της Μαρίας Βεϊνόγλου, από το Άρδην τ. 83, Δεκέμβριος 2010-Ιαουάριος 2011
Στις 14 Αυγούστου έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος ζωγράφος, αγιογράφος, χαράκτης και συγγραφέας, Ράλλης Κοψίδης. Η οικογένειά του και πολύ λίγοι φίλοι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, όπως ο ίδιος ζήτησε, με απλότητα και χωρίς μεγαλοστομίες. Γιατί ο Κοψίδης υπήρξε σ’ όλη του τη ζωή πολύ σεμνός, ανεπιτήδευτος, άνθρωπος της ουσίας. Το μεγάλο του ζωγραφικό ταλέντο (εκείνος για «κλίση» μιλούσε), το σπινθηροβόλο κι ανεξάρτητο πνεύμα του, κυρίως όμως η διεισδυτική ματιά του στην καρδιά των πραγμάτων και της εποχής του, μας παραδίδουν σήμερα ως παρακαταθήκη και κοινή κληρονομιά το σημαντικό και αξιοσημείωτο έργο του, έργο εθνικό.
Ο Κοψίδης πρέπει να θεωρείται ο εικαστικός εκπρόσωπος της μεταπροσφυγικής και μετεμφυλιακής ρωμιοσύνης. Η προσφυγική καταγωγή, που του πρόσφερε βαθιά βιώματα από την παιδική του ηλικία, βρίσκει πολλούς τρόπους κι αφορμές για να παρεμβληθεί στο έργο του, τόσο στο εικαστικό όσο και στο συγγραφικό. Η ταπεινότητα και το μεταφυσικό στοιχείο ως εσωτερικός χαρακτήρας του ελληνικού τοπίου, ο βασανισμός των ανθρώπων, η ερημία, η σύγκραση της νεοελληνικής παράδοσης με στοιχεία της Ανατολής, αποτέλεσαν βασικά στοιχεία του έργου του …
Από τη μεριά της μητέρας του, Δέσποινας Προδρομίδου, ο Κοψίδης έχει δεσμούς καταγωγής με την Καππαδοκία. Ο παππούς του, Πέτρος Προδρομίδης, ήταν γιατρός στο Ινδζεσού Μητροπόλεως Καισαρείας κι εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας, μετά το 1923-24, στο Κάστρο της Λήμνου. Το νησί αυτό, που ατενίζει τις ακτές του Άθω, για πολλούς πρόσφυγες υπήρξε τόπος εγκατάστασης και τυράγνιας, ταυτόχρονα όμως διαθέτει υψηλή εικαστικότητα κι ο Κοψίδης έχει ζωγραφίσει κατ’ επανάληψη το Κάστρο, έχει γράψει πολλά γι’ αυτό και για τα προσωπικά του βιώματα εκεί, έτσι ώστε μπορούμε να πούμε ότι η Λήμνος του πρόσφερε τον γενέθλιο μύθο που οργανώθηκε μέσα στις δημιουργίες του1.
Παράλληλα κι η καταγωγή του πατέρα του (Ανατολικοθρακιώτες καπεταναίοι που μετέφεραν εμπορεύματα στο Βόρειο Αιγαίο) συμπλέκεται με μιαν άλλη δυνατή ατμόσφαιρα που επίσης διαχέεται στο έργο του, αυτή της θάλασσας του Βορείου Αιγαίου και των ακτών της. Η ζωγραφική του Κοψίδη μας παραδίδει τις πιο ερημικές ακροθαλασσιές, με μιαν ακραία γραμμικότητα που αποκαλύπτει υψηλό συναισθηματισμό κι αισθητική, καθώς και τους πιο ευμετάβλητους ουρανούς που χαρακτηρίζουν αυτές τις θάλασσες και που εκφράζουν άλλοτε λύπη κι άλλοτε βαθιά αγωνία, την εμποδισμένη πρόθεση των ανθρώπων για ομιλία, την επιμονή για την κατάθεση μιας ομολογίας, μιας μαρτυρίας που όμως θα περιμένει να ακουστεί μέσα απ’ τη σιωπή των εικόνων του. Γιατί θεωρεί πως έξω από τις εικόνες κυριαρχεί λόγος προπετής και ανοίκειος που σκεπάζει τα πάντα, προκλητικές απαγορεύσεις.
Οι εμπειρίες του νεαρού ζωγράφου, τόσο οι οπτικές, από χώρους που καταγράφηκαν «φωτογραφικά» στο μνημονικό του, αλλά και της ζωής του, από χρόνια μεγάλης δημιουργικής έντασης και στερήσεων, θα αναδυθούν συγκλονιστικές, μετουσιωμένες σε ζωγραφική, κείμενα, χαρακτικά. Μετά τον πόλεμο, η οικογένεια Κοψίδη εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο νεαρός Κοψίδης, με γνώμονα τη δίψα για τις εικόνες που τον κατέχει από παιδί, παίρνει τον δρόμο για τη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Στη συνέχεια θα μαθητεύσει πλάι στον Φώτη Κόντογλου. Εγκαθίσταται σε ένα δώμα απέναντι από το σπίτι κι εργαστήρι του δασκάλου, στα Πατήσια, κι αφοσιώνεται στη ζωγραφική. Από το εργαστήρι του Κόντογλου πέρασαν πολλοί ζωγράφοι εκείνα τα χρόνια, που οι περισσότεροι έγιναν αργότερα διάσημοι (Τσαρούχης, Εγγονόπουλος…), ωστόσο η ιδιαίτερη δύναμη του Κοψίδη στο σχέδιο και στο χρώμα, καθώς και η ανεξάντλητη εργασιομανία του, τον κατέστησαν τον πολυτιμότερο συνεργάτη του μαστρο-Φώτη. Για έξι χρόνια θα εικονογραφούν μαζί πολλές εκκλησίες στον ελληνικό χώρο και θα φιλοτεχνούν διάφορα έργα.
Αλλά ο Κοψίδης εντέλει κερδήθηκε από την κοσμική ζωγραφική. Αφήνοντας πλέον ελεύθερη τη χρωματική παλέτα του και τις εικόνες να αναδυθούν μέσα από τον ορατό κι αόρατο κόσμο, θ’ αναδείξει πολλά από τα πιο ουσιαστικά ζητήματα που περικλείνουν οι πλούσιοι ορίζοντες της νεοελληνικής ιστορίας και παράδοσης2.
Η θητεία του στη βυζαντινή αγιογραφία τον εξοικείωσε με τον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό, καθώς και με τη μεταφυσική που βρίσκει άφθονες ευκαιρίες για να μας συγκλονίσει με εντυπωσιακές συλλήψεις, προβάλλοντας τον προβληματισμό μιας λογικής που δεν συμβιβάζεται εύκολα με το κλισέ και το προφανές. Το ύφος της παιδικότητας που προδίδουν τα έργα του Κοψίδη (χαρακτηριστική και διόλου ναΐφ), αποτελεί έναν προσωπικό του τρόπο/εύρημα για να αποδώσει την αμεσότητα και τη μαρτυρία των διαλόγων του που εμπεριέχονται σε κάθε του έργο και που εμφυτεύονται/τοποθετούνται με φυσικότητα και απλότητα, όπως ακριβώς αναδύονται τα πιο μεγάλα κι αφοπλιστικά ερωτήματα, συνήθως από το στόμα των μαρτύρων ή των αθώων παιδιών. Με τον τρόπο αυτό ο Κοψίδης αποτύπωσε εικαστικά τη μετεμφυλιακή ρωμιοσύνη και τη νεοελληνική παράδοση. Και την είδαμε από τα έργα του να αναπνέει βασανισμένη, τραγική, σε ταπεινωμένα τοπία γεμάτα από οιωνούς, προφητείες, παράξενους ουρανούς, σ’ ακρογιάλια όπου το σκουπίδι και η ερημία συνυπάρχουν με το μεγαλείο, παράγοντας συγκλονισμό κι υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα3.
Στις ζωγραφιές του Κοψίδη η νεώτερη ελληνική Ιστορία αποθέτει τις μαρτυρίες της μέσω μιας σειράς από «περσόνες» τις οποίες ο Κοψίδης χρησιμοποιεί ως σύμβολα που ανοίγουν με τον θεατή διάλογο4. Πρώτ’ απ’ όλα η σειρά από ανώνυμους γέροντες και γερόντισσες, με χιλιοχαραγμένα από ρυτίδες πρόσωπα, καταθέτουν ενώπιόν μας βιώματα πλείστων βασάνων. Στους ανθρώπους των νησιών και της ελληνικής υπαίθρου προστίθενται αστές ντυμένες παλιομοδίτικα, ύστερα έρχονται τα παιδιά, που μας κοιτούν με μάτια αθώα και ονειρικά. Τα παιδιά μας, πού να κρεμάσουν τα όνειρα, πού ν’ ακουμπήσουν τις λέξεις; Τα δέντρα λιγόστεψαν, τα πουλιά αποδήμησαν… θα γράψει5. Στις ανώνυμες μαρτυρίες προστίθενται ο Διγενής Ακρίτης, ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαδιαμάντης, ο Μεγαλέξανδρος, ο παλαίμαχος Μακεδονομάχος, αλλά κι ο Κύπριος Ευαγόρας Παλληκαρίδης6. Συχνά, όπως σε πάροδο, παρατίθενται και φιγούρες του θεάτρου σκιών, ο Καραγκιόζης, για παράδειγμα, ν’ ακολουθεί τους μαχητές του ’21*…
Ο ιδεολογικός ορίζοντας στον Κοψίδη δεν είναι άμετρος και χωρίς έλεγχο κριτικής. Ακόμα και μέσα στη γενικευμένη πνεύση ιδεών της μεταπολίτευσης, ο Κοψίδης σημειώνει: Οι ιδέες ηλικιώνονται σαν τα φυτά. Νεαρές έχουν ανάγκη από ξελάκωμα. Έφηβοι ζητούν πρόσωπο με το κλάδεμα. Όταν γίνουν πλέον ιδεολογίες, πρέπει να κόβονται σύρριζα. Πάντα χρειάζεται ένα μαχαίρι7.
Όπως σωστά έχουν επισημάνει οι κριτικοί, ο Κοψίδης στους πίνακές του συνηθίζει να στήνει σκηνικά, που του χρησιμεύουν για να εγκαταστήσει μέσα σ’ αυτά τις αφηγήσεις και τους διαλόγους του. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι διάλογοι αυτοί συμπλέκονται επάνω σε τρεις άξονες. Η Ιστορία, τα υποκείμενά της και τα τοπία/η φύση! Με την πρώτη ματιά, στον σκηνικό του κόσμο, θα μας παραξενέψουν τα σπίτια που παρεμβάλλει ο ζωγράφος, τόσο ως προς τη θέση που κατέχουν στο τοπίο και στην αφήγηση, όσο και την αρχιτεκτονική τους8. Κάπως παρένθετα κι όχι πραγματικά, τα σπίτια αυτά αντιστοιχούν στα άδηλα, κρύφια, νομιζόμενα και μη βλεπόμενα της ζωγραφικής του Κοψίδη9. Καθώς ο ίδιος περιγράφει, ο καθένας θα πάσχιζε να βεβαιώσει πως αυτό που βλέπει δεν είναι παρά ένα σπίτι συνηθισμένο, όπως όλα τ’ άλλα, χωρίς να μπορεί να φανταστεί τα μυστήρια που κρύβονται στη γαλανόλευκη σκιά του. Αναμφισβήτητα, η οντότητα αυτών των σπιτιών αποκρυπτογραφείται σε κάποια από τις μυριάδες γλώσσες των ανθρώπων … με τα ζωγραφισμένα σπίτια όπου φτεροκοπάνε μέσα τους πουλιά κι ανθίζουν άνθη αιώνια και ταξιδεύουν καράβια με χρυσά πανιά…10 Γιατί δεν είναι εύκολο ο καθένας … να καταλάβει πόσο η όψη του κόσμου είναι απατηλή, πόσο επικίνδυνες οι απλουστεύσεις, κι ότι δεν είναι άλλο από μια οθόνη όπου απάνω της προβάλλει ο καθένας χωριστά το φιλμ του κύκλου της ζωής του, κι είναι ο μοναδικός του θεατής11.
Δεν είναι άσχετο λοιπόν που συχνά ο Κοψίδης στους πίνακές του αυτοπροσωπογραφείται. Άλλοτε ως ενήλικος κι άλλοτε ως παιδί που φορεί ναυτικό κοστούμι και κρατεί καραβάκι, κάποτε κι ως γέροντας Ανατολίτης, με το χαρακτηριστικό φεσάκι του και πρόσωπο γεμάτο αγωνία. Συνήθως ο Κοψίδης… πάντα υπάρχει κάπου μες στους πίνακές του και μας… κοιτάζει, διαλεγόμενος με την Ιστορία και το ελληνικό τοπίο, με τους ανθρώπους, και μαζί μας, ιδίως όταν μας κοιτά κατενώπιον… Βέβαια, ο ίδιος αντιλαμβάνεται την καλλιτεχνική πράξη με μιαν ακραία δραματικότητα, πιστεύει ότι, ιδίως η ζωγραφική, είναι δρόμος τραγικός που οδηγεί τον καλλιτέχνη στην καρδιά της σιωπής12, ενώ το αποτέλεσμά της παράγει την κάθαρση που φέρνει στον ιερονίκη το ποθητό, την ενατένιση.
Όσο περνούν τα χρόνια, ο γενέθλιος μύθος, που από αρχής εκπέμπει το θεματολόγιό του στην ελληνική ύπαιθρο και την ανιμιστική προβληματική της, σταθμίζεται πάνω στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά γίνεται πιο επίμονος. Πάντα ταπεινή κι ανέκφραστη η προσφυγιά (γιατί έτσι ήταν) που ο ίδιος από παιδί υπήρξε μάρτυράς της, βιώνει εσωτερικά την παράδοσή της, αλλά και τα μυριάδες τραύματα της Ιστορίας, την αδυναμία ανάτασης, εκεί στην ελληνική επαρχία. Σιωπή: λένε τα ισχνά λουλούδια από τα αμάραντα, με την αείζωη όψη τους…, θα γράψει13. Ώριμα η Ανατολή εγκαθίσταται αυτούσια στα τελευταία έργα του, προσθέτοντας νέα σύμβολα πλάι στα παλιά, αλλά κι εντονότερη μυθοπλασία14. Είναι τα χρόνια που ο Κοψίδης θα κάνει τους αναγκαίους λογαριασμούς με τη ζωή και το έργο του.
Το έργο του Κοψίδη κατανέμεται σε ζωγραφική, αγιογραφίες, χαρακτικά, εικονογράφηση (εκκλησιών, αλλά και βιβλίων) και αξιόλογη συγγραφή. Από το 1972-74 εξέδιδε το περιοδικό Κάνιστρο από το εργαστήρι του, με δικό του χειροκίνητο τυπογραφείο. Με τον Φώτη Κόντογλου συνεργάστηκαν στην εικονογράφηση εκκλησιών. Οργάνωσε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Εθνική Πινακοθήκη, το 1989, έκανε μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα του σε Αθήνα και Αλεξανδρούπολη, ενώ μεγάλη αναδρομική του έκθεση οργάνωσε το 1994 και ο Δήμος Πατρέων. Εκπληκτικά έργα του εικονογράφησης εκκλησιών υπάρχουν πολλά στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο μοναστήρι Σεβερόν του Βελγίου, ενώ τα πιο εντυπωσιακά κι εμπνευσμένα αποτυπώθηκαν στον ναό του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Σαμπεζί Γενεύης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ρ.Κ., 1980: Κάστρο Ηλιόκαστρο, πεζογραφία, Ρ.Κ.: 1994, Μικρή Εικαστική Μυθολογία του Κάστρου της Λήμνου, μακέτα με σινική και ακουαρέλα.
2. «Κόσμος θα πει στολίδι, κέντημα χρυσό…». «Ο κόσμος είναι ένα κομμάτι ορατό ενός αόρατου μεγαλείου…» Ρ.Κ.: Τι είναι ο κόσμος για τον ζωγράφο, Κάνιστρο νο 2, σ. 53.
3. «Οι πανσεβάσμιες χωματερές μας», «τα ανελέητα… τα αιχμηρά… τ’ απόκρημνα τοπία», βλ. σε Ρ.Κ. (1984): Το πηγάδι, Στα Μπάζα του Λαύριου.
4. Αθηνά Σχινά, Κατάλογος αναδρομικής έκθεσης Δήμου Πατρέων, σ. 11.
5 Κάνιστρο Νο 5, σ. 171.
6. Βλ. εικονογράφηση σχολικών βιβλίων Στ΄ τάξης Δημοτικού, ΟΕΔΒ/Αθήνα 1993.
7. Ρ.Κ.: Κάνιστρο Νο 5, σ. 171.
8. Στις εκδόσεις Κάνιστρο ο Ρ.Κ. ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παραδοσιακή κτηριακή δομή κι αισθητική, Βλ. Ρ.Κ.: Σπίτια Ελληνικά, 1973 και Μάνη Πολύπυργος, 1972.
9. Ρ.Κ., ’92: Τα ανεξήγητα, βλ. έκθεση Δήμου Πατρέων.
10. Ρ.Κ.: Τι είναι ο κόσμος ό.π.; Κάνιστρο Νο 2, σ. 53.
11. Ρ.Κ: ΑΒΡΑΚΑΔΑΒΡΑ ή οι μυριάδες γλώσσες των ανθρώπων, Κάνιστρο Νο 1, σ. 39.
12. Ρ.Κ (1992), Τα ανεξήγητα, βλ.έκθεση Δ. Πατρέων.
13. Ρ.Κ: Ερημονήσια, Κάνιστρο Νο 3, σ. 81. 14. Βλ. Μικρή Εικαστική Μυθολογία…, Σινασός, κ.ά.