Μελετώντας τη συμπεριφορά και την πρακτική των ανταρτών πόλης σ’ όλη τη Δύση μένει κανείς έκπληκτος από τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο “προσωπικό” των ανταρτών. Στην πρώτη περίοδο είναι οι Κούρτσιο, οι Μάινχοφ, διανοούμενοι ή εργάτες αγωνιστές που έφτασαν στην τρομοκρατία μέσα από την πολιτική ένταξη στις πολιτικές οργανώσεις της δεκαετίας του ‘60 ή των αρχών του ‘70, αγωνιστές που αναφέρονταν στον λενινισμό, την εργατική τάξη, το λαό, και που όταν πιάνονταν από την αστυνομία έμεναν ανυποχώρητοι στην υπεράσπιση της πρακτικής τους. Η πρακτική και η ζωή τους ήταν εκείνη του τυπικού λενινιστή επαναστάτη, πειθαρχημένη, χωρίς πολλές παρεκκλίσεις. Έκαναν κι αυτοί ληστείες για τη χρηματοδότηση της οργάνωσης αλλά σε περιορισμένη κλίμακα και τις αυστηρά απαραίτητες. Οι στόχοι των ενεργειών τους ήταν αυστηρά επιλεγμένοι με βάση πολιτικά κριτήρια. Συχνά, στην Ιταλία, στα νιάτα τους ήταν αγωνιστές καθολικών οργανώσεων, όπως ο Κούρτσιο, προτού περάσουν στον μαρξισμό-λενινισμό. Η δράση τους είχε πάντα ένα έντονο ηθικό στοιχείο και αυτό διαφαίνεται και από τα κείμενά τους, πράγμα που θα συναντήσουμε και στην Ελλάδα σε όλη την δράση και τις αναφορές της ΛΕΑ τα πρώτα χρόνια, όπως και της “17 Νοέμβρη”. Η φρασεολογία και οι λογικές δεν ήταν τυχαίες, προέρχονταν από παλιούς αριστεριστές που απευθύνονταν σε άλλους αριστεριστές και γενικότερα αριστερούς, ήταν και είναι φορείς των αριστερών αξιών. Ας θυμηθούμε όλες τις προκηρύξεις της “17 Νοέμβρη”, όπως και την κριτική που έκανε στον “ένοπλο αυθορμητισμό”.
Μετά όμως την ανάπτυξη του κινήματος του 1977 στην Ιταλία, την εισβολή στο κίνημα των νέων “κοινωνικών προλετάριων”, των νεαρών από τις γειτονιές που μόλις έχουν αφήσει το σχολειό, ο χαρακτήρας του “τρομοκράτη” αλλάζει.
Τώρα δεν είναι ο παλιός πολιτικός αγωνιστής, δεν είναι αυτός που περνάει στο “αντάρτικο πόλης” μέσα από μια ξεκάθαρη πολιτική επιλογή, με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσε να είχε περάσει σε μια οποιαδήποτε αριστερίστικη οργάνωση. Δεν είναι ο αριστερός αγωνιστής με ανεπτυγμένη την αίσθηση της θυσίας! Πρόκειται για ένα νέο υποκείμενο, τον νέο που από μικρός τα βάζει καθημερινά με τον μπάτσο, τον νέο που η “απαλλοτρίωση” είναι τρόπος ζωής, που δεν κάνει πια κλοπές και ληστείες για τις ανάγκες της οργάνωσης μόνο, αλλά για τις ίδιες τις προσωπικές του ανάγκες. Οι στόχοι του δεν είναι πια πολιτικοί στόχοι, είναι όλο και περισσότερο δικαστές και αστυνομικοί, είναι οι δικοί του εχθροί! Οι ενέργειές τους δεν είναι το ίδιο τέλειες πολιτικά και τεχνικά, όπως της πρώτης γενιάς, αλλά συχνά το δυναμικό της βίας είναι πολλαπλάσιο. Απ’ αυτή τη φουρνιά θα βγουν πάρα πολλοί από τους “μετανιωμένους” στην Ιταλία που θα “μιλήσουν”· πρόκειται για ένα νέο υποκείμενο, πιο κοντά στο λούμπεν και την συμπεριφορά του. Όταν πιάνεται συχνά μιλάει, όταν δει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Μοιάζει πολύ σαν συμπεριφορά με εκείνη πολλών νέων στις δίκες, σε αντίθεση με τους αριστεριστές. Αυτοί οι νέοι στις περισσότερες δίκες είναι “περαστικοί”, δεν ξέρουν τίποτε και άλλα τέτοια. Αντίθετα, οι αριστεριστές υπερασπίζουν την “πολιτική τους άποψη”. Αυτό δεν είναι ένδειξη ότι οι “αριστεριστές” είναι πα-ληκάρια και οι άλλοι φοβιτσιάρηδες. Συχνά είναι το ακριβώς αντίθετο. Πρόκειται για διαφορετική άποψη και κοινωνική κουλτούρα. Ο αριστεριστής βλέπει την πολιτική δίκη σαν μια ευκαιρία να καταγγείλει τους “αστούς” και να διακηρύξει την ορθότητα των απόψεών του. Ο δεκαοχτάχρονος νεαρός όλα αυτά τα θεωρεί “μαζοχισμό”. Μπροστά στην αστυνομία ή το δικαστήριο, θα κοιτάξει να “την κάνει”, να ξεφύγει, για να χτυπήσει “όπου και όταν τον παίρνει”. Δεν έχει τη λογική της προπαγάνδισης απόψεων μέσα από τη δίκη, της συγκρότησης ενός κινήματος με συνέχεια και ευρύτερη απήχηση, αλλά στηρίζεται στον αυθορμητισμό του.
Γι’ αυτό και η συμπεριφορά τους είναι διαφορετική μέχρι τέλους. Ο Κούρτσιο και οι δικοί του, όταν δουν ότι όλα είναι χαμένα, εγκαταλείπουν το ένοπλο και υποβάλλονται σε αυτοκριτική. Οι νεώτεροι, το “νέο υποκείμενο” του ένοπλου, δεν έχουν καν την έννοια της πολιτικής αυτοκριτικής. Δεν υπάρχει η έννοια, “κάναμε λάθη και αποκοπήκαμε από τις μάζες” π.χ., αλλά η έννοια “την πατήσαμε και μας πιάσανε”. Έτσι βλέπει κανείς τη διαφορά που έχει η νέα τρομοκρατία σε σχέση με την παλιά. Η παλιότερη ήταν ένα πολιτικό-κύρια-φαινόμενο. Η νεώτερη είναι πρώτα και κύρια κοινωνικό φαινόμενο, γι’ αυτό και, σε συνθήκες κρίσης και περιθωριοποίησης της νεολαίας, δεν πρόκειται να εξαλειφθεί ολοκληρωτικά από καμία από τις μητροπόλεις της Δύσης, θα υπάρχει σαν ενδημικό φαινόμενο και θα ανανεώνεται αδιάκοπα. Σε περιόδους έντονης πολιτικοποίησης της κοινωνίας, θα τείνει να παίρνει πολιτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, ενώ σε πιο απολιτικές εποχές θα στρέφεται στην ατομική απαλλοτρίωση.
Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα ενδημικό φαινόμενο βίας από το ότι πια δεν υπόκειται σε κάποιες κατηγορίες πολιτικής κριτικής. Η παραδοσιακή πολιτική κριτική δεν πιάνει σ’ αυτό το υποκείμενο! Δεν κατανοεί έννοιες όπως “ξέκομμα από τις μάζες”, “ενέργεια χωρίς προοπτική” και άλλα τέτοια. Αυτό το υποκείμενο κατανοεί μόνο έννοιες του τύπου έκφραση και περιεχόμενο ζωής. [ ]
Πιο συγκεκριμένα, η κριτική μας του “ένοπλου” δεν πρέπει να μείνει μόνο στις παλιές κατηγορίες, στο παλιό πολιτικό υποκείμενο, που μπορεί να πειστεί από αναφορές σε πολιτική αποδοτικότητα κλπ. Σήμερα, σε τελική ανάλυση, η κριτική πρέπει να πάει πιο πέρα και ίσως να βαθύνει ακόμα περισσότερο, δηλαδή να κριτικάρει μια ολόκληρη λογική “της βίας” σαν περιεχόμενο ζωής και κινήματος. Τελικά να αγγίξει τομείς που μέχρι σήμερα η “αριστερή κριτική” δεν έχει καν προσεγγίσει. [ ]
Η θεοποίηση της βίας και το εναλλακτικό κίνημα
[ ] Η λογική του ένοπλου στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στα εξής: δεδομένου ότι η αστική κοινωνία δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με τη βία, την ένοπλη βία, οι επαναστάτες πρέπει να δείχνουν στις μάζες το δρόμο του ένοπλου από τα σήμερα, έτσι ώστε να επιταχύνουν την ώρα της “κρίσης”. Και αυτή η αντίληψη έρχεται να συναντήσει τη γραμμή του ένοπλου αυθορμητισμού των νέων. Μια ορισμένη νεολαία σ’ όλο το Δυτικό κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα, ζει –όπως δείξαμε– σε συνθήκες περιθωριοποίησης και απόρριψης, ζει πεταγμένη από την επίσημη κοινωνία. Η σχέση της με το κράτος είναι κύρια σχέση με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και τους μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας. Ταλαντεύεται αδιάκοπα ανάμεσα σε μια διπλή λογική, ή συχνά εκφράζει και αυτές τις δύο λογικές ταυτόχρονα. Έχει με την κοινωνία μια σχέση καθαρά καταναλωτική –αναζήτησης ειδών κατανάλωσης– και ταυτόχρονα βίαιης αντιπαράθεσης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Φτιάχνεται ένα υποκείμενο “κολοβό”, ένα υποκείμενο ελάχιστα ή καθόλου δημιουργικό, ένα υποκείμενο που στις συνθήκες της σημερινής κρίσης δε μπορεί να εκφράσει τη δημιουργικότητά του στο επίπεδο μιας κάποιας παραγωγής, ένα υποκείμενο που σε δοσμένες συνθήκες μπορεί να είναι ανατρεπτικό, αλλά όχι επαναστατικό, μια και δεν μπορεί να προτείνει μοντέλο κοινωνίας.
Αυτό το υποκείμενο ζει σε συνθήκες ενδημικής βίας και με τον ένα ή άλλο τρόπο τροφοδοτεί τις ένοπλες γκρούπες, αποτελεί την υπαρκτή “κοινωνική βάση” ενός ορισμένου τύπου “αντάρτικου πόλης”.
Ποια μπορεί να είναι η προοπτική και η διέξοδος αυτής της νεολαίας;
Η ιταλική Αυτονομία και ο Νέγκρι προσπάθησαν να προτείνουν ένα καθαρά πολιτικό μοντέλο εξόδου από την κρίση, την άμεση πάλη για την κομμουνιστική επανάσταση, για την ανατροπή του κράτους, και επομένως την καταστροφική, ανατρεπτική χρήση αυτού του επαναστατικού δυναμικού. Η διέξοδος ήταν η προβολή της καταστροφής του κεφαλαίου ως κεντρικού στόχου της επανάστασης, και “μετά βλέπουμε”. Όμως η χρησιμοποίηση αυτής της νεολαίας σαν του πολιορκητικού κριού της πολιτικής επανάστασης θα προϋπόθετε πως οι “πεζικάριοι”, δηλαδή η μάζα του προλεταριάτου, θα ακολουθούσαν. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ούτε πρόκειται να συμβεί στο βραχυπρόθεσμο μέλλον. Εκεί εστιάζεται και η αποτυχία της πολιτικής και ιδεολογικής αντίληψης της αυτονομίας. Ότι δεν κατανόησε πως η σημερινή πραγματικότητα δεν χαρακτηρίζεται από ένα πόλεμο “κινήσεων”, με γρήγορες και βίαιες ανατροπές, αλλά από ένα πόλεμο θέσεων, ένα μακρόχρονο αγώνα, μέσα στον οποίο το επαναστατικό κίνημα πρέπει όχι μόνο να προτείνει και να προωθήσει ένα εναλλακτικό μοντέλο ζωής και κοινωνίας, που προφανώς δεν μπορεί να αρκείται σε μια λογική καταστροφής, αλλά και να προτείνει “εδώ και τώρα” εκείνους τους κοινωνικούς και εναλλακτικούς προσανατολισμούς που θα επιτρέψουν τόσο στη νεολαία όσο και στα υπόλοιπα επαναστατικά τμήματα να ενταχθούν σε ένα εναλλακτικό κίνημα. Η στρατηγική και η πρακτική ενός επαναστατικού κινήματος πρέπει να είναι εναλλακτική. Κι αυτό σημαίνει να επικεντρώνει τόσο στην ένταξη των νέων σε παραγωγικές δραστηριότητες, μέσα από την ριζική μείωση των ωρών δουλειάς, όσο και –στο μεταξύ– στην οικοδόμηση παραγωγικών δραστηριοτήτων, με μορφή εναλλακτική, κοινοβιακή, κ.λπ., εδώ και σήμερα, “πριν” τη “μεγάλη νύχτα”. Χωρίς μια τέτοια πρακτική της νεολαίας, αυτή θα περνάει από τα βίαια ξεσπάσματα στην απάθεια, στο “ταξίδι” των ναρκωτικών, και μετά μερικά χρόνια αγκιτάτσιας στην ιδιώτευση. Μήπως αυτό δεν συμβαίνει γύρω μας, με την “αυτόνομη” αναρχική νεολαία; Ένα κίνημα σήμερα δεν μπορεί να είναι μόνο αυτόνομο ή μάλλον δεν μπορεί να είναι πραγματικά αυτόνομο αν δεν είναι εναλλακτικό. Η επανάσταση δεν είναι μόνο το μίσος και η βία του κοινωνικού προλετάριου, είναι ταυτόχρονα η πρόταση και η οικοδόμηση άλλων πυρήνων ζωής σε όλα τα επίπεδα, από την προσωπική ζωή μέχρι την παραγωγή.
Αυτό το υποκείμενο, που ξημεροβραδιάζεται άπρακτο σε διάφορες πλατείες, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, χωρίς κανένα περιεχόμενο άλλης ζωής, που περιμένει μια πρόκληση από τους μπάτσους, ή ακόμα και την δημιουργεί, για να εκτονώσει όλο το καταπιεσμένο δυναμικό του, δεν μπορεί να αποτελεί, σαν τέτοιο, φορέα ενός επαναστατικού κινήματος. Το μίσος και η βία δεν αρκούν γι’ αυτό. Αντίθετα δημιουργούν ένα υποκείμενο που δεν είναι φορέας καμιάς εναλλακτικής πρότασης και κομμουνιστικής αξίας, με μια ζωή κενή και αλλοτριωμένη στο έπακρο που, μετά από μερικά χρόνια, εγκαταλείπεται από τους φορείς τους, για να περάσουν στην ιδιώτευση.
Η θεοποίηση της βίας όχι μόνο είναι λανθασμένη αλλά δημιουργεί και ένα, κενό περιεχομένου, γκέτο της βίας που δεν είναι φορέας καμιάς αξίας ζωής και μετασχηματισμού.
Εδώ πρέπει να γίνει κάποια σημαντική τομή. Δεν είναι δυνατό να θεοποιούμε ανεξέλεγκτα τη βία. Στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ούτε για τον ίδιο το δρόμο που θα πάρει η επανάσταση. Η βία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από το επαναστατικό κίνημα παρά μόνο σαν στρατηγική αυτοάμυνα των μαζών απέναντι στο κράτος και την καταστολή του (τακτικά και μόνο μπορεί να είναι επιθετική). Αυτή ήταν πάντα η λογική της λαϊκής βίας, δεν ήταν μια λογική της βίας για τη βία, μιας “επαναστατικής γυμναστικής” χωρίς περιεχόμενο, που φτάνει στο απόγειό της με τις ένοπλες ομάδες, που εξαλείφουν κάθε άλλη μορφή της πολιτικής και κοινωνικής πρακτικής και γίνονται επαγγελματίες της βίας! Τι μοντέλο ζωής και κοινωνίας θα μπορούσαν να προτείνουν και σε τι κόσμο άραγε μπορούν να απευθύνονται, σε ένα κόσμο με συναισθηματικό και δημιουργικό κενό, σε ένα κόσμο χωρίς πρόταση ζωής. Σ’ αυτά τα φαντάσματα που περιφέρονται από δω και από κει αναζητώντας μια κάποια συγκίνηση! Ή σε μια νεολαία χωρίς αντικείμενο και όραμα. Σ’ αυτές τις συνθήκες λοιπόν, η πάλη ενάντια στο μιλιταρισμό και τη θεοποίηση της βίας πρέπει να έχει σαν κέντρο της την διαμόρφωση ενός Εναλλακτικού κινήματος, που θα εντάξει ένα τουλάχιστον κομμάτι της νεολαίας σε μια λογική κοινωνικών μετασχηματισμών και άμεσων αλλαγών στη ζωή του. Μια λογική που θα πάψει να είναι καταναλωτική, καταναλωτές προϊόντων, ιδεών και καταναλωτές βίας, αλλά θα γίνει δημιουργική, δημιουργός προγράμματος και ζωής, εναλλαγής εδώ και σήμερα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος πάλης ενάντια στην παράνοια της τρομοκρατίας, παρά μόνο μέσα από την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού προγράμματος και πρακτικής!
Συμπερασματικά
Αν λοιπόν η “πρώτη γενιά” των ανταρτών πόλης είχε ένα έντονο ιδεολογικό και πολιτικό στοιχείο στην πάλη της, συνδέοντάς την με την ανάγκη συνολικών μετασχηματισμών, η δεύτερη διαγράφει ένα άλλο υποκείμενο και μια άλλη πρακτική. Ένα υποκείμενο και μια πρακτική που δεν αναφέρεται τόσο πια σε ένα πρόγραμμα, ένα στόχο, αλλά έχει μεταβάλει τη βία σε τρόπο ζωής· πρόκειται πια για ένα φαινόμενο ύψιστης απελπισίας. Είδαμε στην Ιταλία παλιά μέλη των ένοπλων οργανώσεων να ζούνε σε κλειστά κυκλώματα που πραγματοποιούν ληστείες και άλλες ενέργειες, χωρίς κανένα πολιτικό πρόγραμμα και προοπτική. Πιθανά παρόμοια κατεύθυνση διαγράφεται και σε ένα κομμάτι του τρομοκρατικού μικρόκοσμου της Ελλάδας. Τώρα το ένοπλο δεν είναι μέσο, είναι ο ίδιος ο στόχος, είναι το μέσο έκφρασης κάποιων ανθρώπων στα όρια της απελπισίας. [ ]
ΡΗΞΗ
Μάης 1985