Αρχική » Ο αγώνας της γλώσσας

Ο αγώνας της γλώσσας

από Άρδην - Ρήξη

του Μιχάλη Μερακλή

Ο Νι­κό­λα­ος Πο­λί­της, στο corpus των Πα­ρα­δό­σε­ων που ε­ξέ­δω­σε το 1904, στην ο­μά­δα Πα­λιές Ι­στο­ρί­ες, δη­μο­σί­ευ­σε και την α­κό­λου­θη, α­πό το Με­λε­χου­μπί της Καπ­πα­δο­κί­ας: “Ό­ταν ο βα­σι­λιάς της Περ­σί­ας ε­πή­ρε ό­λη τη χώ­ρα, η­θέ­λη­σε να ξε­ρι­ζώ­σει τη χρι­στια­νι­κή θρη­σκεί­α. Γρή­γο­ρα ό­μως εν­νό­η­σε πως πο­τέ δεν θα μπο­ρού­σε να το κα­τορ­θώ­σει, ό­σο οι άν­θρω­ποι μι­λού­σαν ελ­λη­νι­κά· έ­πρε­πε να ξε­μά­θουν πρώ­τα τη γλώσ­σα τους, για ν’ αλ­λά­ξουν τη θρη­σκεί­α τους. Ε­πρό­στα­ξε λοι­πόν και έ­κο­ψαν τις γλώσ­σες ό­λων των παι­διών. Ε­με­γά­λω­σαν τα παι­διά, και ύ­στε­ρα α­πό τη βου­βή αυ­τή γε­νε­ά τους ήρ­θε η άλ­λη, η γε­νε­ά των παι­διών τους, και αυ­τή α­να­γκά­σθη­κε να μά­θει τη γλώσ­σα ε­κεί­νων που τους ε­σκλά­βω­σαν. Μο­νά­χα το χω­ριό μας έ­τυ­χε και ε­λη­σμό­νη­σαν, γι’ αυ­τό, ε­πει­δή δεν τους έ­κο­ψαν τις γλώσ­σες, ε­φύ­λα­ξαν και τη γλώσ­σα και τη θρη­σκεί­α τους, και μι­λούν ελ­λη­νι­κά εις το Με­λε­χου­μπί, αν και ό­λα τ’ άλ­λα χω­ριά ο­λό­γυ­ρα μι­λούν τούρ­κι­κα”.
Ο Πο­λί­της (ο ο­ποί­ος στα σχό­λιά του διευ­κρι­νί­ζει ό­τι η α­να­φο­ρά γί­νε­ται α­σφα­λώς στην πε­ρί­ο­δο της Τουρ­κο­κρα­τί­ας κι ό­τι ή­ταν “συ­νη­θε­στά­τη, μά­λι­στα κα­τά τους χρό­νους της Ε­πα­να­στά­σε­ως, η διά του ο­νό­μα­τος των Περ­σών δή­λω­σις των Τούρ­κων”) πή­ρε την πα­ρά­δο­ση α­πό έ­να τα­ξι­διω­τι­κό βι­βλί­ο των μέ­σων του 19ου αιώ­να (Ch. Texier, Description de l’ Asie Mineure, Paris 1841, τ.II, σ. 22). Ο πε­ρι­η­γη­τής, ό­πως γρά­φει ο Πο­λί­της, εί­χε α­κού­σει την πα­ρά­δο­ση α­πό τον ιε­ρέ­α του χω­ριού. Και θα μπο­ρού­σε να υ­πο­θέ­σει κα­νείς ό­τι την εί­χε πλά­σει ο ιε­ρέ­ας ο ί­διος. Αλ­λά ο σο­φός σχο­λια­στής βε­βαιώ­νει πως “η πα­ρά­δο­σις ό­τι οι Τούρ­κοι α­πέ­κο­ψαν τας γλώσ­σας των κα­τα­κτη­θέ­ντων Χρι­στια­νών της Μι­κράς Α­σί­ας, ί­να λη­σμο­νή­σω­σι την γλώσ­σαν και την θρη­σκεί­αν των, εί­ναι δια­δε­δο­μέ­νη α­πα­ντα­χού της Ελ­λά­δος”. Ο­πωσ­δή­πο­τε, ό­ποιος και να την έ­πλα­σε αρ­χι­κά, η πα­ρά­δο­ση αυ­τή εκ­φρά­ζει, ό­πως νο­μί­ζω, αυ­θε­ντι­κά το λα­ϊ­κό αί­σθη­μα και αυ­τό αρ­κεί για να θε­ω­ρή­σου­με την πα­ρά­δο­ση λα­ϊ­κή.
Στέ­κο­μαι στην -ι­στο­ρι­κά ρε­α­λι­στι­κή- βα­σι­κή ι­δέ­α της πα­ρά­δο­σης, ε­πεν­δυ­μέ­νη με το μυ­θι­κό στοι­χεί­ο της α­πο­κο­πής των γλωσ­σών, το ο­ποί­ο, στο με­τα­φο­ρι­κό ε­πί­πε­δο, εκ­φρά­ζει τους ε­ξαι­ρε­τι­κά δυ­σμε­νείς ό­ρους που ε­πι­κρα­τού­σαν στους πλη­θυ­σμούς, ο­ρι­σμέ­νων ι­δί­ως πε­ριο­χών, για τη δια­τή­ρη­ση της ε­θνι­κής γλώσ­σας. Η βα­σι­κή ι­δέ­α εί­ναι ό­τι ο κα­τα­κτη­τής “βα­σι­λιάς” εν­νό­η­σε πως θα μπο­ρού­σε να ξε­ρι­ζώ­σει τη θρη­σκεί­α των κα­τα­κτη­μέ­νων μό­νο αν αυ­τοί έ­παυαν να μι­λούν τη γλώσ­σα τους, αν α­πο­μά­θαι­ναν τη γλώσ­σα τους: “έ­πρε­πε να ξε­μά­θουν πρώ­τα τη γλώσ­σα τους, για να αλ­λά­ξουν τη θρη­σκεί­α τους”. Η συ­νεί­δη­ση αυ­τής της ταύ­τι­σης (γλώσ­σας και θρη­σκεί­ας) δεν υ­πήρ­χε μό­νο σε λί­γους, υ­πήρ­χε σε ευ­ρύ­τε­ρα λα­ϊ­κά στρώ­μα­τα. Θα εί­ναι κα­νείς α­νι­στό­ρη­τος, αν α­γνο­ή­σει τις σκιε­ρές πλευ­ρές της Εκ­κλη­σί­ας στους αιώ­νες της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, κυ­ρί­ως ό­σον α­φο­ρά τον α­νώ­τε­ρο κλή­ρο. Αλ­λά α­νι­στό­ρη­τες εί­ναι και οι γε­νι­κεύ­σεις. Προ­πά­ντων ο κα­τώ­τε­ρος κλή­ρος, δη­λα­δή το κύ­ριο μέ­ρος στο σώ­μα της Εκ­κλη­σί­ας, βρέ­θη­κε δί­πλα στο λα­ό, μα­ζί του δο­κι­μά­στη­κε. Στους αιώ­νες της Τουρ­κο­κρατί­ας η προ­σέγ­γι­ση Εκ­κλη­σί­ας και λα­ού πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο με­γα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό βαθ­μό. Και, για να μεί­νω στο θέ­μα μου, έ­δω­σαν α­πό κοι­νού και συν­δυα­στι­κά τη μά­χη για τη γλώσ­σα.
Ας διευ­κρι­νί­σω τον προσ­διο­ρι­σμό συν­δυα­στι­κά με έ­να πα­ρά­δειγ­μα. Στο Α­ρα­βά­νι (Α­ρα­βα­νί το έ­λε­γαν οι ντό­πιοι, στη Μη­τρό­πο­λη ή­ταν γραμ­μέ­νο Α­ρα­βά­νιον), μι­κρό ελ­λη­νι­κό χω­ριό της Καπ­πα­δο­κί­ας, κο­ντά (και δυ­τι­κά) της Νί­γδης, οι κά­τοι­κοι μι­λού­σαν ελ­λη­νι­κά, στο καπ­πα­δο­κι­κό ι­δί­ω­μα. Ό­μως υ­πήρ­χαν, ό­πως ή­ταν ε­πό­με­νο, και πολ­λές τουρ­κι­κές λέ­ξεις στο ι­δί­ω­μα, μορ­φο­λο­γι­κά πά­ντως ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νες, ε­νταγ­μέ­νες στο ελ­λη­νι­κό κλιτι­κό σύ­στη­μα οι πε­ρισ­σό­τε­ρες. Γιά παράδειγμα για το ρή­μα σκέ­πτο­μαι έ­λε­γαν ντυ­συρ­ντί­ζω, που εί­ταν το τουρ­κι­κό ρή­μα ντυ­συ­ρύ­γιο­ρουμ.
Ε­ντού­τοις α­ξί­ζει να το­νι­στεί ι­διαί­τε­ρα ό­τι στην εκ­κλη­σί­α (στη λει­τουρ­γί­α και τις τε­λε­τουρ­γι­κές πρά­ξεις) ε­πι­κρα­τού­σε α­πο­κλει­στι­κά η ελ­λη­νι­κή. Σ’ αυ­τή βέ­βαια δια­βά­ζο­νταν και ο Α­πό­στο­λος και το Ευαγ­γέ­λιο, που η ε­ξή­γη­σή του δεν γι­νό­ταν α­πό τους ιε­ρείς, πι­θα­νώς για­τί αυ­τοί δεν θα εί­σαν σε θέ­ση να το ε­ξη­γή­σουν. Σπά­νια, ό­ταν πή­γαι­νε κα­μιά φο­ρά στην εκ­κλη­σί­α του χω­ριού ο τουρ­κο­μα­θής μη­τρο­πο­λί­της Ι­κο­νί­ου, Α­θα­νά­σιος Η­λιά­δης, έ­κα­νε κή­ρυγ­μα ερ­μη­νεύ­ο­ντας το Ευαγ­γέ­λιο στην τουρ­κι­κή γλώσ­σα (Μι­κρα­σια­τι­κά Χρο­νι­κά, τ. 6 (1955), σ.325).
Το πράγ­μα αυ­τό, ό­σο πα­ρά­δο­ξο και αν φαί­νε­ται, εί­ναι κιό­λας μαρ­τυ­ρί­α για έ­να πο­λύ ση­μα­ντι­κό γε­γο­νός. Προσ­διο­ρί­ζει (και υ­πο­γραμ­μί­ζει έ­ντο­να, ώ­στε να εμ­φα­νί­ζει α­κό­μα και ως πα­ρά­δο­ξο, ό­πως εί­πα, το φαι­νό­με­νο) την ύ­παρ­ξη, α­πό γλωσ­σι­κή πλευ­ρά, δύ­ο χώ­ρων: του μέ­σα και του έ­ξω α­πό την εκ­κλη­σί­α. Έ­ξω μι­λιέ­ται η κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα, που α­να­πό­φευ­κτα δέ­χε­ται τις ε­πι­δρά­σεις της ι­στο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, μέ­σα δια­βά­ζε­ται και α­κού­γε­ται (μπο­ρού­με μά­λι­στα να υ­πο­θέ­σου­με πως α­κού­γε­ται α­πό το σύ­νο­λο των κα­τοί­κων, για­τί τα μέ­λη της πα­ρα­δο­σια­κής κοι­νό­τη­τας γε­νι­κά εκ­πλή­ρω­ναν με συ­νέ­πεια τα εκ­κλη­σια­στι­κά τους κα­θή­κο­ντα) μια άλ­λη γλώσ­σα, που πα­ρα­μέ­νει στους αιώ­νες α­με­τά­βλη­τη, ά­θι­κτη σαν έ­να ιε­ρό σώ­μα, αλ­λά δεν εί­ναι γι’ αυ­τό ά­ψυ­χη, νε­κρή: σαν μι­α κι­βω­τός, σαν μι­α α­σπί­δα προ­στα­σί­ας πε­ρι­φρου­ρεί, φυ­λά­ει και με­τα­φέ­ρει α­πό έ­να μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν στο πα­ρόν, που ο­λο­έ­να προ­ε­κτεί­νε­ται στο μέλ­λον, μια πα­ρά­δο­ση. Η πα­ρά­δο­ση αυ­τή δεν εί­ναι μό­νο η Ορ­θο­δο­ξί­α (εί­δα­με άλ­λω­στε τον μη­τρο­πο­λί­τη να κη­ρύσ­σει ορ­θο­δο­ξί­α στα τουρ­κι­κά)· η πα­ρά­δο­ση, που με­τα­φέ­ρει η λει­τουρ­γι­κή γλώσ­σα της Εκ­κλη­σί­ας, εί­ναι και ο ί­διος ο ε­αυ­τός της, δη­λα­δή η ί­δια η γλώσ­σα, η γλωσ­σι­κή πα­ρά­δο­ση.
Και αν εί­ναι, η γλώσ­σα αυ­τή, τέ­τοια, που αυ­τοί που την α­κού­νε ή και τη δια­βά­ζουν δεν την κα­τα­λα­βαί­νουν (ώ­στε ο λα­ϊ­κός πα­πάς να μην τολ­μά­ει να την ε­ξη­γή­σει στους πι­στούς), αυ­τό δεν ση­μαί­νει ό­τι δεν ε­πι­κοι­νω­νούν κιό­λας μα­ζί της: τα μέ­λη της κοι­νό­τη­τας α­σφα­λώς δεν εν­νο­ού­σαν τη γλώσ­σα αυ­τή λέ­ξη προς λέ­ξη, ό­μως αυ­τή, ως έ­να σύ­νο­λο ση­μαι­νό­ντων, πλαι­σιω­μέ­νο α­πό άλ­λα, μη λε­κτι­κά συμ­φρα­ζό­με­να (ό­πως εί­ταν η εκ­κλη­σια­στι­κή μου­σι­κή, τα τε­λε­τουρ­γι­κά δρώ­με­να, ο χώ­ρος καθ’ ε­αυ­τόν), ε­πη­ρέ­α­ζε και συ­γκι­νού­σε -βα­θιά πολ­λές φο­ρές- το “πλή­ρω­μα” της εκ­κλη­σί­ας. Ο κα­θη­γη­τής της λα­ο­γρα­φί­ας Δη­μή­τριος Λου­κά­τος έ­δει­ξε ό­τι ο ελ­λη­νι­κός λα­ός πέ­ρα­σε ο­λό­κλη­ρες φρά­σεις (έ­στω και κά­ποιες, κά­πο­τε, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο πα­ρα­νο­η­μέ­νες), α­πό τη Βί­βλο, στις πα­ροι­μί­ες και στην κα­θη­με­ρι­νή του ο­μι­λί­α.
Ώ­στε αυ­τή η πα­λαιά, με τον πα­ρα­πά­νω τρό­πο (μέ­σα στην εκ­κλη­σί­α) συ­ντη­ρού­με­νη γλώσ­σα ε­πη­ρέ­α­σε ώς έ­να βαθ­μό και την έ­ξω γλώσ­σα, ε­μπο­δί­ζο­ντάς την κιό­λας να αλ­λο­τριω­θεί. Πράγ­μα­τι α­τό­φιες φρά­σεις ή “συ­ντάγ­μα­τα” λέ­ξε­ων περ­νού­σαν ως α­κού­σμα­τα και έ­με­ναν στη μνή­μη και μη εγ­γρά­μα­των αν­θρώ­πων, ό­πως αυ­τό φαί­νε­ται και σε πολ­λές ε­πι­γρα­φές. Π. χ. σ’ έ­να δί­σκο, απ’ την κοι­νό­τη­τα της Και­σά­ρειας, στη Μο­νή Ζι­ντζι­τε­ρέ, γύ­ρω α­πό τον ομ­φα­λό, δια­βά­ζου­με [τώ­ρα ο δί­σκος βρί­σκε­ται στο Μου­σεί­ο Μπε­νά­κη, Κει­μή­λια Α­νταλ­λα­ξί­μων, αρ. 48, Αί­θου­σα Β πρ. 14, αρ.13]: ΟΥ­ΤΟΣ Ο ΔΙ­ΣΚΟΣ Α­ΦΙΕ­ΡΟ­ΘΙ Α­ΠΕ ΤΗΝ ΠΑΜ­ΦΑ ΗΣ ΚΕ­ΣΑ­ΡΙΑΝ ΣΤΟΝ ΤΙ­ΜΙΟΝ ΠΡΟ­ΔΡΟ­ΜΟ ΔΙΑ ΧΙ­ΡΟΣ ΧΑ­ΤΖΙ­ΣΙ­ΝΑΝ. Σχε­δόν ά­ψο­γη γραμ­μα­τι­κά και συ­ντα­κτι­κά, βρί­θει α­πό ορ­θο­γρα­φι­κά λά­θη. Κι αυ­τό α­πο­δει­κνύ­ει μια συ­νέ­χεια της προ­φο­ρι­κής πα­ρά­δο­σης, ό­ταν ο λα­ός μας δεν μπο­ρού­σε να “μα­θαί­νει γράμ­μα­τα” : τα “ελ­λη­νι­κά” τα πα­ρα­λάμ­βα­νε α­πό γε­νιά σε γε­νιά, α­πό στό­μα σε στό­μα, ό­χι δια­βά­ζο­ντας κεί­με­να. Και ό­ταν λέ­με “ελ­λη­νι­κά”, εν­νο­ού­με κα­τε­ξο­χήν την ε­πί­ση­μη, τε­λε­τουρ­γι­κή, α­πό το χώ­ρο της Εκ­κλη­σί­ας προ­ερ­χό­με­νη γλώσ­σα·που τη χρη­σι­μο­ποιού­σε κιό­λας (προ­σπα­θού­σε συ­γκι­νη­τι­κά να τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σει) στις έ­κτα­κτες, ε­πί­ση­μες ώ­ρες της ζω­ής του – για να ξε­χω­ρί­σουν και μ’ αυ­τό τον τρό­πο α­πό τις άλ­λες (Μι­κρα­σια­τι­κά Χρο­νι­κά, τ.8, σ. 59).
Α­πό το πα­ρα­πά­νω πα­ρά­δειγ­μα (το ο­ποί­ο κά­θε άλ­λο πα­ρά ως μο­να­δι­κό πρέ­πει να δε­χθού­με) προ­κύ­πτει και κά­τι α­κό­μα, ι­διαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κό: η σύ­γκρα­ση των δύ­ο μορ­φών γλώσ­σας ή, αν θέ­λε­τε, των δύ­ο γλωσ­σών: της νε­ό­τε­ρης λα­ϊ­κής και της αρ­χα­ϊ­κής εκ­κλη­σια­στι­κής γλώσ­σας. Χρη­σι­μο­ποιώ τη λέ­ξη σύ­γκρα­ση θέ­λο­ντας να δη­λώ­σω δύ­ο στοι­χεί­α σφι­χτά, συ­νειρ­μι­κά, λει­τουρ­γι­κά, ό­χι τε­χνη­τά ε­νω­μέ­να. Πι­στεύ­ω -και δεν εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που το ε­ξω­τε­ρι­κεύ­ω- ό­τι η ι­στο­ρι­κά υ­παρ­κτή λα­ϊ­κή γλώσ­σα ή­ταν η συ­γκε­κρα­μέ­νη, η μει­κτή γλώσ­σα, την ο­ποί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο μι­λού­σε -και προ­σπα­θού­σε να γρά­ψει-, και πά­ντως έ­νιω­θε, ο λα­ός.
Έ­χω ι­σχυ­ρι­σθεί σε άλ­λη, συ­να­φή ο­πωσ­δή­πο­τε συ­νά­ντη­ση, ό­τι υ­πό την προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι ο ποι­η­τής -ο σπου­δαί­ος ποι­η­τής- προ­σω­πο­ποιεί σε ση­μα­ντι­κό βαθ­μό και ε­ξα­το­μι­κεύ­ει τη γλώσ­σα του, ο Κάλ­βος βρέ­θη­κε πιο κο­ντά απ’ ό­σο ο Σο­λω­μός στο αί­σθη­μα της κοι­νής γλώσ­σας της ε­πο­χής τους. Εί­ναι πα­ρά­δο­ξο, και κα­νείς ώς τώ­ρα, ό­σο γνω­ρί­ζω, δεν θέ­λη­σε να ερ­μη­νεύ­σει την πα­ρα­δο­ξό­τη­τα αυ­τή (πα­ρά­δο­ξο συ­χνά δεν εί­ναι το ο­ρι­στι­κά α­νε­ξή­γη­το, αλ­λά ε­κεί­νο που δεν έ­χει α­κό­μα ε­ξη­γη­θεί), ό­τι ο Σο­λω­μός, που έ­δω­σε την κα­τά­φα­σή του, προ­κει­μέ­νου για τα ζη­τή­μα­τα της τέ­χνης, στο μει­κτό αλ­λά νό­μι­μο εί­δος, δεν έ­κα­νε το ί­διο προ­κει­μέ­νου για τη γλώσ­σα, ει­ρω­νευό­με­νος τον Κο­ρα­ή, α­ντί να σκύ­ψει προ­σε­κτι­κό­τε­ρα πά­νω στις προ­τά­σεις του.
Και για να μεί­νω α­κό­μα λί­γο στη σφαί­ρα του πα­ρά­δο­ξου, ση­μειώ­νω ό­τι, αυ­τό που δεν πρό­σε­ξε ο Σο­λω­μός, το πρό­σε­ξε ο Κα­ρα­γκιό­ζης ή, για την α­κρί­βεια, ο κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτης. Πα­ρα­τη­ρώ τις σκη­νι­κές ο­δη­γί­ες στα λα­ϊ­κά φυλ­λά­δια του Κα­ρα­γκιό­ζη· το μέ­ρος δη­λα­δή, ό­που ο κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτης δεν μι­λά­ει με τα ι­διώ­μα­τα των η­ρώ­ων του θιά­σου του, αλ­λά μι­λά­ει τη δι­κή του γλώσ­σα: η γλώσ­σα του αυ­τή εί­ναι συ­ναρ­πα­στι­κά μει­κτή, α­πό λα­ϊ­κά και λό­για στοι­χεί­α – στο βαθ­μό που ο κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτης μπο­ρεί να α­πο­δώ­σει αυ­τά τα τε­λευ­ταί­α· μπο­ρού­με να μι­λά­με για μια λα­ϊ­κή κα­θα­ρεύ­ου­σα δί­πλα λ.χ. στις με­το­χές “προ­χω­ρών”, “κτυ­πών”, “δί­δων” κ.λπ. βρί­σκου­με τις με­το­χές “χά­νων”, “κοι­τά­ζων”, “ξε­ρο­κα­τα­πί­νων”, “ξε­ρο­βή­χων” κ.λπ. Και ευ­ρύ­τε­ρα σύ­νο­λα, ό­πως: “ει­σέρ­χο­νται εις το δω­μά­τιον και ο Κα­ρα­γκιό­ζης ντύ­νε­ται γυ­ναί­κα”·“ό­στις α­πό μα­κρό­θεν πα­ρα­κο­λου­θού­σε τον Χα­τζη­α­βά­τη και τον Μπαρ­μπα­γιώρ­γον”. Σ’ έ­να σύ­ντο­μο άρ­θρο μου, ό­που με α­πα­σχό­λη­σε το θέ­μα της γλώσ­σας του Κα­ρα­γκιό­ζη, του λα­ϊ­κού θε­ά­τρου σκιών, κα­τέ­λη­γα ως ε­ξής: “Ο κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτης, που με τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ή­ρω­ά του δια­κω­μω­δεί κα­τα­στά­σεις, σχέ­σεις, συμ­βά­σεις κοι­νω­νι­κές, ο ί­διος, ως συγ­γρα­φέ­ας, ε­ξαί­ρει το εκ­φρα­στι­κό εύ­ρος της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, τη βλέ­πει ε­ντυ­πω­σια­κά σε μια πλα­τιά ε­νω­τι­κή πε­ριε­κτι­κό­τη­τα. Και ει­δι­κό­τε­ρα δεί­χνει να ευ­λα­βεί­ται μια γλώσ­σα στην ο­ποί­α φέ­ρε­ται α­νευ­λα­βώς ο Κα­ρα­γκιό­ζης του. Αν η πα­ρα­τή­ρη­σή μου αυ­τή έ­χει κά­ποια βά­ση, α­νοί­γει κιό­λας μιαν ι­διαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κή προ­ο­πτι­κή. Οι κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτες, οι ο­ποί­οι κά­θε άλ­λο πα­ρά ξε­κομ­μέ­νοι α­πό την ε­πο­χή τους εί­ταν, δεί­χνουν να α­ντι­με­τω­πί­ζουν το γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα μ’ έ­να δι­κό τους τρό­πο, που το δια­φο­ρο­ποιεί α­πό το κοι­νω­νι­κό ζή­τη­μα, το ο­ποί­ο τους α­πα­σχο­λεί πο­λύ πιο σο­βα­ρά. Σο­βα­ρά, αν θέ­λε­τε, α­ντι­με­τω­πί­ζουν και το γλωσ­σι­κό, με τον τρό­πο που θέ­λη­σα να δεί­ξω πιο πά­νω: διευ­ρύ­νο­ντας αυ­θόρ­μη­τα τα ό­ρια της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας α­πό την υ­περ­κα­θα­ρεύ­ου­σα έ­ως τα το­πι­κά ι­διώ­μα­τα. Και α­να­δει­κνυό­με­νοι έ­τσι ι­στο­ρι­κό­τε­ροι και φι­λο­σο­φι­κό­τε­ροι -πι­θα­νώς ε­πει­δή υ­πήρ­ξαν λα­ϊ­κό­τε­ροι- α­πό τους μο­νο­με­ρείς -ή και μο­νο­μα­νείς- κα­θα­ρο­λό­γους και δη­μο­τι­κι­στές, αρ­χα­ϊ­στές και ψυ­χα­ρι­στές” (βλ. στο βι­βλί­ο μου, Θέ­μα­τα λα­ο­γρα­φί­ας, 1999, σ. 227).
Οι ψυ­χα­ρι­στές και οι αρ­χα­ϊ­στές έ­δι­ναν τη μά­χη τους δή­θεν υ­πέρ της γλώσ­σας, ε­νώ τη μά­χο­νταν με τον προ­κρού­στειο μο­νι­σμό τους. Άλ­λο­τε ε­πι­κρα­τού­σαν οι μεν, άλ­λο­τε ε­πι­κρα­τού­σαν οι δε. Ήρ­θε κι έ­νας και­ρός, ό­που ο ψυ­χα­ρι­σμός -ως νε­ο­ψυ­χα­ρι­σμός, έ­στω- έ­κα­νε ι­διαί­τε­ρα έ­ντο­νη την πα­ρου­σί­α του. Γε­νι­κές ό­πως: του αι­τού­ντα ή του αι­τώ­ντα, ο­νο­μα­στι­κές ό­πως ο αι­τώ­ντας, σκε­φτι­κά και κα­λέ­σμα­τα (ό­χι για γά­μο), βια­σμοί κα­τα­λή­ξε­ων, πα­ρα­το­νι­σμοί και άλ­λα ά­σκη­σαν μιαν α­σφυ­κτι­κή πί­ε­ση στη γλώσ­σα – άλ­λο­τε α­πό α­φέ­λεια άλ­λο­τε α­πό πα­νουρ­γί­α: για να φα­νεί, δί­κην ει­κο­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ως πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νη η ε­παγ­γελ­μέ­νη με­γά­λη κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή. Σε σχε­τι­κά πρό­σφα­τη ο­μι­λί­α μου α­να­φέρ­θη­κα στη φά­ση αυ­τή. Δεν έ­χει νό­η­μα να ε­πα­νέλ­θω. Ο­πωσ­δή­πο­τε η γλώσ­σα, με­τά πα­ρέ­λευ­ση αρ­κε­τών χρό­νων, ε­πει­δή δεν συ­νέ­τρε­χαν πλέ­ον οι ει­δι­κοί λό­γοι της κα­κο­με­τα­χεί­ρι­σής της, α­φέ­θη­κε σχε­τι­κά ή­συ­χη. Και άρ­χι­σε να δί­νει, μό­νη της στην ου­σί­α, τη μά­χη για την α­να­σύ­ντα­ξή της. Ό­σο μπο­ρεί, συ­νέρ­χε­ται, αυ­το­κα­θαί­ρε­ται (Πρα­κτι­κά Συ­νε­δρί­ου για την Ελ­λη­νι­κή Γλώσ­σα, Α­θή­να 29. 11 – 1. 12. 1996, Πα­νε­πι­στή­μιο Α­θη­νών, Το­μέ­ας Γλωσ­σο­λο­γί­ας – Η εν Α­θή­ναις Γλωσ­σι­κή Ε­ται­ρεί­α, Α­θή­να 1999, σ. 277-281).
Ό­μως πα­ράλ­λη­λα, και α­πό πο­λύν και­ρό, μια α­κό­μα α­πει­λή δια­γρά­φε­ται για τη γλώσ­σα: ο κίν­δυ­νος, ό­χι του ε­κτουρ­κι­σμού, αλ­λά του ε­ξα­με­ρι­κα­νι­σμού της. Στοι­χεί­α της ξέ­νης γλώσ­σας εισ­ρέ­ουν α­θρό­α, α­πό δύ­ο μά­λι­στα δρό­μους: α­πό το δρό­μο της τε­χνο­λο­γί­ας και α­πό το δρό­μο της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Δεν πρό­κει­ται για την πα­ρου­σί­α ο­ρι­σμέ­νου α­ριθ­μού ξέ­νων στοι­χεί­ων, κά­τι που θα εί­ταν άλ­λω­στε και δεί­κτης ζω­ντα­νής ε­πα­φής του λα­ού μας με τον έ­ξω κό­σμο.
Ο κίν­δυ­νος αυ­τός εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κός, α­φού, εν πρώ­τοις, δεν α­φο­ρά μό­νο την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, ί­σως α­φο­ρά ό­λες τις ε­θνι­κές γλώσ­σες, στην προ­ο­πτι­κή της οι­κο­νο­μι­κής και πο­λι­τι­σμι­κής διε­θνο­ποί­η­σης, ε­πι­κε­φα­λής της ο­ποί­ας βρί­σκε­ται η α­με­ρι­κα­νι­κή οι­κο­νο­μί­α και ο απ’ αυ­τήν πα­ρα­γό­με­νος α­με­ρι­κα­νι­κός πο­λι­τι­σμός· εν σχέ­σει προς αυ­τόν τον τε­λευ­ταί­ο πρέ­πει να ση­μειώ­σω ό­τι η ο­λο­έ­να διε­θνο­ποιού­με­νη κατ’ α­πο­κλει­στι­κό­τη­τα α­με­ρι­κα­νι­κή γλώσ­σα εί­ναι μια, “χυ­δα­ϊ­κά” εν­νο­ού­με­νη, vulgata, προ­ο­ρι­σμέ­νη να εκ­φρά­ζει μιαν α­πλή, τυ­πι­κή, ε­πί­πε­δη, συμ­βα­τι­κή ζω­ή, που δεν χρειά­ζε­ται τη γνώ­ση, τη λο­γο­τε­χνί­α, το στο­χα­σμό, τις αν­θρω­πι­στι­κές ε­πι­στή­μες, τις ε­θνι­κές και προ­σω­πι­κές ι­διαι­τε­ρό­τη­τες· η διε­θνο­ποιού­με­νη α­με­ρι­κα­νι­κή vulgata εί­ναι πε­ρί­που έ­νας στοι­χειώ­δης κώ­δι­κας ε­πι­κοι­νω­νί­ας, μ’ αυ­τόν εκ­φρά­ζο­νται και συ­νεν­νού­νται -για να α­να­φέ­ρω ο­ρι­σμέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα- οι α­νά τον κό­σμο δου­λέ­μπο­ροι, έ­μπο­ροι ναρ­κω­τι­κών, μα­στρο­ποί, μα­φιό­ζοι, μι­σθο­φό­ροι (λ.χ. του UCK), πο­λι­τι­κοί, αλ­λά και πα­ντο­ει­δείς ε­πι­στή­μο­νες, α­φού η ε­πι­στή­μη σή­με­ρα πα­ρά­γε­ται με τα η­λε­κτρο­νι­κά όρ­γα­να και τις μη­χα­νές, των ο­ποί­ων οι προ­δια­γρα­φές, οι ο­δη­γί­ες χρή­σε­ων, η ο­ρο­λο­γί­α εί­ναι συ­νταγ­μέ­να, ό­λα, στην α­με­ρι­κα­νι­κή γλώσ­σα. Ό­λα αυ­τά δια­χέ­ο­νται και στην κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή (ό­πως την πε­ριέ­γρα­ψα πιο πά­νω). Βλέ­πω τι πα­ρά­γει ως γλώσ­σα το δια­δί­κτυο και φρίτ­τω· ί­σως α­πό αυ­τό να προ­έλ­θει και ο θά­να­τος της ελ­λη­νι­κής γρα­φής. Και πιο γε­νι­κά μπο­ρεί, μέ­σω της διε­θνούς α­με­ρι­κα­νι­κής vulgata, να πά­με σε έ­να εί­δος διε­θνούς α­γλωσ­σί­ας.
Η γλώσ­σα, ως μια φυ­σι­κή οντό­τη­τα, α­ντι­στέ­κε­ται. Αλ­λά τα πράγ­μα­τα εί­ναι δρα­μα­τι­κά δύ­σκο­λα τώ­ρα. Η γλώσ­σα χρειά­ζε­ται, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε άλ­λη φο­ρά, βο­ή­θεια απ’ έ­ξω. Τη βο­ή­θεια αυ­τή μό­νο η πο­λι­τεί­α θα μπο­ρού­σε να δώ­σει. Η πρό­βλε­ψή μου εί­ναι πως δεν θα της την δώ­σει. Ί­σως και να μην μπο­ρεί. Η πο­λι­τεί­α, -ό­πως και οι πο­λί­τες- εί­ναι μα­γε­μέ­νη απ’ το νε­ω­τε­ρι­σμό της πλη­ρο­φο­ρι­κής, υ­πό ευ­ρεί­αν έν­νοια. Έ­χει α­φο­μοιω­θεί α­πό αυ­τή, έ­χει γί­νει η ί­δια, α­πλώς, πλη­ρο­φο­ρι­κή. Πα­νη­γυ­ρι­κά εκ­φρά­στη­κε αυ­τό α­πό τους αρ­χη­γούς των δύ­ο με­γά­λων κομ­μά­των στον ι­διό­τυ­πο προ­ε­κλο­γι­κό μο­νο­λο­γι­κό διά­λο­γό τους. Στην ε­ρώ­τη­ση των δη­μο­σιο­γρά­φων για την παι­δεί­α α­πά­ντη­σαν, ταυ­τό­ση­μα, πως το ι­δα­νι­κό τους εί­ναι, μπρο­στά α­πό κά­θε μα­θη­τή να υ­πάρ­χει και έ­νας η­λε­κτρο­νι­κός υ­πο­λο­γι­στής. Αυ­τό. Τί­ποτ’ άλ­λο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ