1,2K
του Χατζηαντωνίου Κώστα
Έχουνε φέρει σιδερένιους λοστούς και κλείνουν το δρόμο, στη γωνία. Όλοι ανησυχούν. Τι θα κάνουν άραγε; Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Τότε βγαίνει μια λάμψη και σκοτεινιάζουν τα πάντα από καπνό. Φαίνεται βάλανε φωτιά εδώ κοντά. Ο ήλιος εχάθηκε, μαύρισε ο ουρανός. Κλείσανε και τους δρόμους, μήπως θέλουν να μας κάψουν ζωντανούς;
Δεν περνάνε δέκα λεφτά και ο δρόμος γεμίζει κόσμο τρελό, πανικόβλητο. Έρχονται από την άλλη μεριά, που δεν έχουν βάλει λοστούς, και στο δρόμο μας παγιδεύονται. Φωνάζουν: «Βοήθεια, θα μας κάψουν ζωντανούς!». Όπως είμαστε στο παράθυρο, κοιτάζουμε σαστισμένοι. Μας φωνάζουν: «Μην κάθεστε μέσα. θα μας κάψουν. Όλους τους δρόμους τους έχουν κλείσει, δεν αφήνουν πουθενά. Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια!». Μυριάδες φωνές. Ο δρόμος δε χωράει άλλους. Μπαίνουν στα σπίτια. Ως και οι ταράτσες γεμίζουν κόσμο πού φωνάζει, παραληρεί. Άλλοι έχουν χάσει τα παιδιά τους. Παιδιά σκούζουν, ζητάνε τη μάνα τους. Ορμάει ο κόσμος να πηδήσει τους λοστούς. Είναι μαζεμένοι εκεί πολλοί Τούρκοι, πυροβολούν και πέφτουν κάμποσοι νεκροί. Ουρλιαχτά, κατάρες, προσευχές. Σκοτεινιάζει πια, είναι και ο καπνός που μας καίει τα μάτια. Τότε αρχίζει άλλο δράμα: τα καρφιά. Τί ήταν πάλι αυτό; Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Τόσες φωτιές έχω δει, αυτό το πράγμα δεν το ξανάδα, ούτε και διάβασα πουθενά κάτι τέτοιο. Από τα σπίτια που καίγονται, εκσφενδονίζονται μεγάλα καρφιά, κατακόκκινα, και πέφτουν, κάνοντας, ένα θεαματικό ημικύκλιο, πάνω στον κόσμο. Καθώς σκοτεινιάζει, λάμπουν σαν κόκκινες σαΐτες. Άνθρωποι τραυματίζονται και ουρλιάζουν. Μέσα από τα σπίτια δίνουν λεκάνες, κουβάδες, τεντζερέδια, ταψιά, βρεμένες κουβέρτες, για να προφυλαχτούν οι απέξω. Αυτοί που είχαν πάει στις ταράτσες έντρομοι κατεβαίνουν, πατείς με πατώ σε. Δεν υπάρχει πια χώρος. Η μαμά μου κάθεται στο πεζούλι του παραθύρου, κοντά μου. Κοντεύουν να μας πετάξουν έξω. Από μέσα φωνάζουν «θα σκάσουμε». Η μαμά μου ούτε βλέπει ούτε ακούει. Απαντάει αφηρημένα στις ερωτήσεις που της κάνουν και τα μάτια της είναι στραμμένα στους Τούρκους που είναι κοντά στους λοστούς. Ο κόσμος φωνάζει «βοήθεια», και πολλοί ζηλεύουν αυτούς που είναι μέσα γιατί δεν έχουν φόβο από τα καρφιά. Οι μέσα πάλι, δεν μπορούν ν’ ανασάνουν από τον κόσμο που είναι πήχτρα.
Τώρα έρχονται κάτι φραγκοπαπάδες. Δείχνουν χαρτιά στους Τούρκους, αυτοί τα διαβάζουν και –ω του θαύματος!– ανοίγουν τους λοστούς. Ο κόσμος τρέχει ξέφρενος. Κανείς δεν ξέρει τι κάνει αυτή την ώρα, τρέχουν μακριά από τη φωτιά και νομίζουν πως όλα τέλειωσαν. Όλοι φωνάζουν: «Πάμε στο Και, στ’ ακρογιάλι». Η μαμά βλέπει το σπίτι ν’ αδειάζει και το δρόμο ν’ αραιώνει.
–Γρήγορα, λέει, φορέστε όσες αλλαξιές σας έφερα, απανωτά.
Βοηθάει εμένα να κάνω πιο γρήγορα. Δίνει το χαλί στη Ρόζα, το κιλιμάκι στους ώμους μου, σηκώνει η ίδια το καλάθι, και παίρνουμε δρόμο. Αλλά εμένα το μυαλό μου είναι πώς να πάρω την κούκλα και το άλογο.
–Βρε καιγόμαστε, το καταλαβαίνεις; Σου ’στριψε; Θεέ μου, ο κόσμος στ’ αλήθεια καίγεται, κι αυτή την κούκλα της! Ήμαρτον, Παναγία μου…
Πετάει μακριά την κούκλα και το άλογο, που εγώ τα θέλω και κλαίω.
Όλος ο κόσμος κρατάει μπόγους, βαλίτσες ή τσουβάλια στην πλάτη. Είναι και πολλοί που δεν έχουν προλάβει να πάρουν κάτι. Ξεκινάμε μαζί τους και μεις, προσέχοντας να μη χαθούμε. Περνάμε τους κεντρικούς δρόμους όπου τα ωραία μαγαζιά χάσκουν λεηλατημένα. Φτάνουμε στο Κορντόν που έχει ωραία και αρχοντικά σπίτια. Κάτι κυρίες κλαίνε στα παράθυρα και μας ρωτάνε πού πάμε. Νομίζουν ότι αυτοί δεν διατρέχουν κίνδυνο, γιατί είναι κοντά οι Πρεσβείες και τα Προξενεία.
Στο Και σταματούμε έντρομοι. Γυμνά σπαθιά των Τούρκων λαμποκοπούν, ανεβοκατεβαίνοντας στα κεφάλια των Χριστιανών. Αχ, Θεέ μου, πού να πάμε να σωθούμε; Λέει κάποιος:
–Να πάμε στη Σχολή Καλογραιών. Τους Καθολικούς δεν τους πειράζουν οι Τούρκοι.
Τρέχουμε. Έρχονται κι άλλοι. Μόλις βλέπουν πως τρέχουμε προς τα κει, μας ακολουθούν, δίχως να ξέρουν πού πάμε και δίχως να ξέρουν αν οι δικοί τους ακολουθούνε ή όχι. Τρέχουν να σωθούν, φωνάζοντας ονόματα χαμένων.
Φτάνουμε στη Σχολή. Οι μεγάλες πόρτες είναι κατάκλειστες. Χτυπάμε φωνάζοντας: «Βοήθεια, μας σφάζουν!». Η πόρτα δεν αργεί ν’ ανοίξει και με την ευλογία κάποιας καλογριάς ή ηγουμένης μπαίνουμε. Σχεδόν είμαστε από τους πρώτους. Η μαμά φωνάζει:
–Τρεχάτε απάνω, μη μας τσαλαπατήσει ο κόσμος.
Ανεβαίνουμε. Είναι μια μεγάλη αίθουσα και ο Χριστός στον τοίχο, με την καρδιά του έξω ν’ ακτινοβολεί, μας ευλόγα. Ένας αγανακτισμένος φωνάζει:
–Μάλιστα, Κύριε! Με την ευλογία Σου σφάζεται ο κόσμος Σου. Με μας είσαι ή με τους Τούρκους; Τέτοιες ώρες Σε θέλουμε να κάνεις θαύματα. Κάνε ένα θαύμα να κουλαθούν τα χέρια των Τούρκων, που σφάζουν και σκοτώνουν τη Χριστιανοσύνη…
–Καλέ, μη βλαστημάς, λέει άλλος. Δοκιμάζει την αντοχή μας. Είμαστε όλοι αμαρτωλοί.
Και κάνει μετάνοιες και σταυροκοπιέται, λέγοντας, «ήμαρτον, Χριστέ μου». Όλοι μαζί τώρα ψέλνουν το «Σώσε, Κύριε, τον λαόν Σου». Πάνω, κάτω γεμίζει κόσμο.
–Φαίνεται, έχουν φύγει όλοι, λέει κάποιος. Γύρισα όλο το κτίριο αλλά δεν είδα καμία άλλη καλογριά, κανέναν Ιταλό που να γνωρίζω. Η κόρη μου εδώ ερχόταν σχολείο.
Από τα παράθυρα βλέπουμε τη Σμύρνη που καίγεται σα λαμπάδα και λυπάται η ψυχή μας. Η ωραία αυτή πόλη, η τόσο χαρούμενη, που δυο μέρες πριν ακόμα, ήταν ντυμένη στα γαλανόλευκα! Στο κτίριο γίνεται πανζουρλισμός. Μανάδες σπρώχνουν τον κόσμο και ψάχνουν τα παιδιά τους, παιδιά κλαίνε, άλλοι μιλούν ελληνικά, άλλοι αρμένικα, άλλοι τούρκικα. Βαβυλωνία. Και όλοι ζητάνε βοήθεια και προσεύχονται στον ίδιο Θεό. Ολονών τα μάτια είναι στραμμένα στη φωτιά. Αχ, ποτέ θα τη σβήσουν; Όλοι ελπίζουν πως εδώ δεν πρόκειται να ’ρθει. Μετά το Κορντόν, ως την παραλία, είναι ξένες αντιπροσωπείες. Πρεσβείες και Προξενεία. Δεν μπορούν να φανταστούν ότι οι Ξένοι θα τ’ αφήσουν να καούν. Αλλά γελιώνται. Ακούμε τις αντλίες που περνάνε και νομίζουμε ότι πάνε να σβήσουν τις φωτιές να μην επεκταθούν προς τα δω. Δεν περνάει μισή ώρα και βλέπουμε απότομα τη φωτιά, σαν τεράστιο φίδι, να πλησιάζει. Τα ιπτάμενα καρφιά πέφτουν πάλι, σπάζουν τζάμια, τραυματίζουν και καίνε. Άλλωστε η φωτιά πλησιάζει. Έντρομοι τρέχουμε κάτω. Οι Τούρκοι μαζεμένοι στην εξώπορτα πιάνουν τους άντρες και τα κορίτσια από τα μαλλιά. Όσοι αντιστέκονται, μένουν στον τόπο καταματωμένοι. Έχει γεμίσει πτώματα.
Βλέποντας η μαμά αυτή τη συμφορά, πετάει τον μπόγο που κρατάει και μας πιάνει από τα χέρια. Τρέχουμε ανάμεσα στον κόσμο. Μας λέει:
–Έτσι να περπατάμε, να μη χαθούμε, και πάντα ανάμεσα στο πλήθος, να μη μας φτάνουν οι Τούρκοι από τις άκρες.
Φτάνουμε πάλι στο ακρογιάλι, στο Και. Αχ, Παρθένα μου! Εδώ τα πράγματα έχουν αγριέψει. Τα πόδια μας πια δεν πατάνε γης. Ό,τι έχει πάρει ο καθένας, μα πολύτιμο ήτανε μα απαραίτητο, το ’χει πετάξει. Βλέπεις μπόγους, μπαούλα, τσουβάλια γεμάτα, μηχανές, βαλίτσες, πτώματα, ακόμα και αρρώστους, που οι δικοί τους είχανε πάρει μαζί για να τους σώσουν, και μην μπορώντας πια να τους σηκώνουν, τους άφησαν. Τα κτίρια καίγονται, οι Τούρκοι με σπαθιά και μαχαίρια χτυπούν δίχως να διαλέγουν. Ο κόσμος τρέχει, τρέχει τσαλαπατώντας τα πάντα. Σπαραχτικές φωνές. Είναι πολλοί που πέφτουν στη θάλασσα με την ελπίδα να σωθούν. Μπαίνουν, αν βρουν πλεούμενο, αλλά σκαρφαλώνουν τόσοι πολλοί, πού αμέσως αναποδογυρίζει. Άλλους, που θέλουν ν’ απομακρυνθούν κολυμπώντας, τους πυροβολούν. Οι πνιγμένοι είναι τόσοι πολλοί, που εγώ νομίζω ότι, αν περπατήσει κανείς απάνω τους, θα πάει στα καράβια. Αλλά τα καράβια είναι μακριά, και να φτάσει κανείς ως εκεί, δεν τον παίρνουν. Τους σπρώχνουν ξανά πίσω και, αν επιμένουν, τους πυροβολούν ή τους χύνουν νερά. Είναι, βλέπετε, σύμμαχοι των Τούρκων. Περιορίζονται να βγάζουν ταινίες και φωτογραφίες! Κάθε τόσο τα φώτα των προβολέων γλιστρούν σε όλο το μήκος της παραλίας, φωτίζοντας τη συμφορά. Εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι κατεβάζουν τα σπαθιά και τις χαντζάρες, ο κόσμος σηκώνει τα χέρια και με ό,τι φωνή έχει φωνάζει: «Βοήθεια! βοήθεια!».
Μα το πληρώνουν ακριβά. Μόλις σβήνουν οι προβολείς, τα χαντζάρια τους λυσσασμένα χτυπούν, δεξιά-αριστερά, ρίχνοντας κορμιά στη γης κι ανοίγοντας κεφάλια.
Είναι νύχτα. Και μεις, μες στο μακελειό, κρατιόμαστε σφιχτά και οι τρεις, φροντίζοντας να είμαστε στη μέση του πλήθους. Ούτε βλέπουμε τι πατάμε, συνέχεια ανεβοκατεβαίνουμε. Είναι κι ένας άλλος κίνδυνος: αν πέσεις, δε σηκώνεσαι, σε πατάει ο κόσμος. Τέτοιες στιγμές, αν τύχαινε να πέσει καμιά από τις τρεις μας, δέναμε τα χέρια πιο σφιχτά, φωνάζοντας «μη, μην την πατήσετε», και κάποιο χέρι βρισκότανε να βοηθήσει. Πόσοι και πόσοι έπεσαν, απλώς σκοντάφτοντας, για να μη σηκωθούν ποτέ πια.
Πέθαναν ποδοπατημένοι. Ο κόσμος, αυτή την ώρα, δεν έβλεπε τίποτα. Ήταν σαν τα θηρία που τρέχουν να σωθούν όταν αρπάξουν φωτιά τα δάση. Από τη μια τα κτίρια καίγονται, από την άλλη η θάλασσα γεμάτη πτώματα, πίσω οι Τούρκοι με τα σπαθιά.
Δεν περνάνε δέκα λεφτά και ο δρόμος γεμίζει κόσμο τρελό, πανικόβλητο. Έρχονται από την άλλη μεριά, που δεν έχουν βάλει λοστούς, και στο δρόμο μας παγιδεύονται. Φωνάζουν: «Βοήθεια, θα μας κάψουν ζωντανούς!». Όπως είμαστε στο παράθυρο, κοιτάζουμε σαστισμένοι. Μας φωνάζουν: «Μην κάθεστε μέσα. θα μας κάψουν. Όλους τους δρόμους τους έχουν κλείσει, δεν αφήνουν πουθενά. Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια!». Μυριάδες φωνές. Ο δρόμος δε χωράει άλλους. Μπαίνουν στα σπίτια. Ως και οι ταράτσες γεμίζουν κόσμο πού φωνάζει, παραληρεί. Άλλοι έχουν χάσει τα παιδιά τους. Παιδιά σκούζουν, ζητάνε τη μάνα τους. Ορμάει ο κόσμος να πηδήσει τους λοστούς. Είναι μαζεμένοι εκεί πολλοί Τούρκοι, πυροβολούν και πέφτουν κάμποσοι νεκροί. Ουρλιαχτά, κατάρες, προσευχές. Σκοτεινιάζει πια, είναι και ο καπνός που μας καίει τα μάτια. Τότε αρχίζει άλλο δράμα: τα καρφιά. Τί ήταν πάλι αυτό; Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Τόσες φωτιές έχω δει, αυτό το πράγμα δεν το ξανάδα, ούτε και διάβασα πουθενά κάτι τέτοιο. Από τα σπίτια που καίγονται, εκσφενδονίζονται μεγάλα καρφιά, κατακόκκινα, και πέφτουν, κάνοντας, ένα θεαματικό ημικύκλιο, πάνω στον κόσμο. Καθώς σκοτεινιάζει, λάμπουν σαν κόκκινες σαΐτες. Άνθρωποι τραυματίζονται και ουρλιάζουν. Μέσα από τα σπίτια δίνουν λεκάνες, κουβάδες, τεντζερέδια, ταψιά, βρεμένες κουβέρτες, για να προφυλαχτούν οι απέξω. Αυτοί που είχαν πάει στις ταράτσες έντρομοι κατεβαίνουν, πατείς με πατώ σε. Δεν υπάρχει πια χώρος. Η μαμά μου κάθεται στο πεζούλι του παραθύρου, κοντά μου. Κοντεύουν να μας πετάξουν έξω. Από μέσα φωνάζουν «θα σκάσουμε». Η μαμά μου ούτε βλέπει ούτε ακούει. Απαντάει αφηρημένα στις ερωτήσεις που της κάνουν και τα μάτια της είναι στραμμένα στους Τούρκους που είναι κοντά στους λοστούς. Ο κόσμος φωνάζει «βοήθεια», και πολλοί ζηλεύουν αυτούς που είναι μέσα γιατί δεν έχουν φόβο από τα καρφιά. Οι μέσα πάλι, δεν μπορούν ν’ ανασάνουν από τον κόσμο που είναι πήχτρα.
Τώρα έρχονται κάτι φραγκοπαπάδες. Δείχνουν χαρτιά στους Τούρκους, αυτοί τα διαβάζουν και –ω του θαύματος!– ανοίγουν τους λοστούς. Ο κόσμος τρέχει ξέφρενος. Κανείς δεν ξέρει τι κάνει αυτή την ώρα, τρέχουν μακριά από τη φωτιά και νομίζουν πως όλα τέλειωσαν. Όλοι φωνάζουν: «Πάμε στο Και, στ’ ακρογιάλι». Η μαμά βλέπει το σπίτι ν’ αδειάζει και το δρόμο ν’ αραιώνει.
–Γρήγορα, λέει, φορέστε όσες αλλαξιές σας έφερα, απανωτά.
Βοηθάει εμένα να κάνω πιο γρήγορα. Δίνει το χαλί στη Ρόζα, το κιλιμάκι στους ώμους μου, σηκώνει η ίδια το καλάθι, και παίρνουμε δρόμο. Αλλά εμένα το μυαλό μου είναι πώς να πάρω την κούκλα και το άλογο.
–Βρε καιγόμαστε, το καταλαβαίνεις; Σου ’στριψε; Θεέ μου, ο κόσμος στ’ αλήθεια καίγεται, κι αυτή την κούκλα της! Ήμαρτον, Παναγία μου…
Πετάει μακριά την κούκλα και το άλογο, που εγώ τα θέλω και κλαίω.
Όλος ο κόσμος κρατάει μπόγους, βαλίτσες ή τσουβάλια στην πλάτη. Είναι και πολλοί που δεν έχουν προλάβει να πάρουν κάτι. Ξεκινάμε μαζί τους και μεις, προσέχοντας να μη χαθούμε. Περνάμε τους κεντρικούς δρόμους όπου τα ωραία μαγαζιά χάσκουν λεηλατημένα. Φτάνουμε στο Κορντόν που έχει ωραία και αρχοντικά σπίτια. Κάτι κυρίες κλαίνε στα παράθυρα και μας ρωτάνε πού πάμε. Νομίζουν ότι αυτοί δεν διατρέχουν κίνδυνο, γιατί είναι κοντά οι Πρεσβείες και τα Προξενεία.
Στο Και σταματούμε έντρομοι. Γυμνά σπαθιά των Τούρκων λαμποκοπούν, ανεβοκατεβαίνοντας στα κεφάλια των Χριστιανών. Αχ, Θεέ μου, πού να πάμε να σωθούμε; Λέει κάποιος:
–Να πάμε στη Σχολή Καλογραιών. Τους Καθολικούς δεν τους πειράζουν οι Τούρκοι.
Τρέχουμε. Έρχονται κι άλλοι. Μόλις βλέπουν πως τρέχουμε προς τα κει, μας ακολουθούν, δίχως να ξέρουν πού πάμε και δίχως να ξέρουν αν οι δικοί τους ακολουθούνε ή όχι. Τρέχουν να σωθούν, φωνάζοντας ονόματα χαμένων.
Φτάνουμε στη Σχολή. Οι μεγάλες πόρτες είναι κατάκλειστες. Χτυπάμε φωνάζοντας: «Βοήθεια, μας σφάζουν!». Η πόρτα δεν αργεί ν’ ανοίξει και με την ευλογία κάποιας καλογριάς ή ηγουμένης μπαίνουμε. Σχεδόν είμαστε από τους πρώτους. Η μαμά φωνάζει:
–Τρεχάτε απάνω, μη μας τσαλαπατήσει ο κόσμος.
Ανεβαίνουμε. Είναι μια μεγάλη αίθουσα και ο Χριστός στον τοίχο, με την καρδιά του έξω ν’ ακτινοβολεί, μας ευλόγα. Ένας αγανακτισμένος φωνάζει:
–Μάλιστα, Κύριε! Με την ευλογία Σου σφάζεται ο κόσμος Σου. Με μας είσαι ή με τους Τούρκους; Τέτοιες ώρες Σε θέλουμε να κάνεις θαύματα. Κάνε ένα θαύμα να κουλαθούν τα χέρια των Τούρκων, που σφάζουν και σκοτώνουν τη Χριστιανοσύνη…
–Καλέ, μη βλαστημάς, λέει άλλος. Δοκιμάζει την αντοχή μας. Είμαστε όλοι αμαρτωλοί.
Και κάνει μετάνοιες και σταυροκοπιέται, λέγοντας, «ήμαρτον, Χριστέ μου». Όλοι μαζί τώρα ψέλνουν το «Σώσε, Κύριε, τον λαόν Σου». Πάνω, κάτω γεμίζει κόσμο.
–Φαίνεται, έχουν φύγει όλοι, λέει κάποιος. Γύρισα όλο το κτίριο αλλά δεν είδα καμία άλλη καλογριά, κανέναν Ιταλό που να γνωρίζω. Η κόρη μου εδώ ερχόταν σχολείο.
Από τα παράθυρα βλέπουμε τη Σμύρνη που καίγεται σα λαμπάδα και λυπάται η ψυχή μας. Η ωραία αυτή πόλη, η τόσο χαρούμενη, που δυο μέρες πριν ακόμα, ήταν ντυμένη στα γαλανόλευκα! Στο κτίριο γίνεται πανζουρλισμός. Μανάδες σπρώχνουν τον κόσμο και ψάχνουν τα παιδιά τους, παιδιά κλαίνε, άλλοι μιλούν ελληνικά, άλλοι αρμένικα, άλλοι τούρκικα. Βαβυλωνία. Και όλοι ζητάνε βοήθεια και προσεύχονται στον ίδιο Θεό. Ολονών τα μάτια είναι στραμμένα στη φωτιά. Αχ, ποτέ θα τη σβήσουν; Όλοι ελπίζουν πως εδώ δεν πρόκειται να ’ρθει. Μετά το Κορντόν, ως την παραλία, είναι ξένες αντιπροσωπείες. Πρεσβείες και Προξενεία. Δεν μπορούν να φανταστούν ότι οι Ξένοι θα τ’ αφήσουν να καούν. Αλλά γελιώνται. Ακούμε τις αντλίες που περνάνε και νομίζουμε ότι πάνε να σβήσουν τις φωτιές να μην επεκταθούν προς τα δω. Δεν περνάει μισή ώρα και βλέπουμε απότομα τη φωτιά, σαν τεράστιο φίδι, να πλησιάζει. Τα ιπτάμενα καρφιά πέφτουν πάλι, σπάζουν τζάμια, τραυματίζουν και καίνε. Άλλωστε η φωτιά πλησιάζει. Έντρομοι τρέχουμε κάτω. Οι Τούρκοι μαζεμένοι στην εξώπορτα πιάνουν τους άντρες και τα κορίτσια από τα μαλλιά. Όσοι αντιστέκονται, μένουν στον τόπο καταματωμένοι. Έχει γεμίσει πτώματα.
Βλέποντας η μαμά αυτή τη συμφορά, πετάει τον μπόγο που κρατάει και μας πιάνει από τα χέρια. Τρέχουμε ανάμεσα στον κόσμο. Μας λέει:
–Έτσι να περπατάμε, να μη χαθούμε, και πάντα ανάμεσα στο πλήθος, να μη μας φτάνουν οι Τούρκοι από τις άκρες.
Φτάνουμε πάλι στο ακρογιάλι, στο Και. Αχ, Παρθένα μου! Εδώ τα πράγματα έχουν αγριέψει. Τα πόδια μας πια δεν πατάνε γης. Ό,τι έχει πάρει ο καθένας, μα πολύτιμο ήτανε μα απαραίτητο, το ’χει πετάξει. Βλέπεις μπόγους, μπαούλα, τσουβάλια γεμάτα, μηχανές, βαλίτσες, πτώματα, ακόμα και αρρώστους, που οι δικοί τους είχανε πάρει μαζί για να τους σώσουν, και μην μπορώντας πια να τους σηκώνουν, τους άφησαν. Τα κτίρια καίγονται, οι Τούρκοι με σπαθιά και μαχαίρια χτυπούν δίχως να διαλέγουν. Ο κόσμος τρέχει, τρέχει τσαλαπατώντας τα πάντα. Σπαραχτικές φωνές. Είναι πολλοί που πέφτουν στη θάλασσα με την ελπίδα να σωθούν. Μπαίνουν, αν βρουν πλεούμενο, αλλά σκαρφαλώνουν τόσοι πολλοί, πού αμέσως αναποδογυρίζει. Άλλους, που θέλουν ν’ απομακρυνθούν κολυμπώντας, τους πυροβολούν. Οι πνιγμένοι είναι τόσοι πολλοί, που εγώ νομίζω ότι, αν περπατήσει κανείς απάνω τους, θα πάει στα καράβια. Αλλά τα καράβια είναι μακριά, και να φτάσει κανείς ως εκεί, δεν τον παίρνουν. Τους σπρώχνουν ξανά πίσω και, αν επιμένουν, τους πυροβολούν ή τους χύνουν νερά. Είναι, βλέπετε, σύμμαχοι των Τούρκων. Περιορίζονται να βγάζουν ταινίες και φωτογραφίες! Κάθε τόσο τα φώτα των προβολέων γλιστρούν σε όλο το μήκος της παραλίας, φωτίζοντας τη συμφορά. Εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι κατεβάζουν τα σπαθιά και τις χαντζάρες, ο κόσμος σηκώνει τα χέρια και με ό,τι φωνή έχει φωνάζει: «Βοήθεια! βοήθεια!».
Μα το πληρώνουν ακριβά. Μόλις σβήνουν οι προβολείς, τα χαντζάρια τους λυσσασμένα χτυπούν, δεξιά-αριστερά, ρίχνοντας κορμιά στη γης κι ανοίγοντας κεφάλια.
Είναι νύχτα. Και μεις, μες στο μακελειό, κρατιόμαστε σφιχτά και οι τρεις, φροντίζοντας να είμαστε στη μέση του πλήθους. Ούτε βλέπουμε τι πατάμε, συνέχεια ανεβοκατεβαίνουμε. Είναι κι ένας άλλος κίνδυνος: αν πέσεις, δε σηκώνεσαι, σε πατάει ο κόσμος. Τέτοιες στιγμές, αν τύχαινε να πέσει καμιά από τις τρεις μας, δέναμε τα χέρια πιο σφιχτά, φωνάζοντας «μη, μην την πατήσετε», και κάποιο χέρι βρισκότανε να βοηθήσει. Πόσοι και πόσοι έπεσαν, απλώς σκοντάφτοντας, για να μη σηκωθούν ποτέ πια.
Πέθαναν ποδοπατημένοι. Ο κόσμος, αυτή την ώρα, δεν έβλεπε τίποτα. Ήταν σαν τα θηρία που τρέχουν να σωθούν όταν αρπάξουν φωτιά τα δάση. Από τη μια τα κτίρια καίγονται, από την άλλη η θάλασσα γεμάτη πτώματα, πίσω οι Τούρκοι με τα σπαθιά.
Απόσπασμα από Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν
Πλέθρον, Αθήνα 1980