από το Άρδην τ. 30, Μάιος-Ιούνιος 2001
μελέτες για τους βλάχους
α) η θεσσαλονίκη & οι βλάχοι
Αστέριος Ι. Κουκούδης
εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 235.
Πρόκειται για τον πρώτο τόμο μιας τετράτομης, βραβευμένης από την Ακαδημία Αθηνών, ιστορίας, η οποία εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων και τις εκδόσεις Ζήτρος. Όπως αναφέρει και στον πρόλογό του ο καθ. Γιάννης Δρόσος, “Η τετράτομη ενότητα, δεν έχει ως αντικείμενο εξέτασης την απώτερη καταγωγή των Βλάχων, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο ερώτημα ‘ποιοι είναι’ και όχι ‘τί είναι’ οι Βλάχοι.
Η εργασία του κ. Κουκούδη εξετάζει τη συμβίωση και την ενσωμάτωση των βλαχόφωνων πληθυσμών με τους ελληνόφωνους, μα κυρίως μας παρουσιάζει την ιδιαίτερα σημαντική συμβολή και προσφορά στη δημιουργία της νεοελληνικής κοινωνικής ταυτότητας. Η ταύτιση των Βλάχων με τα ορεινά δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένδειξη στεγανότητας μίας κλειστής και αποκομμένης κοινωνίας. Αντίθετα, η αρχική και για αιώνες ανάπτυξη των μητροπολιτικών εστιών τους στα ορεινά προσέφερε στους Βλάχους τις καλύτερες ευκαιρίες για διάκριση. Επωφελούμενοι από τη γεωγραφία, τις ιδιόρρυθμες σχέσεις τους με την κεντρική εξουσία, τους πλούσιους και αξιοποιήσιμους στον δεδομένο χρόνο πόρους, πρόβαλαν αποφασιστικά στο ιστορικό προσκήνιο τόσο ως βασικά στελέχη της παραδοσιακής classe militaire των ορεινών Βαλκανίων όσο και ως ιδιαίτερα δυναμικά στελέχη της εμποροβιοτεχνικής τάξης των αστικών κέντρων. Τελικά, η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των διάφορων βλάχικων ομάδων, και όχι η γλωσσική τους ταυτότητα ή η καταγωγή τους, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που διαμόρφωσε τις σχέσεις τους με τους υπόλοιπους Έλληνες.
Η έρευνα είχε στραφεί στο παρελθόν περισσότερο γύρω από τις ομάδες των νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων και μάλλον αγνόησε τους εξίσου πολυπληθείς αλλά εδραίους εμποροβιοτέχνες. Ωστόσο, οι εμποροβιοτεχνικές – “αστικές” καταβολές των Βλάχων δε φαίνεται να είναι λιγότερο παλιές από τις νομαδοκτηνοτροφικές. Το αντίθετο μάλιστα, η αστική τους τάξη είναι ταυτόχρονη ή και παλαιότερη πολλών άλλων βαλκανικών ομάδων. Τα παραδείγματα των βλάχικων εγκαταστάσεων στις πολιτείες της ελληνικής χερσονήσου, ιδιαίτερα αυτών της Μακεδονίας, μα κυρίως στη Θεσσαλονίκη, αποτελούν μαρτυρίες μιας μάλλον αγνοημένης διάστασης των Βλάχων.
Στον παρόντα τόμο, η αναλυτικότερη εξέταση της βλάχικης παρουσίας στη Θεσσαλονίκη επιβεβαιώνει το γεγονός ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των, μάλλον αγνοημένων, αστών Βλάχων η ταύτισή τους με την τύχη της νεότερης Ελλάδας αποτελούσε έναν αυτονόητο και όχι απλά έναν επιλεγμένο μονόδρομο. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες των αστικών κέντρων των οθωμανικών Βαλκανίων στελεχώθηκαν από τους Βλάχους σε ποσοστό δυσανάλογο του μικρού δημογραφικού τους δυναμικού. Στην οθωμανική Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα, οι Βλάχοι δεν αποτελούσαν απλά τα μισά σχεδόν από τα μέλη της τοπικής ελληνικής κοινότητας, αλλά ίσως το πλέον δυναμικό στοιχείο της. Δίχως τη συμβολή τους τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Παρουσίαζαν την πλέον δυναμική οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και πατριωτική δράση. Ανεξάρτητα της γλωσσικής τους ταυτότητας, συμμετείχαν ισότιμα σε όλα τα κοινοτικά κλιμάκια. Τους συναντούμε ως βιοπαλαιστές στην αγορά της πόλης, ως πανδοχείς, εστιάτορες και καφετζήδες, αλλά και στις τάξεις των ελληνορθόδοξων αρχόντων. Υπήρξαν εκδότες εφημερίδων, γυμνασιάρχες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, κτηματίες, γιατροί και δικηγόροι. Παρέμειναν πιστοί στο ‘ρωμαίικο μιλέτ’ και διέπρεψαν ως βασικοί αρωγοί τον Μακεδονικού Αγώνα και στυλοβάτες του Ελληνικού Προξενείου.”
Το βιβλίο προλογίζει και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος