του Α. Παναγόπουλου, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Στο θεμα της αρχαιας ελληνικης επιστημης και τεχνικής έχει επιδειχθεί, συγκριτικά με άλλα, μικρό ενδιαφέρον και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και μάλιστα όχι από τους πιο κατάλληλους ανθρώπους. Ο ίδιος, καθηγητής του Μηχανολογικού Σχεδιασμού από το 1986 στο πανεπιστήμιο Washington του Saint Louis Missouri και προηγουμένως καθηγητής της Μηχανολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών από το 1974 ως το 1990, ήταν ίσως ο πιο αρμόδιος από ξένους και δικούς να αντιμετωπίσει το θέμα με τόλμη και πρωτοτυπία.
Το έργο αποτελείται από έξι κεφάλαια, που είχαν αρχικά αποτελέσει άρθρα σε διεθνή περιοδικά και συνέδρια, που τα μετέφρασε και τα επιμελήθηκε ο ίδιος γι’ αυτήν την έκδοση:
Η ελληνική επιστήμη και τεχνολογία και η δυτικοευρωπαϊκή επιστημολογία,
Οι απαρχές της θεωρίας των μηχανών και των μηχανισμών,
Οι απαρχές του τεχνικού σχεδιασμού,
Μακρο-ηθική στον τεχνικό σχεδιασμό: από την μυθολογία στην
πραγματικότητα,
Η προέλευση της θεωρίας των ταλαντώσεων, και
Η μηχανή του Αισχύλου
Το έργο συμπληρώνεται με συμπεράσματα, παραπομπές και βιβλιογραφία.
Η πρωτοτυπία και η τόλμη έγκειται στο ότι πάει αντίθετα προς την κυρίαρχη, σήμερα, αντίληψη ότι όλα ξεκίνησαν στη δυτική Ευρώπη με τον Γαλιλαίο και την αδράνεια και με τον Νεύτωνα και τους νόμους της κίνησης. Έδειξε τεκμηριωμένα ότι πολλές από τις αφετηρίες της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Απέδειξε ακόμα ότι η πειραματική επιστήμη, η τεχνική και η εφαρμοσμένη ηθική, που εξελίχθηκαν στην Ευρώπη από το 1500 και δώθε, είχαν αναπτυχθεί στην αρχαία Ελλάδα σε έργα που δεν είχαν ακόμα διαδοθεί, αλλά οι δυτικοευρωπαίοι σοφοί τα γνώριζαν και τα χρησιμοποίησαν δια της αθορύβου οδού.
Οι ιδέες αυτές του Ανδρέα Δημαρόγκωνα είχαν αναπάντεχη υποδοχή από το διεθνές επιστημονικό κοινό, πράγμα ακριβώς που τον έκανε να προχωρήσει στην παρούσα έκδοση. Ένα καλό δείγμα του τρόπου δουλειάς του είναι το έκτο κεφάλαιο για τη μηχανή του Αισχύλου, όπου αποδεικνύεται ότι είναι ειδικότερος από τους κατ’ επάγγελμα ειδικούς, Έλληνες και ξένους. Στα συμπεράσματά του επισημαίνει ότι, για να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα της αναπαράστασης της μηχανής, με συναδέλφους και φοιτητές του στο Πανεπιστήμιο, κατασκεύασε ένα μοντέλο αρχαίου θεάτρου με τη μηχανή και την κίνησή της στον υπολογιστή, με την τεχνική της animation.Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η αναπαράσταση της μηχανής είναι γεωμετρικά συμβατή με το κτίριο της σκηνής και τη θεατρική λειτουργία.
Στο σχήμα 6.4 (σελ. 152) φαίνεται η αναπαράσταση της μηχανής που έγινε από τον συγγραφέα το 1992. Και στο σχήμα 6.5 (σελ. 153) δίνεται η προσομοίωση του θεάτρου του Διονύσου στον υπολογιστή με τη μηχανή να βρίσκεται στην αθέατη θέση, πίσω από το προσκήνιο. Αποδεικνύει ότι οι προτάσεις της Bieber (The History of the Greek and Roman Theatre) του 1939, του Ν. Χουρμουζιάδη (Production and imagination in Euripides)του 1965, του Mastronarde (Actors at High) του 1990 και άλλων δεν ευσταθούν μηχανικά και ότι είναι ακαλαίσθητες (σελ. 148-149).
Ένα πολύτιμο βιβλίο, που δεν βρήκε ακόμα τη θέση που του αξίζει στην Ελλάδα.
Το βιβλiο αυτo του G. E. R. Lloyd προέρχεται επίσης από συγκέντρωση δημοσιευμάτων σε επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων και καλύπτει έγκυρα ένα ιδιαίτερο θέμα της αρχαίας επιστήμης, αυτό των σχέσεών της με την φιλοσοφία. Αυτές οι καταστατικές (standard, όχι “κλασικές” όπως αναφέρει το “κείμενο του εκδότη”) εργασίες αποτελούν εδώ εννέα κεφάλαια. Το έργο στα αγγλικά περιλαμβάνει άλλον έναν τόμο με εννέα κεφάλαια, αλλά δεν φαίνεται να δίνεται συνέχεια στην ελληνική έκδοση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κεφάλαια για τη διαμάχη Popper και Kirk ως προς την ερμηνεία της ελληνικής επιστήμης (κεφ. 5ο), για το κοινωνικό υπόβαθρο της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας (κεφ. 6ο), για τις ελληνικές κοσμολογίες (κεφ. 7ο), για το ιπποκρατικό ζήτημα (κεφ. 9ο) και, κατά τη γνώμη μου το πιο διεισδυτικό, για το πείραμα στην πρώιμη ελληνική φιλοσοφία και ιατρική (κεφ. 4ο).
Η βασική του θέση στο κεφάλαιο 4 είναι ότι είναι υπερβολικές και οι δύο εν προκειμένω αντιτιθέμενες απόψεις, αφ’ ενός μεν ότι πρέπει να απορριφθεί συνολικά η ιδέα για αρχαία ελληνική επιστήμη, αφού ήταν ανίκανη να αντιληφθεί τη θεμελιώδη σημασία του πειράματος. Αφ’ ετέρου δε ότι δεν επιτρέπεται να επικρίνουμε τους αρχαίους Έλληνες ως προς το πείραμα, γιατί ουσιαστικά κατανοούσαν πλήρως τη σημασία της πειραματικής μεθόδου και μάλιστα την ασκούσαν στην πράξη. Για τον Lloyd σωστή είναι η μέση άποψη, ότι δηλαδή η ποικιλία των επιτευγμάτων των αρχαίων Ελλήνων επιστημόνων σε διαφορετικά ζητήματα και διαφορετικές περιόδους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν επιτρέπονται γενικότητες και ακρότητες. Σ’ αυτό θα συμφωνούσε και ο αείμνηστος Ανδρέας Δημαρόγκωνας.
Κανείς όμως, από όσο τουλάχιστον γνωρίζω, δεν υποστήριξε την εξής άποψη, που θα μπορούσε να είναι η μόνη σωστή: ότι δηλαδή οι αρχαίοι Έλληνες και γνώριζαν τη σημασία του πειράματος και το χρησιμοποιούσαν, αλλά δεν χρησιμοποίησαν πολλά από τα επιτεύγματά του σε εφαρμογές, γιατί αυτό θα συνεπαγόταν ριζική αλλαγή του βασικού προσανατολισμού της κοινωνίας. Και οι αρχαίοι Έλληνες (ιδιαίτερα οι Αθηναίοι των κλασικών χρόνων) δεν ήθελαν να αλλάξουν ζωή, γιατί είχαν πολλά και φθηνά εργατικά χέρια (τους δούλους) που τους εξασφάλιζαν άφθονο ελεύθερο χρόνο να φιλοκαλούν και να φιλοσοφούν. Ήταν προαίρεση βίου, δεν ήταν αδυναμία. Γιατί ο σκοπός της ζωής τους δεν ήταν αναπτυξιακός και εκσυγχρονιστικός. Δεν τους ενδιέφερε τόσο το βιοτικό επίπεδο, όσο η ποιότητα ζωής.
Αυτό είναι ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο αρχαιογνωσίας. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να εκδοθεί και ο δεύτερος τόμος και να προστεθούν ο πίνακας των παραθεμάτων και το γενικό ευρετήριο, που τόσο κραυγαλέα λείπουν σ’ αυτόν τον τόμο.