19ο Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας
Της Μαριάννας Δεσύπρη από τη Ρήξη φ. 96
Δεκαεννιά χρόνια τώρα, ένας θεσμός που ξεκίνησε ταπεινά, αλλά αποφασιστικά στην Καλαμάτα, μακριά από την υδροκέφαλη πρωτεύουσα, καταφέρνει κάθε Ιούλιο να συγκεντρώνει τα βλέμματα όσων ενδιαφέρονται για την ορχηστρική τέχνη, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Κι αυτό, όταν η Καλαμάτα φέτος τραβούσε επίσης τα βλέμματα λόγω του Φεστιβάλ της Χρυσής Αυγής στις 3 και 4 Αυγούστου, αλλά και για την κινητοποίηση του αντιρατσιστικού κινήματος, που διοργάνωσε αντισυλλαλητήριο το Σάββατο 20 Ιουλίου, μέσα στην καρδιά του Φεστιβάλ Χορού (18-25 Ιουλίου 2013). Η εναρκτήρια παράσταση θα δινόταν στο Μέγαρο Χορού της Καλαμάτας, ύστερα από τεράστιες καθυστερήσεις και απανωτά προβλήματα στην περαίωση του έργου.
Πολλές οι εντυπώσεις και οι εικόνες που καταγράψαμε στις τέσσερις μέρες που παρακολουθήσαμε. Ας ξεκινήσουμε από το Μέγαρο Χορού. Η ανακαίνιση του παλαιού εργοστασίου, στη συνδρομή Αρτέμιδος και Κλαδά, παρά τα εκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν και το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε, δείχνει να σχεδιάστηκε χωρίς έμπνευση και να εκτελέστηκε με σοβαρές αστοχίες. Η είσοδος, στρωμένη με αστραφτερά μάρμαρα, ελάχιστη σχέση είχε με παλιό εργοστάσιο, ενώ τα μεταλλικά στοιχεία ήταν κακοβαμμένα και οι κοινόχρηστοι χώροι είχαν φτηνές ψευδοροφές. Οι τουαλέτες της κεντρικής αίθουσας εντοπίζονταν πριν από τις εισόδους της πλατείας (!) ενώ η αποχέτευσή τους το βράδυ της Παρασκευής, 19.07, υπερχείλιζε. Στην κεντρική σκηνή, πανάκριβα μηχανήματα ήχου και φωτισμού είχαν συνδυαστεί με καθίσματα και μοκέτα μάλλον δεύτερης διαλογής! Το χειρότερο ήταν οι σχολικές καρέκλες (!), στριμωγμένες χωρίς κενά μεταξύ τους, που έκαναν την παρακολούθηση το Σάββατο 20.07 αλγεινή υπόθεση, ιδιαίτερα για κάποιους θεατές ψηλότερους ή βαρύτερους από τον μέσο 17χρονο! Όλα αυτά παρέπεμπαν στον τρόπο που κατασκευάζονται όλα τα μεγάλα έργα σ’ αυτόν το δύσμοιρο τόπο: προχειρότητα, έλλειψη επαρκών ελέγχων από τη διοίκηση, επιδειξιομανία και πολλά λεφτά που καταλήγουν εκεί όπου δε θα ’πρεπε. Ένα ακόμη πανάκριβο κτήριο με επισφαλές μέλλον, ενώ η τοπική κοινότητα δεν δείχνει να έχει αντιληφθεί τη μεγάλη συμβολή –όχι μόνο πολιτιστική– που ο θεσμός του φεστιβάλ θα μπορούσε να έχει στην περιοχή.
Ας έρθουμε, όμως, στις παραστάσεις. Επωδός για ό,τι είδαμε θα μπορούσαν να είναι οι λέξεις «δύναμη» και «σκληρή δουλειά». Ίσως η κα Μαραγκοπούλου, υπεύθυνη για το πρόγραμμα όλα αυτά τα χρόνια, να επηρεάστηκε στις επιλογές της από τη συγκυρία. Κυριαρχούσαν παλαιότερες χορογραφίες, ανανεωμένες και άκρως επίκαιρες για την κρίση που ζούμε. Και βέβαια μόνο ευκολοχώνευτες δεν ήταν. Το Drumming της γνωστής χορογράφου Ανν Τερέζας ντε Κεερσμάκερ, από την Ομάδα της Rosas στις 19.07, χτισμένο πάνω στο ομώνυμο μουσικό κομμάτι του Στιβ Ράιχ, ένωνε και χώριζε τους χορευτές σε συγχρονισμένα και ασυγχρόνιστα κομμάτια, σε μια χορογραφία απίστευτα δυναμική, που έβγαζε όλα όσα μπορούσαν να δώσουν τα – ενίοτε – μη-χορευτικά σώματα των χορευτών, με κινήσεις που σε τίποτα – ίσως – δεν θύμιζαν χορό όπως τον ξέρουμε. Δεν μας άρεσε ιδιαίτερα, αλλά δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία και την επίπονη δουλειά που απαιτούσε από τους χορευτές.
Το Σάββατο, παρακολουθήσαμε πρώτα τον περίφημο Νιγηριανό Κουντούς Ονικέκου, σε μια σπουδή πάνω στις αντιθέσεις που ορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη, την ώρα που έξω – τι σύμπτωση! – ήταν σε εξέλιξη η αντιρατσιστική πορεία. Το STILL/life θα μπορούσε να μεταφραστεί είτε ως «νεκρή φύση», είτε ως «κι όμως ζωή», είτε ως «ακόμη ζωή», και ταίριαζε με τα πολιτικά τεκταινόμενα των ημερών. Ο έξυπνος τίτλος έδωσε τη δυνατότητα στον ταλαντούχο και «λαστιχένιο» περφόρμερ να μας κρατήσει με κρατημένη την ανάσα για μια ώρα γεμάτη ενέργεια, κίνηση, θλίψη, θυμό, πόνο, χιούμορ, ειρήνευση, σε «μια απόπειρα συμφιλίωσης και αποδοχής των αντιθέσεών μας». Με το κάλεσμα που μας απηύθυνε, να νικήσουμε την κρίση με την τέχνη, νομίζω έκανε κάποιους από μας να τον εκτιμήσουν έτι περαιτέρω.
Η πιο εγκεφαλική παράσταση η exposition universelle του Ρασίντ Ουραμντάν, αμέσως μετά, ήταν ιδιαζόντως πολιτική και δουλεμένη λεπτομερειακά πάνω στα υπέροχα ηλεκτρονικά μοτίβα του συνθέτη Ζαν-Μπαπτίστ Ζουλιέν, που έπαιζε ζωντανά. Η μελέτη του καλλιτέχνη πάνω στα ποικίλα καλλιτεχνικά κινήματα και τις επίσημες αισθητικές που αυτά διαμόρφωσαν –περιλαμβανομένου του φασισμού!– ήταν πολλαπλώς ενδιαφέρουσα, παρ’ όλο που δεν μας συγκίνησε τόσο όσο η παράσταση του Ονικέκου• ίσως γιατί ο καλλιτέχνης δεν ασκούσε καμιά κριτική σε αυτά που παρουσίαζε, ίσως γιατί υπερτερούσε η χρήση της εικόνας και των ηλεκτρονικών μέσων (βίντεο, φωτογραφία, κάμερα, ειδικά φώτα, κ.λπ.).
Την Κυριακή βράδυ, πέρα από τις γνωστές φάτσες, πρέπει να παρευρισκόταν μεγάλο κομμάτι της «καλής κοινωνίας» της Καλαμάτας. Και ποιος θα έχανε την ευκαιρία να δει μια πολυσυζητημένη παράσταση του Βιμ Βαντεκέιμπους, ενός μάστορα του σύγχρονου χορού; Το What the Body Does Not Remember, από την Ομάδα Ultima Vez του γνωστού χορογράφου, μας έκοψε την ανάσα. Η ευρηματική αυτή παράσταση του 1987 υπήρξε τόσο καινοτόμα ώστε δημιούργησε μια νέα τάση στο χορό, το eurocrash. Ξεκινάει μ’ ένα απερίγραπτο τρίο που θυμίζει βουντού, όπου μια γυναίκα «κινεί τα νήματα» δυο αντρών χορευτών με ρυθμικά αλλά απότομα χτυπήματα των χεριών της, συνεχίζει με ένα ασύλληπτο αλισβερίσι με (γύψινα) τούβλα κάποια εκ των οποίων εκσφενδονίζονται από ορισμένους χορευτές, περνάει σε ένα κομμάτι με ευφάνταστη χρήση πολλών πετσετών, αλλάζει σε ένα απαράμιλλης βίας ντουέτο επί τρία, που εξελίσσεται σε ένα κομμάτι-παραλλαγή οικογενειακής φωτογραφίας και τελειώνει με μια χορογραφία (;) οργής, επιθετικότητας, αλλά και συγχρονισμού των χορευτών. ΑΠΛΑ ΣΥ-ΓΚΛΟ-ΝΙ-ΣΤΙ-ΚΗ!
Τη Δευτέρα το βράδυ ο Φαμπιάν Μπάρμπα –με την καταπληκτική πλαστικότητά του– κατάφερε να μας ταξιδέψει στις απαρχές του μοντέρνου χορού, με μια δουλειά εμπνευσμένη από το έργο μιας ιέρειάς του από το Μεσοπόλεμο, της Μαίρης Βίγκμαν. Τα μικρής διάρκειας (3 ως 7 λεπτά) σόλα που μας παρουσίασε ο ταλαντούχος νεαρός χορευτής από το Εκουαδόρ, βασισμένα σε υλικό αρχείου, αλλά, κατά βάση, επαναδημιουργημένα, προσέφεραν μια «ψευδαίσθηση αυθεντικότητας». Με την ιδιαίτερη κίνηση και τα παλιομοδίτικα στοιχεία που ενσωμάτωναν, του έδωσαν τη δυνατότητα να ακολουθήσει «τα σβησμένα ίχνη μιας γλώσσας που δεν μιλιέται πια και, εντοπίζοντάς τα, να βρει τη δική του. Να βρει το νήμα που συνδέει […] τις δυο διαφορετικές παραδόσεις χορού, στις οποίες συνειδητοποιεί ότι ανήκει». Και, στην πορεία, να μας μαγέψει απ’ την αρχή, με αυτό το θεϊκό δημιούργημα που λέγεται χορός και να μας βάλει, τελικά, στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι ένα φεστιβάλ σαν κι αυτό της Καλαμάτας ίσως θα όφειλε να φιλοξενεί κάθε χρόνο μια τέτοια σπουδή στις απαρχές του μοντέρνου χορού.
Εμείς να ευχηθούμε μόνο στο φεστιβάλ: «Και του Χρόνου!».
Σημ.: Όλα τα κείμενα με εισαγωγικά είναι παρμένα από το πρόγραμμα του Φεστιβάλ.
Ιούλιος 2013