Ένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν πρέπει ν’ ανέχεται να χρησιμοποιεί ιδέες ή πρόσωπα για την κάθε τύπου ανάδειξή του ή να δέχεται να χρησιμοποιείται από οποιονδήποτε για την προβολή και επικράτησή του.
• η θεοποιημένη «ανταγωνιστικότητα» ως μονόδρομος δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και «βιώσιμης» ή «αειφόρου» (όπως α-νοήτως την ορίζουν) «ανάπτυξης», σ’ ένα κόσμο στον οποίο, μπαίνοντας στον 21ο αιώνα, το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού καρπούται το 86% του παγκόσμιου πλούτου και η κατάσταση γίνεται χειρότερη κάθε μέρα που περνά (Ρόκος, 2005), ενώ η επίτευξη βιωσιμότητας μιας επιχείρησης και οι σχετικές δράσεις (συγχωνεύσεις, εξαγορές, χαριστικές αποκρατικοποιήσεις κ.λπ.) αφήνουν πίσω τους, μεταξύ άλλων, θύματα χιλιάδες οικογένειες ανέργων.
• η «καινοτομία», ως σωτήριο επίτευγμα αλλά και αυτοσκοπός μιας υποτακτικής στα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών παιδείας, έρευνας και τεχνολογίας, που εκπίπτουν, από τα δημόσια αγαθά της μόρφωσης και του πολιτισμού, στην αγοραία “αποτελεσματική” τεχνική επαγγελματική κατάρτιση στελεχών υψηλής παραγωγικότητας για την κερδοφορία των επιχειρήσεων,
• η «επιχειρηματικότητα», ως ιδεολόγημα επιβαλλόμενο και εγχαρασσόμενο, από τα ευαίσθητα χρόνια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη συνείδηση των νέων όλου του κόσμου με στόχο μια νέα κοινωνία «πωλητών” και όχι πολιτών,
• η ελευθερία της διακίνησης κεφαλαίων και εργαζομένων και οι ευέλικτες μορφές εργασίας που, μαζί με οδηγίες τύπου Μπολκεστάϊν, προμηνύουν ένα καινούργιο ζοφερό μεσαίωνα στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.
Στο πεδίο της κοινωνίας, τα κοινωνικά δικαιώματα της παιδείας, της υγείας, της κοινωνικής ασφάλειας και ασφάλισης ψαλιδίζονται συστηματικά σ’ όλον τον κόσμο, φαλκιδεύονται από την αγορά ιδιωτικοποιούμενα όλο και περισσότερο και εμπορευματοποιούνται όπου έχουν με αγώνες κατακτηθεί, έως και εξακολουθούν να είναι ανύπαρκτα, παρά την δήθεν ανθρωπιστική βοήθεια και τις φιλανθρωπικές κοινωνικές πολιτικές του «αναπτυγμένου» κόσμου, τόσο στις «αναπτυσσόμενες» χώρες που γίνονται όλο και πιο φτωχές, όσο και στα γκέτο των πολιτικών και οικονομικών μεταναστών στις μεγαλουπόλεις της δύσης.
• «ο ρυπαίνων πληρώνει» (που νομιμοποιεί την ρύπανση όσων μπορούν να πληρώσουν, τα συμβολικά πολλές φορές πρόστιμα, που ενίοτε θα τους επιβάλλονται από ανύπαρκτους, υποχρηματοδοτούμενους ή αλλοτριωμένους ελεγκτικούς μηχανισμούς)
• μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης μέσα από την «εμπορία των αέριων εκπομπών CO2» από τις καθημαγμένες αναπτυσσόμενες χώρες, για να «περιγραφεί» η ατελέσφορη, ευχολογική και καθόλου δεσμευτική συμφωνία του K, η οποία όμως, έτσι κι αλλιώς, αμφισβητείται δραστικά από τις ΗΠΑ, την Ν.Κορέα αλλά και τις μεγάλες καταναλώτριες πετρελαίου, Κίνα (με ρυθμούς «ανάπτυξης» 9,6) και Ινδία κ.λπ., με προώθηση συμφερουσών «διμερών» λεόντειων συμφωνιών, κ.λπ.
Σ’ αυτή την συγκεκριμένη πραγματικότητα σήμερα, οι πανεπιστημιακοί διανοούμενοι, περισσότερο ή λιγότερο ικανοί και άξιοι επιστήμονες, δάσκαλοι και ερευνητές, θα μπορούσαν να καταταγούν στις παρακάτω κατηγορίες:
Η αδιαφορία τους για την ανάγκη μια ολιστικής κριτικής διεπιστημονικής προσέγγισης έρευνας, μελέτης και αντιμετώπισης των αντικειμενικά πολύπλοκων, ιδιαίτερα σήμερα, κοινωνικών, αναπτυξιακών και περιβαλλοντικών προβλημάτων και από τη σκοπιά των ιδιαίτερων ερευνητικών τους ενδιαφερόντων, πολλές φορές τους εγκλωβίζει στον θεμιτό ως ένα βαθμό ανταγωνισμό του αριθμού των δημοσιεύσεων, των βραβείων και του βαθμού και των ρυθμών αναγνώρισης του έργου τους από τους ομότεχνους και την πολιτεία, περιορίζοντας τις πραγματικές δυνατότητές τους για ουσιαστικότερη κοινωνική συμβολή.
Είναι αυτονόητο, ότι η όποια άποψή τους για τα κοινά, μοιραία διυλίζεται πάντα από την σκοπιμότητα ή μη έκφρασής της.
Οι πανεπιστημιακοί αυτοί πρέπει να τα έχουν καλά με όλους, να είναι «και με τον “αστυφύλαξ” και με τον “χωροφύλαξ”» και να μπορούν να κάνουν ομελέτα χωρίς να σπάσουν ούτε ένα αυγό, υποθηκεύοντας την όποια αξιοπιστία τους στις ανάγκες της στιγμής, της συγκυρίας και των μακροπρόθεσμων σχεδίων τους.
Έτσι, οι απόψεις τους για τα κοινά, οι σκέψεις και οι «στοχασμοί» τους, δημοσιοποιούνται όταν το απαιτούν οι «περιστάσεις», αποτελώντας κι αυτές «μέσα» τα οποία καθαγιάζουν τους στόχους τους.
Τέτοιες γνωματεύσεις και πραγματογνωμοσύνες έχουν νομιμοποιήσει εγκληματικές καταστροφές του φυσικού περιβάλλοντος και καταπατήσεις δημοσίων γαιών από κερδοσκόπους, έχουν αθωώσει μεγαλοβιομηχάνους και πλοιοκτήτες σε περιπτώσεις βαρύτατης ευθύνης τους σε εργατικά ατυχήματα, αλλά και έχουν κοστίσει σημαντικά ποσά στα δημόσια πανεπιστήμια που κάποτε ήθελαν να στηρίξουν σ’ ένα δικαστήριο το δίκηο τους με μια γνωμάτευση «ειδικού συναδέλφου».
Αναφορές
Ρόκος, Δ., «Πολιτικές Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος. Από τη Θεωρία στην Πράξη», Πρακτικά Συνεδρίου HELECO 2005, Τ.Ε.Ε., Αθήνα, 2005. (και στο: Ρόκος Δ. (εισ.-επιμ.) «Περιβάλλον και Ανάπτυξη. Διαλεκτικές Σχέσεις και Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2005, σελ. 255).
Ρόκος, Δ., «Η Φύση, η Αποστολή και ο Δημόσιος Χαρακτήρας του Πανεπιστημίου Σήμερα», 1997. (Στο: Ρόκος, Δ. (επιμ.), «Από τη “βιώσιμη” ή “αειφόρο» στην Αξιοβίωτη Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη», Α.Α.Λιβάνης, Αθήνα, 2003, σελ. 551).
Ρόκος, Δ., «Το τέλος του Πανεπιστημίου (;) ή το Πανεπιστήμιο στην εποχή της “Λευκής Βίβλου”», 1997. (Στο: Ρόκος, Δ. Νόμος Πλαίσιο 1268/82 για την Ανώτατη Παιδεία. Πριν, Κατά και Μετά Είκοσι Έτη, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2003, σελ. 324).
Ρόκος, Δ., «Η ρήτρα της “μάλλον ευνοούμενης” θέσης και η επαμφοτερίζουσα στάση των διανοουμένων και καλλιτεχνών. Μια συμβολή στον επαναπροσδιορισμό των όρων, των εννοιών και των ευθυνών». (Στο: ΠΑ.ΠΟ.Κ. «Θέση και Στάση των διανοουμένων-καλλιτεχνών σήμερα», Πρακτικά Δημόσιας Συζήτησης, Αθήνα, 1993).
είναι Καθηγητής στο Ε.Μ.Πολυτεχνείο