του Άγγελου Ελεφάντη
Η γλώσσα μας κινδυνεύει! Δεν είναι μόνον γλωσσαμύντορες και γνωστοί θρηνωδοί που βλέπουν θανάσιμους κινδύνους να απειλούν τη γλώσσα, όπως η “λεξιπενία” των νέων, ο εκλατινισμός της γραφής, η βίαιη εισβολή ξένων λέξεων, ο αφελληνισμός, το ξέκομμα από τις ρίζες και την τρισχιλιετή διαχρονία της ελληνικής γλώσσας. Τώρα προστίθενται και όσοι, όχι χωρίς βάση είναι αλήθεια, βλέπουν ότι οι εθνικές γλώσσες, ιδιαίτερα των μικρών εθνών, όπως το ελληνικό, είναι καταδικασμένες σε αλλοίωση και τελική εξαφάνιση μέσα στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης, στην οποία επελαύνει ο οδοστρωτήρας των αγγλικών και η επικράτηση της οικουμενικής “τεχνοαγγλικής”. Και, επιπλέον, επισημαίνεται ο κίνδυνος ότι ακόμη κι αυτή η ίδια η αγγλοφωνία νοθεύεται από μιαν άλλη υπερκείμενη γλώσσα της εικονογραφημένης πληροφορικής.(…)
Είναι έτσι τα πράγματα; Είναι βάσιμη η πρόβλεψη ότι οι εθνικές γλώσσες, άρα και η ελληνική, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε παρεφθαρμένες διαλέκτους μιας άτυπης τεχνοαγγλικής και σε αποδυναμωμένα παιχνίδια προς τέρψιν φιλολόγων, ποιητών και εκκεντρικών; Έχει νόημα να αντιπαρατεθεί μια άλλη “πρόβλεψη” ότι η ελληνική γλώσσα ποτέ δεν πεθαίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά;
Πριν από μερικά χρόνια, σε ένα συνέδριο, άκουγα κάποια γλωσσοκοινωνιολόγο και πανεπιστημιακό να προφητεύει ότι σε εκατό χρόνια πάνω-κάτω, ίσως σε διακόσια, τα ελληνικά δεν θα υπάρχουν πια. Δεν με ξένισε τόσο η κατηγορηματικότητα της προφητείας. Άλλωστε, όπως η ίδια η γλωσσοκοινωνιολόγος δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την πρόβλεψή της άλλο τόσο κι εγώ δεν θα μπορούσα να τη διαψεύσω. (…) Εκείνο όμως που ξενίζει περισσότερο σ’ αυτές τις “προβλέψεις”, περισσότερο κι από ένα είδος προφητισμού που τις διακρίνει, είναι ο τελεολογικός τους χαρακτήρας, ένα είδος αναπότρεπτης νομοτέλειας. Κάτι σαν μοίρα που βαραίνει πάνω στις γλώσσες και τους πολιτισμούς, μπροστά στην οποία η οποιαδήποτε αντίσταση είναι μάταιη και εν τέλει η εμμονή ορισμένων, έστω κι αν αυτοί οι ορισμένοι είναι ολόκληρα έθνη, δεν είναι παρά νοσταλγία, ρομαντισμός, αναχρονισμός, εκκεντρικότητα ή και, ευθέως, συντηρητισμός. Ή, διαφορετικά, η ίδια η “πρόβλεψη” δεν προβλέπει την αντίσταση, άρα μια διαφορετική προοπτική, αλλά την προσαρμογή στη νέα κατάσταση πραγμάτων, ακόμη κι αν, όπως ο Κ. Τσουκαλάς, δεν επιχαίρει για τις μελλούμενες εξελίξεις.
Αλλά γι’ αυτή τη διάσταση, που κατά τη γνώμη μου είναι το κύριο ζήτημα, παρακάτω. Για την ώρα ας σημειωθεί ότι αυτού του είδους η πρόβλεψη για το μέλλον των εθνικών γλωσσών συνάδει με ανάλογες προβλέψεις για την έκπτωση του έθνους, για την έκπτωση της κεντρικότητας του κράτους-έθνους –η αναφορά μάλιστα στην κεντρικότητα του κράτους-έθνους θεωρείται κρατισμός και εθνικισμός– αφού πολλές από τις παραδοσιακές του λειτουργίες εκχωρούνται ή μεταφέρονται σε υπερεθνικές οντότητες. Συνάμα, υπόρρητη ή και ρητή είναι η παραδοχή ότι η ίδια “πρόβλεψη”, το γονάτισμα κάτω από τις αναπότρεπτες επιταγές της παγκοσμιοποίησης και η προσαρμογή σ’ αυτές, ως προς τις γλώσσες και γενικότερα τις πολιτισμικές ποικιλότητες, προδιαγράφει την πολιτική περιθωριοποίηση των συλλογικοτήτων, των συστατικών των κοινωνιών μας, του πολιτικού πολιτισμού μας, όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, και την επικράτηση του ακραίου ατομικισμού στον οποίο το αυτόκεντρο άτομο δεν αναγνωρίζει παρά τον εαυτό του και δεν αναγνωρίζεται παρά στον εαυτό του. (…)
Το ζήτημα είναι μια έντονη τάση προς τον εκλατινισμό της ελληνικής γραφής με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Διαδικτύου, φαινόμενο που, προ ημερών, επισήμαιναν και κατήγγειλαν 40 Έλληνες ακαδημαϊκοί με κοινή ανακοίνωσή τους, καταγγελία που δεν θα έπρεπε να αποδώσουμε στον γνωστό γλωσσαμυντορισμό ορισμένων εξ αυτών. Διότι το ζήτημα υπάρχει και είναι σοβαρό. Κι όχι μόνο. Η μουσική “για τους νέους”, ροκ, χιπ-χοπ, ηλεκτρονική, ραπ, κ.λπ. μιλά αγγλικά, η νεανική “κουλτούρα” μιλά αγγλικά. Και γράφεται, κυρίως, στα αγγλικά. Τα μουσικά συγκροτήματα είναι βαφτισμένα με αγγλόφωνα ονόματα. Χιλιάδες είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα ελληνικά προϊόντα με ονόματα αγγλικά, παρ’ όλο που κάποιος νόμος του 1984 το απαγορεύει. Ο τουρισμός μιλά αγγλικά. Τα ακαδημαϊκά συγγράμματα πολλές φορές μοιάζουν με φραγκοχιώτικα τα εργαστήρια και οι επιχειρήσεις νέας τεχνολογίας μιλούν αγγλικά. Δεν θα συνεχίσω, ο καθένας μπορεί να εμπλουτίσει τον κατάλογο. (…)
Εύκολα μπορούμε να καταγράψουμε την αδράνεια και την αδιαφορία μιας κοινής γνώμης που συνήθισε να μην έχει πρόβλημα με τα προβλήματά της, ένα εκ των οποίων είναι η ποιότητα του πολιτισμού της. Ο πολιτισμός όμως δεν είναι πράγμα. Είναι αποτέλεσμα σχέσεων. Σχέσεων επικοινωνιακών αλλά και συγκρουσιακών μέσα στις οποίες εκφράζονται αντιτιθέμενες ροπές, αντιτιθέμενες αξίες, διαφορετικοί τρόποι ζωής, κοινωνικές σχέσεις και συμφέροντα που δεν βγαίνουν από το καλούπι μιας άνωθεν διατεταγμένης ομοιομορφίας. Το τελικό αποτέλεσμα έχει αποκρυσταλλώσεις και παγιώσεις, “είναι το κοινά παραδεκτό”, παρόλο που αμετάκλητες και για πάντα αποκρυσταλλώσεις δεν υπάρχουν ποτέ. Το παιχνίδι με τα μεγάλα διακυβεύματα των αντιτιθέμενων τάσεων συνεχίζεται. Κι ακριβώς αυτό το αέναο παιχνίδι δίνει τη δυνατότητα να προβάλλονται αντιστάσεις ακόμη κι απέναντι στις πιο ισχυρές τάσεις. Αν, λοιπόν, υπάρχει αυτή η ισχυρή τάση προς την αγγλοφωνία και πολύ περισσότερο προς την “τεχνοαγγλική” που θα ισοπεδώσει τις εθνικές γλώσσες, και πράγματι υπάρχει, άλλο τόσο υπάρχει η εξίσου ισχυρή τάση των πολιτισμών και των γλωσσών να μην υποταχθούν, να αντισταθούν, να διατηρήσουν τον εαυτό τους, όχι σαν ρομαντική νοσταλγία αλλά σαν αξία ενεργό για το παρόν και το μέλλον τους.
(…) Όσο κι αν επιμένουν οι σειρήνες της μεταμοντέρνας γκλαμουριάς και της προσαρμογής στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, στη “νέα οικονομία”, στην νέα παραγωγικότητα, στις νέες τεχνολογίες, στις νέες αγορές, στα νέα εμπορεύματα, στα νέα επαγγέλματα, στα νέα φερσίματα, στις νέες “γλώσσες”, όσο λοιπόν, κι αν όλα αυτά τα “νέα”, που θαμπώνουν την όρασή μας, υπάρχουν και είναι δραστικά, άλλο τόσο υπάρχουν οι άνθρωποι και ο πολιτισμός τους που δεν βολεύονται με την προσαρμογή. Η γλώσσα είναι ισχυρότατο ανάχωμα στην προσαρμογή. Γι’ αυτό άλλωστε βάλλεται. Κι όχι μόνο η ελληνική.