Του Σωτήρη Δημόπουλου από το προσωπικό του ιστολόγιο
Η «ανατολική στροφή» του Πούτιν, που εκδηλώθηκε έπειτα από την ανοιχτή πλέον αντιπαράθεσή του με τις ΗΠΑ και με αφορμή τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία, έχει ως βασικό πυρήνα και προϋπόθεση της επιτυχίας της την επίτευξη του άξονα Ρωσσίας-Κίνας. Από την επιτυχία αυτού του στρατηγικού στόχου της Μόσχας θα εξαρτηθεί, εν πολλοίς, η δυνατότητά της να παραμείνει παγκόσμιος ανταγωνιστικός πόλος, ποιοι θα είναι οι νέοι διεθνείς συσχετισμοί δυνάμεων αλλά και η τύχη της ίδιας της παγκοσμιοποίησης με τη μορφή που αναπτύχθηκε ως σήμερα.
Ως εκ τούτου, η σινο-ρωσσική συνεργασία, οι πρόσφατες ενεργειακές και εμπορικές συμφωνίες-μαμούθ, η στήριξη της Κίνας στις κινήσεις της Μόσχας σε Κριμαία και ανατολική Ουκρανία, έχουν μπει στο μικροσκόπιο της διεθνούς κοινότητας. Το βασικό ερώτημα που τίθεται από όλους είναι, εάν τελικά η αναθέρμανση της σχέσης των δύο γιγάντων μπορεί να έχει συνέχεια και ως που.
Στους δυτικούς αναλυτές επικρατεί η άποψη ότι εδώ πρόκειται για μια «λυκοφιλία» -το περιοδικό «Economist» χρησιμοποίησε τον όρο «frenemies», δηλαδή φίλοι-εχθροί- που δεν μπορεί να αντέξει στο χρόνο. Και αυτό διότι τα συμφέροντα τους είναι σε μεγάλο βαθμό αποκλίνοντα. Άλλωστε, το Πεκίνο ακολουθεί ανέκαθεν μια εξωτερική πολιτική που δεν το ταυτίζει με καμία άλλη δύναμη. Στη Δύση θεωρούν ότι, αργά ή γρήγορα, οι δύο χώρες θα έλθουν σε αντιπαράθεση, όπως συνέβη και στο παρελθόν. Μια τέτοια ανάγνωση ασφαλώς δεν είναι άτοπη καθώς έχει ψήγματα αλήθειας. Η πραγματικότητα, όμως, είναι περισσότερο σύνθετη, καθώς οι σχέσεις μεταξύ των δύο λαών δεν είναι πρόσφατες και δεύτερον η συνεργασία τους έχει ως υπόβαθρο πολλά κοινά ζωτικά συμφέροντα τόσο στο οικονομικό πεδίο όσο και σε αυτό της γεωστρατηγικής τους ισχύος.
Ιστορικό των σινο-ρωσσικών σχέσεων
Οι πρώτες επίσημες επαφές μεταξύ Ρώσσων και Κινέζων εκκινούν από τον 17ο αιώνα, καθώς η Ρωσσία επεκτείνεται προς τη Σιβηρία και τη σημερινή άπω ρωσσική Ανατολή. Με τη συνθήκη του Νερτσίνσκ το 1689 οριοθετήθηκαν για πρώτη φορά κοινά σύνορα. Να σημειωθεί ότι την ίδια στιγμή η μόνη ευρωπαϊκή δύναμη που είχε διπλωματικές σχέσεις με τους Κινέζους ήταν το Βατικανό. Οι εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ Ρώσσων και Κινέζων ξεκινούν οργανωμένα με τη συνθήκη της Κιάχτα το 1727 και μια ρωσσική εκκλησιαστική αποστολή εγκαθίσταται στο Πεκίνο. Η επιτυχία αυτή ανήκει στον Μεγάλο Πέτρο, που αν και προσανατολισμένος στον εκδυτικισμό της χώρας του, αντιλαμβάνεται καθαρά τα συμφέροντα που έχει στην ανατολή. Οι σχέσεις τους θα διαταραχθούν όταν, μετά τους πόλεμους του οπίου και κατά την εξέγερση Ταϊπίνγκ, η Αγία Πετρούπολη θα βρει την ευκαιρία το 1860 να προσαρτήσει την περιοχή του Αμούρ. Το 1897, η Ρωσσία, αφού είχε στηρίξει την Κίνα στον πόλεμο με την Ιαπωνία, επέβαλε στην παρηκμασμένη αυλή των Μαντσού να της παραχωρήσει την ναυτική βάση του Πορτ Άρθουρ. Ήταν εύλογο, επομένως, στην αντιαποικιακή «Εξέγερση των Πυγμάχων» (Μπόξερ) το 1900, που σήμανε και την αρχή του τέλους για την αυτοκρατορική Κίνα, να βρεθούν στο στόχαστρο και οι Ρώσσοι. Τη χρονιά αυτή ρωσσικός στρατός κατέλαβε για ένα διάστημα την Μαντσουρία με σκοπό την καταστολή της εξέγερσης και την εξασφάλιση των ρωσσικών συμφερόντων.
Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, θα σημειωθεί ριζική αλλαγή στην αντιμετώπιση της Κίνας εκ μέρους της κομμουνιστικής Ρωσσίας. Με όχημα τη διεθνιστική ιδεολογία του κομμουνισμού, αλλά με σαφείς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς, ο Λένιν έκανε τη δική του «στροφή προς την ανατολή». Έτσι, αντιμετώπιζε τη δυτική πίεση και κρατούσε ενωμένη την αχανή πολυεθνική και πολυθρησκευτική αυτοκρατορία που «κληρονόμησε». Οι μπολσεβίκοι ακύρωσαν όλες τις αποικιοκρατικές συμφωνίες της προηγούμενης περιόδου με την Κίνα, και έγιναν οι σημαντικότεροι υποστηρικτές του εθνικιστικού κινήματος του Σουν Γιατ Σέν και της κυβέρνησης αργότερα του «Κουο Μιν Τάνγκ» (Εθνικό Κόμμα) στη Ναντσίγκ. Στήριξη που συνεχίστηκε ακόμη και όταν ο Τσιάγκ Καϊσέκ καταδίωξε ανηλεώς τους κομμουνιστές.
Μετά την νίκη των Κινέζων κομμουνιστών και την ίδρυση της κομμουνιστικής Κίνας το 1949, υπό την ηγεσία του Μάο Τσε Τουνγκ, οι σχέσεις Μόσχας-Πεκίνου θα καταστούν στενές, δημιουργώντας δέος στη Δύση -ήδη με τον πόλεμο στην Κορέα- από την ανάδυση του γιγαντιαίου κομμουνιστικού άξονα. Οι φόβοι αυτοί τελικά δεν θα επαληθευθούν. Αντιθέτως, το 1960 οι δύο χώρες θα χωρίσουν τους δρόμους τους. Ο Μάο θεωρούσε ότι οι Ρώσσοι δεν τον βοήθησαν αρκετά ώστε να ανακαταλάβει την Ταϊβάν, δεν του έδωσαν πυρηνικά όπλα και επεδίωκαν να επιβληθούν στη χώρα του, η οποία είχε και αρχαιότερο πολιτισμό και πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό.
Η αντιπαράθεση πήρε σύντομα χαρακτήρα ανοιχτής εχθρότητας. Κατά την «Πολιτιστική Επανάσταση» οι αντιφρονούντες που συλλαμβάνονταν κατηγορούνταν ως σοβιετικοί πράκτορες. Η όξυνση μεταξύ των δύο κρατών έφθασε στο αποκορύφωμά της το 1969, με σοβαρή στρατιωτική εμπλοκή στη συνοριακή τους γραμμή. Και οι δύο προσπάθησαν τότε να προσεταιρισθούν για αντίβαρο τις ΗΠΑ. Στο σοβιετικό φόβο έγκειται και η, ανατρεπτική για τα ως τότε δεδομένα, πολιτική του «πιγκ-πογκ» που θα φέρει εγγύτερα Ουάσιγκτον και Πεκίνο.
Μετά το θάνατο του Μάο, και την έλευση του εκσυγχρονιστή Τεν Ξιάο Πιγκ στην ηγεσία του ΚΚΚ, οι σινο-ρωσσικές σχέσεις θα σταθεροποιηθούν σημαντικά. Ιδιαίτερα μετά τον Γκορμπατσώφ, που αρνήθηκε να συμμετάσχει στις κυρώσεις κατά της Κίνας λόγω των γεγονότων της Τιενανμέν, η προσέγγιση θα γίνει μεγαλύτερη. Κάτι που δεν ανεστάλη ούτε κατά την περίοδο του δυτικόστροφου Γιέλτσιν. Όχι τυχαία –τίποτε δεν λέγεται τυχαία από τους Κινέζους αξιωματούχους- ο πρόεδρος Ζεμίν χαρακτήρισε, το 1997, τη Ρωσσία ως τον κύριο στρατηγικό σύμμαχο της Κίνας, σε λόγο του που εκφώνησε στο Χονγκ Κόγκ –ούτε η πρώην βρετανική αποικία επιλέχθηκε τυχαία.
Ρωσσία και Κίνα ήδη από εκείνη την περίοδο, αν και δεν σχηματίζουν διακριτή συμμαχία, συντάσσονται στην αντίδρασή τους σε επιθετικές πρωτοβουλίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής: 1998, στο ΣΑ του ΟΗΕ για τον βομβαρδισμό του Ιράκ, 1999 στην επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, 2003, πάλι για το Ιράκ, και αργότερα στον πόλεμο στη Συρία και στα γεγονότα της Ουκρανίας. Επίσης, από το 2001 συνεργάζονται μέσα από τον Οργανισμό Συνεργασία της Σανγκάης (συστάθηκε το 1996), που στοχεύει στον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας, χωρίς τις δυτικές δυνάμεις.
Οι αιτίες της σινο-ρωσσικής προσέγγισης
Όπως φαίνεται από την έκθεση των στοιχείων που αναφέρθηκαν, η πρόσφατη στροφή της Μόσχας δεν συμβαίνει πρώτη φορά στην ιστορία ούτε άρχισε από τον Πούτιν στην παρούσα φάση. Υφίστανται, επομένως, μια σειρά σοβαροί παράγοντες, που δημιουργούν μια αναπόφευκτη προσέγγιση των δύο χωρών.
Αρχικώς, πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτό που χαρακτηρίζει και τα δύο κράτη είναι ο γεωπολιτικός τους ρεαλισμός αλλά και μια αυτοκρατορική θέαση του κόσμου. Η αίσθηση της συνέχειας διέπει την αντίληψη των κρατικών τους ελίτ και λειτουργούν σε μεγάλο πολιτισμικό βάθος και παγκόσμιο εδαφικό ορίζοντα. Παρά τις όποιες διαφορές τους, που είναι πολλές, αποτελούν κέντρα ευρύτερων Πολιτισμών. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, εύλογο είναι να μην αποδέχονται εύκολα δεύτερο ρόλο σε έναν μονοπολικό κόσμο. Η σύγκλιση λοιπόν που παρατηρείται σε κινήσεις που τείνουν να αμφισβητήσουν ή και να εκθρονίσουν τον παγκόσμιο ηγεμόνα από τη θέση του, δηλαδή τις ΗΠΑ, είναι απόλυτα φυσιολογική.
Πολύ περισσότερο, που από την Ουάσιγκτον ασκείται μόνιμη πίεση για τα φαινόμενα πολιτικού αυταρχισμού και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σημειώνονται στα δύο κράτη. Είναι πράγματι αλήθεια ότι και οι δύο έχουν προσαρμόσει την πολιτική τους λειτουργία στις ανάγκες των διαδικασιών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, χωρίς να αποδεχθούν -σε διαφορετικό βαθμό, καθώς η Κίνα παραμένει μονοκομματική- τους όρους της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Βέβαια, αυτό που μπορεί στον δυτικό πολίτη να φαντάζει οξύμωρο ή και απωθητικό επέτρεψε και στις δύο χώρες να αναδυθούν οικονομικά –η Κίνα το 2016 αναμένεται να ξεπεράσει την οικονομία των ΗΠΑ- χωρίς εκπέσουν στο χάος και στην διάλυση.
Επιπλέον, η απειλή από την αμερικανική πολιτική έχει οξύτερα χαρακτηριστικά. Την Ρωσσία, ως γνωστόν, με έναν νέο «ψυχρό» πόλεμο την εκτοπίζει όχι μόνον από την Ευρώπη, αλλά ακόμη και από την ουκρανική αυλή της και της γονατίζει την οικονομία μέσω των κυρώσεων και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, που σαφώς υποθάλπει. Αλλά εκνευρίζει και το Πεκίνο, με τις στρατιωτικές ασκήσεις που κάνει στον Ειρηνικό, την φιλική στάση προς την Ιαπωνία, την υποστήριξη σε αντικαθεστωτικά κινήματα σαν αυτό της «ομπρέλας» στο Χονγκ Κόνγκ.
Ένας ακόμη καθοριστικός παράγων που επιβάλλει τη συνεργασία των δύο είναι ασφαλώς και ο έλεγχος της Κεντρικής Ασίας. Η περιβόητη «heartland» συνιστά πάντοτε χώρο τεράστιας γεωπολιτικής σημασίας, όπως έδειξε και η ιστορική εμπειρία του «Great Game». Αν και θα ανέμενε κάποιος ότι ακριβώς εκεί θα εκδηλωνόταν η μέγιστη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο, εντούτοις, υπάρχει συνεννόηση με σκοπό να εκτοπίσουν τη δυτική, και πρωτίστως αμερικανική, επιρροή από μια ζώνη που εκτείνεται από την Μογγολία και φθάσει έως τις ακτές της Κασπίας θάλασσας. Παράλληλα, εγγύτερα τους φέρνει ο κοινός αγώνας ενάντια στα ισλαμιστικά κινήματα. Για την Κίνα το κίνημα των τουρκογενών Ουιγούρων, στο πρώην ανατολικό Τουρκεστάν και νυν Ξινγιάνγκ, είναι το πιο επίφοβο λόγω και της τρομοκρατικής του δράσης. Έτσι, Ρωσσία και Κίνα μοιάζουν τους ρόλους: μεγάλη οικονομική διείσδυση του Πεκίνου, στρατιωτική, ενεργειακή, πολιτική πρωτοβουλία της Μόσχας.
Πέρα, όμως από τον κοινό «εχθρό» τα δύο κράτη, με κοινά σύνορα 4.000 χλμ., έχουν κοινά μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ενώ με την Ε.Ε., που παραμένει ως σύνολο ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ρωσσίας (263,3 δις δολ.), σημειώνεται πτωτική τάση -3,2% στον όγκο των εμπορικών συναλλαγών, με την Κίνα είναι ανοδική 3,4%. Σημειώνεται πως για το 2013 ο όγκος αυτός έφθασε τα 89 δις. δολ., ενώ για το πρώτο μισό του 2014 ήταν 59,1 δις. δολ. Αναμενόταν δε να ξεπεράσει στο τέλος του έτους το όριο των 100 δις. με τον πήχη για το 2020 να έχει μπει στα 200 δις.
Το σπουδαιότερο κομμάτι των εμπορικών σχέσεων αφορά οπωσδήποτε την κατασκευή αγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσσία προς την Κίνα, η οποία διψά για ενεργειακούς πόρους. Βάσει δύο συμφωνιών του περασμένου έτους, η Ρωσσία θα τροφοδοτεί την Κίνα για 30 έτη με 38 δις. κ.μ. ετησίως με αγωγό από την ανατολική Σιβηρία που θα στοιχίσει 80 δις δολ., και με άλλα 30 δις κ.μ. από τη δυτική Σιβηρία, που πριν την αντιπαράθεση με την Δύση προγραμματίζονταν να κατευθυνθούν προς την Ευρώπη. Οι συμφωνίες αυτές έγιναν με δυσμενείς για τους Ρώσσους όρους (η πρώτη υπογράφηκε έπειτα από 10 χρόνια συνομιλιών), ακριβώς γιατί έπρεπε να σπάσουν το δυτικό αποκλεισμό κερδίζοντας τη συναίνεση των Κινέζων, οι οποίοι με τη σειρά τους το εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο.
Συνεργασία υπάρχει και στο στρατιωτικό τομέα. Το 2013, οι εξαγωγές της Ρωσσίας στη Κίνα σε οπλικά συστήματα και εν γένει στρατιωτικό υλικό έφθασαν το 1,8 δις δολ, ή το 11,5% του συνόλου των εξαγωγών τέτοιου τύπου. Επίσης, συμφωνήθηκε η πώληση υποβρυχίων, απαραίτητων για τις επιχειρήσεις της Κίνας στον Ειρηνικό και πυραύλων S-400.
Οι επί μέρους συμφωνίες μεταξύ Πούτιν και Σι, και εν γένει Μόσχας-Πεκίνου για το 2014, είναι δεκάδες και σε όλους σχεδόν τους τομείς, γεγονός που αποδεικνύει τη αποφασιστικότητά τους για στενότερη συνεργασία. Ταυτόχρονα, όμως, είναι βέβαιο ότι, κάπου στο βάθος, επιβιώνουν ακόμη σκιές και καχυποψία. Ωστόσο παρά τις προσδοκίες της Δύσης είναι απίθανο με τις συγκεκριμένες πολιτικές ηγεσίες στις δύο πρωτεύουσες να έχουμε επανάληψη αυτού που συνέβη τη δεκαετία του 1960.
Δημοσιεύται στο περιοδικό “Νέα Πολιτική”, τεύχος 13
2 ΣΧΟΛΙΑ
Εξαιρετική ανάλυση!Συμπίπτω απόλυτα στις εκτιμήσεις μου!Ρωσία και Κίνα μπορεί και να …..σφαγούν μεταξύ τους αλλά αυτό δεν θα γίνει πριν αντιμετωπίσουν την δυτική απειλή! Οι …..”επαναστάσεις” στην Μ.Αναστολή έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου στις μεγάλες δυνάμεις της Ευρασίας που από την Συριακή εμπλοκή και μετά έχουν συμπήξει ξεκάθαρα γεωπολιτική συμμαχία!
Όχι μόνο η Ρωσία και η Κίνα, αλλά και πολλές άλλες μεγάλες χώρες του άλλοτε τρίτου κόσμου (π.χ. Βραζιλία, Αργεντινή, Ινδία, Ινδονησία, Ιράν) έχουν καταλάβει πλέον ότι είτε θα αντιμετωπίσουν τη Δύση όλες μαζί, είτε θα τους κρεμάσουν έναν έναν ξεχωριστά. Το σημαντικότερο γεγονός του 20ου αιώνα κατά τον Αρίγκι ήταν “η επανάσταση ενάντια στη Δύση”. Στις αρχές του 21ου αιώνα φαίνεται ότι οδηγούμαστε σε μια τελική αντιπαράθεση, η οποία θα μπορούσε να εκθρονίσει τη Δύση από την πρωτοκαθεδρία της.