Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ και ο ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΑΚΡΑΙΑ ΔΕΞΙΕΣ (Ή ΑΚΡΟΔΕΞΙΕΣ) ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
Φυσιοκρατία
Με την έννοια Φυσιοκρατία εννοούμε τη διαμόρφωση των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων σύμφωνα με το μοντέλο που διέπει τις σχέσεις των ειδών του ζωικού βασιλείου στην άγρια Φύση.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ο Ισχυρός μπορεί να μεταχειρίζεται τον Αδύναμο με όποιον τρόπο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, αφού στη Φύση δεν παρατηρούνται οι έννοιες του Δικαίου και της Ηθικής, ούτε λειτουργούν Θεσμοί, όπως συμβαίνει στις ανθρώπινες κοινωνίες. Όταν ένα ζώο τρέφεται με ένα άλλο, δεν κάνει κάτι άδικο, παράνομο ή ανήθικο, όσο σκληρή και αν φαίνεται αυτή η πράξη. Κάνει απλώς ό,τι χρειάζεται για να επιζήσει, και φυσικά συνεχίζει να το κάνει όσο το επιτρέπει το ισοζύγιο δυνάμεων μεταξύ θύτη και θύματος.
Αυτή είναι μια αναμφισβήτητη φυσική πραγματικότητα. Όμως, όταν αυτή η πραγματικότητα υιοθετείται αυτούσια, όταν μετατρέπεται σε ανθρώπινη αξία και ιδεολογία και εισάγεται στην ανθρώπινη κοινωνία ως μοντέλο συνύπαρξης και συμπεριφοράς, τότε κλονίζεται ο κοινωνικός ιστός, και η κοινωνία μπορεί ακόμη να πάψει και να υπάρχει.
Οι ανθρώπινες κοινωνίες ανέκαθεν είχαν την τάση να περιορίζουν αυτό το φαινόμενο, το οποίο είναι σύμφυτο με την πρωτόγονη φύση του Homo Sapiens. Αυτή η τάση, μεταξύ άλλων, προφανώς οδήγησε τις ανθρώπινες κοινωνίες στο να δημιουργήσουν τις έννοιες του Δικαίου και της Ηθικής.
Η μορφή και η πολυπλοκότητα αυτών των δύο εννοιών μπορεί να διαφέρει ανά περίπτωση, χρόνο και τόπο, όμως ανέκαθεν ρύθμιζαν τη σχέση των μελών μιας κοινότητας, εξασφαλίζοντας τη συνοχή της. Η έννοια του Δικαίου παράγει γραπτούς ή άγραφους νόμους, ενώ η Ηθική κανόνες συμβίωσης και συμπεριφοράς, εργαλεία απαραίτητα για να εξασφαλιστεί ένα περιβάλλον _έστω και κατ’ ελάχιστο_ κατάλληλο για την επιβίωση μιας κοινωνίας.
Αν και ο ικανότερος πάντα θα υπερισχύει, και οι Νόμοι, οι Θεσμοί και η Ηθική θα τείνουν να τον επιβραβεύουν, σε μια κοινωνία που προστατεύει τον εαυτό της η επιβράβευση του Ισχυρού γίνεται με όσο το δυνατόν λιγότερες φυσικές και κοινωνικές συνέπειες για τον Αδύναμο. Αυτό το σκεπτικό εκφράζεται κοινωνικά με την έννοια της Αξιοκρατίας, ενώ σε πολιτικό επίπεδο αποτελεί την ουσία της ίδιας της Δημοκρατίας, αφού, θεωρητικά τουλάχιστον, όλα τα μέλη μιας συλλογικότητας, Ισχυροί και Αδύναμοι, έχουν τα ίδια βασικά πολιτικά και νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις.
Σχετική έννοια είναι και η έννοια του Αθλητισμού, η οποία δεν σημαίνει παρά τη μετατροπή της Φυσιοκρατίας σε Πολιτισμό. Δηλαδή, την αναγωγή του πρωτόγονου μέχρι θανάτου ανταγωνισμού σε μια συμβολική μάχη με τελετουργικό χαρακτήρα, τον αθλητικό αγώνα, όπου ο Ισχυρός επιβραβεύεται συμβολικά, χωρίς αυτό να σημαίνει τη φυσική ή κοινωνική εξόντωση του Αδύναμου.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω δεν ίσχυαν πάντα, ούτε σε όλες τις εποχές, ούτε και στο σύνολο της ανθρωπότητας. Από την πρωτόγονη εποχή έως και σήμερα, σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξαν νόμοι, έθιμα και θεσμοί που απέβλεπαν στην επιβράβευση και την προστασία του Ισχυρού ή στην εξόντωση του Αδύνατου, όπως και κοινωνίες που κατά καιρούς θεσμοθέτησαν τον χωρίς όρια ανταγωνισμό μεταξύ των μελών τους.
Αριστερά και φυσιοκρατία
Η έννοια «Αριστερά», η οποία παρουσιάστηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, από μια άποψη γίνεται αντιληπτή ως μια οργανωμένη προσπάθεια για περαιτέρω περιορισμό της Φυσιοκρατίας, ρυθμίζοντας τη σχέση Ισχυρού – Αδύναμου με τρόπο ώστε ο Αδύναμος να προστατεύεται σε κάποιο βαθμό από την εκμετάλλευση του Ισχυρού, βασικά σε οικονομικό και κατά συνέπεια σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Αυτή η τάση, που κατά τη γνώμη μου είναι και ο βαθύτερος πυρήνας της αριστερής θεωρίας και του αριστερού ιδεολογικού συστήματος, εξηγεί τους αγώνες της Αριστεράς για την άμβλυνση ή την κατάργηση των ταξικών αντιθέσεων, τη θεσμοποίηση ανθρώπινων και εργασιακών δικαιωμάτων και γενικότερα την προστασία των ασθενέστερων. Εξέφραζε σε οικονομικό _άρα και πολιτικό_ επίπεδο την αιώνια και πανανθρώπινη επιθυμία για έλεγχο της Φυσιοκρατίας στις ανθρώπινες σχέσεις.
Ακροδεξιές ιδεολογίες και Φυσιοκρατία
Στον αντίποδα αυτού του σκεπτικού, δηλαδή της προσπάθειας περιορισμού του πρωτόγονου ανταγωνισμού στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινωνιών, βρίσκονται τα ακροδεξιά ιδεολογικά συστήματα, τα οποία ιδεολογικοποιούν την έννοια της Φυσιοκρατίας και του Ανταγωνισμού. Τα πιο απλοϊκά παρατηρούνται κυρίως στο πεδίο της πολιτικής και επικαλούνται ή θεσμοθετούν μια αξεπέραστη κοινωνική ιεραρχία ανάμεσα στις διαφορετικότητες (μαύροι – άσπροι, δυνατοί – αδύναμοι, ντόπιοι – ξένοι, φτωχοί – πλούσιοι κ.λπ.). Όμως τη Διαφορετικότητα δεν την αντιλαμβάνονται εξελικτικά αλλά μεταφυσικά. Δηλαδή, ο λευκός ή ο Άρειος, σύμφωνα με τους ναζιστές, είναι ανώτερη ράτσα, όμως ουδείς μπορεί να γίνει λευκός ή Άρειος ή, σε άλλες περιπτώσεις, ευγενής ή βασιλιάς. Μπορεί μόνο να γεννηθεί με αυτά τα χαρακτηριστικά, τα οποία αυτομάτως και χωρίς καμία εξελικτική διαδικασία του προσδίδουν σε συλλογικό επίπεδο και την ανωτερότητα.
Το ίδιο ισχύει και για ορισμένες έννοιες που συγκινούν ιδιαίτερα την Ακροδεξιά, όπως για παράδειγμα η έννοια του Έθνους, που για τους περισσότερους ακροδεξιούς είναι κάτι ιερό, αυταπόδεικτο και υπερφυσικό, και όχι μία μορφή συλλογικότητας που προήλθε από συγκεκριμένους λόγους, αναγκαιότητες, και υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, και η οποία φυσικά δεν προσδίδει αυτομάτως στα μέλη της ατομική ανωτερότητα ή κατωτερότητα.
Όμως αν ο κεντρικός πυρήνας των ακροδεξιών ιδεολογικών συστημάτων είναι η μεταφυσική βάση τους, ο δεύτερος κοινός παρονομαστής τους είναι η πίστη στη Φυσιοκρατία. Όλες οι ακροδεξιές ιδεολογίες κηρύσσουν ότι οι εκλεκτοί, οι ικανοί, ή τέλος πάντων οι «καλύτεροι» _με όποιο περιεχόμενο δίνεται στην έννοια ανά περίπτωση_ έχουν μεγαλύτερο δικαίωμα στη ζωή από τους χειρότερους, τους ανίκανους και τους αδύναμους, είτε πρόκειται για άτομα, είτε για κοινωνικές ομάδες ή λαούς, έθνη και ράτσες. Αυτή η αρχή διέπει όλες ανεξαιρέτως τις ακροδεξιές τάσεις, χωρίς να εξαιρείται η σύγχρονη λεπενικού τύπου Ακροδεξιά, παρά τα λαϊκίστικα συνθήματά της.
Οι ιδεολογίες αυτές στο σύνολό τους διέπονται από τη φυσιοκρατική αντίληψη ότι το αδύναμο είναι περιττό και το περιττό πρέπει να αποβάλλεται ή να πεθαίνει, όπως ακριβώς συμβαίνει στη Φύση, «η οποία έτσι επιβιώνει και διατηρείται ζωντανή». Τα υπόλοιπα, όπως λένε, επιβαρύνουν την κοινωνία, την οδηγούν σε εκφυλισμό και τελικά στον θάνατο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι παντός είδους θεωρίες επιβίωσης πάντα έβρισκαν μεγαλύτερο κοινό στις τάξεις της Ακροδεξιάς.
Νεοφιλελευθερισμός και Φυσιοκρατία
Στο πεδίο της φιλοσοφίας της Οικονομίας, αυτό το αμιγώς ακροδεξιό σκεπτικό χαρακτηρίζει και το ιδεολογικό σύστημα του Νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος ανάγει σε κυρίαρχη αξία την Οικονομία και κατά συνέπεια την οικονομική και κοινωνική επιβίωση των «ικανών», ενώ οι «μη ικανοί» σχεδόν αφήνονται στην τύχη τους, αντιμετωπιζόμενοι ως απόβλητα που επιβαρύνουν το οικονομικό σύστημα. Ο πυρήνας αυτού του ιδεολογικού οικοδομήματος έλκει την καταγωγή του από τον 18ο αιώνα, όμως ανακατασκευάστηκε και εμπλουτίστηκε προσφάτως, για να νομιμοποιήσει ηθικά και ιδεολογικά την κυριαρχία των άναρχων «νόμων της Αγοράς», και χρησιμοποιείται σήμερα σε μια προσπάθεια νομιμοποίησης του δίκαιου του Ισχυρού έναντι του Αδυνάμου.
Ο Νεοφιλελευθερισμός μπορεί να μη διαθέτει τα συνήθη εξωτερικά γνωρίσματα των ακροδεξιών συστημάτων (σύμβολα, εθνικισμό, ρατσισμό κ.λπ.), τα οποία εκφράζονται σε πολιτικό κυρίως επίπεδο, όμως, ακριβώς επειδή διέπεται από φυσιοκρατικές αντιλήψεις, είναι η πλέον διαδεδομένη και επικίνδυνη έκφραση της Ακροδεξιάς στην αυγή του 21ου αιώνα. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ρ. Ρήγκαν, ο κατ’ εξοχήν εκφραστής αυτής της ιδεολογίας, αναφερόμενος κατά τη δεκαετία του ’80 στις επερχόμενες παγκόσμιες αλλαγές, χρησιμοποίησε την ονομασία «Νέα Τάξη», μια ονομασία πανομοιότυπη με την απεχθή «Νέα Τάξη Πραγμάτων» του Αδόλφου Χίτλερ. Τότε η ονομασία αυτή είχε δημιουργήσει σάλο διεθνώς, γιατί προοιωνιζόταν τα όσα συμβαίνουν γύρω μας σήμερα.
Το επιχείρημα που προβάλλουν οι ίδιοι οι Νεοφιλελεύθεροι, ότι «ο όρος Ακροδεξιά είναι πολιτικός και όχι οικονομικός», είναι έωλο, γιατί αναφέρονται στα σύμβολα και σε ορισμένα εξόφθαλμα ιδεολογικά και αισθητικά χαρακτηριστικά και όχι στην ουσία του Νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος είναι βαθύτατα ακροδεξιά ιδεολογία ακριβώς λόγω της μεταφυσικής βάσης του και της εμμονής του στην ιδέα του άκρατου Ανταγωνισμού, δηλαδή στη Φυσιοκρατία. Έτσι όμως εξηγείται και ένα νέο φαινόμενο: η ανάδυση των νεοαυταρχικών καθεστώτων δυτικού τύπου, ή αλλιώς των «κατευναστικών ολιγαρχιών», όπως ονομάζονται, που παρατηρείται ακριβώς εκεί που εφαρμόζονται οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και ανθεί η ιδεολογία του Νεοφιλελευθερισμού. Όλα δείχνουν ότι ακριβώς αυτόν τον νεοαπολυταρχισμό, που φαίνεται να έχει ήδη εκκολαφθεί στις τάξεις της υψηλόβαθμης ελίτ των Βρυξελλών, αποδοκίμασαν μεταξύ άλλων οι πολίτες της Γαλλίας κατά το τελευταίο δημοψήφισμα για την έγκριση του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εκσυγχρονισμός και νεοφιλελευθερισμός: οι δύο όψεις του νομίσματος
Στην Ελλάδα, μια χώρα όπου ακόμη και όταν οι πολίτες ψηφίζουν Δεξιά, είτε το δηλώνουν είτε όχι, διαθέτουν αριστερογενείς καταβολές (πράγμα που φαίνεται να γνωρίζει άριστα η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ), ο Νεοφιλελευθερισμός συνάντησε εξ αρχής σοβαρά εμπόδια. Τόσο η σύγκρουσή του με την ελληνική παράδοση και ιστορική μνήμη, όσο και η υπερατλαντική προέλευσή του τον κατέστησαν αυτομάτως ανυπόληπτο και επίφοβο.
Έτσι, στην Ελλάδα ο Νεοφιλελευθερισμός εμφανίστηκε ως Εκσυγχρονισμός και, αντί να προτάξει τα οικονομικά επιχειρήματά του, καλλιέργησε όσα στοιχεία είχε κοινά με τα αριστερογενή ιδεολογικά εποικοδομήματα, τα οποία και προέβαλε κατά κόρον μέσω επικοινωνιακών μηχανισμών. Έτσι, ο «αντιεθνικισμός, ο αντιρατσισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματα» απετέλεσαν τη «γέφυρα» για την κατάκτηση της εμπιστοσύνης τμήματος του ελληνικού λαού από τους Εκσυγχρονιστές και την απόσπαση της συναίνεσής του για την εισαγωγή νεωτερισμών νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα.
Ο αντιρατσισμός απογυμνώθηκε από το ευγενές περιεχόμενό του και, αναγόμενος σε κρατική ιδεολογία, χρησίμευσε στην καλλιέργεια ενός κλίματος που ευνόησε τη διακίνηση του μεταναστευτικού ρεύματος, το οποίο, σύμφωνα με τους Νεοφιλελεύθερους θεωρητικούς, είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί ο έλεγχος των οικονομικών δεικτών, η άλωση της αγοράς εργασίας και των κοινωνικών κινημάτων και μελλοντικά η χαλάρωση των εθνικών συνόρων.
Ο δε αντιεθνικισμός, αφού επίσης ανήχθη σε κρατική ιδεολογία, μεταλλάχθηκε σε εργαλείο πειθάρχησης της κοινής γνώμης στις νεοφιλελεύθερες δοξασίες για παγκόσμια αναδιάταξη των οικονομικών ζωνών επιρροής, οι οποίες, σύμφωνα με τους γκουρού του νεοφιλελευθερισμού, δεν θα βασίζονται αποκλειστικά σε έθνη-κράτη, αλλά και σε άλλους γεωγραφικούς και οικονομικούς σχηματισμούς που σταδιακά θα αντικαταστήσουν τα εθνικά κράτη.
Ανάλογη μετάλλαξη έχουν και τα «ανθρώπινα δικαιώματα», που έχουν μεταβληθεί σε μοχλό άσκησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, τουλάχιστον στην Ελλάδα, εκεί που οι ωμές νεοφιλελεύθερες απόψεις τύπου Ανδριανόπουλου απέτυχαν παταγωδώς να συγκινήσουν έστω και μικρά τμήματα του ελληνικού λαού, το μίγμα «αντιεθνικισμού – αντιρατσισμού – ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σε συνδυασμό με ορισμένα οικονομικίστικα επιχειρήματα και με την αισθητική του εκσυγχρονισμού, δημιούργησαν τον επικοινωνιακό πολιορκητικό κριό, που επέτρεψε, από το 1996 και ύστερα, την εισαγωγή νεοφιλελεύθερων συνταγών στη χώρα μας.
Σε ό,τι αφορά στην αισθητική του εκσυγχρονισμού, πιστεύω ότι ο ρόλος της δεν έχει επαρκώς αναφερθεί. Αυτή απευθύνθηκε στο δυτικόστροφο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή το πλέον εύπορο και μορφωμένο. Επιτέλους, η Ελλάδα έπρεπε να πάψει να φαίνεται σαν μια χώρα τριτοκοσμική… Έπρεπε να μοιάσει περισσότερο με τις δυτικές χώρες, γιατί «ανήκουμε στη Δύση».
Ο Εκσυγχρονισμός και ο Νεοφιλελευθερισμός είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, και έτσι εξηγείται το γιατί, μετά την επικράτηση των εκσυγχρονιστών, από το 1996 και μετά, η χώρα πήρε ολοταχώς την άγουσα προς τον Νεοφιλελευθερισμό:
• τα εργασιακά δικαιώματα συρρικνώθηκαν,
• η ανεργία θέτει σταδιακά τις βάσεις για μια βαθύτατα ταξική (έως ολιγαρχική) κοινωνία, διαιρεμένη σε προνομιούχους από τη μία και απόκληρους από την άλλη, ενώ τα μεσαία στρώματα θα αποτελούνται από «εργασιακούς νομάδες», που θα αλλάζουν είδος και τόπο εργασίας ανάλογα με τις επιταγές του συστήματος,
• η πολιτική υποβαθμίζεται ολοένα και περισσότερο προς όφελος των οικονομικών κέντρων ή και παράκεντρων εξουσίας, συρρικνώνοντας τους θεσμούς, το κράτος κ.ά. Αρκεί να σημειώσουμε την αυξανόμενη σημασία που αποδίδεται π.χ. στον εκάστοτε πρόεδρο του ΣΕΒ, και στη συνεχώς συρρικνούμενη σημασία π.χ. των απλών βουλευτών.
Σε ό,τι αφορά στις διεθνείς σχέσεις (και ενώ ο ελληνικός λαός παρακολουθεί μαγνητισμένος τουρκικές σαπουνόπερες με ελληνοτουρκικούς γάμους και βαφτίσια), η συρροή πρωτοφανούς για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αριθμού μεταναστών, και μάλιστα από όμορες χώρες (Αλβανία, σε λίγο Τουρκία), θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία μειονοτήτων, που σταδιακά θα οδηγήσουν σε χαλάρωση της σημασίας των εθνικών συνόρων, η διαμάχη για το Αιγαίο και την Κύπρο κρίνεται «αναχρονιστική και αντιπαραγωγική», και επικρατεί το παράδοξο αξίωμα ότι η Τουρκία πρέπει πάση θυσία να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όσοι υιοθετούν τη μία όψη του νομίσματος (αντιεθνικισμός – αντιρατσισμός – ανθρώπινα δικαιώματα – εκσυγχρονισμός) πρέπει να γνωρίζουν ότι, στη μορφή που αυτές οι έννοιες προβάλλονται και παρουσιάζονται σήμερα, συνεπάγονται αναπόφευκτα και την άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή τα όσα κομίζει ο Νεοφιλελευθερισμός.
Όλα αυτά, που θα ήταν αδύνατο να συμβούν μερικά χρόνια νωρίτερα, συμβαίνουν τώρα _λόγω των συναινέσεων που εξασφαλίστηκαν από την κατευναστική εκσυγχρονιστική πολιτική και τον προσεταιρισμό τμήματος της Αριστεράς_ και εξελίσσονται με φόντο μια θλιβερή οικονομική ζωή, όπου εξίσου παράδοξα έχει κυριαρχήσει το αξίωμα ότι αρκεί η Οικονομία να είναι μεταπρατική, διαμετακομιστική, ή να βασίζεται στην παροχή υπηρεσιών και στον τουρισμό…
Αυτός είναι ο μίζερος δρόμος προς τον ελληνικό Νεοφιλελευθερισμό.
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε την ανατριχιαστική ιστορική σύγκριση μεταξύ της προσχώρησης μεγάλου τμήματος της Αριστεράς στο νεοφιλελεύθερο (εκσυγχρονιστικό στην Ελλάδα) εγχείρημα, το οποίο μαθηματικά οδηγεί στον μετασχηματισμό της Δημοκρατίας σε ένα είδος νεοαπολυταρχικής κατευναστικής ολιγαρχίας δυτικού τύπου, με την προσχώρηση μεγάλων τμημάτων της Αριστεράς κατά τον μεσοπόλεμο στη Γερμανία σε μια άλλη απολυταρχική ιδεολογία, που έγινε η αφορμή για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο…
Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να αναφέρουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να χαρακτηριστεί ως το «Βατερλώ» των οικονομικίστικων ιδεολογημάτων, αφού δεν φαίνεται να έχει καθολική ισχύ ούτε καν η βασική έννοια του Νεοφιλελευθερισμού: ο Ανταγωνισμός. Όπως αποδεικνύουν χιλιάδες καθημερινά παραδείγματα, στην οικονομική ζωή κυριαρχούν οι συντεχνίες και όχι ο ανταγωνισμός. Με εξαίρεση ορισμένα ακριβά είδη (όπως π.χ. τα αυτοκίνητα), και αρχίζοντας από τις τιμές στα σούπερ-μάρκετ και φτάνοντας στα πολυεθνικά πολυκαταστήματα, στους ηλεκτρολόγους και τους υδραυλικούς, βλέπουμε τα τραστ και τις συντεχνίες να καταρρακώνουν κάθε έννοια ανταγωνισμού, καθιστώντας την Ελλάδα μία από τις ακριβότερες χώρες στην Ευρώπη, ενώ οι αμοιβές των Ελλήνων είναι οι χαμηλότερες. Η αποδυνάμωση της πολιτικής βούλησης, μέσω νομοθετημάτων αλλά και προσωπικών ή κομματικών εξαρτήσεων δείχνει το τραγικό αδιέξοδο αυτής της πολιτικής, αφού καμία κυβέρνηση, και παρά το πολιτικό κόστος, δεν διαθέτει τα μέσα για να αντιμετωπίσει αυτό το πραξικόπημα των σούπερ-μάρκετ.