Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
“Να είστε βέβαιοι πως ό,τι και αν αποφασίσουμε η συμμαχία ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα παραμείνει σταθερή, ακόμη και αν δεν συμφωνούμε πάντα σε μερικά σημεία” δήλωσε η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα στην Ουάσιγκτον, σχετικά με το ζήτημα της αποστολής ή μη οπλισμού στο καθεστώς του Κιέβου.
Πρόκειται για την φράση-κλειδί, που αποτυπώνει το γεγονός ότι η διαταλαντική ενότητα προέχει και δεν αμφισβητείται από το Βερολίνο, όποια και αν είναι τα περιθώρια κινήσεων που διεκδικεί.
Άλλωστε και ο οικοδεσπότης της καγκελαρίου διαπίστωσε ότι “η ρωσική επιθετικότητα ενίσχυσε τους δεσμούς ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τους λοιπούς Ευρωπαίους συμμάχους” και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
Με αυτή την έννοια, η εσπευσμένη μετάβαση της Μέρκελ στη Μόσχα το Σάββατο, από κοινού με τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, προκειμένου να επιτευχθεί μια διπλωματική λύση προτού υλοποιηθεί η αμερικανική απειλή για εξοπλισμό της ουκρανικής πλευράς, μένει μετέωρη – πόσω μάλλον που η προγραμματιζόμενη τετραμερής συνάντηση των δύο Ευρωπαίων ηγετών με τους προέδρους της Ρωσίας και της Ουκρανίας την Τετάρτη στο Μινσκ της Λευκορωσίας δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί.
Το σχέδιο Μέρκελ-Ολάντ για διάσωση των προσχημάτων σε ό,τι αφορά την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, με παροχή ευρείας αυτονομίας στις ελεγχόμενες από τους αυτονομιστές ανατολικές περιοχές, προσκρούει σε πολλά προβλήματα. Θα είναι η γραμμή κατάπαυσης του πυρός αυτή που συμφωνήθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Μινσκ ή θα αντανακλά την τωρινή διάταξη δυνάμεων, όπου οι αυτονομιστές έχουν εξασφαλίσει μεγάλα εδαφικά κέρδη; Θα υπάρξουν ειρηνευτικές δυνάμεις από τρίτα μέρη, που θα ελέγχουν και τα εξωτερικά σύνορα με τη Ρωσία;
Θα επικυρωθεί αυτού του τύπου η ομοσπονδιοποίηση με δημοψήφισμα σε όλη την Ουκρανία, όπως άφησε να εννοηθεί ο Ποροσένκο; Και ούτω καθεξής.
Στην πραγματικότητα, οποιοδήποτε σχέδιο ομοσπονδιοποίησης είχε νόημα πριν από το περασμένο καλοκαίρι, οπότε η “αντιτρομοκρατική επιχείριση” του Κιέβου χώρισε με ποταμούς αίματος της δύο πλευρές. Κυρίως, όμως, οποιαδήποτε πολιτική λύση θα είχε νόημα, μόνο αν Βερολίνο και Παρίσι είχαν τη δύναμη και την προθυμία να ασκήσουν αποτελεσματική πίεση και προς την πλευρά του Κιέβου – αντί να περιμένουν μόνο από τη Μόσχα να επιλύσει τα δικά τους αδιέξοδα υποχωρώντας.
Πολιτική λύση με διάρκεια (εξαιρουμένων των εκάστοτε αναβιώσεων της διπλωματικής κινητικότητας κάθε φορά που οι ουκρανικές δυνάμεις γνωρίζουν μια μεγάλη αποτυχία στο πεδίο των μαχών) δεν μπορεί να υπάρξει όσο το Κίεβο γνωρίζει ότι διαθέτει την αμέριστη αμερικανική υποστήριξη.
Ωστόσο, ο Ομπάμα κατέστησε σαφές ότι η επιλογή της αποστολής οπλισμού στις ουκρανικές κυβερνητικές δυνάμεις παραμένει στο τραπέζι, ενώ αντίστοιχες φωνές κερδίζουν έδαφος και μεταξύ των “28”.
Αντίθετα, η Μέρκελ βρέθηκε αντιμέτωπη, πριν την μετάβασή της στη Ουάσιγκτον, με ταπεινωτικές αναφορές στο ναζιστικό παρελθόν της χώρας της – καθώς ο Αμερικανός γερουσιαστής Τζον ΜακΚειν δήλωσε στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου ότι η μετάβασή της στη Μόσχα δεν θα είναι περισσότερο αποτελεσματική από την παλαιότερη μετάβαση άλλων ηγετών στην βαυαρική πρωτεύουσα (υπονοώντας τη Συμφωνία του Μονάχου του 1938)…
Αλλά και στο έτερο ζήτημα που καταναλώνει την ενέργεια της Γερμανίδας καγκελαρίου τις τελευταίες ημέρες, δηλ. την κρίση της ευρωζώνης υπό το πρίσμα του “ελληνικού ζητήματος”, το μήνυμα της αμερικανικής πλευράς δεν ήταν λιγότερο αυστηρό.
“Αναμένω να ακούσω από την Ανγκέλα τις προτάσεις της για το πώς θα υπάρξει συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με τις αρχές της ευρωζώνης και το ΔΝΤ ώστε η Ελλάδα να επιστρέψει στην οδό της βιώσιμης ανάπτυξης – καθώς το ζήτημα της ανάπτυξης είναι κρίσιμο για την διεθνή οικονομία και τις ΗΠΑ” δήλωσε ο Ομπάμα – στο φόντο δηλώσεων στελεχών της Γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας που αμέριμνα προέβαλλαν την προοπτική μιας “ελληνικής εξόδου”, την οποία εξόρκιζαν την ίδια ώρα όλοι οι ιθύνοντες του αγγλοσαξωνικού κόσμου.
Όπως και στην ουκρανική κρίση έτσι και στην διεθνή οικονομία, η αποφυγή ρήξεων εντός του Δυτικού στρατοπέδου εμφανίζεται ως η πρώτη προτεραιότητα – και τα περιθώρια της Γερμανίας να ακολουθεί τον δικό της “ιδιαίτερο δρόμο” (Sonderweg) εξαιρετικά περιορισμένα. Άλλωστε, κοινό παρονομαστή και στα δύο μέτωπα αποτελεί το γεγονός ότι η Γερμανία απέτυχε στην άσκηση του ηγετικού της ρόλου – είτε ανάβοντας στα ανατολικά μια πυρκαγιά που μόνο ο υπερατλαντικός σύμμαχος ήταν σε θέση να αξιοποιήσει είτε οδηγώντας την ευρωζώνη στον αποπληθωρισμό.