του Γιάννη Καλιόρη
H ελληνική γλώσσα διέρχεται μια κρίσιμη περίοδο κάμψεως, όπου οι παραγωγικές και αφομοιωτικές της ικανότητες αργούν απελπιστικά και οι εκφραστικές της δυνατότητες λιμνάζουν επικινδύνως, ενώ ή φυσιογνωμία της αλλοιώνεται ραγδαία και η αισθητική της υφίσταται καταστροφή πρωτοφανή, και το κυριώτερο, πλήττονται πλέον οι βαθύτεροι ρυθμοί και η εσωτερική της διάσταση.
Και δεν θα πρέπει να ξεγελιόμαστε από τους πέντε, δέκα ή πενήντα τεχνίτες του λόγου. Γιατί εκείνο το οποίον έχει σημασία είναι ο γενικότερος μέσος όρος που προκύπτει από το σύνολο των φορέων του δημόσιου γραπτού και προφορικού λόγου, κι αυτός ο μέσος όρος χαρακτηρίζεται από γλώσσα πτοημένη και ελλειμματική, με μειωμένες αντιστάσεις εσωτερικές και περιορισμένο πλούτο αποχρώσεων, σημαδεμένη αφ’ ενός από το κλίμα μιας γενικότερης αγροικοκουλτούρας και αφ’ ετέρου, από την περιδίνηση της σύγχρονης παραγωγικής και, καταναλωτικής κινητικότητας, που επιβάλλει χρονικότητες εξουθενωτικές, σύστημα σημείων υπερεθνικό και σκοπιμότητες επείσακτες, και αναμοχλεύει βαθύρριζα τις κλίμακες των αξιών…
Πρέπει να σημειωθεί πως ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συντελούμενης σήμερα γλωσσικής βαναυσουργίας, είναι ότι εκπροσωπείται σ’ αυτήν ολόκληρο το φάσμα των φορέων του δημόσιου λόγου, από τους χειριστές των ραδιοτηλεοπτικών μέσων και τους ποικίλους θεράποντες του καλάμου, ως τους πολιτικούς, και φυσικά τους “πολιτικοποιημένους” φοιτητές και τους “προοδευτικούς” ή “εκτελωνισμένους” πανεπιστημιακούς, πού ο καθένας τους συνεισφέρει κατά δύναμιν στην αποψίλωση της γλώσσας και την ευτέλιση της έκφρασης.
Και βέβαια, η γλώσσα ούτε αυτοδέσποτη είναι ούτε και αυτοτέλεστη: η ευρωστία ή η λυμφατικότητά της συναρτάται οργανικά με την κατάσταση του πνευματικού πολιτισμού και των σημασιών που εννοηματώνουν τη ζωή ενός έθνους στερεώνοντας το στη συνείδηση της ιδιοπροσωπίας του και οδηγώντας το να βιώνει αύτη την ιδιοπροσωπία ως αυτοσήμαντη. Έτσι λ.χ., αν σήμερα μιλάμε άγγλο-γαλλο-ελληνικά, είναι γιατί σκεφτόμαστε έτσι, και σκεφτόμαστε έτσι γιατί εγκολπωνόμαστε ανάλογους σκοπούς, πρότυπα και βιοτροπία, που αλώνουν τη γλώσσα κατ’ ευθείαν στα εσωτερικά της κέντρα. Την αλώνουν δηλαδή σε ό,τι την κάνει να ταυτίζεται με έναν λαό και να είναι έκφραση αυτού του λαού και όχι άλλου, απόσταγμα στο οποίο συγκεφαλαιώνεται κάθε φορά και συναιρείται η προηγούμενη διαδρομή του σαν κόσμος σημασιών και ήθος βαθύτερο, παρέχοντάς του έτσι κάποια στέρεα σημεία αναγνωρίσεως μέσα στον χρόνο που τον βοηθούν να συνειδητοποιεί την ιστορική του διάρκεια, να συγκροτεί το πρόσωπό του και να καθορίζει το στίγμα του στον σύγχρονο κόσμο.
Καθώς λοιπόν η επεκτατική δυναμική των βιομηχανικών κοινωνιών εγείρει τον ισοπεδωτικό τους πολιτισμό σε terminus ad quem και ορίζοντα οικουμενικό, αναδεύει εκ θεμελίων και την ελληνική κοινωνία, καταστρέφοντας τους ρυθμούς, τα μέτρα και τις πολιτιστικές της αξίες και μετατρέποντάς την σε πασχίζον παρακολούθημα ξένου βηματοδότη και προτύπων αλλοδοτών, ενώπιον των οποίων η εθνική ιδιοσυστασία υποστέλλεται και γίνεται ετεροσήμαντη.
Aν η μορφική φροντίδα δεν μπορεί από μόνη της να αποσοβήσει τις βαθύτερες αποσυνθετικές τάσεις, ωστόσο η απαίτηση για διατήρηση και ανέβασμα της εκφραστικής δυνατότητας της γλώσσας, μπορεί, ως συνεχής διάγνωση, αξίωση υπερβάσεως και θεραπεία συμπτωματική, να συγκρατήσει για ορισμένο καιρό τα πράγματα και να κρατήσει κατάλληλο και διαθέσιμο τον γλωσσικό ιστό για την ύφανση των μελλοντικών σημασιών πού θα συνθέσουν την αιτιολογική αντιμετώπιση.
Ο σημερινός γλωσσοπολιτικός δογματισμός, που εν ονόματι ενός ανεύρετου λαού –και στην πραγματικότητα ερήμην και εις βάρος του– προσπαθεί να επιβάλει ένα πενιχρό ψευτολαϊκότροπο ιδίωμα, ενεργεί συρρικνωτικά πάνω στην ολότητα της νεοελληνικής, την οποία προσπαθεί να αποκόψει από τα πλούσια κοιτάσματα των λογίων καταβολών της και να την πλήξει περίπου με αμνησία ιστορική. Έτσι, καθώς ή γλώσσα περιστέλλεται σε μία μόνο συνιστώσα της, την αμιγή και “καθαρόγραμμη” δημοτική, παύει πλέον να είναι αρτιμελής και αμέριστη, και ο πλούτος των εκφραστικών της αποχρώσεων περιτέμνεται μοιραία, αφού πολλοί δοκιμασμένοι τρόποι της προγράφονται απηνώς ως λογιοσχημάτιστοι, και πάμπολλες λέξεις της παροπλίζονται με το ίδιο σκεπτικό. Και στον βαθμό πού η ανεπάρκεια αυτής της συνιστώσας την υποχρεώνει να συμπράττει με τη λογία εκδοχή της νεοελληνικής, προσθέτει, μηχανιστικά όσο κι ανυποχώρητα, στους συντακτικούς τρόπους της τελευταίας τη δική της μορφολογία, παράγοντας έτσι γλώσσα συνονθυλευματική και ακαλαίσθητη, συνεστραμμένη και παγερή, δίχως τη δημιουργικότητα εκείνη πού θα την προίκιζε με δύναμη αντιστάσεως οργανική.
Γιατί ή πλαστικότητα μιας γλώσσας, που της επιτρέπει να είναι πορώδης χωρίς να χάνει τον χαρακτήρα της, και να αντιστέκεται στην πίεση των ξένων γλωσσών χωρίς να γίνεται απολίθωμα του παρελθόντος, είναι συσχετική προς την εν γένει δημιουργική της ικανότητα. Και η τελευταία, τουλάχιστον από την στενώτερη γλωσσική άποψη, συνίσταται στην άφομοιωτική-συμμορφωτική της δύναμη, που όμως είναι συναρτημένη με την ικανότητα συνθέσεως και παραγωγής. Αν, λοιπόν, η πρώτη αφανίζεται κυριολεκτικά, είναι γιατί και η δεύτερη φυλλορροεί. Κι αυτό συμβαίνει διότι, εκτός από τις γενικότερες ιστορικές και πολιτιστικές επιλογές που καθιστούν όλο και πιο ετερόφωτη την ελληνική ζωή και ανήμπορη να στηριχτεί σε δικά της κέντρα σημασιών, ενεργούν και οι στενά γλωσσικές πλευρές του ζητήματος, και εν προκειμένω η υπέρογκη αξίωση των συγχρόνων δημοτικιστών να μονοπωλήσουν το σύνολο της γλωσσικής εκφράσεως, συμπιέζοντάς την μέχρις αναπηρίας σε γλωσσικά μονοσύστατη εκδοχή: επιδιώκοντας να την αποστειρώσουν από τα λόγια στοιχεία της, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να την στειρώνουν απελπιστικά, καθώς την απορφανίζουν από εκείνην ακριβώς τη συνιστώσα που διαθέτει τις μεγαλύτερες παραγωγικές και αφομοιωτικές δυνατότητες.
Η σύγχρονη δημοτική, υπονομευμένη αφ’ ενός από την τυφλά εκσυγχρονιστική ιδεολογία με την οποία, θέλει να συνυφαίνεται, και η οποία της επιβάλλει εξωγενείς τρόπους και ρυθμούς που τη διαρρηγνύουν εσωτερικά συντονίζοντας την με “βηματοδότες εξουθενωτικούς”, στερημένη αφ’ ετέρου από το δυναμικό έρεισμα της λογίας συνιστώσας, εναντίον της οποίας στρέφει αποκλειστικά όση αφομοιωτική δύναμη της έχει απομείνει· και επωμιζόμενη το αδύνατο έργο να εκφράσει αυτοδύναμα το όλον όντας μονάχα υποσύνολό του – αναγκάζεται, για να καλύψει την ανεπάρκεια της, να εκλιπαρεί τις ξένες γλώσσες, των οποίων στοιχεία μεταφυτεύει πλέον ανεξέλεγκτα και αθρόα, χωρίς ούτε να τα εξελληνίζει πλήρως πλάθοντας τα ελληνολεκτικά τους αντίστοιχα, όπως το έκανε άλλοτε ή καθαρεύουσα, άλλ’ ούτε καν να τα προσαρμόζει στο δικό της το τυπικό, όπως έκανε παλιότερα η ίδια.
Η σχέση, λοιπόν, της νεοελληνικής γλώσσας με τις άλλες συνιστά κατ’ εξοχήν το πεδίον όπου συναντώνται ακριβώς και συνεπιδρούν και οι δύο αυτές κατηγορίες αιτίων, οι στενώτερα γλωσσικές και οι ευρύτερα εξωγλωσσικές, κάνοντας έτσι την άλωσή της ορατή και μέσω αυτής πιο εξώφθαλμη και τη δική τους την ύπαρξη. Γιατί η σχέση της γλώσσας μας με τις ξένες αποδεικνύεται συντριπτικά ετεροβαρής, ξεπερνώντας πλέον κατά πολύ τις ισορροπημένες ανταλλαγές και αλληλεπιδράσεις πού προσπορίζουν αμοιβαίο πλουτισμό, και εν πάση περιπτώσει αποβαίνει πολύ πιο άνιση σε βάρος μας συγκριτικά με το παρελθόν. Κι αυτό είναι μεστό διδαγμάτων απομυθευτικών, τα οποία καλούν σε οδυνηρές αναψηλαφήσεις του κληροδοτημένου αυτονόητου πολλών πραγμάτων και συσχετισμών, που με την κυρωτική δύναμη του δεδικασμένου τους μετέτρεπαν την προβληματικότητά τους σε πίστεις αξιωματικές με χαρακτήρα ιδεολογικό και λειτουργία παροχετευτική ή συγκαλυπτική.
Τώρα που η καθαρεύουσα καθαιρέθηκε και επισήμως, το διάδοχο σχήμα, νομιζόμενος φορέας ενεργείας και ζωτικότητας, βρέθηκε ξαφνικά μετέωρο και χωρίς αντικείμενο, ανακαλύπτοντας και αποκαλύπτοντας τη δική του ισχνότητα θεμελίων και σκοπών, που μέχρι τώρα συσκότιζε ο αγώνας κατά της καθαρεύουσας, και που άλλωστε παραπέμπει στο αντίστοιχο κενό ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Την κενόλογη σπουδαιοφάνεια μιας ορισμένης καθαρεύουσας αντικατέστησε η σπουδαιοφανής κενολογία μιας απροκάλυπτα μεταπρατικής δημοτικής κι ο δημαγωγικός πρωτογονισμός ενός οιονεί κουτσαβάκικου ιδιώματος, δείχνοντας ότι τελικά δεν υπάρχει τίποτα το ουσιώδες και ίδιον να εκφραστεί, κανένα εφαλτήριο για έργα πνευματικού πολιτισμού και ποιότητες νέες, καμμιά “φωτοπάροχος εστία” που να δέσει σε πράξεις δημιουργικής αυτογνωσίας τα ανέστια σκιρτήματα και τους ανενέργητους πυρήνες, και να στερεώσει την ελληνική ζωή στη δική της ιδιορυθμία και δημιουργικότητα.
Το αποτέλεσμα, ως γλώσσα και ως γενικότερη στάση ζωής, είναι ένας ψευτολαϊκότροπος καθαρευουσιάνικος δημοτικισμός ο οποίος, κόβοντας μία προς μία τις γέφυρες με τις βαθύτερες καταγωγικές αξίες, αγκιστρώνεται απεγνωσμένα σε μια τυφλή ιδεολογία καπιταλιστικής προόδου και εκσυγχρονισμού –φυγής αχαλίνωτης προς τα εμπρός και προς τα έξω, που αναστέλλει συνεχώς την εγγενή κρίση του όλου συστήματος, κατανέμοντας μέσα στον χρόνο κι εξακτινώνοντας μέσα στον χώρο την αβάσταχτη ένταση του συγκρουσιακού του πυρήνα και αποσοβώντας κάθε φορά την εισβολή των καιρίων ερωτημάτων στη συνείδηση.
Αυτός ο καθαρευουσιάνικος δημοτικισμός, που ως φρόνημα και ήθος συγκροτείται από τα κοινά ιδεολογικά στοιχεία των δύο ρευμάτων και ως γλώσσα από τα μειονεκτήματα των αντίστοιχων γλωσσικών τους μορφών, στο μεν πεδίο των ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών (οι οποίες πλέον νοηματοδοτούνται από τον νόμο της οικονομικής αξίας και τις σκοπιμότητες της αγοράς), συνυφαίνεται με λογική συστήματος ισοδυναμιών και συνεχούς απλώματος ποσοτήτων, πού απεργάζεται σκυβαλοκρατικό πολιτισμό ζυμώδους μαζοποιήσεως με κυρίαρχο αίτημα το “δικαίωμα στην αγραμματωσύνη”· στο δε επίπεδο της άμεσης καθημερινότητας, διαθλάται “εκσυγχρονισμένα” και χυδαιοπρεπώς σε ιδεολογία ρεμπετομαγκιάς και “οικονομησιάς”, όπου η μονογενετικότητα μιας “πλέριας” δημοτικής κι ο επιτηδευμένος πρωτογονισμός ενός λιπαρού λαϊκισμού τερατουργούν γλωσσικόν “ντερμπεντερισμό”, που πασχίζει να προσδώσει επίφαση λαϊκότροπης ελληνικότητας στην κοσμοπολίτικη παρδαλογένεια.
Τέλος, στο πεδίο των στενά γλωσσικών διεργασιών, φέρεται από αιτήματα καθαρισμού εν όψει μορφολογικής ομοιογενείας και καθαρότητας λεξιλογικής, και συνεχίζει να παλεύει με τα φαντάσματα του παρελθόντος –ύστατο άλλοθι της ακαρπίας–, μοχθώντας να σφαλίσει την κερκόπορτα στη λογία γλωσσική παράδοση, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει διάπλατα την πύλη στην ξενόγλωσση προστασία, στην οποία και παραδίδει το πνεύμα και το γράμμα, αδυνατώντας ν’ αντεπεξέλθει με τις δικές του δυνάμεις.
Κύκλος συνεπειών που ανατροφοδοτούν και κραταιώνουν την πηγή τους, το μόρφωμα τούτο έχει μακρινότερες ρίζες: καθώς σε μια δεδομένη στιγμή η ελληνική κοινωνία διάλεξε, ή εκ των πραγμάτων υποχρεώθηκε να ακολουθήσει, ένα κέντρο προοπτικών εξωγενές, οδηγήθηκε μοιραία να βιώνει τον εαυτό της σαν κάτι το ανόμοιο και περιφερειακό απέναντί του, και όχι σαν ύπαρξη αυτάγγελτη και διαφορετική, που έχοντας την αυτοπεποίθηση των δικών της αξιών ζει χωρίς ντροπή και μειονεξία τη δική της αλήθεια ως αυτοκατάφαση.
Απ’ αυτή λοιπόν την νοοτροπία του ανόμοιου που πασχίζει να γίνει όμοιο προς ένα κέντρο εξωτερικό, απ’ αυτή την προσπάθεια –που μόνο με δάνεια μέσα μπορεί να αναληφθεί– να αναρριχηθεί σε μια παγκόσμια ιστορική κλίμακα, υποτιθέμενη ενιαία (και στον βαθμό που βρίσκεται στις χαμηλότερες βαθμίδες της αισθάνεται καθυστέρηση και ντροπή), πηγάζει και η ψυχολογία της μειονεξίας και περιφερειακότητος –ή αντίθετα, της πτωχαλαζονείας– πού σήμερα χαρακτηρίζει τη σύνολη φυσιογνωμία της πολιτιστικής μας ζωής, όπου σε κλίμα ανέστιου κοσμοπολιτισμού μεσουρανούν η νεοπλουτιστική ξενομανία των δημοσιογράφων, ο δουλικός μιμητισμός των διαφημιστών, ο ακατέργαστος μεταπρατισμός των διανοουμένων και η φολκλορική ρεμπετοφροσύνη των πάντων.
Επειδή, λοιπόν, η σχέση της γλώσσας μας με τις ξένες αποτελεί πεδίο όπου διαγράφονται καθαρά ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της γενικότερης πορείας και του στίγματός μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο, δεν θα ήταν χωρίς χρησιμότητα και αξία διδακτική αν προβαίναμε σε μία πρόχειρη έστω ταξινόμηση της σχετικής περιπτωσιολογίας.
Η συγκεφαλαίωση της τελευταίας σε ένα πρώτο σχεδίασμα τυπολογίας αποκαλύπτει ευθύς εξ αρχής δύο τάσεις ευκρινείς, με χαρακτήρα παραπληρωματικό και ομόκεντρη κατεύθυνση, των οποίων η ενεργός διάπλεξη τις συναιρεί σε ενιαία αφετηρία για την περαιτέρω κατάταξη των περιπτώσεων. Πρόκειται για τον βαθμιαίο γλωσσικό αφελληνισμό των ελληνικών και των ήδη εξελληνισμένων και για τον συστηματικό πλέον μη εξελληνισμό των νεοεισαγομένων, με πρωτεργάτες ραδιόφωνο και τηλεόραση –και άλλες παραφυάδες του κρατικού μηχανισμού–, εφημερίδες και περιοδικά, διαφημιστές και εμπόρους, καθώς και παντοίους διανοουμένους και θεράποντες του καλάμου: άλλοτε από πλέγμα εθνικής μειονεξίας, που κάνει ώστε η ξένη λέξη, η ξένη προφορά και η ξένη γραφή να παρασημαίνονται ψυχολογικά από την ίδια τους την προέλευση και να χαρίζουν μεγαλύτερη περιωπή στον χρήστη και αξιοπιστία στα προϊόντα του· άλλοτε από πλέγμα μειονεξίας ατομικής και πνευματικό νεοπλουτισμό ή σνομπισμό και ματαιόδοξη διάθεση προς επίδειξη γλωσσομαθείας (που συνηθέστατα είναι ανύπαρκτη έως μετριωτάτη), αλλά και από επιπολαιότητα, νωθρότητα διανοητική και αβασάνιστη παράδοση στη μόδα, ή προχειρότητα και βιασύνη δημοσιογραφική· άλλοτε πάλι από πραγματική δυσκολία για όσους έζησαν επί μακρόν στο εξωτερικό ν’ απαλλαγούν από τις ξενοτροπίες και να εξελληνίσουν την οπτικοηχητική εικόνα της ξενόγλωσσης λέξης, τους ξενικούς ιδιωματισμούς και τη συντακτική διατύπωση· άλλοτε, τέλος, από υπερβολική όσο και άτοπη μέριμνα ακριβείας, κυρίως στη γραφή και την προφορά – για τους λόγους λοιπόν αυτούς, που ενεργούν διαζευκτικά ή κατά συρροήν, αλλά ενδεχομένως και για άλλους που μένει να επισημανθούν, όλο και περισσότεροι θεράποντες του λόγου και της γραφίδας θεωρούνε πρέπον να διανθίζουν τη γλώσσα τους γελοιοπρεπώς με ποικίλους ξενισμούς.