατάληπτος νους μέσα μας και ξαφνικά βλέπει δίοδο εκεί που πριν βλέπαμε τοίχο. Αυτή είναι ίσως και η εξήγηση στο αίνιγμα που ανέφερα στην αρχή. Πώς δηλαδή γίνεται, ξαφνικά και από το πουθενά, να εμφανιστεί ένα τέτοιο επίτευγμα Αυτογνωσίας στο πεδίο της Λογοτεχνίας, όπως το βιβλίο που μας χάρισε ο Άντης Ροδίτης;

Ας τον ευχαριστήσουμε.

…………………………………………………………………………………………..
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Το κείμενο της ομιλίας του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα στην εκδήλωση του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.) για την παρουσίαση του βιβλίου του Άντη Ροδίτη «Δέκα Χιλιάδες Μέλισσες», την Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011, 7:15 μ.μ. στο Πολιτιστικό Ίδρυμα Μαρφίν-Λαϊκής (Λεωφ. Μακαρίου και Μπουμπουλίνας 1) στη Λευκωσία.
2 «.. και ες αύθις … οι δη και οι των Ελλήνων παίδες ξυλλεγόμενοι κατά σφων αυτών έθιμα ως ήδιστα μεν σφίσιν αυτοίς, τοις δε άλλοις ως κράτιστα πολιτεύοιντο». (Αποδείξεις ιστοριών, Α’, 13, εκδ. Darco.)
3 Ο Πατριάρχης που απέρριψε την αξίωση του Αυτοκράτορα ήταν ο Πολύευκτος (πατριάρχευσε την περίοδο 956-970). Είναι ο ίδιος που βάφτισε την Όλγα του Κιέβου (957). Επί της Πατριαρχίας του ιδρύθηκαν οι Μονές Μεγίστης Λαύρας και Ιβήρων στο Άγιο Όρος.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ