Ο.Π.Α.
[…………]
Η “17 Νοέμβρη”
Η εκτέλεση των Γουέλτς – Μάλλιου ήταν κάτι που σίγουρα, σαν ενέργεια, βρίσκονταν πολύ πάνω από το επίπεδο της αντιπαράθεσης του κινήματος. Όμως δεν είχε αρνητικά αποτελέσματα, και αντίθετα εντάχθηκε μέσα στη λογική του κινήματος, για ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο: αναφερόταν όχι στη σημερινή αντιπαράθεση με το κράτος και το επίπεδο που βρίσκεται αλλά σε “εκκαθάριση λογαριασμών”. Δηλαδή, ήταν απάντηση σε σχέση με τον ρόλο της ΣΙΑ στην Κύπρο και των βασανιστών στη δικτατορία. Έτσι, μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς να βάζουν σε κίνδυνο το κίνημα. Τότε, μετά την εκτέλεση του Μάλλιου, γιατί για τον Γουέλτς πολύ αργότερα μάθαμε ότι τον είχε εκτελέσει η “17 Νοέμβρη”, εμείς υποστηρίξαμε αυτή την ενέργεια, ξεκαθαρίζοντας, όμως, ταυτόχρονα ορισμένα πράγματα, στο επίπεδο που τότε κρίναμε αναγκαίο (δηλαδή ανάμεσά μας):
α) Η εκτέλεση ενός βασανιστή-δολοφόνου που τριγύριζε ανενόχλητος ήταν ένα στοιχείο όχι οργανικά δεμένο με την πορεία του μαζικού κινήματος. Κι αυτό φάνηκε από τον τρόπο και τον χρόνο που έγινε η ενέργεια. Δεν έγινε σε μια εποχή που έμπαινε έντονα θέμα βασανιστών και ατιμωρησίας τους, κι επομένως σαν συγκεκριμένη κι άμεση απάντηση, αλλά σε ανύποπτο χρόνο. Ο καθορισμός του χαρακτήρα και του χρόνου της ενέργειας έγινε με βάση την απόφαση μιας ομάδας και όχι τον ρυθμό και την πορεία του κινήματος. Γι’ αυτό εξ άλλου δεν μπόρεσε να έχει και μια παρά πέρα λειτουργικότητα.
β) Το ότι, άσχετα από τον χαρακτήρα της συγκεκριμένης ενέργειας, κρύβεται όχι μόνο μια μιλιταριστική λογική αλλά και μια αβανγκαρντίστικη και δογματική λογική. Από το κείμενό της που στάλθηκε στις εφημερίδες φάνηκε καθαρά:
1) Μια λαθεμένη ανάλυση της πολιτικής κατάστασης, ότι δηλαδή, “τι διχτατορία, τι Καραμανλής”, από τη μια, και “αμερικανοκρατία” από την άλλη. Η μεταπολίτευση δεν σήμαινε για τη “17 Νοέμβρη” παρά αλλαγή προσωπείου και όχι αλλαγή στο μπλοκ της εξουσίας (πέρασμα από την κυριαρχία των αμερικάνων ιμπεριαλιστών και μιας στενής μερίδας του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε κείνη ενός διευρυμένου αστικού μετώπου με λήξη –έστω προσωρινή– της απόλυτης και αποκλειστικής αμερικανικής ηγεμονίας).
Κι αφού πρόκειται για αλλαγή προσωπείου και μόνο, δεν μπαίνει ζήτημα μιας μακρόχρονης πορείας αγώνα για τη δημιουργία ενός νέου μπλοκ δυνάμεων με κέντρο την εργατική τάξη και την απογύμνωση του μεγάλου κεφαλαίου από τους μικροαστούς συμμάχους του, που δημιούργησε μέσω της κυβέρνησης Καραμανλή, αλλά για μια πάλη που “θα κατεβάσει το προσωπείο”.
Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με μια στατική, δογματική πολιτική ανάλυση της εξουσίας, που δεν αντιμετωπίζεται σαν συσχετισμός δυνάμεων αλλά σαν μηχανή καταπίεσης και μόνο. Η λογική της είναι: από τη μια το κράτος, από την άλλη ο λαός. Όμως το κράτος δεν είναι “μηχανή” και μόνο, ή κύρια. Είναι η ίδια η έκφραση του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων, σε κάθε δοσμένη στιγμή και συγκυρία της ταξικής πάλης. Όταν μάλιστα η ταξική σύγκρουση φτάνει στο σημείο της ρήξης, δημιουργούνται δύο “κράτη”, δύο εξουσίες. Κράτος ήταν στην Πορτογαλία ο Σαλαζάρ, κράτος ο Γκονσάλες, κράτος κι ο Καρβάλιο! Στη Χιλή, σε μια δοσμένη στιγμή, κράτος ήταν τόσο ο Αλλιέντε όσο κι ο Πινοσέτ. Δηλαδή, ο λαός δεν είναι έξω από το κράτος και μόνο. Είναι και έξω και μέσα, ενεργητικά ή παθητικά. Και η διαδικασία του επαναστατικού κινήματος είναι η δημιουργία μιας άλλης εξουσίας.
Συγκεκριμένα λοιπόν, η ταύτιση Ιωαννίδη-Καραμανλή είναι πολιτικά μια δογματική αντίληψη, και το ότι δεν υπάρχει ταύτιση μπορεί να το δει κι ο ίδιος που το λεει ρίχνοντας μια ματιά γύρω του. Αυτή όμως η δογματική αντίληψη επιτρέπει το άλμα στη μιλιταριστική λογική: εμείς, δρώντας πρωτοποριακά –δηλαδή στρατιωτικά–, θα αποκαλύψουμε την ταύτιση.
Η εμπειρία του κινήματος
Στη Λατινική Αμερική, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, άρχισε μια διαδικασία ένοπλης πάλης. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες αγωνιστές πήραν τον δρόμο του βουνού, στην πρώτη φάση, του αντάρτικου πόλης στη συνέχεια. Τι απέγινε μ’ όλο αυτό το κίνημα, το γεμάτο αυταπάρνηση κι επαναστατικό ενθουσιασμό; Δεν είναι της ώρας να πιάσουμε γενικά αυτό το ζήτημα. Ας δούμε μερικές χώρες και κινήματα που έγιναν μάλιστα και το σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς σ’ όλο τον κόσμο, τους Τουπαμάρος στην Ουρουγουάη, τον ΕRΡ στην Αργεντινή, το ΜΙR στη Χιλή. Αυτές οι οργανώσεις είναι δεμένες με πρακτικές ένοπλου αγώνα. Ποια ήταν η πορεία του αγώνα και η τύχη των αγωνιστών;
– Στην Ουρουγουάη, οι Τουπαμάρος, οργάνωση που βγήκε μέσα από τους ίδιους τους αγώνες των εργατών του ζαχαροκάλαμου σε μια περίοδο ολόπλευρης κρίσης –οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής– έχτισαν τη δυνατότερη επαναστατική οργάνωση στη Λατ. Αμερική, συνδυάζοντας για μια ολόκληρη περίοδο την ένοπλη πάλη με τη δουλειά στις μάζες. Όμως, όπως η ίδια η οργάνωση αναφέρει στην αυτοκριτική της, έπεσε στη μιλιταριστική λογική. Δηλαδή, μπρος σε μια προβοκάτσια της εξουσίας, που σκότωσε μερικούς ανθρώπους της, προσπάθησε ν’ απαντήσει στρατιωτικά, σαν στρατός ενάντια σε στρατό, σαν το ζήτημα να ’ταν πια το πάρσιμο της εξουσίας. Το αποτέλεσμα σ’ αυτή την αιματηρή πάλη ήταν όχι μόνο η καταστροφή της οργάνωσης αλλά η καταστροφή του εργατικού κινήματος. Σήμερα, οι ελάχιστοι σύντροφοι που απόμειναν από την οργάνωση προσπαθούν, έχοντας πληρώσει στο πετσί τους τη μιλιταριστική λογική, να ξαναρχίσουν μια νέα πορεία οργάνωσης του λαού και της εργατιάς.
–Ο ΕRΡ (Λαϊκός Επαναστατικός Στρατός) ήταν το ένοπλο τμήμα της ΡRΤ (Επαναστατικό Κόμμα των Εργατών) στην Αργεντινή. Οικοδομήθηκε μέσα από την πάλη ενάντια στη δικτατορία μέχρι το ’73, συμμετέχοντας βασικά στο εργατικό κίνημα και χρησιμοποιώντας και ένοπλες ενέργειες. Το ’73, η δικτατορία πέφτει και ο Περόν γυρνάει στην Αργεντινή μέσα σε λαϊκό ενθουσιασμό. Η λογική του ΕRΡ ήταν: “Τι Περόν τι Λανούσσε” (δικτάτορας) και συνέχισε την ένοπλη πάλη. Μέσα σε τρία χρόνια, χωρίς το εργατικό κίνημα να έχει φτάσει σ’ ένα ανώτερο ποιοτικά στάδιο, με τη λογική “να ξεσκεπάσουμε τη νέα μάσκα των αστών”, και μέσα από το “ξεκίνημα του εμφύλιου πολέμου”, η Αργεντινή αντιμετώπιζε μια νέα δικτατορία και οι σύντροφοι του ΕRΡ αποδεκατίστηκαν. Σήμερα, μαζί με τους Μοντονέρος, έχουν πάψει πρακτικά τις ένοπλες ενέργειες κι έχουν περάσει στις εκκλήσεις στο Κ.Κ. Αργεντινής για “δημοκρατικό μέτωπο”. Πρόσφατα, μαζί με τους Μοντονέρος, κάλεσαν τις διάφορες χώρες να συμμετάσχουν (!) στο Παγκόσμιο Κύπελλο που γίνεται στην Αργεντινή για να μπορέσουν δημοσιογράφοι να μιλήσουν για την καταπίεση, τη στιγμή που σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης γίνεται κινητοποίηση για μποϋκοτάζ του Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Έχουμε εδώ να κάνουμε με δύο συγκεκριμένες εμπειρίες.
Ξεκινώντας από μια αντίληψη “μέσα στον κόσμο” και ένοπλα ταυτόχρονα, πέρα από το επίπεδο των μαζών, φτάσαμε πρώτα στο ένοπλο και μόνο, έξω από τις μάζες και μόνο, με κατάληξη τόσο την απομόνωση από τις μάζες όσο και την εξαφάνιση της ένοπλης διαδικασίας. Όμως τα πράγματα δεν έμειναν μόνο στις ίδιες τις οργανώσεις. Όχι μόνο, μέσα από τη θηριώδη καταπίεση, έγινε τεράστια ζημιά σ’ όλο το λαϊκό κίνημα αλλά ενισχύθηκαν και οι πιο δεξιές απόψεις μέσα σ’ αυτό.
– Αντίθετα, το ΜΙR στη Χιλή κατόρθωσε να πάρει έναν άλλο δρόμο. Γύρω στο 1966, είχε αρχίσει ένοπλες ενέργειες ενάντια σε γαιοκτήμονες κύρια, ενέργειες που ήταν άμεσα δεμένες με τον αγώνα των φτωχών αγροτών. Όταν όμως, το 1970, εμφανίστηκε μια δυνατότητα νίκης της επίσημης αριστεράς μέσα από τις εκλογές, το ΜΙR σταμάτησε τις ένοπλες ενέργειες πριν από τις εκλογές, βλέποντας πως συνέχισή τους σ’ αυτή τη συγκυρία θα σήμαινε αυτοπροβοκάτσια του κινήματος. Στη συνέχεια, μπρος στην κυβέρνηση Αλλιέντε, δεν κράτησε τη λογική “να σπρώξει τους ρεφορμιστές να ξεσκεπαστούν” αλλά πολιτική του ήταν να χρησιμοποιηθούν όλες οι δυνατότητες για να οικοδομηθεί η “λαϊκή εξουσία” και έτσι να ξεσκεπαστούν κι οι ρεφορμιστές. Στη συνέχεια, μπρος στη δικτατορία του Πινοσέτ, δεν ακολούθησε την αυτοχτόνα λογική του “εμφύλιου” αλλά της οικοδόμησης ενός παράνομου ισχυρού δικτύου αντίστασης. Έτσι σήμερα το ΜΙR, παρά τα τεράστια χτυπήματα που δέχτηκε, μπορεί να κάνει και διαδηλώσεις, όπως οργάνωσε πρόσφατα ενάντια στο δημοψήφισμα, και να κάνει ένοπλες ενέργειες – περιορισμένες σήμερα– και να είναι ενεργό στους βασικούς μαζικούς χώρους…
Αλλά αν ρίξουμε μια ματιά πιο κοντά μας, θα δούμε την ίδια λογική στο γερμανικό κίνημα.
Στη Γερμανία έχουμε ένα κίνημα που αναπτύσσεται στα χρόνια 67-69, με κέντρο τη φοιτητική εξέγερση, που είχε σαν βασική θεματολογία την πάλη ενάντια στην ιεραρχία και τον δεσποτισμό του κεφαλαίου καθώς και την υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Αυτό το κίνημα, στα χρόνια 68-69, δοκιμάζει μια πρώτη επαφή και σύνδεση με το εργατικό κίνημα, με αποτέλεσμα στην αρχή αρκετά απογοητευτικό. Ο δρόμος θα πρέπει να’ ναι μακρύς και δύσκολος. Μπρος στην αδυναμία να επιτευχθεί η άμεση σύνδεση, γεννιώνται διαφορετικές λογικές στο κίνημα. Ένα κομμάτι του αυτοανακηρύσσεται σε πρωτοπορία, ένα άλλο αναδιπλώνεται στον εαυτό του (κοινότητες, ψυχανάλυση κλπ.), τέλος ένα άλλο αποφασίζει να επιλέξει τον “πόλεμο”. Στην αρχή, τα κείμενα της ΡΑΦ μιλάνε για δυο στόχους της δραστηριότητάς της. Σύνδεση με μερικές μαζικές καταστάσεις και ενέργειες με στόχο τόσο τα μονοπωλιακά κέντρα όσο και κύρια τον ιμπεριαλισμό και ιδιαίτερα τα στρατιωτικά κέντρα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Μέσα σε 6 χρόνια ο κύκλος έχει ολοκληρωθεί. Η λογική της “ένοπλης σύγκρουσης” πέρα κι έξω από το επίπεδο της ταξικής σύγκρουσης οδήγησε στην αρχή στην αποσύνδεση από το μαζικό κίνημα, για τις ανάγκες της παράνομης δουλειάς (μια και αυτή δε μπορεί να συνδεθεί με το κίνημα), και μετά στη σύγκρουση με τον ταξικό αντίπαλο –μηχανισμός με μηχανισμό– στη λογική της αυτοάμυνας. Δηλαδή, βλέπουμε την ίδια μοιραία διαδικασία που έχει ακολουθήσει η ίδια λογική σε παγκόσμιο επίπεδο: κόψιμο από τις μάζες στην πρώτη φάση και στη συνέχεια “αυτοάμυνα”! Χτυπάει ο αντίπαλος, η ένοπλη ομάδα τού απαντάει (χτυπώντας εισαγγελείς, μπάτσους, κ.λ.π), ο αντίπαλος χτυπάει σε ανώτερο επίπεδο, προσπαθείς να του απαντήσεις στο ίδιο επίπεδο και οδηγείσαι στην απομόνωση από το κίνημα και την καταστροφή, μια και η μάχη που δίνεις αφοράει τον ίδιο τον εαυτό σου κι όχι τις μάζες. Η ΡΑΦ ξεκίνησε με τη λογική της ένοπλης πρωτοπορίας του λαού και κατέληξε με τη λογική της ένοπλης αυτοάμυνας. Για να δούμε όμως τ’ αποτελέσματα της σύγκρουσης, πρέπει ν’ αναχθούμε στην κατάσταση που δημιουργήθηκε στο κίνημα, σ’ όλη τη Γερμανία. Το υπόλοιπο κίνημα, κάτω από την πίεση μιας σύγκρουσης που το ξεπερνούσε, υποχρεώθηκε, μπρος στα καταπιεστικά μέτρα του κράτους, να σκύψει το κεφάλι. Οι δεξιές δυνάμεις και οι τάσεις αναδίπλωσης δυνάμωσαν στο εσωτερικό του όπως και οι ατομικιστικές παρεμβάσεις. Και μπρος σ’ ένα κίνημα αποπροσανατολισμένο, ανίκανο να προβάλει αντίσταση, “ειρηνοποιημένο”, η άρχουσα τάξη πραγμάτωσε μια πρώτη προληπτική αντεπανάσταση, δημιουργώντας ένα κράτος τρόμου και αντεπανάστασης χωρίς καμιά ουσιαστική αντίσταση.
Ποια συμπεράσματα πρέπει να βγάλουμε;
Η δικιά μας εμπειρία είναι μικρή, ελάχιστη. Όμως πρέπει να την δούμε. Παραπάνω προσπαθήσαμε να κάνουμε ένα διαφορισμό ανάμεσα στην υποστήριξη που δίναμε στη διάρκεια της δικτατορίας σε οργανώσεις όπως η “20 Οχτώβρη”, η “ΛΕΑ”, κ.λ.π, και την άρνησή μας ταυτόχρονα να ταυτιστούμε μαζί τους, όπως το ίδιο συμβαίνει σήμερα με την τοποθέτηση που είχαμε για τη “17 Νοέμβρη”.
Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά αυτή την τοποθέτηση:
Η άποψή μας ήταν πως οι ενέργειες αυτών των οργανώσεων σε μια περίοδο δικτατορίας έπαιζαν θετικό ρόλο, ιδιαίτερα σε μια εποχή που δεν κουνιόταν φύλλο (αυτό δεν αρκεί σαν επιχείρημα γενικά. Γιατί δε σημαίνει πως όταν δεν κουνιέται φύλλο εν γένει βάζεις βόμβες. Όχι. Μιλάμε για μια περίοδο δικτατορίας και καταπίεσης των μαζών, με δοσμένη δηλαδή την αντίθεσή τους στο καθεστώς αλλά αδυναμία έκφρασης αυτής της αντίθεσης). Έτσι, οι βόμβες τότε αποτελούσαν ένα φωτεινό σημάδι για το λαό μας, το σημάδι πως η αντίσταση δεν πέθανε. Μ’ αυτή την έννοια προετοίμασαν την επόμενη φάση του αντιφασιστικού κινήματος, της μαζικής αντιπαράθεσης.Όμως, ενώ συμφωνούσαμε μ’ αυτές τις ενέργειες, ποτέ δεν συμφωνήσαμε με τις οργανώσεις-φορείς τους κι αυτό γιατί η θεωρητικοποίηση που έδιναν στις απόψεις τους ήταν άλλη από το πραγματικό επίπεδο των ενεργειών τους. Έτσι, ενώ οι ενέργειές τους είχαν συμβολικό χαρακτήρα, θεωρητικοποιούνταν σαν “αντάρτικο πόλης”, πράγμα που τελικά δεν μπορούσε να είναι, στον βαθμό που δεν υπήρχε η αντίστοιχη ανάπτυξη του κινήματος. Το ίδιο ισχύει και με τη “17 Νοέμβρη”. Έτσι, ακριβώς γιατί υπήρχε μια λαθεμένη θεωρητική αντίληψη πίσω από τη λογική αυτών των οργανώσεων, δεν μπόρεσαν να παίξουν κανένα ρόλο όταν το κίνημα πέρασε σε άλλη φάση, μαζικής αντιπαράθεσης με το φασισμό, και έπαιξαν μηδαμινό ρόλο στο Πολυτεχνείο. [ ]
1. Η Θεωρία του συνδυασμού μαζικής δουλειάς και ένοπλης πάλης
Ένα κεντρικό επιχείρημα που μπαίνει σε παγκόσμιο επίπεδο είναι: έχει φανεί πως αρκετές προσπάθειες ένοπλης διαδικασίας έχουν αποτύχει γιατί δε συνδέονταν με το μαζικό κίνημα. Αν λοιπόν κάνουμε και ένοπλο αγώνα και έχουμε σύνδεση με το μαζικό κίνημα, τότε τα πράγματα θα πάνε καλά. Όμως, τι έχει αποδείξει η διαδικασία; Ότι οι πιο σημαντικές προσπάθειες ένοπλων κινημάτων ξεκίνησαν μ’ αυτή τη λογική κι όμως έφτασαν αλλού. Και θα πρέπει να δούμε για ποιο λόγο. Γιατί το ζήτημα δεν είναι του “συνδυασμού ένοπλου αγώνα και μαζικής δουλειάς”, αλλά ο ένοπλος αγώνας να είναι ο ίδιος μαζικό πολιτικό φαινόμενο, να βγαίνει σα συνέχεια και προχώρημα της μαζικής δουλειάς, σα μαζική δουλειά ο ίδιος. Έτσι έγινε στην Κατοχή, έτσι έγινε σε κάθε αυθεντική επανάσταση, από την Κομμούνα του Παρισιού μέχρι την Παλαιστίνη. Αντίθετα, η θεωρία του συνδυασμού δεν είναι παρά εκλεπτυσμένη μιλιταριστική αντίληψη. Κι ας δούμε γιατί. Γιατί την απόφαση του συνδυασμού την παίρνει κάποια περιορισμένη ομάδα, που αποφασίζει να στηρίξει την ένοπλη δουλειά, υποχρεωτικά κυρίαρχη, και στο μαζικό κίνημα. Όμως, επειδή είναι χωριστή από το μαζικό κίνημα, γίνεται αναπόφευκτα κεντρική –πέρα από οποιαδήποτε σχέση με το μαζικό κίνημα. Ας δούμε τη διαδικασία. Συνήθως οι οργανώσεις και οι ομάδες αυτές ξεκινάνε με ενέργειες “υποστήριξης” σε λαϊκούς αγώνες ή σε στόχους μισητούς από το λαό. Όμως, αυτές οι ενέργειες, στο βαθμό που δεν παίρνουν μέρος οι ίδιες οι μαζικές καταστάσεις στις οποίες αναφέρονται, γίνονται υποχρεωτικά από μικρές ομάδες. Η καταπίεση χτυπάει αυτές τις ομάδες. Τότε, ακόμα και με την πιο επεξεργασμένη ανάλυση, θα πέσεις στον φαύλο κύκλο. Δηλαδή, επειδή δρας σαν ομάδα χωριστή από το μαζικό κίνημα, θες να προβάλεις την πραχτική σου σα σωστή και να προσπαθήσεις να την μαζικοποιήσεις. Γι’ αυτό δεν μπορείς ν’ αφήσεις τον εχθρό να σε χτυπήσει χωρίς ν’ απαντήσεις. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε άρνηση της ίδιας της ύπαρξής σου. Γι’ αυτό, υποχρεωτικά θ’ απαντήσεις, θέλοντας να δείξεις ότι η προοπτική σου είναι πραγματική. Κι έτσι, χωρίς να το θέλεις, θα μπεις στη λογική να ανεβάσεις το επίπεδο των ενεργειών και της αυτοάμυνας. Πράγμα που σημαίνει, όλο και πιο βαθειά παρανομία, όλο και μεγαλύτερο κόψιμο από τις μάζες, όλο και μεγαλύτερος υποκειμενισμός. Έχουμε δει πως όσο πιο απομονωμένη είναι μια ένοπλη οργάνωση τόσο προχωρά σε ενέργειες ανώτερης στρατηγικής κλίμακας. Ο “συνδυασμός” θα ’χει αποτύχει για μια ακόμα φορά.
Αντίθετα, η πραγματική πορεία “συνδυασμού” είναι εκείνη που ακολουθούν οι λαϊκές μάζες. Σε μια απεργία π.χ. φτιάχνονται και ομάδες που τσακίζουν τους απεργοσπάστες, επιβάλλουν τη λαϊκή βία. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος “συνδυασμού”, από τα κάτω, και από κει μπορεί να οικοδομηθεί μια άλλη αντίληψη για την ένοπλη διαδικασία. Έτσι, οι ενέργειες των Τουπαμάρος και του ΕRΡ ήταν τόσο πιο μεγάλες όσο μεγαλύτερη η απομόνωσή τους και η αποτυχία της πολιτικής τους γραμμής. Το ίδιο ισχύει με τη RΑF. Οι “Κόκκινες Ταξιαρχίες” άρχισαν το 1970 με συμβολικές απαγωγές ή ενέργειες ενάντια σε βιομηχάνους ή ιδιαίτερα καταπιεστικούς διευθυντές εργοστασίων, σε μια εποχή ανόδου του εργατικού κινήματος. Στη συνέχεια -όταν το εργατικό κίνημα υποχωρούσε- για την απελευθέρωση των συντρόφων τους και ενάντια στο “πολιτικό προσωπικό του κράτους”. Σήμερα, που βρίσκονται στη μεγαλύτερη απομόνωση, χτυπάνε “την καρδιά του κράτους”.
Η ομάδα του Χρ. Κασίμη χτύπησε το γερμανικό εργοστάσιο της ΑΕG σαν αντίποινα για τη δολοφονία των αγωνιστών της RΑF. Η αστυνομία χτύπησε και δολοφόνησε τον Χρ. Κασίμη. Η “ομάδα Χρ. Κασίμης” έβαλε βόμβα στα ασυρματοφόρα της Ασφάλειας. Το αποτέλεσμα ήταν έρευνες, παρακολουθήσεις, ένταση της επίθεσης της Ασφάλειας. Αναπόφευκτα, απ’ όλους εκείνους τους συντρόφους που θα φαντάζονταν μια διπλή πραχτική, θα πρέπει να ενταθούν τα συνομωτικά μέτρα, όπου κι αν ανήκουν, στη “17 Νοέμβρη”, την “ Ομάδα Χρ. Κασιμης”, την “Ε.Λ.Α.”, κλπ. Συνεπώς, και με δοσμένη τη μικρή ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη χώρα μας, το κόψιμο από τις μάζες θα πρέπει να γίνει σχεδόν απόλυτο.
Χαρακτηριστική είναι η εμπειρία της ΕΤΑ στην Ισπανία, όπως και άλλων ομάδων στη Γερμανία, Ιταλία και αλλού. Για τις ανάγκες μιας διπλής δουλειάς (που στην περίπτωση της ΕΤΑ ανταποκρίνονταν απόλυτα στις συνθήκες, στην περίοδο του φρανκισμού), είχαν κάνει έναν όσο γίνεται απόλυτο χωρισμό ανάμεσα στη μαζική και τη στρατιωτική επέμβαση. Το αποτέλεσμα ήταν, σήμερα στην Ισπανία, που ένα κομμάτι της ΕΤΑ θέλει να συνεχίσει τον “πόλεμο”, να γίνει διάσπαση ανάμεσα στο κομμάτι που κάνει μαζική δουλειά και το στρατιωτικό. Το ίδιο έγινε και αλλού. Γιατί έχεις να επιλέξεις. Αν πραγματικά προωθείς μια μαζική δουλειά, τότε ο ρυθμός της θάναι προσαρμοσμένος στον ρυθμό του μαζικού κινήματος (όπως σήμερα στην Ισπανία) και άρα οι ενέργειες του στρατιωτικού “κλάδου” θα εμποδίζουν αυτή τη μαζική δουλειά. Όμοια και οι αναγκαιότητες της μαζικής δουλειάς θα επιβάλουν περιορισμούς στην εξέλιξη του ένοπλου. Αργά ή γρήγορα θα ’ ρθεί η διάσπαση και το “όπλο” θα συνεχίσει, “απελευθερωμένο από τους περιορισμούς του κόσμου τούτου”, τη πορεία του.
Αν αντίθετα δεν προωθείς μια πραγματικά μαζική δουλειά αλλά ένα απλό “κάλυμμα” της στρατιωτικής δράσης και χώρο “στρατολόγησης”, τότε ευνουχίζεις και εμποδίζεις το πολιτικό προχώρημα των ανθρώπων που παίζουν το ρόλο του “καλύμματος”, εμποδίζεις το πολιτικό προχώρημα του κινήματος γιατί, με βάση μια στρατιωτική λογική, μεταφέρεις την πολιτική έξω απ’ αυτούς τους ανθρώπους, έξω από τον κόσμο, μια και η πολιτική γίνεται από τους ειδικούς του ένοπλου. Έτσι δεν υπάρχει διέξοδος.
Η μιλιταριστική λογική δεν χωράει κανένα συνδυασμό, τελικά τον απορρίπτει. Μοιάζει με μια πένθιμη πορεία, που διαρκώς την εγκαταλείπουν αυτοί που την παρακολουθούν, για να μείνουν στο τέλος μόνο οι λίγοι “συγγενείς” που βαδίζουν μέσα στη γενική απομόνωση και τρομοκράτηση.
2. Ελιτισμός – μιλιταρισμός και περιφρόνηση των μαζών
[ ] Κάθε σύντροφος που μπαίνει στο επαναστατικό κίνημα ξεκινάει με τη θέληση να αλλάξει τον κόσμο και τη ζωή του, να χτίσει έναν άλλο κόσμο, ν’ αλλάξει την ίδια του τη ζωή. Γι’ αυτό, τη διαδικασία της επανάστασης δεν τη βλέπει, δε μπορεί να τη βλέπει, ξεκομμένη από την ίδια του τη ζωή και την αλλαγή της. Μόνο οι αστοί πολιτικάντηδες, έστω κι αν λέγονται κομμουνιστές, κάνουν πολιτική 6-8 και για την υπόλοιπη ζωή τους πέρα βρέχει. Οι επαναστάστες προσπαθούν, στο μέτρο της ανάπτυξης του ίδιου του κινήματος, ν’ αλλάξουν την ίδια τη ζωή τους. Και τις αναγκαιότητες του συνωμοτισμού και της παρανομίας τις αντιμετωπίζουν σαν τέτοιες, αναγκαιότητες δηλαδή, και όχι σαν την πραγμάτωση του αγωνιστή. Όταν οι σύντροφοι της RΑF λένε πως ο άνθρωπος –ο αγωνιστής– πραγματώνεται μέσα από την παρανομία, πρόκειται για μια διαστροφή προς τον μιλιταρισμό και τον ελιτισμό. Ο αγωνιστής πραγματώνεται μέσα από τη σχέση του με τις μάζες και τη σύγκρουση μαζί μ’ αυτές ενάντια στον εχθρό, και άρα μέσα από την αλλαγή των σχέσεών του μ’ αυτές, την αλλαγή των ίδιων των συνολικών του ατομικών αντιλήψεων και σχέσεων.
Το καινούργιο επαναστατικό κίνημα, που στις χώρες της Ευρώπης αναπτύσσεται από τη δεκαετία του ’60, είχε αυτή τη διπλή οπτική: σύγκρουση με τον εχθρό, αλλαγή της σχέσης με τις μάζες, αλλαγή του ίδιου του επαναστατικού υποκειμένου. Μέσα στη διαδικασία πτώσης του κινήματος, αυτές οι λογικές τείνουν να αυτονομούνται. Από τη μια η RΑF, η σύγκρουση, από την άλλη εκείνοι που αποζητούν τη λύση των ατομικών τους προβλημάτων. Το κριτήριο, ο κρίκος που λείπει κι από τις δύο οπτικές, είναι η σύνδεση με τις μάζες και τις ανάγκες τους. Αυτή καθορίζει τόσο την πορεία και το επίπεδο της σύγκρουσης όσο και το μέτρο των ατομικών μετασχηματισμών.
Η “ένοπλη πάλη” και η λογική της, όταν δεν είναι αποτέλεσμα της ωρίμανσης του λαϊκού κινήματος, οδηγεί στον μιλιταρισμό, τη λατρεία της δύναμης, τον σεχταρισμό, το κόψιμο από τις ανάγκες των μαζών, στην περιφρόνησή τους. Πρόκειται πάντα, από την εποχή του Μπλανκί μέχρι σήμερα, για κάτι πάνω και πέρα από τις μάζες.
Ο.Π.Α.
Μάρτης 1978