του Γ. Μερακλή
Ο Γιάννης Μότσιος (Ελληνική πεζογραφία 1600-1821), μιλώντας για την πεζογραφία του 17ου αιώνα, κάνει μιαν αδρομερή κατάταξη του πλούσιου υλικού σε: α) έργα ιστοριογραφίας και χρονικών, β) έργα ρητορικά γ) “περισσότερο ή λιγότερο καθαρές μορφές καλλιτεχνικής πεζογραφίας”, στις οποίες συμπεριλαμβάνει “και ένα μέρος από τη μακραίωνη πορεία και εξέλιξη των συναξαριακών ειδών” (σ. 3). Πρέπει να προσθέσουμε και την επιστολογραφία (πβ. σ. 52). Ως προς τη γλωσσική έκφρασή τους, σημειώνει ότι είναι γραμμένα στη λαϊκή προφορική γλώσσα.
Ως υποδομή, τρόπον τινά, του περιεχομένου όλων αυτών των κατηγοριών υπάρχει αφενός “το ηρωικό παρελθόν, με τις νίκες ή και τις σοφές σε διδάγματα ήττες των αρχαίων προγόνων”, αφετέρου η “ορθόδοξη χριστιανική παράδοση”, που με μια οπωσδήποτε μαχόμενη Εκκλησία κράτησε ακμαίo το θρησκευτικό συναίσθημα, τη χριστιανική πίστη.
Ενδιαφέρουσα είναι η άποψή του, ότι η ιστορία γραμμάτων στον αιώνα αυτόν, όπως και στον επόμενο, δεν έχει να επιδείξει μορφές όπως τον Θερβάντες, αλλά συνθέτει το πρόσωπο της λογοτεχνίας, θα έλεγε κανείς, ομαδικά· αλλά και τοπικά, και μάλιστα σε τόπους της περιφέρειας, σε εστίες (οικονομικές, πολιτιστικές) που αναδεικνύονται σε “εθνικά σταυροδρόμια”, όπου “αφομοιώνονταν φωνές, χρώματα τοπικά, ιδιομορφίες, συγχωνεύονταν χρονικές και χωρικές αποστάσεις” (σ. 5).
Δεν ξέρω πόσο ευσταθεί η συσχέτιση, που κάνει, γλώσσας και ιδεολογίας: “η δημοτική, γράφει, συμβαδίζει με προοδευτικές στιγμές, η αρχαιόμορφη και ακατανόητη (τουλάχιστον δυσνόητη) γλώσσα με συντηρητικές και αντιδραστικές αντιλήψεις” (σ. 6). Αναμφίβολα το δεύτερο συμβαίνει συχνά ή και πολύ συχνά· όχι, όμως, πάντα. Αυτό το έδειξε και ο 19ος αιώνας, όπου η αρχαΐζουσα γλώσσα έγινε και το όχημα μιας –προοδευτικής, στις προθέσεις της τουλάχιστον εξάπαντος- επιστροφής στην ελληνική αρχαιότητα. Άλλωστε και ο ίδιος (βλ. πιο πάνω) θεωρεί βασικό θεμέλιο της πεζογραφίας του 17ου αιώνα την παράδοση του ηρωικού παρελθόντος (ενώ στο 19ο αιώνα θα οξυνθεί μια σύγκρουση -βέβαια όχι καθολική, αλλ’ οπωσδήποτε υπαρκτή- της εκκλησίας με τις αρχαιόφιλες τάσεις).
Ας μη λησμονούμε εξάλλου, ότι ήδη σε απώτερο παρελθόν και μάλιστα επί μακρό διάστημα –όσο διήρκεσε η Αναγέννηση, τουλάχιστον– η επιστροφή στους Αρχαίους (και στη γλώσσα τους, με τον οργασμό των εκδόσεων) δεν σήμαινε απλώς και μόνο την αναγέννηση του αρχαίου κόσμου αλλά, κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, την αναγέννηση στην Ευρώπη ενός quasi πεθαμένου κόσμου (όπως πιστευόταν, τουλάχιστον, ότι είταν), του κόσμου του Μεσαίωνα, μέσω του κόσμου της Αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης.
Ας σημειώσω ακόμα, ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, το ίδιο πρόσωπο να γράφει, κατά περίπτωση, στη λαϊκή γλώσσα ή στην αρχαΐζουσα· αυτό δεν υποδηλώνει κανένα διχασμό προσωπικότητας, πολύ περισσότερο φανερώνει πως δεν υπήρχε στη συνείδησή τους κανένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις δύο γλώσσες. (Επίσης η χρήση της λαϊκής γλώσσας από την Propaganda Fide δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην προοδευτική διδαχή. Βλ. τι γράφει και ο ίδιος ο Μότσιος για τον Ευγένιο Βούλγαρη, σ. 21).
Μπορώ να αναφέρω ένα παράδειγμα από πάρα πολλά που υπάρχουν. Ο ιερομόναχος Χίκας (1550-1621 περίπου), που κήρυξε από τον άμβωνα του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, εκφώνησε και “Μονωδίαν εις τον θάνατον του μητροπολίτου Γαβριήλ Σεβήρου”. “Ο λόγος αυτός, γραμμένος στη δημοτική και κατάφορτος από ρητορικά σχήματα, αποστροφές, παρομοιώσεις, θεωρείται σαν ένα από τα καλύτερα δείγματα εκκλησιαστικής ρητορικής των χρόνων της Τουρκοκρατίας” (Αθ. Καραθανάσης, Εκκλησιαστική ρητορική, σ. 150). Όμως ο ίδιος ιερομόναχος, μιαν άλλη ομιλία του για το μητροπολίτη Φιλαδελφείας Θεοφάνη Ξενάκη την έγραψε στην αρχαΐζουσα, καθώς χειριζόταν και τις δύο γλώσσες “θαυμάσια” (ό.π.). Ο κρητικός λόγιος κληρικός Γεράσιμος Βλάχος (1607 περίπου- 1685) είταν κι αυτός “κοινός διδάσκαλος κατ’ αμφοτέρας τας διαλέκτους” (βλ. Καραθανάση, σ. 178). Ξαναλέω πως η “διγλωσσία” των ανθρώπων αυτών είναι κάτι θετικό. Ενώνουν, μέσω της γλώσσας, δύο κόσμους του ελληνισμού, παρόν και παρελθόν, γίνονται ζωντανοί μεσάζοντες, ενδιάμεσοι, με την αγωνία των χρόνων εκείνων να κρατηθούν και οι δύο κόσμοι παρόντες, παρελθόν και παρόν, ώστε να ευτυχήσει η μελλοντική αφομοίωση, να υπάρξει ένα μέλλον με αφομοιωμένο, κατά το δυνατό, όλο το μακρότατο χρονικό φάσμα του έθνους.
σημειώσεις για τον Νεοελληνικό Λαϊκό Πολιτισμό
723