*Ο τίτλος του κειμένου είναι τίτλος κεφαλαίου του έργου του Κ. Πολίτη Στου Χατζηφράγκου. Απο το ίδιο βιβλίο είναι παρμένα και τα αποσπάσματα του πρώτου μέρους του κειμένου.
του Δημήτρη Κοσμόπουλου
Α΄
…Κι απο κάτω απο τον πλατύφυλλο ίσκιο της, κάθουνται τα μικρά παιδιά· τα μπαδάσικα.
Εκείνα δεν γνωρίζουν απο φονικό και θάνατο. Ούτε από τις ατέρμονες αιματηρές παλινωδίες της ιστορίας.
«… Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε
βρε γαμπρέ, βρε τζιτζιφιόγκο μου φωνάζουνε.
Θάν τα πιάσω να τα δείρω τα μπαδάσικα,
Θάν τους κάτσω δυό χαστούκια νά’ ναι χάσικα…»
Τα παιδιά κρατούν μέσα τους φωτεινούς τους γενέθλιους τόπους. Αρδεύουν με το δροσερό τους βλέμμα το μυρωμένο δέντρο, που κι αν κάηκε, ακόμα τους σκεπάζει, γενεές-γενεών. Πέρα απο την ιστορική μυλόπετρα, πέρα απο το χρόνο και τον θάνατο. «[…] Όμως αλήθεια, τι ωραιότης απο δω πάνω-δηλαδή τι ομορφιά. Ο ουρανός αγκάλιαζε τα πάντα. Μές στο μαγιάτικο καταμεσήμερο, ένα θάμπος απο χρυσογάλανη αποθέωση άχνιζε τον ορίζοντα και καταστάλαζε στα διάσελα. Μα λίγο πιο κάτω απο τα κουρφοβούνια, ο ήλιος έκανε την απογραφή της πλάσης. Ο κάθε βράχος, το κάθε φαράγγι, ως και η κάθε πέτρα, ξεχωρίζανε πάνω στα βουνά, τον Τμώλο και το Σίπυλο, τα λάξευε ο ήλιος με τα χίλια καλέμια της αχτιδοβολιάς του-κι ύστερα, στον κάμπο, καταπιανότανε ψιλοδουλιά τις φυλλωσιές, ένα ένα φυλλαράκι, κοσκινίζοντας απανωτές χρυσόσκονη. Μοναχικοί κουλάδες, περήφανοι στη μοναξιά τους, αναβλύζανε μέσα απ’ το πράσινο, πέρα το Καζαμίρ και το Σεβδικιοϊ, εκεί που φλόκωνε μακρόσυρτος ο άσπρος καπνός του τρένου, και πιο δώθε, έτσι που ν΄άνοιγες απεθαμή το χέρι σου θα τ’ άγγιζες μές στ’ αμπέλια, μες στα περιβόλια, μές στα λιόδεντρα και τους μπαξέδες, πράσινο παραλήρημα ο ψηλοθώρητος Κουκλουτζάς, ο Μπουρνόβας με τα πλατάνια και τα τρεχάμενα νερά, κι εκεί που σκαρφαλώνουν κάτι τσάμια είναι το Κοζαγάκι, και πλάι του ο χιλιοαγαπημένος ο Μπουτζάς- όλ’ αυτά μιαν άλλη ατόφια ρωμιοσύνη […]». Τα παιδιά κάτω απ’ τον ίσκιο του μεγάλου δέντρου βαπτίζονται στη διάρκεια και στο φως. Αυτό το φως που χάραζε ανελέητα την ψυχή τους για να έχουν να θυμούνται και να ζεσταίνονται στην άγρια ξενιτιά της προσφυγιάς, όσα γλυτώσανε, μεσήλικες ή γερασμένοι άνθρωποι πια, στην Κοκκινιά, στην Καισαριανή, στη Νέα Σμύρνη, στη νέα Κίο, στο νέο Μπούρνοβα- αυτό το φως που έβαφε τα σωθικά τους με την ένρινη φωνή του δασκάλου του κυρίου Κουρμεντίου:
« Ο κύριος Κουρμέντιος σηκώθηκε:
– Όρθιοι, και σιγή ενός λεπτού, δια να τιμήσωμεν την δόξαν της αρχαίας Ελλάδος. Είς το θέατρον τούτο αντηχούν αι τραγωδίαι του Αισχύλου και του Σοφοκλέους. Εδώ έψαλλα τα αθάνατα έπη του ο Μελησιγενής Όμηρος.
Τα παιδιά δεν είχαν ακόμα ιδέα για αρχαίο θέατρο. Τον κοιτάζανε και ξεροκαταπίνανε διψασμένα.
Αφού πέρασε το ένα λεπτό, ο κύριος Κουρμέντιος έδειξε χάμω με την παλάμη του ανοιχτή:
–Πώς λέγεται ο λόφος αυτός;
–Πάγος! Αποκριθήκανε με μια φωνή όλα μαζί.
Αυτό ήταν εύκολο να το θυμούνται. Πάγος το βουναλάκι, πάγος και το μπούζι.
–Αμανατζή! Ρώτησε συνέχεια το Σταυράκη, πως λέγεται το υψηλόν εκείνο όρος πρός βορράν; –κι έδειξε πάλι με το χέρι του.
–Μανισά ντάγ.
–Η ελληνική ονομασία του;!
–Μμ….
–Το εδιδάχθητε εις το μάθημα της πατριδογραφίας. Το ελληνικόν του όνομα! Εσύ, Μαυρέα; Ρώτησε τον Αρίστο.
–…
–Λέγε εσύ Σεκέρογλου.
–Το Μπόζ Ντάγ, κύριε;
–Ναι, την ελληνικήν ονομασία του.
–…
–Ο Αρίστος σήκωσε το δαχτυλό του.
–Λέγε, Μαυρέα.
–Τμώλος, κύριε.
–Εύγε!
Άνοιξε τα μπράτσα του διάπλατα τα μπράτσα του κι αγκάλιασε το μισό ορίζοντα:
–Όλα αυτά ήσαν ελληνικά. Όλα αυτά (η φωνή του τρεμουλιαστή ξαφνικά, τα μάτια του γυαλίσανε απο δάκρυα που πάσχιζε να συγκρατήσει) ήσαν, είναι και θα είναι ελληνικά…
Γύρισε απο την άλλη για να κρύψει την συγκινησή του, και τελείωσε μέσα σ’ ένα λυγμό -σαν να μην ήταν δικός του ο λυγμός, μα σα ν’ ακούγανε τα λόγια του και να θρηνούσανε απο τώρα τα όνειρα κ’ οι ελπίδες:
–… είς τον αιώνα τον άπαντα […]».
Μεσολαβεί η σιωπή των παιδιών, πέφτει μια πέτρα· ο γεμάτος αέρας ξετυλίγει προεκλείνοντας τις ψυχές τους το θαύμα του ουρανόβρεχτου τόπου:
«[…] Και στην καρσινή μεριλα του κόρφου, η Άγια Τριάδα, το Μπϊρακλή, το Κορδελιό, προφτάσανε να καθρεπτιστούν μια τελευταία φορά, για σήμερα, στ’ ασάλευτα γαλαζωπά νερά. Γιατί το αναρίδισμα της θάλασσας προχωρούσε απ’ το μπουγάζι, ολένα κατά δω, κι ανέβαινε κιόλα μια φρεσκάδα, παλεύοντας την κάψα του βουνού. Τα θωρούσανε όλ’ αυτά, δίχως να χορταίνει η ψυχή τους. Τα χάραζε βαθιά ο νούς μέσα στη θύμηση, σα να προαισθανότανε απο τώρα, πως σε είκοσι χρόνια, μοναχά στ’ όνειρό τους θα τα βλέπανε. Όσα θα γλυτώνανε […]».
Β
Για τη μεγάλη καταστροφή που σφράγισε τον νεώτερο ελληνισμό, έγραψαν πολλοί, είτε ξερριζωμένοι απο την γενέθλια γη της μείζονος Μικρασιατικής περιοχής, είτε απ’ αυτούς που πολέμησαν, είτε απ’ αυτούς που συνταράχθηκαν απο το κορυφαίο συμβάν. Θά’ λεγε κανείς, ότι η πυρπολημένη Ανατολική περιοχή του ζωτικού χώρου μας, ετροφοδότησε την παλιά Ελλάδα, τον ελλαδικό χώρο όπως αυτός είχε διαμορφωθεί απο τους νικηφόρους πολέμους του ’12-’13, όχι μόνον με τους νέους προσφυγικούς πληθυσμούς· αλλά και με νέο ολόφρεσκο αέρα, στα λογοτεχνικά και γενικώτερα τα πνευματικά μας πράγματα. Στρατής Δούκας, Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης, Αθανάσιος Γκράβαλης, Διδώ Σωτηρίου, Ιωάννα Τσάτσου, Τάσος Αθανασιάδης, οι Μικρασιάτες της πεζογραφίας. Γιώργος Σεφέρης, Αλέξανδρος Μπάρας, Νικόλαος Εγγονόπουλος (Φαναριώτης κατά το ήμισυ), μερικοί απ’ τους σημαντικότερους ποιητές μας, καταγόμενοι απο την Ιωνία και την Αιολίδα. Αλλά και ο Γέρων της Αλεξάνδρειας, κι ο χιονισμένος Παλαμάς κι ο Οδυσσέας Ελύτης κι ο Μυριβήλης, οι Γειτνιάζοντες και συθέμελα αναταραγμένοι απο την φρίκη και τις φλόγες του ξεθεμελιώματος. « Αντίκρυ απο το παραθύρι που κάθομαι, φαίνονται μέσα στο θολό πέλαγο τα βουνά της Τουρκίας. Σε κείνα τα μέρη γεννήθηκα και ‘γω κι αν ήτανε κανένας τώρα που κοιτάζω κατά ‘κεί, θα έβλεπε πως τα μάτια μου είναι δακρυσμένα… Όπου πατήσεις και όπου σταθείς, βλέπεις και θυμάσαι τη σκληρότητα αυτουνού του σκύλου, που ξεπέζεψε μερμύγκια απάνω σε τούτα τ’ αρχαία χώματα, μπήκε μέσα στα σπίτια μας, πατσαβούριασε την τιμή μας, ρούφηξε το αίμα μας […]», λεει παροργιζόμενος ο Κόντογαους στο περίφημο έργο του Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου, δίχως ωστόσο να παύει να μαρτυρεί την άγνοια και την καλοσύνη των απλών Τούρκων που συζούσαν στα ίδια χώματα με τους Ρωμηούς. Αυτή τη φιλία και την καλωσύνη των απλών ανθρώπων του μόχθου μεταξύ τους, καταγράφει και η Διδώ Σωτηρίου στα Ματωμένα Χώματα, έργο που εκδίδεται το 1962, σαράντα χρόνια μετά το κάψιμο της Σμύρνης και την προσφυγιά. Απο το Αϊβαλί καταγόταν και ο Αθανάσιος Γκράβαλης, που έζησε και δημιούργησε αφανής αλλά ουσιαστικός· άδικα παραγνωρισμένος, ως είθισται στα ελλαδικά ήθη των θορυβοποιών. «Ήρθε κι ο Τούρκος. Τον καλωσορίσανε οι άνθρωποι που δεν θελήσανε να φύγουν κι αυτός τους κλώτσησε όπως πάντα. Είπαν πως θα μας σφάξουν απόψε. Και μας έσφαξαν στ’ αλήθεια πλιά. Γλέντησε απάνω στα κορμιά μας κι απάνω στην ψυχή μας το κτήνος που χρόνια έθρεψε για μας τον κακό τον πόθο. Τώρα είμαστε άνθρωποι χωρίς πατρίδα. Μαζευόμαστε τα βράδυα γύρω σε μια φωτιά χωρίς γωνιά και μοιρολογούμε τα περασμένα και τα πεθαμένα. Τη μέρα ανακατευόμαστε με τον κόσμο και κάνουμε κι εμείς όπως κάνει αυτός. Μα μέσα μας, πονάμε […]» Σπασμένες Κολόνες, 1930.
Ο λεπταίσθητος λυρισμός στη γραφή του Ηλία Βενέζη, Αϊβαλιώτη και αυτού φτάνει στον πυρήνα του, όχι τόσο με την νοσταλγία που διαβρέχει την Αιολική Γη ή την Γαλήνη, όπου αναθυμάται τον γενέθλιο τόπο, αλλά με το μαρτυρικό Νούμερο 313228, έργο που τιτλοφορείται απο τον αριθμό με τον οποίο στιγματίζεται ο νεαρός αιχμάλωτος Βενέζης –κατά κόσμου Ηλίας Μέλλος– όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε στα βάθη της Ανατολής με τα περιβόητα Αμελέ Ταμπουρού, ελληνιστί Τάγματα Εργασίας.
Το έργο εκδίδεται το 1931 και κάθε κεφάλαιό του έχει τίτλο κι απο έναν ψαλμικό στίχο –καθόλου τυχαία, βεβαίως. « […] Αρχίσαμε να βαδίζουμε. Απο πίσω, απ’ τα πλάγια ακολουθούσε το τσούρμο βουίζοντας. Ο κίνδυνος σπιρούνιαζε τον αγέρα, το παιδί μου έσφιγγε τη χούφτα. Τ’ αδύνατα δάχτυλά του τρέμαν. Τα κρατούσα έτσι χεράκι-χεράκι. Μια παλιοντενεκεδένια κατσαρόλα ήταν πεταμένη στο δρόμο. Ένας απ’ το τσούρμο την πήρε και την έχωσε στο κεφάλι του Αργύρη. Τα μεγάλα σγουρά γαιτσασμένα μαλλιά κρύφτηκαν.
–Ηλία!.. Ηλία!.. θα με σκοτώσουν
Του σφίγγω το χέρι πιο πολύ:
–Σώπα… […]».
Στο ποιητικό πεδίο δεσπόζει η επιβλητική και τραγική σκιά του Σεφέρη. Η καταστροφή της Μικρασίας τελεσιουργεί εντός του, δεμένη με τις επιδράσεις των κατακτήσεων του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, την τραγική αίσθηση που γεννά νέες ποιητικές μορφές για την ελληνική γλώσσα. Στην Στροφή 91931) προσεκτικά, αλλά κυρίως στο Μυθιστόρημα (1935) και στη Στέρνα (1932), η κοσμογονία της απώλειας γίνεται το μεγαλείο για την εξόρυξη των νέων ρυθμών. «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας/ πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών/ στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε/ χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα/ ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια […]» Μυθιστόρημα Η΄. Να τονίζουμε μολαταύτα, τις οφειλές. Πόσοι –κυρίως απο εκείνης που επ΄ εσχάτων τον επικαλούνται– γνωρίζουν ότι το σκοτεινό παιδί ονόματι Κ. Γ. Καρυωτάκης, στην δεύτερη σειρά των Ελεγειών του (1927), είχε τούτο το υψηλό ποίημα, αφιερωμένο στη μνήμη των ελλήνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην Μικρασιατική Εκστρατεία: « Όταν άνθη εδένατε στα τέφρα μαλλιά σας,/ και μες στην καρδιά σας/ αντηχούσαν σάλπιγγες, κι ήρθατε σε χώρα/ πιο μεγάλη τώρα–/ οι άνθρωποι με τα έξαλλα πρόσωπα, τα ρίγη,/ είχαν όλοι φύγει./ Όταν άλλο επήρατε πρόσταγμα, άλλο δρόμο,/ σκύβοντας τον ώμο,/ τη βαθιάν ακούγοντας σιωπή, τους …,/ στην άκρη του χείλους/ ένα στάχυ βάζοντας με πικρία τόση–/ είχε πια νυχτώσει./ Κι όταν εκινήσατε λυτρωμένα χέρια/ πάνω απο τ΄ αστέρια,/ κι όταν στο κρυστάλλινο βλέμμα, που ανεστράφη/ ο ουρανός εγράφη,/ κι όταν εφορέσατε το λαμπρό στεφάνι–/ είχατε πεθάνει».
Ισόκυρη αρκετές φορές, με την συγγραφική δημιουργική ανάπλαση είναι η μαρτυρία με την πρωτογενή και ανιδιοτελή δροσιά της. Αντιθέτως προς ότι συμβαίνει στο χώρο της ιστοριογραφίας. Για το ’22, όπου επί οκτώ δεκαετίες μάλλον προσπαθούμε να απωθήσουμε ότι έγινε, δίχως συγκροτημένη ανάλυση και μελέτη των αιτιών και των επιπτώσεων, –στο χώρο της μαρτυρίας, ειδικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, έχουμε αρκετά τεκμήρια, τα οποία δια της προσωπικής προσλήψεως των καταιγιστικών ιστορικών εξελίξεων, φωτίζουν με ανθρώπινη θερμοκρασία και ματιά τα συμβάντα. Πολλές απο τις μαρτυρίες αυτές, συνδυάζοντας την καταγραφή με τις αρετές της προφορικής αφήγησης, αποτελούν κείμενα με προφανείς λογοτεχνικές αξιώσεις.
Μνημονεύουμε εντάχει και κατ’ ανάγκην ενδεικτικά:
Γιώργος Κατραμόπουλος, Πως να σε ξεχάσω αγαπημένη, Αντώνιος Γ. Παρθένιος, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και Σμύρνη, Βασιλική Ράλλη, Πατρίδα αξέχαστη, Γεώργιος Ι. Ιορδανίδης, Όσα θυμήθηκα, Η αλληλογραφία σε 112 κάρτες του στρατιώτη Γεωργίου Μ. Μάγνη, Πέτρος Αποστολίδης, Όσα θυμάμαι 1900-1969, τόμος Α΄και Β΄, Ελένη και Μαργαρίτα Ισηγόνη, Η οικογένεια Μιχαλάκη Ισηγόνη της Σμύρνης, Σπύρου Ανδρούτσου, Προσωπικό ημερολόγιο απο την εκστρατεία της Μικράς Ασίας κ.ά.
Η κορυφαία, όμως, και πλουσιώτερη καταγραφή μαρτυριών, είναι το έργο Η Έξοδος, απο το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, το οποίο αποτελεί απάνθισμα απο τις μαρτυρίες που περισυνέλεξαν οι ιδρυτές του Κέντρου, Μέλπω και Οκτάβιος Μεραιέ· ο πρώτος τόμος με εισαγωγή, επιλογή κειμένων και επιμέλεια του Φ. Δ. Αποστολόπουλου, ο δέ δεύτερος με εισαγωγή και εποπτεία του Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη και επιμέλεια Γιάννη Μουρέλου. «[…] Εμένα απο τον φόβο μην πάρουν τον άντρα μου, μου ήρθε λιποθυμία. Ένας εγγλέζος ναύτης μου αρπάζει το μωρό απο την αγκαλιά, το πετάει και μου δίνει το παγούρι του να πιώ νερό, για να συνέλθω. Με τη φασαρία, με την λιποθυμία, δεν ξέρω πως, γλύτωσε ο άντρας μου. Ό Θεός βοήθησε. Μεγάλη του η χάρη. Μας πετούνε επάνω στο πλοίο. Σα συνήλθα λιγάκι είδα πως μου έλειπε το παιδί κι έκλαιγα…[…]» (Η Έξοδος τόμος Α΄, Μαρτυρία Αγλαϊας Κόντου από Μαινέμενη).
Γ΄
Το 1962, απο τις εκδόσεις του περιοδικού Ταχυδρόμος, εκδίδεται το μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου, με υπότιτλο Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας. Το έργο επανεκδίδεται τον Οκτώβριο του 1963, απο τις εκδόσεις Α. Καράβια, με διακόσμηση και σχέδια απο τον ζωγράφο και χαράκτη Γιώργο Βελισσαρίδη. Ο συγγραφέας του ονομάζεται Κοσμάς Πολίτης. Πρόκειται για το ψευδώνυμο του Παρασκευά (Πάρι για τους οικοίους του) Ταβελούδη. Ο ίδιος έλεγε χαριτολογώντας ότι το ψευδώνυμο του, έσωζε την υπόληψη του –ίσως γιατί έζησε σε καιρούς γενικών εκπτώσεων. Το βιβλίο Στου Χατζηγράγκου, είναι μια ελεγεία για την στοιχειωμένη πολιτεία, την Σμύρνη της ζωντανής μνήμης και της παιδικής ανεξίτηλης αθωότητας. Παρ΄ ότι γεννημένος στην Αθήνα, σε ηληκία 2 μόλις ετών, (1890), ο Κοσμάς Πολίτης εγκαθίσταται με την οικογένειά του στη Σμύρνη, και παραμένει εκεί μέχρι την καταστροφή. Η Σμύρνη στοιχειώνει σ΄ όλο το έργο του Πολίτη. Στην Eroϊca, γραμμένη κυριολεκτικά επί του πειστηρίου των Νέων Γραμμάτων, του περιοδικού που εξέφρασε την γενιά του ’30, και τις μοντερνιστικές αναζητήσεις της, ο Πολίτης τοποθετεί τους έφηβους ήρωές του, οι οποίοι αναμετριούνται με τον θάνατο και δι’ αυτού με τον έρωτα και την μέθη της ζωής, μέσα στο σκηνικό μιας πόλεως ονειρικής και μεσημβρινής. Με κήπους και αρώματα μιας αστικής …, με περιβάλλον και κλίμα λεπτό και ρεμβώδες. Εκτυφλωτικό και καθαρό φως, εξοντωτικού κάλλους φεγγαρόφωτα και δρόμοι ή στενά σοκάκια που καταλήγουν στην ανέφικτη εφηβική νοσταλγία. Στο Γυρί πάλι, μυθιστόρημα που κυκλοφορείται πάλι απο τις εκδόσεις του περιοδικού Νέα Γράμματα το 1944, οι περιπέτειες των ηρώων ξετυλίσονται, όχι τόσο στην ομώνυμη συνοικία των Πατρών, όπου ο Πολίτης εργάζονταν ως υπάλληλος τραπέζης, αλλά σε μιαν πόλη τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας, παραπέμπουν εύγλωττα στην μέθη και στην ρέμβη της Ιωνικής πρωτεύουσας. Είναι προφανές ότι η χαμένη στις φλόγες του ολέθρου πόλη των παιδικών του χρόνων και της εφηβείας του Πολίτη, η Σμύρνη, λαβαίνει, περνώντας ο καιρός, μέσα του την θέση ενός αρχέτυπου, που ξεπερνά κατά πολύ τις συγκεκριμένες τοπικές και γεωγραφικές συντεταγμένες, καθιστάμενο χωροχρονική, αναλαμβανόμενη και εντεινόμενη προς μιάν εσώτατη τροπικότητα, κατάσταση. Ο Κοσμάς Πολίτης πρωτοδημοσιεύει στα σαράντα δύο χρόνια του. Μετά απο πολλή προσοχή, μελέτη και βιώματα που του αφαιρούν μέχρι και την πρώτη δημοσίευσή του, (είναι το βιβλίο Λεμονοδάσος το 1930), κάθε βιασύνη ή συμβιβασμό πρόσκαιρων καταξιώσεων, μας χαρίζει πολλά και σπουδαία βιβλία. Σπουδαία για την ανανέωση της πεζογραφίας μας. Το προτελευταίο βιβλίο του, γράφεται όταν ο συγγραφέας περπατά στην έβδομη δεκαετία της ζωής του. Τιτλοφορείται απο την Λαϊκή συνοικία της Σμύρνης του, που λέγεται Χατζηφράγκου. Πουθενά και ούτε απο παραδρομή, μέσα απο μιαν άγρυπνη φροντίδα του συγγραφέα, δεν εμφανίζεται σ’ όλη την έκταση του έργου η λέξη Σμύρνη. Όταν το ’62, ο Γ. Π. Σαββίδης καταφέρνει να του εκμαιεύσει μια μικρή συνέντευξη για τον Ταχυδρόμο, επί τη δημοσιεύσει του έργου, το ρωτά για τούτο το παράδοξο: «Γιατί στο μυθιστόρημά σας δεν αναφέρεται ούτε μια φορά το όνομα Σμύρνη; Και ο Πολίτης απαντά: «Για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νοιώθοντας πως θάταν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομά τους». Όσο για τα σαραντάχρονα, η παραπομπή δι’ αυτών στα σαραντάμερα των μνημοσύνων, είναι εμφανέστατη. Όμως το κύριο χαρακτηριστικό του έργου είναι το παιδικό βλέμμα. Μια απο αυτά λαγαρή και ολόθερμη οπτική στον κόσμο, στη φύση, στους ανθρώπους και τα πράγματα. Είναι αυτή η οπτική, η οποία οδηγεί τον συγγραφέα με όχημα την ελεγχόμενη, σχεδόν ερατική συγκίνηση, να δημιουργεί εξαιρετικές καινοτομίες και να κατορθώνει νέες μορφές, μέσω της αναφοράς στο τρυφερώτερο και ευγενικότερο κομμάτι της ζωής του, μ’ άλλα λόγια στην παιδική ηλικία και στην εφηβεία του. Διότι το μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου, έχει αρχή, μέση και τέλος, όμως παράλληλα τα πάντα διαχέονται, μέσα σε μια τεχνική υψηλή, με την οποία ο χρόνος παύει να λειτουργεί γραμμικά, μιλούν τα παιδιά που ζουν την μέθη της ζωής στην αχτιδοβόλα πόλη, όμως ταυτοχρόνως μιλούν και οι μεγάλοι, όσοι διασώθηκαν απο της πυρκαγιάς τις φλόγες και το σκότος του θανάτου. Υπάρχει βεβαίως και εδώ ένας υπολανθάνων θεοφοβισμός, τηρουμένων των αναλογιών αντιστοίχος με εκείνον του Ιρλανδού Γ. Μπ. Γέητς. Πρόκειται για εμμονή του Κ. Πολίτη, απο την εποχή κιόλας του πρώτου έργου του, του Λεμονοδάσους, όμως η τάση αυτή η κορυφούμενη στο μυθιστόρημα Εκάτη (Πυρσός, 1933), αφ’ ενός καταδεικνύει ενάργεια ζωής και αναζητήσεις νοήματος, αφ’ ετέρου δεν υποχωρεί εμφανέστατα, μέσα στο φώς αυτού που ο ίδιος ονομάζει μιαν άλλη ατόφια Ρωμιοσύνη. Κοντολογίς το βιβλίο Στου Χατζηφράγκου, για την χαμένη πολιτεία, αποτελεί το σημαντικώτερο κατά τη γνώμη μας έργο του Πολίτη, εντός του οποίου εκβάλλουν κατακάθαρες όπως νερό, οι αρετές όλων των προηγούμενων βιβλίων του. Περισσότερο δε ανάγλυφα, η πόλη φάντασμα που τον τυράννησε ως πληγή σ’ όλο το προηγούμενο έργο του. Η πολυθρύλητη Σμύρνη. Με το έργο Στου Χατζηφράγκου, ο Κοσμάς Πολίτης δίνει ένα αρχέτυπο ποιητικής για το ελληνικό μυθιστόρημα, με την δική του αποκλειστική ετερότητα και ιδιοτυπία, ακόμη και στην χρήση των μοντερνιστικών τρόπων. Νομίζουμε ότι το Στου Χατζηφράγκου, αποτελεί την κορωνίδα της λογοτεχνίας μας απο την προσφυγιά, στο πεζογραφικό τομέα. Ο χρόνος του μυθιστορήματος, είναι ένα πλαίσιο δέκα μηνών. Απο τον Μάιο έως και τον Φλεβάρη κάποιας χρονιάς των αρχών του αιώνος και σίγουρα μετά τον πόλεμο του 1897. Κέντρο του Αλάνιτου Χατζηφράγκου –η θρυλική πλατεία της σμυρναϊκής συνοικίας, κατ’ επέκτασιν δε, όλη η πολιτεία της Σμύρνης. Ο ίδιος ο Πολίτης στην προαναφερθείσα συνέντευξή του στον Γ. Π. Σαββίδη, αναφέρει ότι χρειάσθηκε έξι μπλε στυλό για να τελειώσει το έργο. Το πρώτο γράψιμο, πέντε μήνες.
Δ΄
Στου Χατζηφράγκου, τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας. Σαράντα χρόνια μετά το γράψιμό του, ογδόντα χρόνια μετά την καταστροφή. Η προμετωπίδα του βιβλίου: «Καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά». Υπογραφή: Κ. Π. Και παρακάτω τσεκουράτα: « Ξαναδιαβάζοντας τα χειρόγραφά μου, πρόσεξα πως είχα παρασυρθεί σε πολλά μέρη απο το γλωσσικό και το συνταχτικό ιδιωματισμό της χαμένης πολιτείας. Σκέφτηκα να τα διορθώσω, μα τελικά προτίμησα να τ΄ αφίσω όλα όπως μου τα διηγηθήκανε, και όπως ήρθανε στη μύτη των έξι γαλάζιων μολυβιών που χάλασα για να τα γράψω».
Στην Πάροδο, το παρέμβλητο στην γραμμικότητα του αφηγηματικού χρόνου κεφάλαιο, η Σμύρνη αναλαμβάνεται στους ουρανούς με τα τσερκένια. Στους ίδιους ουρανούς όπου η Κατερίνα, η γυναίκα του αφηγητή –τραγωδού της Παρόδου, έβλεπε την καμπάνα της Αγίας Φωτεινής και το ράσο του Δεσπότη, του Χρυσοστόμου Σμύρνης να σελαγίζουν, την ώρα της μεγάλης πυρκαγιάς, την ώρα που απέβαλε, βαρεμένη πέντε μηνών, έγκυος. «[…] Και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λεει –ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά και ανέμιζε πλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λεει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή… […]».
Δεν ξέρω πόσοι σήμερα έχουμε το αίσθημα του ραγιά. Δεν ξέρω καν, αν έχουμε την δυνατότητα του αισθήματος, του αισθάνεσθαι. Όμως, για τον κόσμο που ξυπνούν μέσα μας οι λέξεις σου, Κοσμά Πολίτη, στέλνω μήνυμα: Ευχαριστώ.