του Σπ. Κουτρούλη
Πριν προχωρήσουμε στην αναφορά στο ποίημα του Γ. Ρίτσου “Αποχαιρετισμός”(1957), θα πρέπει να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα:
-μπορεί να υπάρξει πατριωτική ποίηση;
-μπορούν τα διεθνιστικά οράματα της αριστεράς να εναρμονιστούν με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες;
Στο πρώτο ερώτημα απάντησε ήδη ο Γ. Σεφέρης. Υπερασπιζόμενος την αξιοσύνη της ποίησης του Κάλβου, γράφει: «Με άλλα λόγια, δεν συμφωνώ με όσους πιστεύουν πως είναι αυταπόδειχτο το αξίωμα που λέει ότι “πατριωτική” ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει. Μπορεί να υπάρξει και σέβομαι ιδιαίτερα τον Κάλβο που αφιέρωσε τη λύρα του στην υπηρεσία μιας μεγάλης υπόθεσης»1. Ενώ σε κάποιο ξένο φίλο που κατηγορούσε τον Κάλβο ότι έγραψε μόνο «εθνικιστικά ποιήματα» ή ότι οι Έλληνες ποιητές είναι προσκολλημένοι σ’ ένα «ξεπερασμένο εθνικισμό», απαντούσε: «Πώς να εξηγήσει κανείς την Ελλάδα στους άλλους Ευρωπαίους που ολοκληρώνονται βιομηχανικά όλο και περισσότερο. Πώς να εξηγήσω την Ελλάδα και σε πολλούς ελλαδικούς, συνεχίζω αυτόματα με το νου μου…»2.
Η αριστερά, προσπαθώντας να επιλέξει ανάμεσα σε διαφορετικές προτεραιότητες, διέπραξε αρκετά σφάλματα που έβλαψαν κυρίως την ίδια. Παρ’ όλα αυτά γνώριζε ότι όσο επικρατούσε ο διεθνής καπιταλισμός θα έπρεπε να υπερασπίζεται τα εθνικά σύνορα. Η έννοια της πατρίδας είναι κοινή αξία με άλλους πολιτικούς χώρους, όμως η διαφορετική ερμηνεία της παρέχει το απαραίτητο πεδίο για να διεξαχθεί ο πολιτικός αγώνας. Ο Κορδάτος, φίλος και θαυμαστής του Ίωνα Δραγούμη, ίσως μετέφερε στην Αριστερά το όραμα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, αναγκαία συνθήκη για το ξεπέρασμα των στενόκαρδων εθνικισμών και της τουρκικής ηγεμονίας.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης γράφει: «Όταν λέμε “στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στα θετικά και σταθερά νεοελληνικά δεδομένα, που περιλαμβάνονταν μέσα στα τοτινά κρατικά σύνορα”, εννοούμε τούτο δω: η εσωτερική νεοελληνική ανάπτυξη έπρεπε να θεμελιωθεί απάνω στις τότε “εσωτερικές” δυνατότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η νεοελληνική λαϊκή δημοκρατία δεν έπρεπε, μια και θάταν το πρώτο ανεξάρτητο βαλκανικό κράτος, να πάρει την πρωτοβουλία μιας αδελφικής συμμαχίας και ενός αδελφικού πολέμου όλων των βαλκανικών λαών για την αποτίναξη του ζυγού του σουλτάνου και των μπέηδων και τη δημιουργία μιας πραγματικά λεύτερης και ανεξάρτητης Δημοκρατικής Ομοσπονδίας των Βαλκανικών λαών. Αυτό ήταν το απόλυτα πραγματοποιήσιμο “όνειρο” του Ρήγα Φεραίου και μια από τις πρώτες και γνήσιες επιδιώξεις του 1821. Οι αστοτσιφλικάδικες μοναρχίες των Βαλκανίων ακολούθησαν άλλο δρόμο. O πρώτος δρόμος, ο δημοκρατικός, ήταν ο πιο σύντομος, ο φτηνός, ο μοναδικά λαϊκός. O δεύτερος, που ακολουθήθηκε στην πραγματικότητα, ήταν ο δρόμος των πολεμικών και διπλωματικών δολοπλοκιών των μεγάλων δυνάμεων και της αλληλοσύγκρουσης των συμφερόντων των βαλκανικών πλουτοκρατών και δυναστών»3. Ο Άρης Βελουχιώτης, στον λόγο του στην Λαμία, αναφέρεται στην «αθάνατη ελληνική φυλή» και υποδεικνύει τους λόγους για τους οποίους η αριστερά μπορεί καλύτερα να υπερασπίσει τα συμφέροντα της πατρίδας: «Κανένας σοφός ή άσοφος δεν μπορεί σήμερα να γράψει ούτε μια λέξη, αν αναφερθεί στα έργα που άφησαν οι δημιουργοί αυτού του πολιτισμού, που λέγεται αρχαίος ελληνικός πολιτισμός… Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί “έξυπνοι”, ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ’ άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ό,τι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμμιά αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη»4. Ενώ σε άλλα σημεία έλεγε: «θα γδάρουμε τους παπάδες; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματος μας και η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη… Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δεν νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς, το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά, αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει όπου βρει κέρδη, δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουνε μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος λοιπόν μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουνε τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;»5
Το ποίημα του Γ. Ρίτσου «Αποχαιρετισμός» (1957), αφιερωμένο στο ηρωικό τέλος του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου -που κάηκε ζωντανός από τους Άγγλους αποικιοκράτες- αφενός μεταφέρει στον ποιητικό λόγο την συγκίνηση για τον θάνατο του παλληκαριού, αφετέρου συνεχίζει με τον αισθαντικότερο τρόπο τις πατριωτικές παραδόσεις της ελληνικής αριστεράς.
Όπως γράφει ο Ρίτσος το ποίημα: ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ στον Ήρωα και Άγιο ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ. Στους Μεγάλους Νεκρούς Ποιητές και Διδασκάλους του Έθνους, ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ, ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ, ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ Και Σ’ όλους τους Γνωστούς και Άγνωστους Μάρτυρες των Ελληνικών και Παγκόσμιων Αγώνων. Κατόπιν ακολουθεί απόκομμα εφημερίδας 5 Μαρτίου 1957, που αναφέρεται στο τραγικό τέλος του Γρηγόρη Αυξεντίου «ηλικίας 29 ετών, το επάγγελμα του δε ήταν σωφέρ ταξί».
Το ποίημα είναι ένας εσωτερικός μονόλογος του Γρηγόρη Αυξεντίου στην κρύπτη του λίγο πριν τον θάνατο του.
«Τελείωσαν πια τα ψέματα- δικά μας και ξένα. Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορεί πια να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνας ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει»6
Ο Αυξεντίου σκέπτεται το πέρασμα απ’ τη ζωή στον θάνατο. Συγκρίνει τις ευθύνες του αγώνα («Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας;»7) με την γοητεία της ειρηνικής ζωής (“Η φωνή ενός παιδιού –δεν μπορεί- θ’ ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα -κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας- η ματιά της χαμένη στο βράδι, θα σ’ άγγιζε, η ματιά μιας γυναίκας που δε σ’είδε και την είδες”*). Οιτέσσε-ροι σύντροφοι που φύγανε και παραδόθηκαν καλώς κάνανε, όμως ο ίδιος λέει “να παραδώσω σα σκισμένη σημαία την ψυχή μου;”9 κι άλλωστε “εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ’ τον πόνο μου κι απ’ το φόβο οας, όχι μονάχα το φόβο του κορμιού, μα και το φόβο της ψυχής10.
Ησυχία, ο χρόνος έχει σταματήσει. Ο ήρωας είναι μόνος του με την ιστορία, με τον λαό του, με την ύπαρξη του. Οι εικόνες απ’ την ειρηνική ζωή -ο Ρίτσος είναι αριστοτέχνης εικονοποιός- έρχονται διαδοχικά στο μυαλό του για να κάνουν το δίλημμα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο πιο οδυνηρό: “Είμαι 29 μόλις χρονώ, και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ζήσω”.11
Ο Ρίτσος κατανοεί το τραγικό μέγεθος της στιγμής:
“Μα ποιος θα σας τη μεταδώσει τούτη τη στιγμή; Δεν τη χωράνε
τα λόγια, τα χέρια, τα μάτια, ούτε η πράξη, ούτε η σκέψη
είναι μεγάλη σαν εκείνο που λέμε πατρίδα, μεγάλη σαν αυτό που λέμε γη, μεγάλη σαν όλο τον κόσμο”12
Η έξοδος του ήρωα από τον κόσμο, είναι το σημείο που ο χρόνος συναντά την αιωνιότητα.
“Αυτή η στιγμή είναι ανεπανάληπτη, γιατί είναι η αιωνιότητα, κ’ η αιωνιότητα υπάρχει και τη δημιουργούμε δεν επαναλαμβάνεται
σαν κάτι που έρχεται και φεύγει και ξανάρχεται”.13
Ο χώρος διευρύνεται, η σπηλιά συλλέγει τα μαρτύρια της πατρίδας.
“Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς
μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία-μπορούσε να χωρέσει
την πατρίδα με τις ελιές της, τ’ ακρογιάλια της, τα βάσανα της,
με τα καΐκια της μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρικών αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα. Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτή την πέτρινη σήραγγα που η έξοδος της είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω: από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.”14
Το καμένο σώμα του Αυξεντίου θα γίνει η φλεγόμενη σημαία του ανένδοτου αγώνα, το σύμβολο της ελευθερίας:
“Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου
-το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα, πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη ελευθερία” και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά και που σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο -μην το ξεχάστε, σύντροφοι-στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης”.15
Πως αντιμετωπίζει τελικά ο ήρωας την έξοδο απ’ την ζωή; “Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του νικάει και το θάνατο”. Υπάρχει χάριν και εξ αιτίας του άλλου, “κανένας δεν υπάρχει μόνος χωρίς τη βοήθεια του άλλου”.
Προς το τέλος, ο Αυξεντίου επανέρχεται με εικόνες απ’ την ειρηνική ζωή της Κύπρου. Όμως θα καταλήξει με αποχαιρετισμό προς τους γονείς του:,
“ΑΝΤΕ, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. -Όχι;- Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω, λες τη ζωή σου; Σου αφήνω τήν περφάνεια σου. Δε θα σειδει ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις:
‘Είμαι πέρφανη για το γιό μου, -κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη
παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου’. Έτσι. Γεια σου μάνα.
Ο πατέρας
θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκκάλεςμου, όμοιες με τις δικές του, κι απ’ το σταυρό της πατρίδας πούχα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου. Μιλάω για μένα οα νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σα νάναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα. Σχωράτε με.”16
0 Αυξεντίου πριν τελειώσει θυμάται και πάλι τα περασμένα (“σα να οδηγάω, και πάλι, το αμαξάκι μου σ’ ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κύπρου”) και πως πήρε το όπλο για ν’ ανέβει στο βουνό.
Διότι “ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερινή την έγνοια του”. Προχωρά κλιμακωτά από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα. “Κι έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει από την έγνοια του για το ψωμί κι όλο τραβάει πιο πέρα απ’ τη σκλαβιά του, από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα,
απ’ το ξεσκλάβωμα της πατρίδας, στο ξεσκλάβωμα του κόσμου,
ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό, ν’ αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του, ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφησα
σ’ ένα χαντάκι τ’ αμάξι μου, πήρα τ’ όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό”.17
O Γιάννης Ρίτσος κυνηγήθηκε και εξορίστηκε από τους “εθνικόφρονες” ως “μίασμα”, ενώ η εξημερωμένη αριστερά των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που διακινεί από αφέλεια ή ιδιοτέλεια τα ιδεολογήματα του νεοφιλελευθερισμού και του αμερικανισμού, τον αντιμετωπίζει μάλλον αδιάφορα. Ο Ρίτσος οραματίστηκε την απελευθέρωση της πατρίδας ως προϋπόθεση για την απελευθέρωση του κόσμου. Το έργο του, σημαντικό σε εύρος και ποιότητα, ούτε έχει αποτιμηθεί πλήρως ούτε έχει μελετηθεί με τον οφειλόμενο σεβασμό σε όλες τις πλευρές του. Κατά ένα τρόπο παραμένει εξόριστο, καταδιωγμένο από την κυριαρχούσα ασημαντότητα και ευτέλεια.
Σημειώσεις
1. Γ. Σεφέρης: Δοκιμές. Α’ τόμος. Εκδ. Ίκαρος, 1992, σελ. 201.
2. Γ. Σεφέρης: Δοκιμές. Β’ τόμος, εκδ. Ίκαρος 1992, σελ. 134.
3. Ν. Ζαχαριάδης: Ο αληθινός Παλαμάς, εκδ. Γλάρος, 1986, σελ. 38.
4. Ντοκουμέντα της Αντίστασης, εκδ. Ποντίκι, 1994, σελ. 246.
5. ό.π., σελ. 264,267.
6. Γ. Ρίτσος: Ποιήματα, εκδ. Κέδρος. Τόμος Γ, σελ. 253.
7. ό.π., σελ. 254.
8. άπ., σελ. 254.
9. ό.π., σελ. 256.
10. ό.π., σελ. 256.
11. ό.π., σελ. 259.
12. ό.π., σελ. 261-262.
13. ό.π., σελ. 262.
14. ό.π., σελ. 263.
15. ό.π., σελ. 264.
16. ό.π., σελ. 269.
17. ό.π., σελ. 271.