του Μιχάλη Μερακλή
Ο Νικόλαος Πολίτης, στο corpus των Παραδόσεων που εξέδωσε το 1904, στην ομάδα Παλιές Ιστορίες, δημοσίευσε και την ακόλουθη, από το Μελεχουμπί της Καππαδοκίας: “Όταν ο βασιλιάς της Περσίας επήρε όλη τη χώρα, ηθέλησε να ξεριζώσει τη χριστιανική θρησκεία. Γρήγορα όμως εννόησε πως ποτέ δεν θα μπορούσε να το κατορθώσει, όσο οι άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά· έπρεπε να ξεμάθουν πρώτα τη γλώσσα τους, για ν’ αλλάξουν τη θρησκεία τους. Επρόσταξε λοιπόν και έκοψαν τις γλώσσες όλων των παιδιών. Εμεγάλωσαν τα παιδιά, και ύστερα από τη βουβή αυτή γενεά τους ήρθε η άλλη, η γενεά των παιδιών τους, και αυτή αναγκάσθηκε να μάθει τη γλώσσα εκείνων που τους εσκλάβωσαν. Μονάχα το χωριό μας έτυχε και ελησμόνησαν, γι’ αυτό, επειδή δεν τους έκοψαν τις γλώσσες, εφύλαξαν και τη γλώσσα και τη θρησκεία τους, και μιλούν ελληνικά εις το Μελεχουμπί, αν και όλα τ’ άλλα χωριά ολόγυρα μιλούν τούρκικα”.
Ο Πολίτης (ο οποίος στα σχόλιά του διευκρινίζει ότι η αναφορά γίνεται ασφαλώς στην περίοδο της Τουρκοκρατίας κι ότι ήταν “συνηθεστάτη, μάλιστα κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως, η διά του ονόματος των Περσών δήλωσις των Τούρκων”) πήρε την παράδοση από ένα ταξιδιωτικό βιβλίο των μέσων του 19ου αιώνα (Ch. Texier, Description de l’ Asie Mineure, Paris 1841, τ.II, σ. 22). Ο περιηγητής, όπως γράφει ο Πολίτης, είχε ακούσει την παράδοση από τον ιερέα του χωριού. Και θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι την είχε πλάσει ο ιερέας ο ίδιος. Αλλά ο σοφός σχολιαστής βεβαιώνει πως “η παράδοσις ότι οι Τούρκοι απέκοψαν τας γλώσσας των κατακτηθέντων Χριστιανών της Μικράς Ασίας, ίνα λησμονήσωσι την γλώσσαν και την θρησκείαν των, είναι διαδεδομένη απανταχού της Ελλάδος”. Οπωσδήποτε, όποιος και να την έπλασε αρχικά, η παράδοση αυτή εκφράζει, όπως νομίζω, αυθεντικά το λαϊκό αίσθημα και αυτό αρκεί για να θεωρήσουμε την παράδοση λαϊκή.
Στέκομαι στην -ιστορικά ρεαλιστική- βασική ιδέα της παράδοσης, επενδυμένη με το μυθικό στοιχείο της αποκοπής των γλωσσών, το οποίο, στο μεταφορικό επίπεδο, εκφράζει τους εξαιρετικά δυσμενείς όρους που επικρατούσαν στους πληθυσμούς, ορισμένων ιδίως περιοχών, για τη διατήρηση της εθνικής γλώσσας. Η βασική ιδέα είναι ότι ο κατακτητής “βασιλιάς” εννόησε πως θα μπορούσε να ξεριζώσει τη θρησκεία των κατακτημένων μόνο αν αυτοί έπαυαν να μιλούν τη γλώσσα τους, αν απομάθαιναν τη γλώσσα τους: “έπρεπε να ξεμάθουν πρώτα τη γλώσσα τους, για να αλλάξουν τη θρησκεία τους”. Η συνείδηση αυτής της ταύτισης (γλώσσας και θρησκείας) δεν υπήρχε μόνο σε λίγους, υπήρχε σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Θα είναι κανείς ανιστόρητος, αν αγνοήσει τις σκιερές πλευρές της Εκκλησίας στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, κυρίως όσον αφορά τον ανώτερο κλήρο. Αλλά ανιστόρητες είναι και οι γενικεύσεις. Προπάντων ο κατώτερος κλήρος, δηλαδή το κύριο μέρος στο σώμα της Εκκλησίας, βρέθηκε δίπλα στο λαό, μαζί του δοκιμάστηκε. Στους αιώνες της Τουρκοκρατίας η προσέγγιση Εκκλησίας και λαού πραγματοποιήθηκε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Και, για να μείνω στο θέμα μου, έδωσαν από κοινού και συνδυαστικά τη μάχη για τη γλώσσα.
Ας διευκρινίσω τον προσδιορισμό συνδυαστικά με ένα παράδειγμα. Στο Αραβάνι (Αραβανί το έλεγαν οι ντόπιοι, στη Μητρόπολη ήταν γραμμένο Αραβάνιον), μικρό ελληνικό χωριό της Καππαδοκίας, κοντά (και δυτικά) της Νίγδης, οι κάτοικοι μιλούσαν ελληνικά, στο καππαδοκικό ιδίωμα. Όμως υπήρχαν, όπως ήταν επόμενο, και πολλές τουρκικές λέξεις στο ιδίωμα, μορφολογικά πάντως εξελληνισμένες, ενταγμένες στο ελληνικό κλιτικό σύστημα οι περισσότερες. Γιά παράδειγμα για το ρήμα σκέπτομαι έλεγαν ντυσυρντίζω, που είταν το τουρκικό ρήμα ντυσυρύγιορουμ.
Εντούτοις αξίζει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι στην εκκλησία (στη λειτουργία και τις τελετουργικές πράξεις) επικρατούσε αποκλειστικά η ελληνική. Σ’ αυτή βέβαια διαβάζονταν και ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο, που η εξήγησή του δεν γινόταν από τους ιερείς, πιθανώς γιατί αυτοί δεν θα είσαν σε θέση να το εξηγήσουν. Σπάνια, όταν πήγαινε καμιά φορά στην εκκλησία του χωριού ο τουρκομαθής μητροπολίτης Ικονίου, Αθανάσιος Ηλιάδης, έκανε κήρυγμα ερμηνεύοντας το Ευαγγέλιο στην τουρκική γλώσσα (Μικρασιατικά Χρονικά, τ. 6 (1955), σ.325).
Το πράγμα αυτό, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, είναι κιόλας μαρτυρία για ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Προσδιορίζει (και υπογραμμίζει έντονα, ώστε να εμφανίζει ακόμα και ως παράδοξο, όπως είπα, το φαινόμενο) την ύπαρξη, από γλωσσική πλευρά, δύο χώρων: του μέσα και του έξω από την εκκλησία. Έξω μιλιέται η καθημερινή γλώσσα, που αναπόφευκτα δέχεται τις επιδράσεις της ιστορικής πραγματικότητας, μέσα διαβάζεται και ακούγεται (μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε πως ακούγεται από το σύνολο των κατοίκων, γιατί τα μέλη της παραδοσιακής κοινότητας γενικά εκπλήρωναν με συνέπεια τα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα) μια άλλη γλώσσα, που παραμένει στους αιώνες αμετάβλητη, άθικτη σαν ένα ιερό σώμα, αλλά δεν είναι γι’ αυτό άψυχη, νεκρή: σαν μια κιβωτός, σαν μια ασπίδα προστασίας περιφρουρεί, φυλάει και μεταφέρει από ένα μακρινό παρελθόν στο παρόν, που ολοένα προεκτείνεται στο μέλλον, μια παράδοση. Η παράδοση αυτή δεν είναι μόνο η Ορθοδοξία (είδαμε άλλωστε τον μητροπολίτη να κηρύσσει ορθοδοξία στα τουρκικά)· η παράδοση, που μεταφέρει η λειτουργική γλώσσα της Εκκλησίας, είναι και ο ίδιος ο εαυτός της, δηλαδή η ίδια η γλώσσα, η γλωσσική παράδοση.
Και αν είναι, η γλώσσα αυτή, τέτοια, που αυτοί που την ακούνε ή και τη διαβάζουν δεν την καταλαβαίνουν (ώστε ο λαϊκός παπάς να μην τολμάει να την εξηγήσει στους πιστούς), αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επικοινωνούν κιόλας μαζί της: τα μέλη της κοινότητας ασφαλώς δεν εννοούσαν τη γλώσσα αυτή λέξη προς λέξη, όμως αυτή, ως ένα σύνολο σημαινόντων, πλαισιωμένο από άλλα, μη λεκτικά συμφραζόμενα (όπως είταν η εκκλησιαστική μουσική, τα τελετουργικά δρώμενα, ο χώρος καθ’ εαυτόν), επηρέαζε και συγκινούσε -βαθιά πολλές φορές- το “πλήρωμα” της εκκλησίας. Ο καθηγητής της λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος έδειξε ότι ο ελληνικός λαός πέρασε ολόκληρες φράσεις (έστω και κάποιες, κάποτε, περισσότερο ή λιγότερο παρανοημένες), από τη Βίβλο, στις παροιμίες και στην καθημερινή του ομιλία.
Ώστε αυτή η παλαιά, με τον παραπάνω τρόπο (μέσα στην εκκλησία) συντηρούμενη γλώσσα επηρέασε ώς ένα βαθμό και την έξω γλώσσα, εμποδίζοντάς την κιόλας να αλλοτριωθεί. Πράγματι ατόφιες φράσεις ή “συντάγματα” λέξεων περνούσαν ως ακούσματα και έμεναν στη μνήμη και μη εγγράματων ανθρώπων, όπως αυτό φαίνεται και σε πολλές επιγραφές. Π. χ. σ’ ένα δίσκο, απ’ την κοινότητα της Καισάρειας, στη Μονή Ζιντζιτερέ, γύρω από τον ομφαλό, διαβάζουμε [τώρα ο δίσκος βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη, Κειμήλια Ανταλλαξίμων, αρ. 48, Αίθουσα Β πρ. 14, αρ.13]: ΟΥΤΟΣ Ο ΔΙΣΚΟΣ ΑΦΙΕΡΟΘΙ ΑΠΕ ΤΗΝ ΠΑΜΦΑ ΗΣ ΚΕΣΑΡΙΑΝ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΧΑΤΖΙΣΙΝΑΝ. Σχεδόν άψογη γραμματικά και συντακτικά, βρίθει από ορθογραφικά λάθη. Κι αυτό αποδεικνύει μια συνέχεια της προφορικής παράδοσης, όταν ο λαός μας δεν μπορούσε να “μαθαίνει γράμματα” : τα “ελληνικά” τα παραλάμβανε από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα, όχι διαβάζοντας κείμενα. Και όταν λέμε “ελληνικά”, εννοούμε κατεξοχήν την επίσημη, τελετουργική, από το χώρο της Εκκλησίας προερχόμενη γλώσσα·που τη χρησιμοποιούσε κιόλας (προσπαθούσε συγκινητικά να τη χρησιμοποιήσει) στις έκτακτες, επίσημες ώρες της ζωής του – για να ξεχωρίσουν και μ’ αυτό τον τρόπο από τις άλλες (Μικρασιατικά Χρονικά, τ.8, σ. 59).
Από το παραπάνω παράδειγμα (το οποίο κάθε άλλο παρά ως μοναδικό πρέπει να δεχθούμε) προκύπτει και κάτι ακόμα, ιδιαίτερα σημαντικό: η σύγκραση των δύο μορφών γλώσσας ή, αν θέλετε, των δύο γλωσσών: της νεότερης λαϊκής και της αρχαϊκής εκκλησιαστικής γλώσσας. Χρησιμοποιώ τη λέξη σύγκραση θέλοντας να δηλώσω δύο στοιχεία σφιχτά, συνειρμικά, λειτουργικά, όχι τεχνητά ενωμένα. Πιστεύω -και δεν είναι η πρώτη φορά που το εξωτερικεύω- ότι η ιστορικά υπαρκτή λαϊκή γλώσσα ήταν η συγκεκραμένη, η μεικτή γλώσσα, την οποία περισσότερο ή λιγότερο μιλούσε -και προσπαθούσε να γράψει-, και πάντως ένιωθε, ο λαός.
Έχω ισχυρισθεί σε άλλη, συναφή οπωσδήποτε συνάντηση, ότι υπό την προϋπόθεση ότι ο ποιητής -ο σπουδαίος ποιητής- προσωποποιεί σε σημαντικό βαθμό και εξατομικεύει τη γλώσσα του, ο Κάλβος βρέθηκε πιο κοντά απ’ όσο ο Σολωμός στο αίσθημα της κοινής γλώσσας της εποχής τους. Είναι παράδοξο, και κανείς ώς τώρα, όσο γνωρίζω, δεν θέλησε να ερμηνεύσει την παραδοξότητα αυτή (παράδοξο συχνά δεν είναι το οριστικά ανεξήγητο, αλλά εκείνο που δεν έχει ακόμα εξηγηθεί), ότι ο Σολωμός, που έδωσε την κατάφασή του, προκειμένου για τα ζητήματα της τέχνης, στο μεικτό αλλά νόμιμο είδος, δεν έκανε το ίδιο προκειμένου για τη γλώσσα, ειρωνευόμενος τον Κοραή, αντί να σκύψει προσεκτικότερα πάνω στις προτάσεις του.
Και για να μείνω ακόμα λίγο στη σφαίρα του παράδοξου, σημειώνω ότι, αυτό που δεν πρόσεξε ο Σολωμός, το πρόσεξε ο Καραγκιόζης ή, για την ακρίβεια, ο καραγκιοζοπαίχτης. Παρατηρώ τις σκηνικές οδηγίες στα λαϊκά φυλλάδια του Καραγκιόζη· το μέρος δηλαδή, όπου ο καραγκιοζοπαίχτης δεν μιλάει με τα ιδιώματα των ηρώων του θιάσου του, αλλά μιλάει τη δική του γλώσσα: η γλώσσα του αυτή είναι συναρπαστικά μεικτή, από λαϊκά και λόγια στοιχεία – στο βαθμό που ο καραγκιοζοπαίχτης μπορεί να αποδώσει αυτά τα τελευταία· μπορούμε να μιλάμε για μια λαϊκή καθαρεύουσα δίπλα λ.χ. στις μετοχές “προχωρών”, “κτυπών”, “δίδων” κ.λπ. βρίσκουμε τις μετοχές “χάνων”, “κοιτάζων”, “ξεροκαταπίνων”, “ξεροβήχων” κ.λπ. Και ευρύτερα σύνολα, όπως: “εισέρχονται εις το δωμάτιον και ο Καραγκιόζης ντύνεται γυναίκα”·“όστις από μακρόθεν παρακολουθούσε τον Χατζηαβάτη και τον Μπαρμπαγιώργον”. Σ’ ένα σύντομο άρθρο μου, όπου με απασχόλησε το θέμα της γλώσσας του Καραγκιόζη, του λαϊκού θεάτρου σκιών, κατέληγα ως εξής: “Ο καραγκιοζοπαίχτης, που με τον πρωταγωνιστικό ήρωά του διακωμωδεί καταστάσεις, σχέσεις, συμβάσεις κοινωνικές, ο ίδιος, ως συγγραφέας, εξαίρει το εκφραστικό εύρος της ελληνικής γλώσσας, τη βλέπει εντυπωσιακά σε μια πλατιά ενωτική περιεκτικότητα. Και ειδικότερα δείχνει να ευλαβείται μια γλώσσα στην οποία φέρεται ανευλαβώς ο Καραγκιόζης του. Αν η παρατήρησή μου αυτή έχει κάποια βάση, ανοίγει κιόλας μιαν ιδιαίτερα σημαντική προοπτική. Οι καραγκιοζοπαίχτες, οι οποίοι κάθε άλλο παρά ξεκομμένοι από την εποχή τους είταν, δείχνουν να αντιμετωπίζουν το γλωσσικό ζήτημα μ’ ένα δικό τους τρόπο, που το διαφοροποιεί από το κοινωνικό ζήτημα, το οποίο τους απασχολεί πολύ πιο σοβαρά. Σοβαρά, αν θέλετε, αντιμετωπίζουν και το γλωσσικό, με τον τρόπο που θέλησα να δείξω πιο πάνω: διευρύνοντας αυθόρμητα τα όρια της ελληνικής γλώσσας από την υπερκαθαρεύουσα έως τα τοπικά ιδιώματα. Και αναδεικνυόμενοι έτσι ιστορικότεροι και φιλοσοφικότεροι -πιθανώς επειδή υπήρξαν λαϊκότεροι- από τους μονομερείς -ή και μονομανείς- καθαρολόγους και δημοτικιστές, αρχαϊστές και ψυχαριστές” (βλ. στο βιβλίο μου, Θέματα λαογραφίας, 1999, σ. 227).
Οι ψυχαριστές και οι αρχαϊστές έδιναν τη μάχη τους δήθεν υπέρ της γλώσσας, ενώ τη μάχονταν με τον προκρούστειο μονισμό τους. Άλλοτε επικρατούσαν οι μεν, άλλοτε επικρατούσαν οι δε. Ήρθε κι ένας καιρός, όπου ο ψυχαρισμός -ως νεοψυχαρισμός, έστω- έκανε ιδιαίτερα έντονη την παρουσία του. Γενικές όπως: του αιτούντα ή του αιτώντα, ονομαστικές όπως ο αιτώντας, σκεφτικά και καλέσματα (όχι για γάμο), βιασμοί καταλήξεων, παρατονισμοί και άλλα άσκησαν μιαν ασφυκτική πίεση στη γλώσσα – άλλοτε από αφέλεια άλλοτε από πανουργία: για να φανεί, δίκην εικονικής πραγματικότητας, ως πραγματοποιημένη η επαγγελμένη μεγάλη κοινωνική αλλαγή. Σε σχετικά πρόσφατη ομιλία μου αναφέρθηκα στη φάση αυτή. Δεν έχει νόημα να επανέλθω. Οπωσδήποτε η γλώσσα, μετά παρέλευση αρκετών χρόνων, επειδή δεν συνέτρεχαν πλέον οι ειδικοί λόγοι της κακομεταχείρισής της, αφέθηκε σχετικά ήσυχη. Και άρχισε να δίνει, μόνη της στην ουσία, τη μάχη για την ανασύνταξή της. Όσο μπορεί, συνέρχεται, αυτοκαθαίρεται (Πρακτικά Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα, Αθήνα 29. 11 – 1. 12. 1996, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τομέας Γλωσσολογίας – Η εν Αθήναις Γλωσσική Εταιρεία, Αθήνα 1999, σ. 277-281).
Όμως παράλληλα, και από πολύν καιρό, μια ακόμα απειλή διαγράφεται για τη γλώσσα: ο κίνδυνος, όχι του εκτουρκισμού, αλλά του εξαμερικανισμού της. Στοιχεία της ξένης γλώσσας εισρέουν αθρόα, από δύο μάλιστα δρόμους: από το δρόμο της τεχνολογίας και από το δρόμο της καθημερινότητας. Δεν πρόκειται για την παρουσία ορισμένου αριθμού ξένων στοιχείων, κάτι που θα είταν άλλωστε και δείκτης ζωντανής επαφής του λαού μας με τον έξω κόσμο.
Ο κίνδυνος αυτός είναι διαφορετικός, αφού, εν πρώτοις, δεν αφορά μόνο την ελληνική γλώσσα, ίσως αφορά όλες τις εθνικές γλώσσες, στην προοπτική της οικονομικής και πολιτισμικής διεθνοποίησης, επικεφαλής της οποίας βρίσκεται η αμερικανική οικονομία και ο απ’ αυτήν παραγόμενος αμερικανικός πολιτισμός· εν σχέσει προς αυτόν τον τελευταίο πρέπει να σημειώσω ότι η ολοένα διεθνοποιούμενη κατ’ αποκλειστικότητα αμερικανική γλώσσα είναι μια, “χυδαϊκά” εννοούμενη, vulgata, προορισμένη να εκφράζει μιαν απλή, τυπική, επίπεδη, συμβατική ζωή, που δεν χρειάζεται τη γνώση, τη λογοτεχνία, το στοχασμό, τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τις εθνικές και προσωπικές ιδιαιτερότητες· η διεθνοποιούμενη αμερικανική vulgata είναι περίπου ένας στοιχειώδης κώδικας επικοινωνίας, μ’ αυτόν εκφράζονται και συνεννούνται -για να αναφέρω ορισμένα παραδείγματα- οι ανά τον κόσμο δουλέμποροι, έμποροι ναρκωτικών, μαστροποί, μαφιόζοι, μισθοφόροι (λ.χ. του UCK), πολιτικοί, αλλά και παντοειδείς επιστήμονες, αφού η επιστήμη σήμερα παράγεται με τα ηλεκτρονικά όργανα και τις μηχανές, των οποίων οι προδιαγραφές, οι οδηγίες χρήσεων, η ορολογία είναι συνταγμένα, όλα, στην αμερικανική γλώσσα. Όλα αυτά διαχέονται και στην καθημερινή ζωή (όπως την περιέγραψα πιο πάνω). Βλέπω τι παράγει ως γλώσσα το διαδίκτυο και φρίττω· ίσως από αυτό να προέλθει και ο θάνατος της ελληνικής γραφής. Και πιο γενικά μπορεί, μέσω της διεθνούς αμερικανικής vulgata, να πάμε σε ένα είδος διεθνούς αγλωσσίας.
Η γλώσσα, ως μια φυσική οντότητα, αντιστέκεται. Αλλά τα πράγματα είναι δραματικά δύσκολα τώρα. Η γλώσσα χρειάζεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, βοήθεια απ’ έξω. Τη βοήθεια αυτή μόνο η πολιτεία θα μπορούσε να δώσει. Η πρόβλεψή μου είναι πως δεν θα της την δώσει. Ίσως και να μην μπορεί. Η πολιτεία, -όπως και οι πολίτες- είναι μαγεμένη απ’ το νεωτερισμό της πληροφορικής, υπό ευρείαν έννοια. Έχει αφομοιωθεί από αυτή, έχει γίνει η ίδια, απλώς, πληροφορική. Πανηγυρικά εκφράστηκε αυτό από τους αρχηγούς των δύο μεγάλων κομμάτων στον ιδιότυπο προεκλογικό μονολογικό διάλογό τους. Στην ερώτηση των δημοσιογράφων για την παιδεία απάντησαν, ταυτόσημα, πως το ιδανικό τους είναι, μπροστά από κάθε μαθητή να υπάρχει και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Αυτό. Τίποτ’ άλλο.