Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Ταχόπουλου, Η θεσσαλονίκη, ο Μαζάουερ και τα φαντάσματα του Οθωμανισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012.
Ο Μάρκ Μαζάουερ αμφισβητεί την πληροφορία του Αναγνώστη ότι μόνο τέσσερις εκκλησίες έμειναν, μετά την Άλωση, στα χέρια των Χριστιανών, επειδή «και αφού ο Μουράτ άρχισε να φέρνει στην πόλη Μουσουλμάνους το 1432, πολλά εκκλησιαστικά ιδρύματα συνέχισαν να εισπράττουν σημαντικά έσοδα από τ’ ακίνητά τους. Δεν είχε άλλωστε νόημα να μετασκευαστούν οι εκκλησίες σε τζαμιά, αν δεν υπήρχαν πιστοί να τα χρησιμοποιήσουν»[1]. Όμως, η μετατροπή σε τζαμιά των εκκλησιών μιας εκπορθημένης πόλης δεν προϋπέθετε την παρουσία μουσουλμάνων κατοίκων, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της βίαιης κατάληψης και η προϋπόθεση του σταδιακού εξισλαμισμού της. Τα μόνα εκκλησιαστικά ιδρύματα που δεν θίχτηκαν αρχικά ήταν όσα ανήκαν σε μονές του Αγίου Όρους, που είχαν δηλώσει υποταγή. Όμως, ο Αναγνώστης δεν ισχυρίζεται ότι οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά αρχικά, δηλαδή σε μια στιγμή κατά την οποία δεν υπήρχαν Μουσουλμάνοι στην πόλη και δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη για χώρους ισλαμικής λατρείας, αλλά ότι «Ο Μουράτ χάρισε στους οικείους του τα μεγαλύτερα και τα πιο όμορφα μοναστήρια… όρισε να δοθούν όλοι σχεδόν οι ναοί σε όσους θα ήθελαν να εγκατασταθούν και στους Τούρκους από τα Γιαννιτσά… Περίπου χίλιοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη, πήραν σπίτια και εκκλησίες τις οποίες μετέτρεψαν σε οικίες… Κάποια από τα ιερά καθιδρύματα μετατράπηκαν σε κοινά καταγώγια»[2]. Πολλοί ναοί αφαιρέθηκαν από τους χριστιανούς και δόθηκαν στους Μουσουλμάνους, όχι ως τζαμιά αλλά για να γίνουν κατοικίες.
«Αμέσως μετά την άλωση ο Μουράτ Β΄ διατάζει ν’ αποσπάσουν από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της πόλης χίλια μάρμαρα και να μεταφερθούν στην Αδριανούπολη για να χρησιμοποιηθούν εκεί για το στρώσιμο του δαπέδου ενός λουτρού»[3]. Ο Μάρκ Μαζάουερ (Μ.Μ.) ερμηνεύει τη μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά και σε ιδιωτικές κατοικίες ή την κατεδάφισή τους ως «μουσουλμανικό έθιμο για τις πόλεις που είχαν παρθεί με τη βία»[4]. Από τη μια γίνεται λόγος για τουρκική ανεκτικότητα, ενώ από την άλλη περιγράφεται ένα απλό και αθώο μουσουλμανικό έθιμο! Μεταξύ 1866 και 1889[5], κατεδαφίζεται μεγάλο μέρος από τα βυζαντινά τείχη της πόλης. Ο Γάλλος Duschense γράφει: «Τα συντρίμμια των γκρεμισμένων τοίχων, τα κάθε είδους μνημεία που είχαν κάποτε χρησιμοποιηθεί για την ανακατασκευή των πυλών της κάτω πόλεως, αμέσως χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της καινούργιας προκυμαίας. Κατά την άφιξή μας υπήρχε ακόμη ανάμεσα στα κατεδαφισμένα τείχη ένας κάποιος αριθμός αναθηματικών στηλών, επιστυλίων κ.λ. με επιγραφές. Θεωρήσαμε αμέσως καθήκον μας να τις μεταγράψουμε και, στην ανάγκη, να τις αποτυπώσουμε. Δεν υπήρχε καθόλου χρόνος για χάσιμο, γιατί οι λιθοξόοι ξαναδούλευαν εντατικά όλα αυτά τα μάρμαρα για να τα στείλουν στις σκαλωσιές της προκυμαίας. Σώσαμε ό,τι μπορέσαμε, αλλά ποιος μπορεί να πει τι είχε ήδη χαθεί μέσα στις καινούργιες κατασκευές;[6]». Στα 1734, ο Souciet είδε τους Τούρκους να καταστρέφουν κομμάτια από αρχαία ερείπια ενσωματώνοντάς τα σε δικά τους οικοδομήματα και τάφους[7]. Στη βάση του μιναρέ της Αγίας Αικατερίνης, έχει βρεθεί εντοιχισμένο βυζαντινό ανάγλυφο με παράσταση του Ηρακλή να καταβάλλει το λιοντάρι της Νεμέας[8].
Ο Μ.Μ. κατακρίνει την αποτουρκοποίηση της πόλης, αλλά όταν πρόκειται για τον αφελληνισμό της πόλης, με την κατεδάφιση –μεταξύ άλλων– των μεσαιωνικών βυζαντινών τειχών της, δεν κατακρίνει τους Τούρκους, τον επικροτεί, και τον αποδίδει απλώς στο νεωτερικό πνεύμα της εποχής του 19ου αι.[9] το ίδιο νεωτερικό πνεύμα, το οποίο αλλού κατηγορεί για τον «εξελληνισμό», μετά το 1912, της όψης της πόλης, με βάση το οποίο «αξιοποιήθηκαν» τα νεκροταφεία ανατολικά της πόλης και υλοποιήθηκε το νέο πολεοδομικό σχέδιο, μετά το 1917. Γι’ αυτό δεν αναρωτιέται για την τύχη των χριστιανικών βυζαντινών νεκροταφείων γύρω από γνωστές εκκλησίες εντός της πόλης, οι οποίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, και δεν αναφέρει την καταστροφή των τάφων στα 1430, ούτε ότι τα οικοδομικά υλικά των εκκλησιών «ξαναχρησιμοποιήθηκαν σε καινούργιες οικοδομές και κυρίως στο λουτρό που φαίνεται σήμερα στο κέντρο της πόλης [το Μπέη Χαμάμ]», όπως δεν αναφέρει και τη σύληση, ερήμωση και καταστροφή των μοναστηριών και εκδίωξη των μοναχών[10]. Δεν ενδιαφέρεται να επικρίνει τον εκτουρκισμό της πόλης («οι αναγκαιότητες της οθωμανικής εξουσίας και η ισλαμική πίστη άλλαζαν σταδιακά τη φυσιογνωμία»[11] της πόλης). Γι’ αυτό και υποστηρίζει πως «ο,τιδήποτε μεταβυζαντινό μέσα στην πόλη διέτρεχε κίνδυνο»[12], αποσιωπώντας ότι οτιδήποτε αρχαίο ή/βυζαντινό, μεταξύ 1430-1912, είχε είτε καταστραφεί είτε αφελληνιστεί. Ο βίαιος αφελληνισμός είναι, κατά τον Μ.Μ., μια αναγκαιότητα των περιστάσεων ή απλώς ένα έθιμο, ενώ η αποτουρκοποίηση και η εξάλειψη του οθωμανικού παρελθόντος συνιστούν απαράδεκτο εθνοκεντρισμό. Όταν η πόλη αφελληνίζεται, δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, αλλά όταν η πόλη αποτουρκοποιείται, τότε αντιμετωπίζουμε ένα ακόμα αποσιωπημένο έγκλημα του (ελληνικού) εθνικισμού.
Αλλού, ο Μ.Μ. δεν αιτιολογεί τη μετατροπή των βυζαντινών εκκλησιών σε τζαμιά βάσει της άλωσης ή της αύξησης του μουσουλμανικού πληθυσμού, αλλά βάσει της μεγάλης ανεκτικότητας και σεβασμού των μουσουλμάνων προς τον Χριστιανισμό. «Η μετατροπή επίσης των ναών και των χριστιανικών σεβασμάτων σε τόπους μουσουλμανικής λατρείας θα μπορούσε να ιδωθεί όχι ως ηθελημένη ταπείνωση και βεβήλωση –παρότι έτσι βέβαια το έβλεπαν οι Χριστιανοί–, αλλά ως αναγνώριση από τη μεριά των Μουσουλμάνων ότι ο Θεός κατοικούσε ήδη στους ιερούς τόπους των προκατόχων τους»[13]. Ο Μ.Μ. βασιζόμενος σε μια κοινή παράδοση σεβασμού των αγίων από ορισμένους μουσουλμάνους και χριστιανούς, αυθαιρετεί απεριόριστα.Όπως και να έχει, διαπιστώνεται σύγχυση σχετικά με την κύρια αιτία εξισλαμισμού των εκκλησιών. Ποια ήταν αυτή, κατά τον Μ.Μ.; Ο κρυφός σεβασμός των μουσουλμάνων προς τον Χριστιανισμό; Το δίκαιο του πολέμου; Ένα έθιμο του Ισλάμ; Η αναγκαιότητα της ιστορίας;
Σελ. 61-65
Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο του Γιάννη Ταχόπουλου θα βρείτε εδώ
[1] Μαρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη Πόλη των Φαντασμάτων, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σ. 56.
[2] Ιω. Αναγνώστης, Διήγησις…, ό.π., κεφ. 21.
[3] Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, σ. 201.
[4] Μαρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη Πόλη των Φαντασμάτων, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σ. 55.
[5] Γ. Νεχαμά, Ιστορία των Ισραηλιτών της Σαλονίκης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 1507, 1600.
[6] Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 335.
[7] Α. Ξανθοπούλου-Κυριακού, «Περιγραφή της Θεσσαλονίκης στα 1734 από τον Père Jean-Baptiste Souciet», Μακεδονικά, τ. 8, ΕΜΣ, Θεσ/νίκη 1968, σ. 191.
[8] Χαραλ. Μακαρόνας, «Χρονικά αρχαιολογικά», Μακεδονικά, τ. 2, ΕΜΣ, Θεσ/νίκη 1953, σ. 613.
[9] Μαρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη Πόλη των Φαντασμάτων, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σσ. 275, 292.
[10] Ιωάννης Αναγνώστης, κεφ. 16, 21. «Από τον τεράστιο αριθμό των μοναστηριών που υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη ελάχιστα έμειναν σε χριστιανικά χέρια μετά την άλωσή της, όπως η Μονή Βλατάδων, η μονή του Υπομιμνήσκοντος και η Μονή της Αγίας Θεοδώρας… Τα περισσότερα μοναστήρια από αυτά που δεν είχαν ήδη καταστραφεί ή ερημωθεί πριν από την άλωση της πόλης, πέρασαν σε τουρκικά χέρια δυο τρία χρόνια αργότερα» (Β. Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1912, β΄ έκδ., Κυριακίδης, Θεσ/νίκη 2008, σ. 377).
[11] Μαρκ Μαζάουερ, σσ. 57, 67.
[12] Μαρκ μαζάουερ, σ. 547.
[13] Μαρκ Μαζάουερ, σ. 97.
2 ΣΧΟΛΙΑ
Η μόνιμη χρήση δυο μέτρων και σταθμών, άλλα για τους Έλληνες και άλλα για τους υπόλοιπους, δείχνουν καθαρά πόσο επιστημονική είναι η δουλειά του Μαζάουερ και άλλων παρόμοιων ‘ιστορικών’.
Το βιβλίο του Γιάννη Ταχόπουλου είναι πολύ καλό, και αξίζουν συγχαρητήρια σε όποιον κοπιάζει τόσο για να δωθεί επιτέλους μια ανάσα αισιοδοξίας σε όσους αγαπούν αυτό τον τόπο και τον βλέπουν δυστυχώς να συκοφαντείται και μάλιστα από άλλους Έλληνες.
Επειδή στο διαδίκτυο, κυκλοφορεί από τους γνωστούς κύκλους των αποδομητών η φήμη ότι η Θεσ/νίκη αλώθηκε στα 1430 εξαιτίας προδοσίας μοναχών της Μονής Βλατάδων, για όποιον φίλο ενδιαφέρεται, έχω παρουσιάσει μια τεκμηριωμένη, πιστεύω, απάντηση εδώ:
http://www.oodegr.com/oode/a8eismos/diafwtismos/blatadwn_1.htm
Υπάρχει διαρκής αναφορά στις πηγές και τη βιβλιογραφία, και μάλιστα με φωτοτυπίες, μπας και οι άνθρωποι αυτοί συνέλθουν κάποια στιγμή και σταματήσουν τις συκοφαντίες.