Αρχική » Poor Things: Η Στρατευμένη τέχνη του Λάνθιμου

Poor Things: Η Στρατευμένη τέχνη του Λάνθιμου

από Στράτος Μεϊντανόπουλος

του Στράτου Μεϊντανόπουλου

Η τέχνη του Έλληνα σκηνοθέτη Λάνθιμου είναι στρατευμένη. Ίσως θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι απλώς κομφορμιστική, αλλά η εμμονή στη θεματολογία του φαίνεται να είναι συστηματική και προγραμματική.

Το σενάριο της τελευταίας του ταινίας δεν έχει γραφτεί από τον ίδιο, είναι όμως άκρως λανθιμικό: μια γυναίκα άρτι νεκρή αποκτά νέα ζωή χάρη στη μεταμόσχευση του εγκεφάλου ενός εμβρύου (του δικού της) από έναν επιστήμονα. Στους δύο ρόλους η εξαιρετική Έμα Στόουν και ο απλώς πειστικός Γουίλεμ Νταφόε. Η γυναίκα-μωρό αναπτύσσεται ψυχικά, κινητικά, γλωσσικά (από τα καλύτερα ευρήματα της ταινίας) και ερωτικά, με το τελευταίο να αποτελεί τον καμβά της ιστορίας. Σημειωτέον ότι έχουμε, και σε αυτήν την ταινία μιαν ευχάριστη μεν εστίαση στον γυναικείο ερωτισμό αλλά και συγχρόνως μια απουσία φυσιολογικών ανδρών: οι αρσενικοί είναι ή τέρατα ή ανώριμοι, ενίοτε δε περνούν από το ένα στάδιο στο άλλο. Και μια απουσία φυσιολογικών γυναικών θα έλεγε κανείς, αλλά η εξερεύνηση της σεξουαλικής τους ζωής τις κάνει πιο ανθρώπινες. Η γυναίκα-μωρό εξελίσσεται και φιλοσοφικά και πολιτικά σε ένα από τα πλέον ρηχά επεισόδια της ταινίας: φέρνει στο νου σκηνή από βιντεοκλίπ όπου ο πρωταγωνιστής αναγγέλλει στους κολλητούς του ότι θα πάει σε έκθεση του Σαλβαντόρ Νταλί –τονίζοντας εμφατικά το όνομα– πριν ομολογήσει ότι τους δουλεύει: και βέβαια θα πάει να δει το ματς, πού αλλού; Μετά από πολλές περιπέτειες η ηρωίδα καταλήγει σε μία Εδέμ όπου η ίδια και οι πρωταγωνιστές της ζωής της ευδαιμονούν. Αυτό ίσως είναι και το μόνο (νεο)ελληνικό στοιχείο του φιλμ: όλοι τρώνε στο τέλος τα λεφτά του Δελαφράγκα.

Γιατί όμως κομφορμιστική έως και στρατευμένη; Διότι έχουμε τα κλισέ του Διαφωτισμού στη σύγχρονη εκδοχή τους: απελευθέρωση από τον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας (εν έτει 2023!), πατριαρχία, αποδόμηση της προσωπικότητας για τη δημιουργία νέου ανθρώπου, αμορφωσιά με επίφαση κουλτούρας (μιλώ για την ηρωίδα), χειραφέτηση, εξύμνηση της επιστήμης (η ηρωίδα, αφού πειραματίστηκε με την πορνεία, στρέφεται τελικά στις σπουδές ιατρικής), αναγόρευση του διαφορετικού σε σκοπό.

Το μεταμοντέρνο πάντως δεν διαλύει την κινηματογραφή αφήγηση – δεν πρόκειται δα για σινεμά δημιουργού: η ταινία αφήνει μια επίγευση κενότητας, κατά βάση όμως ικανοποιεί τον θεατή: είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, και ελάχιστη κοιλιά παρά την κάπως μεγάλη διάρκεια της. Τα φανταστικά στοιχεία και τα ντεκόρ θυμίζουν Τιμ Μπάρτον, χωρίς την ποίηση του Αμερικανού σκηνοθέτη, ο κυνισμός Λαρς φον Τρίερ, με μετριασμένη όμως προκλητικότητα. Φυσικά τα δάνεια αυτά καθεαυτά είναι συχνά κάτι γόνιμο. Εδώ όμως είναι δάνεια επιφανείας και δεν δένουν αρμονικά με το όλον, με τρόπο που να δημιουργεί μια προσωπική γραφή.

Κάπου δηλαδή η πραγματικότητα διαλύεται σε κομμάτια και επανασυντίθεται όπως το πρόσωπο του πρωταγωνιστή – ως εμπόρευμα ασφαλώς. Η επανασύνθεση αφήνει να φανούν τα κομμάτια του πάτσγουορκ, όπως τα ειδικά εφέ αφήνουν να φανούν τα κομμάτια του προσώπου του Νταφόε. Τι εξέλιξη! Ο Φρανκεστάιν πρώτα κολλούσε ανθρώπινα μέλη, τώρα η αποσύνθεση-επανασύνθεση έχει περάσει στο σώμα του.

Συγκολλητικό στοιχείο της νέας πραγματικότητας: μια ιδεολογία –τι άλλο;– προφασιστική όπως είναι τα τελευταία 50 χρόνια η αποδόμηση. Μέχρι η λαχτάρα του κοινού για φασισμό να πραγματωθεί, θα μπορούμε να βλέπουμε τη Ρίφενσταλ του μεταμοντερνισμού ευχάριστα. Μετά, έχει ο Θεός.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ