Στο γραφείο του Τούρκου Πρωθυπουργού έφθασε ταχυδρομικά ένα απρόσμενο και όχι ευπρόσδεκτο πακέτο. Το πακέτο περιείχε πέντε μεταχειρισμένες ζώνες και είχε ταχυδρομηθεί από την πόλη Denizli της δυτικής Τουρκίας. Κατά τους αποστoλείς, που βρήκαν τον ευφάνταστο αυτό τρόπο να διαμαρτυρηθούν προς τον Πρωθυπουργό για την οικονομική τους δυσπραγία, οι ζώνες τους ήταν πλέον άχρηστες διότι δεν μπορούσαν να τις σφίξουν περισσότερο. Η τουρκική αστυνομία εντόπισε και ανέκρινε τους πέντε Τούρκους, αλλά τους άφησε ελεύθερους διότι δεν προέκυψε ότι η πράξη τους ήταν επιλήψιμη.
Με τον πρωτότυπο και συμβολικό αυτό τρόπο, οι Τούρκοι βιοπαλαιστές έδειχναν ότι η οικονομική τους κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Και δικαιολογημένα. Ο πληθωρισμός κάλπαζε γύρω στο 80%, τα επιτόκια ήταν φυσιολογικά ψηλότερα του πληθωρισμού και η τουρκική λίρα είχε υποτιμηθεί κατά 80% έναντι του δολαρίου στη διάρκεια του χρόνου. Για να ταχυδρομήσουν τις ζώνες τους στο πρωθυπουργικό γραφείο, οι διαμαρτυρόμενοι πλήρωσαν το διπλό ταχυδρομικό τέλος από αυτό που θα πλήρωναν ένα χρόνο πριν.
Παραλήπτης του πακέτου, όμως, δεν ήταν ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, αλλά ο Τουργκούτ Οζάλ. Η διαμαρτυρία των πέντε Τούρκων έλαβε χώρα όχι το 2001 αλλά στα τέλη του 1988. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η δεκαετία του 1980 θεωρείτο οικονομικά επιτυχημένη για την Τουρκία με ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 7-8%, με εξαγωγές ρεκόρ και με ξένες επενδύσεις που μόνο το 1988 (800 εκ. δολ) αντιστοιχούσαν στο ένα τρίτο όλων των ξένων επενδύσεων της τελευταίας τριακονταετίας.
Ανεξάρτητα, όμως, από τους ρυθμούς ανάπτυξης της δεκαετίας, το βιοτικό επίπεδο του μέσου Τούρκου δεν φαίνεται να επηρεάσθηκε θετικά. Μάλλον το αντίθετο συνέβη, όπως πολύ παραστατικά έδειξε η διαμαρτυρία των πέντε Τούρκων βιοπαλαιστών.
Δέκα χρόνια πριν, το 1978-1979, η Τουρκία είχε φθάσει στα πρόθυρα της πτώχευσης. Το γεγονός ότι και τότε, όπως και στην πρόσφατη κρίση του 2001 που περνά η Τουρκία, Πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο Μπ. Ετζεβίτ δεν ήταν τυχαίο και ίσως να είναι περισσότερο συμβολικό. Χρησιμοποιώντας επακριβώς την ίδια φρασεολογία που χρησιμοποιεί σήμερα για να χαρακτηρίσει την οικονομική κρίση του 2001 στη χώρα του, ο τότε Πρωθυπουργός Ετζεβίτ, χαρακτήρισε την κρίση του 1979 ως την πιο “έντονη κρίση στην ιστορία της [κεμαλικής] δημοκρατίας”. Η εκτίμηση του Ετζεβίτ ήταν σωστή. Η οικονομική κρίση του 1978-1979 ήταν η χειρότερη από τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο χειμώνας του 1979, γράφει ο Τούρκος μεγαλο-δημοσιογράφος Ali Birand,
“θα μείνει αξέχαστος για όσους είχαν την τύχη να επιβιώσουν. Με καθημερινές διακοπές ρεύματος, με τα ράφια στα καταστήματα σχεδόν άδεια, η Τουρκία παρουσίαζε μια εικόνα αντίστοιχη της Ευρώπης αμέσως μετά τον Β’ Π.Π. … Οι εισαγωγές πετρελαίου, για παράδειγμα, σταμάτησαν λόγω της μείζονος συναλλαγματικής κρίσης. Αυτό σήμαινε ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις ξεπάγιαζε στα διαμερίσματά του… οι συγκοινωνίες σχεδόν σταμάτησαν λόγω έλλειψης καυσίμων… Εργοστάσια δούλευαν στο 30% της απόδοσής τους, οι εισαγωγές είχαν σχεδόν σταματήσει… φάρμακα ακόμη και χαρτί υγείας δεν υπήρχε… η λίρα έπεφτε καθημερινά έναντι του δολαρίου. Ο πληθωρισμός έτρεχε αλόγιστα. Η οικονομία έμοιαζε με αμάξι σε κατηφόρα χωρίς φρένα. Η Τουρκία βρισκόταν τόσο κοντά στο χάος όσο ποτέ.”
Για το οικονομικό κατάντημα της Τουρκίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αλλά και για τις “ιδιαιτερότητες” της τουρκικής οικονομίας γενικότερα, οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι. Για να γίνουν πλήρως κατανοητοί πρέπει να ανατρέξουμε όχι μόνο στις δομές του κεμαλικού πειράματος και της φιλοσοφίας του κρατισμού, αλλά και στις ευδιάκριτες καταβολές του Κεμαλισμού στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπως και τις μεθόδους και μεθοδεύσεις των Οθωμανών ηγετών που διεχειρίζοντο τους πόρους της αυτοκρατορίας. Κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο στο πλαίσιο του παρόντος δοκιμίου.
Αν περιορισθούμε, όμως, στον τομέα του ισοζυγίου πληρωμών, θα δούμε ότι, μεταπολεμικά, στο τέλος σχεδόν κάθε δεκαετίας, η Τουρκία αντιμετώπιζε οικονομικές κρίσεις που ήταν αποτέλεσμα υψηλών ρυθμών βιομηχανικής ανάπτυξης.
Η ανάπτυξη αυτή χρηματοδοτείτο κυρίως με εξωτερικό δανεισμό που κατέληγε (με την παράλληλη αύξηση των εισαγωγών) σε ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών και καλπάζοντα πληθωρισμό. Κατά κανόνα ακολουθούσε πρόγραμμα λιτότητας, υποτίμηση του νομίσματος υπό την εποπτεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) μέχρι να περιορισθούν τα ελλείμματα, ο πληθωρισμός, και να εξυπηρετηθούν τα δάνεια, ώστε να ξαναγίνει δυνατός ο δανεισμός από το εξωτερικό. Το αποτέλεσμα, όμως, αυτής της επαναλαμβανόμενης διαδικασίας ήταν η συνεχής αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, το χρέος αυτό ξεπερνούσε τα 16 δις δολάρια, που αντιστοιχούσε στο ένα τέταρτο, περίπου, του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Αργότερα (δεκαετίες 1980 και 1990) θα εκτοξευθεί στα ύψη και το χρέος του εσωτερικού δανεισμού, το οποίο, το 2001, θα ισοδυναμεί με 78% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.
Τη δεκαετία του 1960 και στις αρχές του 1970, η Τουρκία είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με σημαντική άνοδο στο μέσο όρο του βιοτικού επιπέδου παρά τον ενυπάρχοντα πληθωρισμό. Επίσης, από τα μέσα του 1960 άρχισε η μετανάστευση Τούρκων εργατών, κυρίως στη Γερμανία, των οποίων τα εμβάσματα το 1974 έφθασαν στο 1,5 δις δολάρια, ποσό που ισοδυναμούσε με το σύνολο των εισροών από τις εμπορικές εξαγωγές της Τουρκίας. Όμως, η παγκόσμια ύφεση (1972-1975), η πετρελαϊκή κρίση (1973-74) η εισβολή στην Κύπρο (και το αμερικανικό εμπάργκο όπλων) και η αύξηση του πληθυσμού (3,7% ετησίως) άρχισαν από το 1976 την αντίστροφή μέτρηση για την τουρκική οικονομία που την έφερε το 1979 στα πρόθυρα κατάρρευσης.
Η χρόνια οικονομική κρίση στην Τουρκία είναι κατά κύριο λόγο, αν όχι εξόχως, πολιτική και κατά δεύτερο λόγο οικονομική. Μια σύντομη σύγκριση των δύο πιο σημαντικών οικονομικών μεταπολεμικών κρίσεων στην Τουρκία, αυτή της περιόδου 1978-1979 και της πρόσφατης (2001) εύκολα τεκμηριώνει αυτή τη θέση.
Το φθινόπωρο του 1979, στην επιθεώρηση Foreign Affairs, δημοσιεύτηκε άρθρο για την Τουρκία του Dankwart A. Rustow με τον χαρακτηριστικό τίτλο “ Turkey’s Travails”. Ο Rustow, μέλος της αμερικάνικης ελίτ, υπήρξε κατ’ εξοχήν θιασώτης του Κεμαλισμού. Στο καθ’ όλα ευνοϊκό για την Τουρκία άρθρο του, συμβουλεύει τους Κεμαλιστές να μη δίδουν την εντύπωση ότι η σχέση τους με τη Δύση είναι εργαλειακή και μισθοφορική και ότι δεν εδράζεται σε κοινές αρχές και αξίες. Αφορμή για την φιλική αυτή επίκριση ήταν η απροκάλυπτη θέση πρώην Τούρκου Πρωθυπουργού σε Αμερικανό αξιωματούχο ότι εσείς οι Δυτικοί “πρέπει να πληρώνετε τους λογαριασμούς μας διότι μας έχετε ανάγκη (“you must pay our bills because you need us”). Η μισθοφορική, όμως, αντίληψη των Τούρκων (που έχει τις καταβολές της στη ληστρική νοοτροπία των Οθωμανών οι οποίοι μεγαλόψυχα “επέτρεπαν” στους υπόδουλους να ζουν εφόσον εισέπρατταν απ’ αυτoύς τον όχι τυχαία ονομαζόμενο κεφαλικό φόρο) δεν ήταν αδικαιολόγητη. Και η κρίση του 1978-1979 το αποδεικνύει περίτρανα.
Είναι εντυπωσιακή η ταχύτητα με την οποία έδρασε η Δύση με τις ΗΠΑ επικεφαλής το 1979-1980 για την “επανόρθωση” της τουρκικής οικονομίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι ΗΠΑ, Δυτική Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιαπωνία και χώρες του ΟΠΕΚ όπως η Σαουδική Αραβία, οργάνωσαν μια “επιχείρηση διάσωσης” της Τουρκικής οικονομίας με ένα ποσό της τάξης των 1.6 δις. δολαρίων που θα παραχωρείτο στην Τουρκία σε συνδυασμό μ’ ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα του ΔΝΤ της τάξης των 450 εκ. δολαρίων. Μετά από την παραίτηση του Μπ. Ετζεβίτ τον Οκτώβριο του 1979, ο οποίος, μεταξύ άλλων, εναντιώνετο σ’ ορισμένους όρους του ΔΝΤ, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Σ. Ντεμιρέλ με σύμβουλό του για οικονομικά θέματα τον μέχρι τότε άγνωστο Τουργκούτ Οζάλ, πρώην υπάλληλο της Διεθνούς Τράπεζας. Το καινούργιο σταθεροποιητικό πρόγραμμα Οζάλ, που συμπεριλάμβανε τη σχετική “φιλελευθεροποίηση” της οικονομίας, έγινε ενθουσιωδώς δεκτό από το ΔΝΤ το οποίο επανήλθε με μια νέα συμφωνία με την Τουρκία που παραχωρούσε στην τελευταία ένα ποσό (4 δις δολάρια) που ξεπερνούσε κατά 625% το μερίδιο (quota) που δικαιούτο η Τουρκία ως μέλος του ΔΝΤ!
Η Δυτική “επιχείρηση διάσωσης” της τουρκικής οικονομίας ήταν, όμως, περιστασιακή και προσωρινή. Κατά τους επαΐοντες, η τουρκική οικονομία δεν μπορούσε να ορθοποδήσει χωρίς ριζοσπαστικές δομικές μεταρρυθμίσεις που συνεπάγονταν την κατάργηση του Κεμαλικού κρατισμού. Όμως κανείς, ούτε η τουρκική ελίτ αλλά ούτε και η Δύση ενδιαφέρονταν για κάτι τέτοιο. Η κύρια έγνοια και προτεραιότητά τους ήταν η πολιτική σταθερότητα της Τουρκίας και ο ρόλος της ως “οπλίτου” της Δύσης στον στρατηγικό και περιφερειακό ανταγωνισμό των δύο κόσμων. Το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 ακολούθησε και εντάσσετο σ’ αυτήν ακριβώς τη λογική. Και ενδεικτικά αναφέρεται εδώ ότι ο αρχι-caudillo Κενάν Εβρέν ανέβαλε την υλοποίηση του πραξικοπήματος, που επρογραμματίζετο για τον Ιούλιο του 1980, ώστε να μην διακινδυνευθούν οι διαπραγματεύσεις και η υλοποίηση της Δυτικής “επιχείρησης διάσωσης” της οικονομίας.
Την περίοδο 1978-1983, η στρατηγική αξία της Τουρκίας για τη Δύση έφθασε στο απόγειό της. Είχε ήδη καταρρεύσει το καθεστώς του Σάχη της Περσίας. Οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν, μια κίνηση που ερμηνεύθηκε και παρουσιάσθηκε ως μέρος της Σοβιετικής στρατηγικής υπερφαλαγγίσεως των Δυτικών στον ζωτικό χώρο του Περσικού Κόλπου, ενώ ο Πρόεδρος Κάρτερ διακήρυττε ότι η περιοχή του Περσικού Κόλπου άπτεται των ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ και οποιαδήποτε εξωτερική επέμβαση θ’ αντιμετωπίζεται από τις ΗΠΑ ακόμα και με τη χρήση βιας (Δόγμα Κάρτερ). Η Τουρκία εξελίχθηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής πολιτικής ασφάλειας διότι, μεταξύ άλλων, η ανατολική Τουρκία (Κουρδιστάν) επιλέχθηκε ως ο χώρος στάθμευσης και ανάπτυξης της υπό δημιουργία αμερικανικής δύναμης ταχείας ανάπτυξης (Δόγμα Ουόλστετερ).
Το πολιτικό ζήτημα λοιπόν της ασφάλειας της Δύσης και του Δυτικού κόσμου ήταν κυρίαρχο και όλα τα υπόλοιπα υπάγονταν σ’ αυτό. Και ευλόγως, οι Τούρκοι θεωρούσαν ότι οι Δυτικοί έπρεπε να τους “πληρώνουν” διότι τους είχαν ανάγκη και οι τελευταίοι πλήρωναν μ’ ευχαρίστηση.
Η αμοιβαία αυτή αντίληψη και ο ρόλος της Τουρκίας ως “ιερής αγελάδας” της Δυτικής ασφάλειας συνεχίσθηκαν μέχρι και τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Το “οικονομικό θαύμα” του Οζάλ άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας να βρίσκεται αντιμέτωπο με τις αθεράπευτες αγκυλώσεις της κρατιστικής κεμαλικής οικονομίας η οποία επιβαρύνετο, επιπλέον, από τις παρασιτικές οικονομικές δραστηριότητες των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι δραστηριότητες αυτές, που άρχισαν το 1961, εξελίχθηκαν σταδιακά σε μια οικονομική αυτοκρατορία που λειτουργούσε αυτόνομα, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε πειθαρχία και λειτουργεί με τη σειρά της ως “ιερή αγελάδα” μέσα στο Τουρκικό οικονομικό σύστημα. (Ανεξέλεγκτες είναι επίσης και οι στρατιωτικές δαπάνες ενώ ο δεκαπενταετής πόλεμος κατά των Κούρδων στοίχισε τουλάχιστον 100 δισ. δολάρια).
Η όποια “φιλελευθεροποίηση” της τουρκικής οικονομίας, επί Οζάλ και των διαδόχων του, ήταν περιορισμένης έκτασης ενώ σε ορισμένους τομείς, όπως π.χ. αυτόν της ιδιωτικοποίησης του χρηματο-τραπεζικού συστήματος, είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση της διαφθοράς, που άρχισε να απλώνεται σαν γάγγραινα σ’ όλους τους τομείς της τουρκικής οικονομίας. Με 4-5 εξαιρέσεις, οι 80 περίπου ιδιωτικές τράπεζες που δραστηριοποιήθηκαν και που κατέρρευσαν με την κρίση του 2001 (με οφειλές σε ξένους της τάξης των 24 δισ. δολαρίων), λειτουργούσαν ως κομματικά εργαλεία, ή ως εργαλεία του οργανωμένου εγκλήματος για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. (Το 2001, το μαύρο χρήμα εκτιμάται σε 100 δις δολάρια, δηλαδή το μισό ΑΕΠ). Λειτουργούσαν επίσης και ως φορείς για εσωτερικό δανεισμό του κράτους αποκομίζοντας εκπληκτικά κέρδη. Οι τράπεζες αυτές δανείζονταν ξένο συνάλλαγμα από τις διεθνείς αγορές και δάνειζαν με τη σειρά τους το κράτος σε τουρκικές λίρες, εκμεταλλευόμενες τα υψηλά επιτόκια λόγω του πληθωρισμού και με τη “βεβαιότητα” ότι η Τουρκική Κεντρική Τράπεζα εγγυάτο τη συναλλαγματική αξία της τουρκικής λίρας.
Επιπλέον, και παρά το γεγονός ότι, με διάφορους λόγους και προφάσεις, διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις δεν υλοποιούσαν τα σταθεροποιητικά προγράμματα του ΔΝΤ, το τελευταίο, για πολιτικούς πάντοτε λόγους, λειτουργούσε πυροσβεστικά επιτρέποντας έτσι στην τουρκική οικονομία να λειτουργεί παρά τις πρόσφατες περιοδικές κρίσεις (1989,1994,1997,1999-2000). Συνολικά, και μέχρι την κρίση του 2001, εφαρμόσθηκαν 17 σταθεροποιητικά προγράμματα του ΔΝΤ στην Τουρκία. Και μόνο το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας ανήλθε σε 50 δις δολάρια το 1991 και σε 104 το 2001, επί συνολικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος 200 δισ. δολαρίων!
Ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου, όμως, άρχισε την αντίστροφη μέτρηση για τη “στιγμή της αλήθειας” της αγκυλωμένης τουρκικής οικονομίας. Χρειάσθηκε να περάσουν δέκα ολόκληρα χρόνια για τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2001 διότι στο μέσο-διάστημα ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο, η εμφάνιση της απειλής του Μουσουλμανικού φονταμενταλισμού και οι διαδοχικές κρίσεις στα Βαλκάνια, δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι ο στρατηγικός ρόλος της Τουρκίας για τις ΗΠΑ, συγκεκριμένα, αλλά και για τη Δύση, αναβαθμίστηκε. Αυτό, όμως, ήταν μια πλάνη διότι ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου απέκοψε τον ομφάλιο λώρο της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Ήταν θέμα χρόνου προτού αυτό διαπιστωθεί στην πράξη και είναι αυτό που αποδεικνύεται με την κρίση του 2001. Η σημασία της κρίσης του 2001 είναι ότι, για πρώτη φορά, η Δύση, με τις ΗΠΑ επικεφαλής, αρνήθηκε να λειτουργήσει ως οικονομικός αρωγός της Άγκυρας με κυρίαρχο στοιχείο τη “στρατηγική αξία της”.
Εγκρίθηκε μεν το 18ο σταθεροποιητικό πρόγραμμα του ΔΝΤ της τάξεως των 10 δισ. δολαρίων αλλά (α) χωρίς επιπρόσθετη διμερή βοήθεια από τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες και παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Τουρκίας για επιπρόσθετη βοήθεια της τάξης των 25 δισ. δολαρίων (β) με πολύ αυστηρά κριτήρια εκταμίευσης της βοήθειας που συνεπάγονται συγκεκριμένες υλοποιήσιμες υποχρεώσεις της Τουρκίας (γ) την ενυπόγραφη δέσμευση των αρχηγών των κομμάτων που συναποτελούν τον συνασπισμό Ετζεβίτ ότι θα υλοποιήσουν το πρόγραμμα του ΔΝΤ και (δ) την αυστηρή δημόσια προειδοποίηση προς την Τουρκία από τις ΗΠΑ και το ΔΝΤ ότι η επόμενη κρίση, εάν υπάρξει, θα πρέπει ν’ αντιμετωπισθεί εξ ολοκλήρου και αποτελεσματικά από την Τουρκία χωρίς Δυτική οικονομική αρωγή. Το πολιτικό μήνυμα είναι πλέον ξεκάθαρο. Αντίθετα με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Δύση δεν πληρώνει τους λογαριασμούς της Άγκυρας διότι δεν την έχει πλέον ανάγκη. Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι η Τουρκία έχει πάψει να αντιμετωπίζεται πλέον ως η “ιερή αγελάδα” της ασφάλειας του Δυτικού κόσμου.
Πηγές
Aliriza, Bulent. “Turkey’s Crisis: Corruption at the Core”. Turkey Update, March 5, 2001). (Center for the Strategic and International Studies).
“A Quick Fix for Turkey” (Editorial). The New York Times, January 22, 1979, σελ. A20.
“A Rescue Operation for Turkey”. (Editorial). The New York Times, January 3, 1979, σελ. A 18.
Birand, Mehmed Ali. The General’s Coup in Turkey. London: Brassey’s 1987.
Blustein, Paul. “Turkish Crisis Weakness Case for Intervention”. The Washington Post, March 2, 2001, σελ. E01 (Internet version).
Evriviades, Euripides L. U.S-Turkey Contingency Planning and Soviet Reaction, 1978-1983, Athens: Defense Analyses Institute, 2001. (Themata: Policy and Defense Series No.8).
Fidler, Stephen. “U.S. Faces Turkish Dilemma”. Financial Times, March 2, 2001 (Internet version).
Frantz, Douglas. “Bush Team Getting Initiation in Turkey’s Ailing Economy”, The New York Times, March 18, 2001 (Internet version).
Frantz, Douglas. “Deepening Political Crisis Rocks Markets in Turkey”. The New York Times, February 22, 2001 (Internet version).
Galen, Justin. “Turkey As a Self – Inflicted Wound: The Narrowing Options of US Defense Policy”. Armed Forces Journal, Vol.117, No 10 (June 1980).
Habernman, Glyde. “Turkey Economy at Turning Point”. The New York Times, January 16, 1989, σελ. D4.
Harris, George. Turkey: Coping with Crisis. Boulder, Codrado: Westview Press, 1985.
Hovey, Graham. “4 Western Nations Meeting on Turkey”. The New York Times, January 18, 1979, σελ. A9.
Hulsman, John C. and Schaefer, Brett D. “The Right Way to Stabilize Turkey”, The Heritage Foundation, No. 743 (May 3, 2001).
Makovski, Alan. “Step Up US Involvement in Turkey’s Economic Crisis”. Policy Watch, No 521, March 2001. (The Washington Institute for the Near East Policy).
Milveston, Demian. “Turkey Rescue Package Looms But US Money Will Be Absent”, Dow Jones Newswires, April 27, 2001 (Internet version).
Pitman, Paul M. III. Turkey: A Country Study. Washington, D.C: Department of the Army, 1987.
Rustow, Dankwart A. “Turkey’s Travails”. Foreign Affairs,. Vol. 58, No. 1 (Fall 1979).
“Turkey’s Economic Troubles”. (Editorial). The New York Times, March 4, 2001 (Internet version).
Yalpat, Altan. “Turkey’s Economy Under the Generals”. Merip Reports, Vol 14., No. 3 (March – April, 1984).
*Ο Μάριος Λ. Ευρυβιάδης διδάσκει διεθνείς σχέσεις και είναι Υπεύθυνος Τεκμηρίωσης στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο.