Αρχική » Ο Γιάννης Ρίτσος για τον Γρηγόρη Αυξεντίου, Άρδην τ. 29

Ο Γιάννης Ρίτσος για τον Γρηγόρη Αυξεντίου, Άρδην τ. 29

από admin

του Σπ. Κουτρούλη

Πριν προχωρήσουμε στην αναφορά στο ποίημα του Γ. Ρίτσου “Αποχαιρετισμός”(1957), θα πρέπει να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα:

-μπορεί να υπάρξει πατριωτική ποίηση;

-μπορούν τα διεθνιστικά οράματα της αριστεράς να εναρμονιστούν με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες;

Στο πρώτο ερώτημα απάντησε ήδη ο Γ. Σεφέρης. Υπερασπιζόμενος την αξιοσύνη της ποίησης του Κάλβου, γράφει: «Με άλλα λόγια, δεν συμφω­νώ με όσους πιστεύουν πως είναι αυταπόδειχτο το αξίωμα που λέει ότι  “πατριωτική” ποίηση δεν μπο­ρεί να υπάρξει. Μπορεί να υπάρξει και σέβομαι ιδιαίτερα τον Κάλβο που αφιέρωσε τη λύρα του στην υπηρεσία μιας μεγάλης υπόθεσης»1. Ενώ σε κάποιο ξένο φίλο που κατηγορούσε τον Κάλβο ότι έγραψε μόνο «εθνικιστικά ποιήματα» ή ότι οι Έλλη­νες ποιητές είναι προσκολλημένοι σ’ ένα «ξεπε­ρασμένο εθνικισμό», απαντούσε: «Πώς να εξηγή­σει κανείς την Ελλάδα στους άλλους Ευρωπαίους που ολοκληρώνονται βιομηχανικά όλο και περισσό­τερο. Πώς να εξηγήσω την Ελλάδα και σε πολλούς ελλαδικούς, συνεχίζω αυτόματα με το νου μου…»2.

Η αριστερά, προσπαθώντας να επιλέξει ανά­μεσα σε διαφορετικές προτεραιότητες, διέπραξε αρκετά σφάλματα που έβλαψαν κυρίως την ίδια. Παρ’ όλα αυτά γνώριζε ότι όσο επικρατούσε ο διε­θνής καπιταλισμός θα έπρεπε να υπερασπίζεται τα εθνικά σύνορα. Η έννοια της πατρίδας είναι κοι­νή αξία με άλλους πολιτικούς χώρους, όμως η δια­φορετική ερμηνεία της παρέχει το απαραίτητο πε­δίο για να διεξαχθεί ο πολιτικός αγώνας. Ο Κορδά­τος, φίλος και θαυμαστής του Ίωνα Δραγούμη, ίσως μετέφερε στην Αριστερά το όραμα της Βαλ­κανικής Ομοσπονδίας, αναγκαία συνθήκη για το ξε­πέρασμα των στενόκαρδων εθνικισμών και της τουρκικής ηγεμονίας.

Ο Νίκος Ζαχαριάδης γράφει: «Όταν λέμε “στη­ριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στα θετικά και στα­θερά νεοελληνικά δεδομένα, που περιλαμβάνονταν μέσα στα τοτινά κρατικά σύνορα”, εννοούμε τούτο δω: η εσωτερική νεοελληνική ανάπτυξη έπρεπε να θεμελιωθεί απάνω στις τότε “εσωτερικές” δυνατό­τητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η νεοελληνική λαϊκή δημοκρατία δεν έπρεπε, μια και θάταν το πρώτο ανεξάρτητο βαλκανικό κράτος, να πάρει την πρω­τοβουλία μιας αδελφικής συμμαχίας και ενός α­δελφικού πολέμου όλων των βαλκανικών λαών για την αποτίναξη του ζυγού του σουλτάνου και των μπέηδων και τη δημιουργία μιας πραγματικά λεύ­τερης και ανεξάρτητης Δημοκρατικής Ομοσπονδί­ας των Βαλκανικών λαών. Αυτό ήταν το απόλυτα πραγματοποιήσιμο “όνειρο” του Ρήγα Φεραίου και μια από τις πρώτες και γνήσιες επιδιώξεις του 1821. Οι αστοτσιφλικάδικες μοναρχίες των Βαλκα­νίων ακολούθησαν άλλο δρόμο. O πρώτος δρόμος, ο δημοκρατικός, ήταν ο πιο σύντομος, ο φτηνός, ο μοναδικά λαϊκός. O δεύτερος, που ακολουθήθηκε στην πραγματικότητα, ήταν ο δρόμος των πολεμι­κών και διπλωματικών δολοπλοκιών των μεγάλων δυνάμεων και της αλληλοσύγκρουσης των συμφε­ρόντων των βαλκανικών πλουτοκρατών και δυνα­στών»3. Ο Άρης Βελουχιώτης, στον λόγο του στην Λαμία, αναφέρεται στην «αθάνατη ελληνική φυλή» και υποδεικνύει τους λόγους για τους οποίους η αριστερά μπορεί καλύτερα να υπερασπίσει τα συμ­φέροντα της πατρίδας: «Κανένας σοφός ή άσοφος δεν μπορεί σήμερα να γράψει ούτε μια λέξη, αν αναφερθεί στα έργα που άφησαν οι δημιουργοί αυ­τού του πολιτισμού, που λέγεται αρχαίος ελληνι­κός πολιτισμός… Στην εποχή της σκλαβιάς πέρα­σε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί “έξυπνοι”, α­νάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ’ άλλες φυλές, που δεν έ­χουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ό,τι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμμιά αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη»4. Ενώ σε άλλα σημεία έλεγε: «θα γδά­ρουμε τους παπάδες; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματος μας και η συμβολή του κλήρου, που στά­θηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη… Το κε­φάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δεν νοιά­ζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνό­ρων και του κράτους. Ενώ εμείς, το μόνο που δια­θέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά, αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει όπου βρει κέρδη, δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουνε μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος λοι­πόν μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πα­τρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουνε τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;»5

Το ποίημα του Γ. Ρίτσου «Αποχαιρετισμός» (1957), αφιερωμένο στο ηρωικό τέλος του υπαρ­χηγού της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου -που κάηκε ζωντανός από τους Άγγλους αποικιοκράτες- αφε­νός μεταφέρει στον ποιητικό λόγο την συγκίνηση για τον θάνατο του παλληκαριού, αφετέρου συνε­χίζει με τον αισθαντικότερο τρόπο τις πατριωτικές παραδόσεις της ελληνικής αριστεράς.

Όπως γράφει ο Ρίτσος το ποίημα: ΑΦΙΕΡΩΝΕ­ΤΑΙ στον Ήρωα και Άγιο ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ. Στους Μεγάλους Νεκρούς Ποιητές και Διδασκάλους του Έθνους, ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ, ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ, ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ Και Σ’ όλους τους Γνωστούς και Άγνωστους Μάρτυρες των Ελληνι­κών και Παγκόσμιων Αγώνων. Κατόπιν ακολουθεί απόκομμα εφημερίδας 5 Μαρτίου 1957, που ανα­φέρεται στο τραγικό τέλος του Γρηγόρη Αυξεντί­ου «ηλικίας 29 ετών, το επάγγελμα του δε ήταν σωφέρ ταξί».

Το ποίημα είναι ένας εσωτερικός μονόλογος του Γρηγόρη Αυξεντίου στην κρύπτη του λίγο πριν τον θάνατο του.

«Τελείωσαν πια τα ψέματα- δικά μας και ξένα. Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορεί πια να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνας ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει»6

Ο Αυξεντίου σκέπτεται το πέρασμα απ’ τη ζωή στον θάνατο. Συγκρίνει τις ευθύνες του αγώνα («Ό­μως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας;»7) με την γοητεία της ειρηνικής ζωής (“Η φωνή ενός παιδιού –δεν μπορεί- θ’ ακου­γόταν στα χωράφια ένα απόγευμα -κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας- η ματιά της χαμένη στο βράδι, θα σ’ άγγιζε, η ματιά μιας γυναίκας που δε σ’είδε και την είδες”*). Οιτέσσε-ροι σύντροφοι που φύγανε και παραδόθηκαν κα­λώς κάνανε, όμως ο ίδιος λέει “να παραδώσω σα σκισμένη σημαία την ψυχή μου;”9 κι άλλωστε “εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ’ τον πόνο μου κι απ’ το φόβο οας, όχι μονάχα το φόβο του κορμιού, μα και το φόβο της ψυχής10.

Ησυχία, ο χρόνος έχει σταματήσει. Ο ήρωας είναι μόνος του με την ιστορία, με τον λαό του, με την ύπαρξη του. Οι εικόνες απ’ την ειρηνική ζωή -ο Ρίτσος είναι αριστοτέχνης εικονοποιός- έρχονται διαδοχικά στο μυαλό του για να κάνουν το δίλημμα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο πιο οδυνηρό: “Εί­μαι 29 μόλις χρονώ, και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ζήσω”.11

Ο Ρίτσος κατανοεί το τραγικό μέγεθος της στιγ­μής:

“Μα ποιος θα σας τη μεταδώσει τούτη τη στιγμή; Δεν τη χωράνε

τα λόγια, τα χέρια, τα μάτια, ούτε η πράξη, ούτε η σκέψη

είναι μεγάλη σαν εκείνο που λέμε πατρίδα, μεγάλη σαν αυτό που λέμε γη, μεγάλη σαν όλο τον κόσμο”12

Η έξοδος του ήρωα από τον κόσμο, είναι το σημείο που ο χρόνος συναντά την αιωνιότητα.
“Αυτή η στιγμή είναι ανεπανάληπτη, γιατί είναι η αιωνιότητα, κ’ η αιωνιότητα υπάρχει και τη δη­μιουργούμε δεν επαναλαμβάνεται
σαν κάτι που έρχεται και φεύγει και ξανάρχεται”.13

Ο χώρος διευρύνεται, η σπηλιά συλλέγει τα μαρτύρια της πατρίδας.

“Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενό­τητα μιας σπηλιάς

μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία-μπορούσε να χω­ρέσει

την πατρίδα με τις ελιές της, τ’ ακρογιάλια της, τα βάσανα της,

με τα καΐκια της μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρικών αγέρα της,

τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα. Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτή την πέτρινη σήραγγα που η έξοδος της είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω: από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.”14

Το καμένο σώμα του Αυξεντίου θα γίνει η φλε­γόμενη σημαία του ανένδοτου αγώνα, το σύμβολο της ελευθερίας:

“Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου

-το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα, πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα

όσα να φτιάχνουν τη λέξη ελευθερία” και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντα­νός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά και που σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο -μην το ξεχάστε, σύντροφοι-στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λε­πτά,

γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματω­μένα γόνατα της πλάσης”.15

Πως αντιμετωπίζει τελικά ο ήρωας την έξοδο απ’ την ζωή; “Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του νικάει και το θάνατο”. Υπάρχει χάριν και εξ αιτίας του άλλου, “κανένας δεν υπάρχει μόνος χωρίς τη βοήθεια του άλλου”.

Προς το τέλος, ο Αυξεντίου επανέρχεται με εικόνες απ’ την ειρηνική ζωή της Κύπρου. Όμως θα καταλήξει με αποχαιρετισμό προς τους γονείς του:,

“ΑΝΤΕ, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. -Όχι;- Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω, λες τη ζωή σου; Σου αφήνω τήν περφάνεια σου. Δε θα σειδει ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις:

‘Είμαι πέρφανη για το γιό μου, -κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη

παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου’. Έτσι. Γεια σου μάνα.

Ο πατέρας

θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκκάλεςμου, όμοιες με τις δικές του, κι απ’ το σταυρό της πατρίδας πούχα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου. Μιλάω για μένα οα νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σα νάναι η Ρω­μιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα. Σχωράτε με.”16

0 Αυξεντίου πριν τελειώσει θυμάται και πάλι τα περασμένα (“σα να οδηγάω, και πάλι, το αμα­ξάκι μου σ’ ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κύ­πρου”) και πως πήρε το όπλο για ν’ ανέβει στο βουνό.

Διότι “ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερινή την έγνοια του”. Προχωρά κλιμακωτά από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα. “Κι έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει από την έγνοια του για το ψωμί κι όλο τραβάει πιο πέρα απ’ τη σκλαβιά του, από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξε­σκλάβωμα,

απ’ το ξεσκλάβωμα της πατρίδας, στο ξεσκλάβω­μα του κόσμου,

ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό, ν’ αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του, ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφησα

σ’ ένα χαντάκι τ’ αμάξι μου, πήρα τ’ όπλο. Κι ανέ­βηκα στο βουνό”.17

O Γιάννης Ρίτσος κυνηγήθηκε και εξορίστηκε από τους “εθνικόφρονες” ως “μίασμα”, ενώ η ε­ξημερωμένη αριστερά των ευρωπαϊκών προγραμ­μάτων, που διακινεί από αφέλεια ή ιδιοτέλεια τα ιδεολογήματα του νεοφιλελευθερισμού και του α­μερικανισμού, τον αντιμετωπίζει μάλλον αδιάφο­ρα. Ο Ρίτσος οραματίστηκε την απελευθέρωση της πατρίδας ως προϋπόθεση για την απελευθέρωση του κόσμου. Το έργο του, σημαντικό σε εύρος και ποιότητα, ούτε έχει αποτιμηθεί πλήρως ούτε έχει μελετηθεί με τον οφειλόμενο σεβασμό σε όλες τις πλευρές του. Κατά ένα τρόπο παραμένει εξό­ριστο, καταδιωγμένο από την κυριαρχούσα ασημα­ντότητα και ευτέλεια.

 

Σημειώσεις

1. Γ. Σεφέρης: Δοκιμές. Α’ τόμος. Εκδ. Ίκαρος, 1992, σελ. 201.

 

2. Γ. Σεφέρης: Δοκιμές. Β’ τόμος, εκδ. Ίκαρος 1992, σελ. 134.

3. Ν. Ζαχαριάδης: Ο αληθινός Παλαμάς, εκδ. Γλάρος, 1986, σελ. 38.

4. Ντοκουμέντα της Αντίστασης, εκδ. Ποντίκι, 1994, σελ. 246.

5. ό.π., σελ. 264,267.

6. Γ. Ρίτσος: Ποιήματα, εκδ. Κέδρος. Τόμος Γ, σελ. 253.

7. ό.π., σελ. 254.

8. άπ., σελ. 254.

9. ό.π., σελ. 256.

10. ό.π., σελ. 256.

11. ό.π., σελ. 259.

12. ό.π., σελ. 261-262.

13. ό.π., σελ. 262.

14. ό.π., σελ. 263.

15. ό.π., σελ. 264.

16. ό.π., σελ. 269.

17. ό.π., σελ. 271.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ